Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

15.1 C
Athens
Σάββατο, 26 Απριλίου, 2025

Η «αγγλική» λέξις orient = ανατολή, είναι ομηρική ελληνική… -του Δ. Συμεωνίδη

Η «αγγλική» λέξις

orient = ανατολή,

είναι ομηρική ελληνική…
Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP

Δημοσιογράφου / ανταποκριτού

Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

 

Οrior, oreris. oritur, orimur, ortus sum.iri < ὅρῳ, ὄρνυμι = ἀνατέλλω, ἀνίσχω. ἀνέχω ab sole orto. ἄμ’ ἡλίῳ ἀνίσχοντι. ἀνατέλλοντι. Stella oritur, ὁ ἀστήρ ἀνατέλλει, ἐπιτέλλει. oriens sol εἴτει ἁπλῶς
oriens, ἀ. ὁ ἀνατέλλων ἥλιος, ἡ ἀνατολή,
αί ἀνατολαί.
Aestivus εἴτε solstitialis oriens. αἱ θεριναί ἀνατολαί. biber I nus brumalis, αί χειμεριναί ἀνατολαί.

        2) εγείρομαι, άνίσταμαι.

        3) ἀνατέλλω. ἀναφαίνομαι, ἀναφύομαι,
γίγνομαι.
Rhenus oritur, ό ‘Ρήνος άνατέλλει. officia oriuntur a virtutibus, τά καθήκοντα ἐκ τῶν ἀρετῶν γίγνεται. tibi a me nulla orta est injuria, σοί ύπ’ έμού ούδεμία έγένετο ἀδικία, ventus oriens, άνατέλλων ἄνεμος.

        4) γεννῶμαι, φύομαι, γίγνομαι. ab illo ortus, έξ έκείνου γεγονώς, πεφυκώς. filia είτε e filia, έκ τῆς θυγατρός. ortus.
γεννηθείς,
oriturus, γεννηθησόμενος. oriundus. a. urn, γεγονώς, πεφυκώς, ἔκγονος. Diis ἔκγονος θεών, ab ingenuis, έξ έλευθέρων γεγονώς. 

        5) ἄρχομαι. ab his serme oritur, από τούτων ό λόγος ἄρχεται. – ΠΗΓΗΣτεφ. Κουμανούδη: Λεξικόν Λατινοελληνικόν.

Επίσης:

LIDDELL & SCOTT Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

ὄρνῡμι ή -ύω, προστ. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε· γʹ ενικ. και πληθ. παρατ. ὤρνυεν, -υον, μέλ. ὄρσω,
αόρ. αʹ ὦρσα, Ιων. γʹ ενικ. ὄρσασκε· αόρ. βʹ με αναδιπλ., ὤρορα — Μέσ., ὄρνῠμαι,
παρατ. ὠρνύμην, μέλ. ὀροῦμαι, γʹ ενικ. ὀρεῖται· αόρ. βʹ ὠρόμην, γʹ ενικ. ὤρετο,
συνηρ. ὦρτο, Επικ. γʹ πληθ. ὄροντο, ὀρέοντο· προστ. ὄρσο ή ὄρσεο, Ιων. ὄρσευ·
γʹ ενικ. υποτ. ὄρηται· απαρ. ὄρθαι, συνηρ. αντί ὀρέσθαι· μτχ. ὀρόμενος, ὄρμενος
— στη Μέσ. ανήκει επίσης ο παρακ. ὄρωρα (άπαξ ὤρορε), και γʹ ενικ. υπερσ. ὀρώρει,
ὠρώρει· στον Όμηρ. επίσης, Παθ. τύπος ὀρώρεται = ὄρωρε, υποτ. ὀρώρηται (*√ὌΡΩ·
είναι η ρίζα από την οποία σχηματίζονται οι περισσότεροι τύποι).

Σημασία που προκύπτει από τη ρίζα·
κινώ, ανακινώ, διεγείρω, στον ίδ. 1. λέγεται για σωματική κίνηση, ενθαρρύνω,
παροτρύνω, διεγείρω, εξεθερίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.· με απαρ., Ζεὺςὦρσε
μάχεσθαι, τον παρότρυνε να πολεμήσει, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., με παρακ. ὄρωρα,
κινούμαι, αναδεύομαι, εἰς ὅ κε.. μοι φίλα γούνατ’ ὀρώρῃ, εφόσον τα μέλη μου
έχουν τη δύναμη να κινηθούν, σε Όμηρ.· προστ. αορ. αʹ ὄρσεο, ὄρσευ, ὄρσο,
κουνήσου! εμπρός! σήκω! στον ίδ.· με εχθρική σημασία, εφορμώ, ορμώ με μανία, σε
Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. σηκώνω, κάνω κάποιον να σηκωθεί, ξυπνώ κάποιον,
καλώ, φέρνω στο φως, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για ζώα, εξερεθίζω, τρέπω σε φυγή,
κυνηγώ, σε Όμηρ. — Μέσ., σηκώνομαι, αναπηδώ, ιδίως από το κρεβάτι, στον ίδ.·
στον Μέσ. παρακ., ὤρορεθεῖος ἀοιδός, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., σηκώνομαι να κάνω
κάτι, ετοιμάζομαι να κάνω κάτι, ὦρτο ἴμεν, στο ίδ.· ὦρτο Ζεὺς νιφέμεν, άρχισε ή
ξεκίνησε να χιονίζει, σε Ομήρ. Ιλ. 3. επιφέρω, εξεγείρω, Λατ.
ciere, λέγεται για καταιγίδες και τα όμοια, που επιφέρουν οι θεοί, σε Όμηρ.,
Αισχύλ.· ομοίως, ὄρσαι ἵμερον φόβον, μένος, πόλεμον κ.λπ., σε Όμηρ. — Μέσ.,
ανατέλλω, εγείρομαι, Λατ.
orior, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄρνυται πένθος, στόνος κ.λπ.· στο ίδ., δοῦρα ὄρμενα πρόσσω,
τα βέλη πετούσαν προς τα μπρος, στο ίδ.

 

Ά. Τζιροπούλου- Ευσταθίου: Πως η Ελληνική Γονιμοποίησε τον παγκόσμιο Λόγο

Γαλλικά : Orient

Ιταλικά : Oriente

Ισπανικά : Oriente

Αγγλικά : Orient

Γερμανικά : Orient

Λατινικά : Orior = εγείρομαι, ανατέλλω

Εκ του
Ελληνικού
: όρῳ, ὀρίνω, ὄρνυμι = 1. Κινῶ 2. ἐγείρω
ἐξ Ὠκεανοῦ Ἠριγένειαν ὦρσεν .Ὀδ. ψ.348 (ἐξ αὐτοῦ ὅρος,
ὄρνις

 

On Line Ετυμολογικό
Λεξικό, τέλη 14ου αιώνα:

Η κατεύθυνση
ανατολικά· το τμήμα του ορίζοντα όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά ο ήλιος”,
επίσης (τώρα με κεφαλαίο Ο-) “οι ανατολικές περιοχές του κόσμου,
ανατολικές χώρες” (αρχικά αόριστα σημαίνει την περιοχή ανατολικά και νότια
του Ευρώπη, αυτό που σήμερα ονομάζεται Μέση Ανατολή αλλά και μερικές φορές
Αίγυπτος και Ινδία), από την παλαιά γαλλική ανατολή «ανατολή» (11
c.), από το λατινικό orientem (ονομαστική oriens) «ο ανατέλλειος ήλιος, η ανατολή, μέρος του ουρανού όπου η ήλιος
ανατέλλει», αρχικά «ανατέλλει» (επίθ.), ενεστώτα του
oriri «να ανατέλλει» (βλ. καταγωγή).

Η έννοια
“ένα μαργαριτάρι του πρώτου νερού” είναι από το 1831, συντομογραφία
για το μαργαριτάρι της Ανατολής (τέλη 14ο αιώνα) που αρχικά σήμαινε ένα από τις
θάλασσες της Ινδίας. Εξ ου και η σημασία «ένας λεπτός ιριδισμός, η ιδιόμορφη
λάμψη ενός εκλεκτού μαργαριταριού» (1755). Το
Orient Express ήταν ένα τραίνο που έτρεχε από το Παρίσι στην Κωνσταντινούπολη, μέσω Βιέννης
1883 – 1961, από την αρχή συνδέθηκε με κατασκοπεία και ίντριγκα, επίσης από τα
τέλη του 14ου.

 

orient (n.)

late 14c.,
“the direction east; the part of the horizon where the sun first
appears,” also (now with capital O-) “the eastern regions of the
world, eastern countries” (originally vaguely meaning the region east and
south of Europe, what is now called the Middle East but also sometimes Egypt
and India), from Old French orient “east” (11c.), from Latin orientem
(nominative oriens) “the rising sun, the east, part of the sky where the
sun rises,” originally “rising” (adj.), present participle of
oriri “to rise” (see origin).

 

Meaning
“a pearl of the first water” is by 1831, short for pearl of the
Orient (late 14c.) originally meaning one from the Indian seas. Hence also the
meaning “a delicate iridescence, the peculiar luster of a fine pearl”
(1755). The Orient Express was a train that ran from Paris to Istanbul via
Vienna 1883-1961, from the start it was associated with espionage and intrigue.

also
from late 14c.

 

orient
(v.)

by
1741, “to arrange (something) so as to face east,” from French
s’orienter “to take one’s bearings,” literally “to face the
east” (also the source of German orientierung), from Old French orient
“east,” from Latin orientum (see orient (n.). Extended meaning
“place or arrange in any definite position with reference to the points of
the compass” is by 1842; the figurative sense, with reference to new
situations or ideas, is by 1850. Related: Oriented; orienting.

also
from 1741
.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
27.8.2024.

αγγλικη λεξις orient οριεντ ετυμολογια ανατολη ομηρικη ελληνικη Συμεωνιδης λεξη αστηρ ανατελλει, επιτελλει. ανατελλων ηλιος, ανατολαι θεριναι ανατολες χειμεριναι εγειρομαι, ανισταμαι ανατελλω αναφαινομαι, αναφυομαι, γιγνομαι Ρηνος καθηκον αρετη αδικια, ανεμος γεννωμαι, φυομαι, γιγνομαι γεγονως, πεφυκως θυγατηρ γεννα εκγονος αρχομαι λογος αρχεται
author avatar
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Σχετικά Άρθρα

Αρχαίο Νεκροταφείο στρατιωτικών αλόγων βρέθηκε στην Γερμανία – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Στην τελευταία Εποχή των Παγετώνων, η περιοχή...

Η «γαλλική» λέξη mouche είναι πανάρχαια ελληνική και μάλιστα ομηρική

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP Δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών...

Τι κοινό έχουν τα όρη ΠΑΡΝΑΣΟΣ – ΠΑΡΝΗΘΑ – ΠΑΡΝΩΝ; – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Η αρχαιοτάτη ελληνική λέξη για την πέτρα...

Το τοπωνύμιο Μπογιάτι και το «αγγλικό» book είναι αρχαία ελληνικά! – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Το τοπωνύμιο Μπογιάτι, το συναντάμε σε πλείστα...