Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP
Δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Ο κ. Μπαμπινιώτης και πάλι μας λέει ότι είναι «αγνώστου ετύμου», ενώ στην αρχή μας αναφέρει ότι είναι μυκηναϊκη! Μετά μας λέει ότι «δεν πρέπει να αποκλειστεί ακόμη πιθανή σχέση με τις σημιτικές γλώσσες. πβ. χαμιτ»…
Οι Άγγλοι μας λένε ότι «Η ελληνική λέξη πιστεύεται ότι δανείστηκε από μια μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, πιθανώς την φοινικική»!!!
Αλλά η λέξη είναι πανάρχαια Ελληνική Μυκηναϊκής προέλευσης.
Μυκηναϊκή e-re-pa συλλαβική γραμμική Β > E RE PA TO / e–re–pa/ e–re–pa–te/ e–re–pa–te–japi/ e–re–pa–te–jo/ e–re–pa–to > ελέφας, ελεφάντει, ελεφαντειάφι, ελεφάντειος, ελέφαντος.
- e-re-pa-to = ελέφας το ζώο αλλά και το ελεφαντόδοντο στους αρχαίους Έλληνες.
- Ελεφαίρομαι = εξαπατώ, δίνω ψεύτικες ελπίδες, παραπλανώ, κατασπαράζω.
Ο ελέφαντας σε αρχαίες ελληνικές πηγές:
Η λέξη ελεφαίρω σημαίνει καταπατώ, καταστρέφω. Εξ ου και ελέφας το ζώον που όταν σε πατήσει, με το βάρος που έχει, σε τελειώνει και επίσης όπου πάει φέρνει καταστροφές όταν περπατάει σε φυτά και άλλα εμπόδια.
- ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΜΕΓΑ / Etymologicum magnum, Kallierges, 328,59: Ἐλέφας: Τὸ ζῷον· Ἀμετροβίων ἐλεφάντων. Ἐλέβας τὶς ὤν· διὰ γὰρ τὸ βάρος ἐν ὕδατι ἑλώδει τὰς ἐπιβάσεις (τουτέστι τὰς μίξεις) ποιεῖται· ἢ παρὰ τὸ ἐλεφαίρω, τὸ βλάπτω· βλαπτικὸς γάρ.
- ΨΕΥΔΟΖΩΝΑΡΑΣ / Pseudo-Zonaras Lexicogr., Lexicon 682,21: παρὰ τὸ ἐλεφαίρω, ὅ ἐστι βλάπτω.
- ΑΙΛΙΟΣ ΗΡΩΔΙΑΝΟΣ / Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., Περὶ παθῶν, 3,2,228,5: λέγει δὲ δύνασθαι τὸ ἐλεφαίρω παρὰ τὸ ζῷον εἰρῆσθαι.
ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΕΔΩΣΑΝ ΟΝΟΜΑΤΑ – ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΖΩΑ ΚΑΙ ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΑ ΞΕΡΕΙ ΜΕ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΟΥΣ! – ΔΙΑΒΑΣΤΕ την ετυμολογία της ΚΑΜΗΛΑΣ, ΕΔΩ.
Ελέφαντας σε ψηφιδωτό δαπέδου (3ος – 4ος αιώνας μ.Χ.), από τα λουτρά του Jebel el-Oust, κοντά στο Thuburbo Majus της Τυνησίας – Μουσείο Bard, Τυνησία.
Το παραμύθι για την χαμιτο-σημιτική προέλευση της λέξης ελέφαντας – μετάφραση Δ. Συμεωνίδη
Η λέξη «ελέφαντας» προέρχεται από την ελληνική λέξη «elephas» (ἐλέφας), η οποία αρχικά αναφερόταν στο ελεφαντόδοντο και όχι στο ίδιο το ζώο. Η ελληνική λέξη υιοθετήθηκε στη συνέχεια στα λατινικά ως «elephantus» και στη συνέχεια στα παλαιά γαλλικά ως «olifant» πριν τελικά γίνει «ελέφαντας» στα μεσαιωνικά αγγλικά. Η ελληνική λέξη πιστεύεται ότι δανείστηκε από μια μη ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, πιθανώς τη φοινικική.[1]
Γ. Δ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β΄έκδοση, Κέντρο Λιξικολογίας, Αθήνα, 2002: [ετυμ. < αρχ. έλέφας, -αντος (ήδη μυκ. e–re–pa). αγν. ετύμου. λ. που χρησιμοποιήθηκε τόσο με τη σημ. τού ζώου όσο και με τη σημ. «ελεφαντοστό». Τόσο η λ. έλεφας όσο και άλλες I.E. λ. με την ίδια σημ. (π.χ. χεττ. lampas) αποτελούν πιθ. αρχαιότατα δάνεια (2000 π.Χ.). μάλλον από περιοχή τής Μ. Ασίας. Δεν πρέπει να αποκλειστεί ακόμη πιθανή σχέση με τις σημιτ. γλώσσες. πβ. χαμιτ. elu. αραβ. Ill κ.ά. Μέσω τού λατ. elephas (< αρχ. έλέφας) η λ. πέρασε στις περισσότερες ευρωπ. γλώσσες, π.χ. γαλλ. elephant, αγγλ. elephant κ.ά.
II Η φράση μνήμη ελέφαντα είναι μεταφρ. δάνειο από γαλλ. (avoir) une memoire d*elcphant|. ελεφαντένιος, -ια, -ιο – > ελεφάντινος
ελεφαντίαση (η) (ιατρ.) 1. διάχυτη, παθολογική υπέρμετρη πάχυνση τού δέρματος και τού υποδορίου ιστού λόγω υπερτροφίας, που έχει ως αποτέλεσμα την παραμόρφωση των περιφερειακών τμημάτων τού σώματος (κάτω και άνω άκρων, οσχέου, αιδοίου, μαστών) 2. (στα άλογα) πάθηση τού δέρματος και τού υποδορίου συνδετικού ιστού των μελών και κυρ. των πίσω άκρων τού αλόγου.
ελεφάντινος, -η, -ο 1. αυτός που σχετίζεται με τον ελέφαντα, αυτός που είναι κατασκευασμένος από ελεφαντόδοντο συν. φιλντισένιος, αυτός που είναι όμοιος στην σύσταση με ελεφαντόδοντο, χαυλιόδοντας του ελέφαντα συν. ελεφαντοστό, φίλντισι 2. η σκληρή και λευκή ύλη από την οποία αποτελείται ο χαυλιόδοντας του ελέφαντα και χρησιμοποιείται ως πολύτιμη ύλη στην γλυπτική, ελεφαντοκόκκαλο (το), το ελεφαντοστό, ελεφαντοκόλλητος, -η, -ο, ελεφαντόδετος, ελεφαντοστό, το ελεφαντόδοντο συν. φίλντισι 2. (συνεκδ.) κάθε είδους μικροτέχνημα κατασκευασμένο από ελεφαντόδοντο· φράση “χάρτης ελεφαντοστού” διακοσμητικό χαρτί που χρησιμοποιείται για ζωγραφικές μικρογραφίες. Επίσης (λόγ.) ελεφαντοστούν > Ελεφαντοστού Ακτή (η), ελεφοντουργία (η) η τέχνη τής επεξεργασίας τού ελεφαντόδοντου.
Κεφαλές χαρούμενων ελεφαντων σε αρχαίο μπρούτζινο φωτιστικό (250-100 π.Χ.), ή για λιβάνι από τους “Χρυσούς Τάφους” της αρχαίας πόλεως Βάνι – αρχαίο Σούριον(*) – στην νυν έκταση της Γεωργίας. Ελληνικής παραγωγής από την Μικρά Ασία. Εθνικό Μουσείο Γεωργίας, Βάνη Γεωργία.
(*) Το Σούριον αναφέρεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερος (Naturalis Historia 6.13) και το όνομα βρέθηκε πράγματι, σε ελληνικές επιγραφές σε ανασκαφές της πόλεως.
Οι Γάλλοι λένε ότι η λέξη ελέφας είναι ελληνική
Ελέφαντας, ονομασμένο ως το μεγαλύτερο από τα τετράποδα, στα ελληνικά ἐλέφας (elephas) και στα λατινικά elephas-ή elephantus. Από το Elephantine, επίθ. από ελεφαντόδοντο, ελέφαντινος (elephantinos). Τα βιβλία του ελέφαντα ήταν πινακίδες από ελεφαντόδοντο που περιείχαν τις πράξεις της κυβέρνησης της αρχαίας Ρώμης.[2] – ΠΗΓΗ: J. B. Morin “Dictionnaire étymologique des mots Francois dérivés du Grec”, β΄ έκδ., TomePremier, Παρίσι, 1809 – μετάφραση Δ. Συμεωνίδης.
Αρχαιολογικές έρευνες στην Ελλάδα αποδεικνύουν ότι οι ελέφαντες ήταν γνωστοί στους πρωτοΈλληνες, επομένως δεν είχαν ανάγκη από άλλους λαούς να πάρουν την λέξη ελέφας.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ για τον 3.000.000 χρόνων ΕΛΕΦΑΝΤΑ του χωριού Περδίκκας Πτολεμαΐδος Κοζάνης Μακεδονίας, ΕΔΩ. ΔΙΑΒΑΣΤΕ για τον ελέφαντα των ΓΡΕΒΕΝΩΝ, ΕΔΩ.
Στον Πηνειό ζούσαν κάποτε ελέφαντες, ιπποπόταμοι και ρινόκεροι… Έχουν καταγραφεί από τις επιστημονικές έρευνες ακόμη και στην περιοχή της Θεσσαλίας, και ειδικά γύρω από τον Πηνειό ποταμό, κάποτε ζούσαν άγρια θηλαστικά ζώα που σήμερα εντοπίζονται στην Αφρική και στην Ασία. Στην κοιλάδα του ποταμού Πηνειού και ευρύτερα, έχουν αποκαλυφθεί πολυάριθμα σκελετικά στοιχεία θηλαστικών ηλικίας 30.000 ‒ 45.000 χρόνων. Τα απολιθωμένα θηλαστικά που έχουν προσδιοριστεί μέχρι σήμερα στην κοιλάδα του Πηνειού είναι:
- ελέφαντας (Elephas antiquus)
- ταύρος (Bos primigenius)
- βούβαλος (Bubalus cf. arnee)
- αίγαγρος (Capra ibex)
- αντιλόπη σάιγκα (Saiga tatarica)
- ρινόκερως (Stephanorhinus hemitoechus)
- ίπποι (Equus ferus και Equus hydruntinus)
- ιπποπόταμος (Hippopotamus sp.)
- μεγαλόκερως (Megaloceros sp.)
- ελάφι (Cervus sp.)
- πλατόνι (Dama sp.)
- ζαρκάδι (Capreolus capreolus)
Η καλύτερα ερευνημένη και η πιο πλούσια σε απολιθώματα περιοχή της κοιλάδας του Πηνειού είναι το τμήμα δυτικά της Λάρισας, μέχρι τα Στενά του Καλαμακίου (Αμυγδαλιά), όπου συστηματικές έρευνες έχουν αποκαλύψει πολυάριθμα σκελετικά λείψανα ζώων του Ανωτέρου Πλειστοκαίνου, καθώς και ανθρωπογενή κατάλοιπα της Μέσης Παλαιολιθικής εποχής. Πρέπει να σημειωθεί πως η ανακάλυψη και η πρώτη συλλογή υλικού στην περιοχή του Πηνειού έγινε το 1958 κατά την διάρκεια γερμανικής αρχαιολογικής αποστολής. Κατά τις επόμενες δεκαετίες, έχουν γίνει αρκετές συλλογές απολιθωμάτων σε περιόδους χαμηλής στάθμης του ποταμού, και έχουν συγκεντρωθεί περισσότερα από 200 απολιθώματα μεγάλων θηλαστικών. Αξίζει να σημειωθεί ότι, τα περισσότερα ευρήματα που έχουν αποκαλυφθεί στον Πηνειό, βρίσκονται στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ενώ ορισμένα από αυτά βρίσκονται και στο Διαχρονικό Μουσείο της Λάρισας:
- ένας χαυλιόδοντας ελέφαντα,
- κέρατα από άγριο βόδι, αλλά και
- ένα κρανίο από ένα ελάφι.
Επίσης στην Κρήτη έχουν βρεθεί απολιθώματα ελεφάντων. Συγκεκριμένα, έχουν βρεθεί απολιθώματα ενός άγνωστου είδους ελέφαντα, το οποίο ονομάστηκε “Elephas chaniensis“, δηλαδή ελέφαντας από τα Χανιά Κρήτης, καθώς και απολιθώματα άλλων θηλαστικών, όπως ελάφια και ιπποπόταμοι, και στην Πελοπόννησο έχουν βρεθεί απολιθώματα ελεφάντων. Συγκεκριμένα, στην Μεγαλόπολη Αρκαδίας έχουν ανακαλυφθεί λείψανα μαστόδοντων και μαμούθ, καθώς και άλλων ειδών μεγάλης πανίδας της Πλειστοκαίνου εποχής. Επίσης, απολιθώματα ελεφάντων έχουν βρεθεί και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως:
- στην Εύβοια,
- στην Νάξο Κυκλάδων,
- στην Κάρπαθο, την Κω και την Ρόδο Δωδεκανήσων,
- στην Χίο, κ.α. – ΠΗΓΗ: μελέτη του γεωλόγου-παλαιοντολόγου δρ. Αθ. Αθανασίου με τίτλο «Ο παλαιολιθικός κόσμος του Πηνειού».
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 2.7.2025.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Γ. Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, β΄ έκδοση, Κέντρο Λιξικολογίας, Αθήνα, 2002.
- Linear B Lexicon, εργαλείο για την μεταγραφή της Γραμμικής Β, της γραφής της μυκηναϊκής ελληνικής γλώσσας.
- Παλαιολεξικόν.
- J. B. Morin, Dictionnaire étymologique des mots Francois dérivés du Grec, β΄ έκδ. α΄τ., Paris, 1809.
- Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
- Archaiologia.gr
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] To αγγλικό κείμενο: The word “elephant” originates from the Greek word “elephas” (ἐλέφας), which initially referred to ivory, not the animal itself. The Greek word was then adopted into Latin as “elephantus” and subsequently into Old French as “olifant” before finally becoming “elephant” in Middle English. The Greek word is thought to have been borrowed from a non-Indo-European language, possibly Phoenician.
[2] Το γαλλικό κείμενο: Elephant,s.m. le plus grand des quadrupeds,en grec. ἐλέφας (elephas),et en latin elephas-ou elephantus.De la Éléphantin,adj. d’ivoire, ελέφαντινος (elephantinos).Les livres éléphantins étoient des tablettes ,d’ivoire qui contenoient les actes du gouvernment de l’ancienne Rome. – ΠΗΓΗ: J. B. Morin, Dictionnaire étymologique des mots Francois dérivés du Grec, Παρίσι, 1809.
ετυμολογια ελεφας ετυμολογια ελεφαντα λεξη αρχαια ελληνικη μυκηναικη ελεφαντας ψηφιδωτο δαπεδου 3ος – 4ος αιωνας μΧ αρχαια λουτρα Jebel el Oust, τζεμπελ ελ ουστ Thuburbo Majus θουμπουρμπο μαιους Τυνησιας – Μουσειο μπαρντ Bard, Τυνησια Κεφαλη χαρουμενος γελαστος ελεφαντων αρχαιο μπρουτζινο φωτιστικο 250 100 πΧ λιβανι Χρυσοι Ταφοι αρχαια πολις Βανι Γεωργιας ελληνικη παραγωγη Μικρα Ασια Εθνικο Μουσειο Γεωργια, Βανη vani θεος Διονυσος Αριαδνη τερακοτα Terracotta Μυρινα αιολιδας αιολιδα αιολια Μικρας Ασιας – 323 Μουσειο Λουβρου, λουβρο Παρισι, γαλλια αγορα 1913 Σουριον Σουριο Πλινιος Πρεσβυτερος ονομα ελληνικη επιγραφη ανασκαφη πολη