Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΕΝΙΟΤΕ ΑΔΥΝΑΤΕΙ
ΝΑ ΔΩΣΕΙ
ΛΥΣΕΙΣ,
ΛΥΣΕΙΣ,
ΕΚΕΙ ΠΟΥ Η ΛΕΞΑΡΙΘΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΜΠΟΡΕΙ…
α1
Κρατύλος: Περί ὀρθότητος τῶν ὀνομάτων
ἱδρυτοῦ τῆς Λεξαριθμικῆς θεωρίας (ΤΕΙ Λαρίσης 1976)
Α. Μελέτη τοῦ «Κρατύλου»
Ὁ «Κρατύλος» τοῦ Πλάτωνος μελετήθηκε διά τοῦ περιοδικοῦ ΠΑΜΜΕΓΑΣ σέ 5
τεύχη, 7, 8, 29/30, 33/34, 35/36, οἱ περιλήψεις τῶν ὁποίων παρουσιάζονται στό
παρόν [βλέπε «μετά τήν Βιβλιογραφίαν»].
τεύχη, 7, 8, 29/30, 33/34, 35/36, οἱ περιλήψεις τῶν ὁποίων παρουσιάζονται στό
παρόν [βλέπε «μετά τήν Βιβλιογραφίαν»].
Στήν παροῦσαν παράγραφον παρατίθεται ἡ περίληψη τοῦ τελευταίου τεύχους, 35/36
(Ὀκτώβριος 1989, σέ μορφήν κειμένου (word)):
(Ὀκτώβριος 1989, σέ μορφήν κειμένου (word)):
Τά σημαντικώτερα πορίσματα αὐτοῦ,
συνοψίζονται ὡς ἑξῆς:
συνοψίζονται ὡς ἑξῆς:
α1. Ζεύγη ὀνομάτων (τό πρῶτον
δοθέν ἀπό τούς θεούς, τό δεύτερον ἀπό τούς ἀνθρώπους) ἐντάσσονται στήν δομήν τῆς
ἑλληνικῆς γλώσσας, ὑπό τό πρῖσμα τῆς λεξαριθμικῆς θεωρίας, κατά θαυμαστόν
τρόπον.
δοθέν ἀπό τούς θεούς, τό δεύτερον ἀπό τούς ἀνθρώπους) ἐντάσσονται στήν δομήν τῆς
ἑλληνικῆς γλώσσας, ὑπό τό πρῖσμα τῆς λεξαριθμικῆς θεωρίας, κατά θαυμαστόν
τρόπον.
β1. Ἡ θεωρία ἀναζητᾶ τίς ἀρχικές
μορφές τῶν ὀνομάτων διά τό ἲδιον πρᾶγμα, ἀπο-καθιστῶσα, μέ τόν τρόπον αὐτόν,
τίς ἐμφανιζόμενες λέξεις (ἢ λεκτικούς τύπους) στά κείμενα τῶν παλαιῶν ποιητῶν
(κυρίως τοῦ Ὁμήρου) καί φιλοσόφων.
μορφές τῶν ὀνομάτων διά τό ἲδιον πρᾶγμα, ἀπο-καθιστῶσα, μέ τόν τρόπον αὐτόν,
τίς ἐμφανιζόμενες λέξεις (ἢ λεκτικούς τύπους) στά κείμενα τῶν παλαιῶν ποιητῶν
(κυρίως τοῦ Ὁμήρου) καί φιλοσόφων.
γ1. Ὁ ἀναζητούμενος νόμος, πού
διεῖπε καί διέπει τήν ὀρθότητα τῶν ὀνομάτων, τόσον ἀπό τόν Σωκράτην, ὃσον καί ἀπό
ἐμᾶς, σχετίζεται πλήρως (φθάνει μέχρι τήν ταύτιση) μέ τίς δύο (ἐκ τῶν τεσσάρων)
βασικές σχέσεις τῆς θεωρίας, τήν λεξαριθμικήν ἰσότητα (Σχέση τῆς Ἰσοψηφίας) καί
τόν λεξαριθμικόν λόγον Φ (Σχέση τῆς Χρυσῆς Τομῆς Φ) [βλέπε Παραπομπές 1].
διεῖπε καί διέπει τήν ὀρθότητα τῶν ὀνομάτων, τόσον ἀπό τόν Σωκράτην, ὃσον καί ἀπό
ἐμᾶς, σχετίζεται πλήρως (φθάνει μέχρι τήν ταύτιση) μέ τίς δύο (ἐκ τῶν τεσσάρων)
βασικές σχέσεις τῆς θεωρίας, τήν λεξαριθμικήν ἰσότητα (Σχέση τῆς Ἰσοψηφίας) καί
τόν λεξαριθμικόν λόγον Φ (Σχέση τῆς Χρυσῆς Τομῆς Φ) [βλέπε Παραπομπές 1].
δ. Ἡ ταύτιση δέν ἀναφέρεται
μόνον στά κύρια ὀνόματα, τήν ἐξέταση τῶν ὁποίων ὁ Σωκράτης θεώρησε ἀδύνατη (ὡς
ὑπερβαίνουσαν τήν άνθρωπίνην νοημοσύνην), ἀλλά ἐπεκτείνεται καί σ’ ἐκεῖνα (ἁπλά
ὀνόματα – λέξεις), τῶν ὁποίων τήν ἐξέταση ὁ Σω-κράτης ἐπιχειρεῖ μέ σχεδόν
κλασικά ἑτυμολογικά μέσα.
μόνον στά κύρια ὀνόματα, τήν ἐξέταση τῶν ὁποίων ὁ Σωκράτης θεώρησε ἀδύνατη (ὡς
ὑπερβαίνουσαν τήν άνθρωπίνην νοημοσύνην), ἀλλά ἐπεκτείνεται καί σ’ ἐκεῖνα (ἁπλά
ὀνόματα – λέξεις), τῶν ὁποίων τήν ἐξέταση ὁ Σω-κράτης ἐπιχειρεῖ μέ σχεδόν
κλασικά ἑτυμολογικά μέσα.
Τά βασικώτερα σημεῖα
ἐκ τῆς μελέτης εἶναι:
ἐκ τῆς μελέτης εἶναι:
(1) ἡ ἀκλόνητος
θέση τοῦ Κρατύλου ὃτι τά ὀνόματα εἶναι καί συνεχίζουν νά εἶναι κατά φύση ὀρθά, ἀκόμη
καί στίς περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες μεταβάλλεται τό ἀρχικόν ὂνομα (διά τῆς
προσθαφαιρέσεως στοιχείων, ὁμοίων ἢ καί ἀντιθέτων), γινόμενον πλέ-ον ὂνομα κατά
συνθήκην, καί
θέση τοῦ Κρατύλου ὃτι τά ὀνόματα εἶναι καί συνεχίζουν νά εἶναι κατά φύση ὀρθά, ἀκόμη
καί στίς περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες μεταβάλλεται τό ἀρχικόν ὂνομα (διά τῆς
προσθαφαιρέσεως στοιχείων, ὁμοίων ἢ καί ἀντιθέτων), γινόμενον πλέ-ον ὂνομα κατά
συνθήκην, καί
(2) ἡ αδυναμία (πέραν
τῆς ἀνθρωπίνης νοημοσύνης) τοῦ Σωκράτους νά ἀποφανθεῖ, ἂν τό δοθέν ὂνομα ὑπό τῶν
ἀνθρώπων γιά ἓνα πρᾶγμα εἶναι ὀρθόν, ἐνώ συχρόνως δέχεται ὃτι τό δοθέν ὂνομα ὑπό
τῶν θεῶν διά τό ἲδιον πρᾶγμα εἶναι ὀρθόν (π.χ., τά κύρια ὀνόματα Ξάνθος καί Σκάμανδρος:
τῆς ἀνθρωπίνης νοημοσύνης) τοῦ Σωκράτους νά ἀποφανθεῖ, ἂν τό δοθέν ὂνομα ὑπό τῶν
ἀνθρώπων γιά ἓνα πρᾶγμα εἶναι ὀρθόν, ἐνώ συχρόνως δέχεται ὃτι τό δοθέν ὂνομα ὑπό
τῶν θεῶν διά τό ἲδιον πρᾶγμα εἶναι ὀρθόν (π.χ., τά κύρια ὀνόματα Ξάνθος καί Σκάμανδρος:
Þ τό πρᾶγμα: ὁ γνωστός καί ὁμώνυμος
ποταμός τῆς Τροίας (Ὃμηρος).
ποταμός τῆς Τροίας (Ὃμηρος).
Β. Η φύση τοῦ ὀρθοῦ ὀνόματος
«Ὀρθόν ὂνομα» (οὒνομα, ὂνυμα – τό
σημαῖνον) εἶναι ἡ λέξη διά τῆς ὁποίας δη-λώνεται ἓνα πρόσωπον ἢ πρᾶγμα (τό
σημαινόμενον – τό ὂν) [βλέπε Παραπομπές 2] ἢ ἠ λέξη πού ἀπεικονίζει τό ὂν, σέ γράμματα,
συλλαβές καί φθόγγους, κατά τόν καλ-ύτερον καί ἀκριβέστερον τρόπον (κατά τήν
θέση τοῦ Σωκράτους),
σημαῖνον) εἶναι ἡ λέξη διά τῆς ὁποίας δη-λώνεται ἓνα πρόσωπον ἢ πρᾶγμα (τό
σημαινόμενον – τό ὂν) [βλέπε Παραπομπές 2] ἢ ἠ λέξη πού ἀπεικονίζει τό ὂν, σέ γράμματα,
συλλαβές καί φθόγγους, κατά τόν καλ-ύτερον καί ἀκριβέστερον τρόπον (κατά τήν
θέση τοῦ Σωκράτους),
Στήν Λεξαριθμικήν θεωρίαν, η φύση τοῦ ὀνόματος
καί ἡ σχέση του μέ τό ἀπεικονιζό-μενον ὂν ἀπορρέει ἐκ τοῦ δευτέρου αἰτήματος:
καί ἡ σχέση του μέ τό ἀπεικονιζό-μενον ὂν ἀπορρέει ἐκ τοῦ δευτέρου αἰτήματος:
Ὂνομα εἶναι ἡ ἐγγράμματος μορφή τοῦ ὂντος!
Þ Ἡ ὀρθότης τοῦ ὀνόματος εἶναι συνάρτηση τῆς «ἀποστάσεως» μεταξύ τοῦ ἀρχετύπου (τοῦ ὂντος) καί τῆς εἰκόνος του (τοῦ ὀνόματος – τῆς Ὀνομαστικῆς πτώσεως): Ὃσον ἡ ἀπόσταση αὐτή μικραίνει, τόσον ἡ ὀρθότης μεγαλώνει, τείνουσα πρός τήν ταύτιση ἀρχετύπου καί εἰκόνος.
Γ. Ἡ λέξη καί τό ὂνομα ἐν ἀντιπαραθέσει
Ἐδῶ καί πολλά χρόνια ἠ «λέξη» ἒχει πλήρως ἀντικαταστήσει
τό «ὂνομα», καί ἡ χρήση αὐτή δέν γίνεται μόνον ὑπό τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἐπεκτείνεται
καί στούς διανοούμενους, στούς πολιτικούς, στούς ἐκφωνητές καί παρουσιαστές τῶν
ραδιοφωνικῶν καί τηλεοπτικῶν μέσων, στίς ἐφημερίδες, κλπ. Δυστυχῶς καί οἱ
γλωσσολόγοι, οἱ φιλόλογοι, οἱ ἱστορικοί δέν ἐξαιροῦνται. Εἶναι ὃμως δεδομένον ὃτι
ἡ μέν «λέξη» παράγεται ἐκ τοῦ ρήματος λέγω
καί ἀνήκει σέ γένος, τό δέ «ὂνομα» παράγεται ἐκ τοῦ ρήματος γιγνώσκω καί ἀνήκει σέ εἶδος.
τό «ὂνομα», καί ἡ χρήση αὐτή δέν γίνεται μόνον ὑπό τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων, ἀλλά ἐπεκτείνεται
καί στούς διανοούμενους, στούς πολιτικούς, στούς ἐκφωνητές καί παρουσιαστές τῶν
ραδιοφωνικῶν καί τηλεοπτικῶν μέσων, στίς ἐφημερίδες, κλπ. Δυστυχῶς καί οἱ
γλωσσολόγοι, οἱ φιλόλογοι, οἱ ἱστορικοί δέν ἐξαιροῦνται. Εἶναι ὃμως δεδομένον ὃτι
ἡ μέν «λέξη» παράγεται ἐκ τοῦ ρήματος λέγω
καί ἀνήκει σέ γένος, τό δέ «ὂνομα» παράγεται ἐκ τοῦ ρήματος γιγνώσκω καί ἀνήκει σέ εἶδος.
Ἀφηγοῦμαι κάτι (λέξη), ἀφοῦ ποηγουμένως τό γνωρίσω (ὂνομα), ἢ
(1) ἐρευνῶ κάτι (πρόσωπον ἢ πρᾶγμα) καί φθάνω στό νά μπορῶ νά τό ὁρίσω,
νά τό ὀνομάσω (ὂνομα).
νά τό ὀνομάσω (ὂνομα).
(2) ἒχοντας γνωρίσει τό πρᾶγμα ὴ τό πρόσωπον, μπορῶ νά τό ἀφηγηθῶ, μπορῶ
νά μιλήσω γι’ αύτό.
νά μιλήσω γι’ αύτό.
Βλέπουμε λοιπόν ὂτι τό ὂνομα
(γνώση τοῦ πράγματος) προηγεῖται τῆς λέξεως (ἀφήγηση τοῦ πράγματος).
(γνώση τοῦ πράγματος) προηγεῖται τῆς λέξεως (ἀφήγηση τοῦ πράγματος).
Ἀπό τήν προηγούμενη διάκριση τῶν
δύο ἐννοιῶν καί τήν ἀποδεκτήν ἑτυμολόγησή τους, ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὃτι «ὂνομα εἶναι τό μέσον γιά νά γνωρίζουμε τά
πράγματα» [βλέπε Βιβλιογραφία 2]
δύο ἐννοιῶν καί τήν ἀποδεκτήν ἑτυμολόγησή τους, ἐξάγεται τό συμπέρασμα ὃτι «ὂνομα εἶναι τό μέσον γιά νά γνωρίζουμε τά
πράγματα» [βλέπε Βιβλιογραφία 2]
Δ. Ἡ γενική μέθοδος:
Οἱ
Γνωμονικές Ἀκολουθίες τῶν ἁπλῶν καί κυρίων ὀνομάτων τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας ἐλέγχουν
τό «DNA» τῶν ἐννοιῶν ἑνός γενεαλογικοῦ δένδρου καί ταυτοποιοῦν τήν ὁμοιότητα τῶν
μελῶν τους [βλέπε Παραπομπές 2].
Γνωμονικές Ἀκολουθίες τῶν ἁπλῶν καί κυρίων ὀνομάτων τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας ἐλέγχουν
τό «DNA» τῶν ἐννοιῶν ἑνός γενεαλογικοῦ δένδρου καί ταυτοποιοῦν τήν ὁμοιότητα τῶν
μελῶν τους [βλέπε Παραπομπές 2].
Τά «DNA» τῶν ἀνωτέρω ἀρχικῶν καί γνησίων ὀνομάτων ἀνήκουν στό ἲδιον
γενεαλογικόν δένδρον ἐννοιῶν,
διότι οἱ ἀντίστοιχοι ἀριθμοί τους (λεξάριθμοι) 470 καί 761, 861 καί 532
ἒχουν πηλίκον (κλάσμα) τόν μέσον καί ἂκρον λόγον Φ = (1+Ö5)/2 = 1,618…, (χρυσήν τομήν Φ),
τόν ἂρρητον ἀριθμόν, πού ἐξασφαλίζει τήν
ὁμοιότητα τῶν ὂντων (ἐμβίων καί ἀβίων), ἑπομένως καί τῶν ἐννοιῶν.
γενεαλογικόν δένδρον ἐννοιῶν,
διότι οἱ ἀντίστοιχοι ἀριθμοί τους (λεξάριθμοι) 470 καί 761, 861 καί 532
ἒχουν πηλίκον (κλάσμα) τόν μέσον καί ἂκρον λόγον Φ = (1+Ö5)/2 = 1,618…, (χρυσήν τομήν Φ),
τόν ἂρρητον ἀριθμόν, πού ἐξασφαλίζει τήν
ὁμοιότητα τῶν ὂντων (ἐμβίων καί ἀβίων), ἑπομένως καί τῶν ἐννοιῶν.
Πῶς ἐλέγχουμε
σήμερα τήν γενετικήν σχέση δύο ἀνθρώπων, π.χ., ἂν τό ἒνα μέλος εἶναι ὁ πατέρας
καί τό ἂλλο τό τέκνον; Δέν ἐξετάζουμε τό ἂν τά δύο μέλη ἀνήκουν στήν ἲδιαν ὁμάδα
DNA; Αὐτό δέν σημαίνει ὃτι πραγματοποιεῖται μία προσομοίωση
τῶν Γενεαλογικῶν δένδρων, ἀνθρώπων καί ἐννοιῶν, μέ στόχον τήν ταυτοποίησή τους,
πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ὁμοιότητα τῶν μελῶν (ἀνθρώπων καί ἐννοιῶν) σέ κάθε
περίπτωση;
σήμερα τήν γενετικήν σχέση δύο ἀνθρώπων, π.χ., ἂν τό ἒνα μέλος εἶναι ὁ πατέρας
καί τό ἂλλο τό τέκνον; Δέν ἐξετάζουμε τό ἂν τά δύο μέλη ἀνήκουν στήν ἲδιαν ὁμάδα
DNA; Αὐτό δέν σημαίνει ὃτι πραγματοποιεῖται μία προσομοίωση
τῶν Γενεαλογικῶν δένδρων, ἀνθρώπων καί ἐννοιῶν, μέ στόχον τήν ταυτοποίησή τους,
πού ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ὁμοιότητα τῶν μελῶν (ἀνθρώπων καί ἐννοιῶν) σέ κάθε
περίπτωση;
Τό χωρίον 192 μέ τά ὑπό ἐξέταση κύρια ὀνόματα
ὡς προς τήν ὀρθότητά τους.
(ΔΑΙΔΑΛΟΣ – Ι.
Ζαχαρόπουλος – Μετάφραση, Σχόλια, Εισαγωγή: Ηλίας Λάγιος):
Ζαχαρόπουλος – Μετάφραση, Σχόλια, Εισαγωγή: Ηλίας Λάγιος):