Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

17.4 C
Athens
Κυριακή, 23 Μαρτίου, 2025

ΣΠΑΝΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

ΣΠΑΝΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Σπάνιες λέξεις στην αρχαία
ελληνική γραμματεία, με βάση πόσες φορές αναφέρονται στο
TLG corpus – με όριο να αναφέρονται λιγότερο από 300 φορές:

        προκατηγορία (ας, ἡ) = η προηγούμενη κατηγορία, η προτέρα κατηγορία, κατηγορία
που έχει απαγγελθεί από πριν < ρ. προκατηγορέω, προκατηγορῶ = κατηγορώ εκ των
προτέρων, περί τινος > τα προκατηγορηθέντα, αι προηγουμένως γενόμεναι κατηγορίαι
> προκατηγορέω = κατηγορώ, επισύρω κατηγορίες από πριν (γίνει η δίκη και για να επιβεβαιωθούν ή όχι). 
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο
αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 1 φορά! 
ΠΗΓΕΣ: Θουκ. 3.53. Δημ. 95. 25. Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκ. 8.

……………………………………………………………
        σκοροδομάχοι, ‑ων, οἱ διὰ σκορόδων μαχόμενοι ἀντὶ λίθων. Κωμική προσωνυμία ενός φανταστικού λαού, που μάχονται με σκόρδα αντί για πέτρες!

< σκόροδον + μάχομαι (< μάχος).
Η ριζα του συνίσταται εκ πολλών σκελίδων (οι οποίες λέγονται στα αρχαία ελληνικά γέλγιθες).
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 2ο αι. μ.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 1 φορά! 
– ΠΗΓΕΣΛουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1.13.

……………………………………………………………
        ἐκπορθήτωρ (ὁ) = καταστροφέας, εξολοθρευτής.

    < ἐκπορθέω. ἐκπέρθω = κυριεύω, λεηλατῶ, αἰχμαλωτεύω, σκυλεύω, κτλ. – παθ., ἐπὶ προσώπων, καταστρέφομαι, χάνομαι, ὑπ’ ἄτης ἐκπεπόρθημαι τάλας, ἀποκομίζω ὡς λάφυρον, ὡς λείαν, τὰ ἐνόντα.
    < ρ. πορθέω, πέρθω > πόρθημα, πόρθησις, ἐκπόρθησις, πορθητής, πορθητήριος, πορθητικός, πορθήτωρ, πορθητός, ἀπόρθητος, πέρσις = ἅλωση.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 1 φορά! 
– ΠΗΓΕΣΕὐρ. Τρῳ. 95, 142. Σοφ. Τρ. 1104. Θουκ. 4. 57. Λυσ. 127.42. 
……………………………………………………………

            διαπάλη, (ἡ) = δεινὸς ἀγών, σκληρός, τραχύς αγώνας, μάχη, έντονος ανταγωνισμός.
    > πάλη < ρ. πάλλω παλαίω = σείω, κινώ.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 1ο αι. μ.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 2 φορές! 
– ΠΗΓΕΣΠλούτ. Κορ. 2.2.50F.
……………………………………………………………

        – εἰσεμβαίνω = επιβιβάζομαι.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 14ο αι. μ.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 2 φορές! 

……………………………………………………………

        δυσκύμαντος, ‑ον < δυσ- + κυμαίνω < κύω, κυώ = αυτός που αναδύεται από τρικυμιώδη θάλασσα, φουρτουνιασμένος, πολυτάραχος.
    > δυσκύμαντα κακά = δεινά μέσα στην τρικυμισμένη θάλασσα, δυστυχήματα ἐκ τῆς τρικυμιώδους θαλάσσης.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 6ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 2 φορές! 
– ΠΗΓΕΣΑισχ. Αγ. 653. 
……………………………………………………………
μηλοδόκος (‑ον) = αυτός που δέχεται πρόβατα (μαντρί προβάτων) και ο θεός που δέχεται πρόβατα για θυσία (αναφέρεται στον Απόλλωνα των Δελφών).
        < μῆλον = πρόβατο + -δόκος (< δέχομαι, -δόχος 
        > ακοντοδόκος, ξενοδόκος, η δοκός, που δέχεται όλο το βάρος, κλπ.).
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 6ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 3 φορές! 
– ΠΗΓΕΣΠινδ. Π. 3. 48, πρβλ. Ευρ. Ίων 228.

……………………………………………………………
        – λώτισμα (το) = ἄνθος, απάνθισμα, ὡς τὸ ἄνθος καὶ ἄωτος, τὸ ὡραιότατον, τὸ ἐκλεκτότατον, τὸ ἄριστον, τὸ ἐξοχώτατον μέρος, κάθε τί το εκλεκτό, το ωραιότατο, το άριστο 

«ὦ γῆς Ἑλλάδος λωτίσματα» – Ευρ.
> λωτίσματα = οἱ πρώτοι και επίλεκτοι.
λωτώ, λωτίζω = μαζεύω λουλούδα > λωτίζομαι.
Παράγωγα: λωτόεις, λωτοειδής, λωτοφάγος, λωτοβοσκός, λωτομήτρα, λωτοτρόφος, λωτοφόρος, λωτόμηλα, μελίλωτος, μυρόλωτος, ξυλόλωτος, πικρόλωτος.
Στην αρχαιότητα αναφέρονται 5 είδη λωτών:
        1) ο Ελληνικός λωτός, φυτό το οποίο έτρωγαν τα άλογα, είδος τριφυλλιού. Εφύετο άγριος περί την Σπάρτη και την Τροία – ίσως το trifolium melilotus L (Ομ. Ἰλ. Β,776., Ξ,348., Φ,351., Οδ. δ,603.
        2) ο Κυρηναϊκός λωτός, θάμνος της Αφρικής, του οποίου ο καρπός χρησίμευε σαν τροφή σε κάποιες συγκεκριμένες φυλές της παραλίας, απ’ όπου κι οι επονομαζόμενοι Λωτοφάγοι (Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.). Ο καρπὸς καλεῖται μελιηδής (Ι,93). Ο καρπός του έχει το μέγεθος του σχίνου (μέγεθος ελαίας), κατὰ δὲ τὴν γεῦσιν οιμοιάζχζει πρὸς τὸν φοίνικα. Εξ αυτού κατεσκευάζοντο και οίνος – το άνθινον εἶδαρ (Ὀδ. Ι,84), άνθινος οίνος. Ήτο χαμηλός ακανθώδης θάμνος, ο Rhamnus Lotus L. ή ο Zizyphus Lotus. Εκτιμάται πολὺ στην Τύνιδα και την Τρίπολη, ὑπὸ τὸ ὄνομα jujube. Ο “καρπὸς του Παραδείσου” στην αραβική ποίηση.
        3) ο Αιγυπτιακός λωτός, το κρίνο του Νείλου (Ηρόδ.). Ήταν ιερό υδρόβιο φυτό διότι επίστευαν πως επάνω σε αυτό κάθεται θεότητα (“σὲ καλῶ, τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ἐπὶ λωτῷ καθήμενος – P II 102 P II 107 P XII 87 SM 6 1) και “ἔχε μετὰ σεαυτοῦ δάκτυλον σιδηροῦν, ἐφ’ ὃν γέγλυπται Ἁρποκράτης ἐπὶ λωτῷ καθήμενος” (P LXI 32).  Φυτό γονιμότητος, με συνεχή χρήση στις τελετές της Ίσιδος και του Οσίριδος. Ο ινδικός λωτὸς, το ιερόν συμβολο του Γάγγου ποταμού είναι το ίδιο είδος.
        4) δένδρο της Βόρειας Αφρικής. Διακρίνεται για το σκληρό μαύρο ξύλο του, από το οποίο κατασκευάζονταν οι αυλοί  (tibiae) > Λίβυς λωτός, σε χρήση από τους ποιητές αντί αὐλός (Ευρ.) > λωτέω = παίζω αυλό (Ζων.). Συνόδευε γαμήλιο ευωχία ή βακχική και φρυγική μανιώδη διάχυση. Ήταν αυλός που αποτελούσε μέρος του ασιατικού μουσικού οργάνου νάβλα. Όμοιο με απία (απιδια), ἀλλὰ μετὰ ὀδοντωτῶν φύλλων καὶ φέρον ὀσπριοειδῆ καρπὸν ἄνευ γεύσεως ἢ ὀσμῆς. Από το ξύλο του φιλοτεχνούσαν και αγάλματα (ξόανα). 
        5) άλλο είδος δένδρου (Diospyrus lotus). Εφύετο στην Ιταλία. Είχε βραχὺ στέλεχος μετὰ στιλπνοῦ φλοιοῦ. Τοὺς ἀφθόνους καὶ ζωηροὺς αὐτοῦ κλάδους ὄντας κληματοειδεῖς τὴν φύσιν τοὺς ἔκαμνον νὰ ἀναρριχῶνται ἐπὶ τῶν οἰκιῶν. Τα μὲν φύλλα αὐτοῦ ἦσαν ᾠοειδῆ καὶ χνοώδη κάτωθεν, οἱ δὲ καρποὶ ἐρυθροὶ καὶ ἡδεῖς τὴν γεῦσιν.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 6ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 4 φορές. 
– ΠΗΓΕΣΕὐρ. Ἑλ. 1593 και Ι.Α. 1036, Ἑλ. 170, Τρῳ. 544. Ανθ. Π.7.182. Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4.3,1. Ηρόδ. Ἡσύχ. Σώπατρ. παρ’ Ἀθην. 165C. Πλίν. Ν. Η. 13.17 (32). Schweingh. Πολύβ. 12.2. Sprengel, Wildenow. Creuzer Sumbolik 1.283 κἑξ., 508 κἑξ. Columell. 7.9Voss Virg. G. 2. 84

……………………………………………………………

                συμπλοϊκός (συμπλοϊκή, συμπλοϊκόν) = ὁ πλέων μετά τινος ἢ ὁμοῦ.
> συμπλοϊκή φιλία = ἡ τῶν συμπλεόντων, τῶν συντρόφων ναυτῶν φιλία, 
> φιλίαι συμπλοϊκαί = οι φιλικές σχέσεις μεταξύ των ναυτικών που ανήκουν στο πλήρωμα του ίδιου πλοίου.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: συν + πλόος / πλοῦς / πλοϊκός
        < πλοFος < πλοῦς, > πλέω 
        > αρχ. ινδ. plava = αυτό που επιπλέει, σχεδία, πλάβα, κλπ.
        > πλους = εποχή ταξειδιών, ταξείδι δια θαλάσσης και γενικά ταξείδι με πλωτόν μέσον, η πορεία που κάνει το πλοίο, η πλεύση, η ρότα
Αλλά και ύφασμα μακρόμαλλο ή χνουδωτό από την μια του επιφάνεια, το οποίο ομοιάζει με βελούδο > γαλλ. peluche / pluche = χνουδωτό ύφασμα.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον φορές! 
– ΠΗΓΕΣ: Αριστ. Ηθικ. Νικ. 8. 12, 1. 
……………………………………………………………        
            συγκατοικτίζομαι < σύν + κατά + οἰκτίζω(*) / κατοικτίζομαι θρηνώ / θρηνολογώ μαζί με άλλον ή με άλλους, θρηνώ για τον εαυτό μου, 
        (*) οἰκτίζω, οἰκτείρω = λυπούμαι τινα, αισθάνομαι οίκτο προς τινα, θρηνώ, πενθώ, εκδηλώ την λυπη, τον οίκτο μου < ρ.  οίζω = θρηνώ, οδύρομαι.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον φορές! 
– ΠΗΓΕΣΘουκ. 2.51. Σοφ. Τρ.535, 855, Τ.1508. Αισχύλ. Ευμ. 515, Πρ. 68, Ικέτ. 1032. Ευρ. Εκάβ. 721, Ιφ. εν Τ.486, Τρῳ. 155Αριστ. π. Κοσμ. 1.4. Ελ. 1053. Δείναρχ. 104.15.
……………………………………………………………       
            – νοθαγενής (‑ές), νοθογενής, δωρ. και ποιητ. αντί του νοθηγενής = νόθος ἢ ἐκ νόθων γεννηθείς, ἐκ ταπεινῶν καταγόμενος – αντίθετο του ἰθαγενής.  γεννημένος νόθος ή από νόθους γονείς
        < νόθος = παιδί γεννημένο εκτός νόμιμου γάμου, δηλ. αυτό που γεννήθηκε από δούλη ή παλλακίδα – ἐν Ἀθήναις ὡσαύτως πᾶν τέκνον γεννηθὲν ἐκ ξένης γυναικὸς ἢ ὅτε ὁ εἷς τῶν γονέων δὲν ἦτο πολίτης Ἀθηναῖος γόνος μη Αθηναίων πολιτών ή αυτός του οποίου η μητέρα μόνο ήταν μη Αθηναία (νόθος πρὸς μητρὸς) / νόθη κούρη – γενικώς: κίβδηλος, απατηλός, πλαστός, υποβολιμαίος, νόθος, για πρόσωπα και για πράγματα.
Στην Αίγυπτο, τάξη υπηρετών του ναού.
        > Ἐπίρρ. νόθως, οὐχὶ εἰλικρινῶς,  ψευδῶς.
– νόθος πυρετός = πλαστός, φαινομενικός.
– νόθος σάλπιγξ = το σφύριγμα του φιδιού.
– νόθον φέγγος = το φως της σελήνης, ἐν ἀντιθέσει πρὸς το γνήσιον, ἐπὶ τοῦ ἡλίου.
– νόθος ἱματισμός = η ενδυμασία της πόρνης.
Πιθανή ετυμολογική σχέση με τον νόμο.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 6 φορές! 
– ΠΗΓΕΣΕὐρ. Ἴων. 592. Ἀνδρ. 912, πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 661. Valck. εἰς Εὐρ. Ἱππ. 962. Ἑρμάνν. Pol. Ant. § 118. Πλουτ. Θεμιστ. Ομήρ. Ιλ. Ηρόδ., Αττ. Πλάτ. Ἑβδομ. (Γ΄ Μακκ. Γ΄, 17). Ἡσύχ. Φίλων 1.628.

……………………………………………………………     

            – ὀργιοφάντης (ὁ) = ὄργιον + φαίνω = ο δεικνύων ἢ διδάσκων τὰ ὄργια, ἱερεύς, ὁ μυῶν ἑτέρους εἰς ὄργια (κατά το ιεροφάντης), ιερέας, που μυεί άλλους σε όργια, μυστηριακές λατρείες.
        < ὄργιον(*) (το) (> τα ὄργια) = έργο σε θρησκευτικές τελετές με μυστήρια, μυστήρια, οιαδήποτε θρησκευτική τελετή, μυστήρια της φιλοσοφίας, της αγάπης, μυστικαὶ τελεταί, μυστικὴ / μυστηριώδης λατρεία τελουμένη ὑπὸ μόνων τῶν μεμυημένων, ἀκριβῶς ὡς τὰ μυστήρια, πᾶσα λατρεία περιέχουσα τελετάς, θυσίας, παντὸς εἴδους μυστήρια ἀσχέτως πρὸς τὴν θρησκείαν, και γενικώς τελετουργίες, θυσίες.
(*) Το ἑνικ. ὄργιον εἶναι σπάνιο.
        > επί των τελετουργιών / τελετών των του Διονύσου (τα συνηθέστερα, “μετὰ τῶν καθιερώσεων αὐτῶν καὶ ἁγνισμῶν, ἅτινα ἐν μέρη ἐπεδείκνυντο εἰς τοὺς μὴ μεμυημένους, ἀλλὰ δὲν ἐδίδετο καὶ ἡ ἁγνισμῶν – Ευρ. Βάκχ. 34.79, Θεόκρ. 26.13), των Καβείρων και της Αχαιίτης Δήμητρος στην Ελευσίνα (Κερ. 273.476. Αρ. Βάτρ. 386, Θ. 948, Ηρόδ. 2.51, 5.61), των του Ορφέως (Id. 2.81), του Ευμόλπου (Απ. Ανθ. 1.318. Συλλ. Επιγρ. 401), των της Κυβέλης (Ευρ. Βάκχ. 78), των Μουσῶν (Αριστοφ. Βάτρ. 356.2), της Αφροδίτης, τα του Επικούρου θεόφαντα ὄργια (Μητρόδ.38), κλπ.
        < ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: εκ του ἕργω = ἕρδω, ῥέζω με την σημασία του τελώ ἱερὰς τελετάς > ὀργεών, ὀργίοις εἰλημμένον, κλπ.).
Πουθενά, λοιπόν, δεν αναφέρεται η λεξις όργιο, με την ξεπεσμένη σημασία, που απέκτησε στα ρωμαϊκά χρόνια, και φυσικά στα χριστιανικά, που σκοπίμως υποβίβασαν την λέξη σε κακόφημη ερωτική ομαδική συνεύρεση, με στόχο να συκοφαντήσουν την αρχαία ελληνική θρησκεία, επειδή δεν μπόρεσαν ποτέ να την κατανοήσουν.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 6 φορές! 
– ΠΗΓΕΣΑνθ. Π. 9. 688. Ομ. Ύμν. εις Δημ. 274, 476. Αριστοφ. Βάτρ. 384, και Λυσ. 832 και Θεσμ. 948. Ορφ. Ύμν. 5. 52.5. Αισχύλ. Θήβ. 180. Σοφ. Τρ. 765. Αντ. 1013. Ερωτιαν. Ιππ. Λεξικό σ. 284. Λουκ. π. της Συρ. Θεού 16. SIG 57.4 (Μίλητος, 5ος αι. π.Χ.). Ιακώψ. εις Αχιλλ. Τατ. 689.

……………………………………………………………
           – εὐκίων (‑ον) < εὖ + κίων = o ἔχων καλοὺς εύσχημους κίονας, με όμορφες κολώνες.
        > εὐκίονες αὐλαὶ θεῶν.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: κιϝ+ω > κίω = κίων, το κατ’ εξοχήν σύμβολον της κινήσεως > κινώ / κινούμαι, πορεύομαι, πηγαίνω > κίνηση, κίνδυνος κλπ. > λατινικά citus (= ταχύς) cieo (= κινώ).
Αδαμαντοπέδιλοι οι κίονες της Δήλου – fr. 33d. 9.
κίονες φρουρούσε ο Άτλας, και κρατούσαν χωριστά την γη από τον ουρανό (Ομ. Οδ.). Το βουνό Άτλας είναι ὁ κίων τοῦ οὐρανοῦ (Ηρόδ.). Κίων οὐρανία η Αίτνα (Πίνδ. Ρ.1.19).
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 6 φορές! 
– ΠΗΓΕΣΕυρ. Ίων 185, Ανθ. Π.7.648,7, 
……………………………………………………………
            εὐμετάπειστος, ‑ον [εὖ + μετα-πειστός > μεταπείθω], αυτός που μεταπείθεται ευκόλως, που αλλάζει ευκόλως γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
        < αρχαιότερη θεωρείται η μέση / παθητική φωνή πείθομαι > ρ. πείθω (Oμ. Iλ. Ι.345, Aττ., Iων. Χρησμ. Σιβ. 1.43).
        > Πειθώ είναι η τέχνη του να πείθει κανείς, η πειστική τέχνη ή μέσον καταπείσεως («πειθὼ γὰρ εἶχον τήνδε πρὸς δάμαρτ’ ἐμήν» – Ευρ.
Και η ενδόμυχη πεποίθηση, η πίστη («βιάται δ’ ἁ τάλαινα πειθὼ πρόβουλος, παῖς ἄφερτος ἄτας» – Αισχύλ. Ο πειστός γίνεται πιστός.
«πειθοῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική» – Πλάτ.
Η ευπείθεια είναι και υπακοή («ταῦτα δ’ ἀγασθεὶς ὁ Κῡρος τοῦ μὲν ταξιάρχου τὴν ἐπίνοιαν, τῶν δὲ τὴν πειθώ» – Ξεν.
Η Πειθώ ήταν η θεά της πειθούς, η θεότητα – προσωποποήση της πειστικότητας – «Χάριτές τε θεαὶ καὶ πότνια Πειθὼ ὅρμους χρυσείους ἔθεσαν χροΐ» – Ησίοδ.
ΠΑΡΑΓΩΓΑ: πείσμα (= σχοινί πλοίου, πεποίθηση), πεισμονή, πειστέον, πειστήρ, πειστήριος, πειστικός, πεπεισμένως, αμετάπειστος, δύσπειστος, δυσανάπειστος, εύπειστος, μεταπειστός, πειθαρχῶ, πεισιθάνατος, κλπ.
        πιθανός, πιθανότης, πιθανολογία, πιστικός, πιστεύω, πιστευτέον, πιστευτικός, πιστῶ (= κάνω κάτι αξιόπιστο), πίστωμα, πίστωσις, πιστωτής, πιστωτικός, πίσυνος (= αυτός που δείχνει εμπιστοσύνη, μπιστικός), πίεση, πίθηκος, κλπ.
        > πεποίθησις, πεποιθότως, κλπ.
        > αρχ. σλαβ. beda ( = καταναγκασμός, πίεση), γοτθ. baidjan / beidan (= εξαναγκάζω, πιέζω), κλπ. 
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 6 φορές! 
– ΠΗΓΕΣΑριστ. EN1151b6, Θεμ. Or.7.98b.
 ……………………………………………………………     
            ἀνδροφθόρος, ἀνδρόφθορος (ο, ‑ον) < ἀνήρ + φθείρω = αυτός που φθείρει / σκοτώνει άνδρες, ο φονικός.
        > ἀνδρόφθορον αἷμα = αίμα σκοτωμένου από άνδρα.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 6ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 6 φορές! 
– ΠΗΓΕΣ: Σοφ. Αντ. 1022. 
 ……………………………………………………………              
            πλέγδηνπίρρημα) = συμπεπλεγμένως, εμπεπλεγμένως > με συμπλοκή, μπερδεμένα, πολυπλόκως, περιπλεγμένως πλεγμένος > μπλεγμένος, διαπλεκόμενος, εμπλεκόμενος, κλπ. 
        > ρήμα πλέκω + κατάληξη επιρρημάτων -δην (τροπή κ-γ-χ > επλέχθη, κλπ.).
        > πλέκω > πλοκή, πλόκαμος, πλόκανον, πλέγμα, πέπλος, πλοχμός, κλπ. > λατ. pleco (> implico, explico, plico = πλέκω > simplex, duplexduplus), > αγγλ simple, ρωσ. pletuαρχ. άνω γερμ. flehtan, αρχ. ινδ. praśna, κλπ. 
        > αμφιπλέκω, αναπλέκω, αντιπλέκω, επιπλέκω, καταπλέκω, παραπλέκω, προπλέκω, προσπλέκω, υποπλέκω κλπ. πεπλεγμένος = περίπλοκος.
– «αὐτὰρ ὅ χεῖρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ’ αὐχένος» – Ὀππ.
        Παροιμιώδεις φράσεις:
> μῡθοι πεπλεγμένοι = μύθοι με σύνθετη πλοκή
> χρόνον τοῦ ζῆν πλέκω = πλέκω τον χρόνο της ζωής μου, διάγω, ζω.
Το πλέγδην αναφέρεται πρώτη φορά τον 2ο αι. μ.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 8 φορές! 
– ΠΗΓΕΣὈππ. Ἁλ. 2.317. Ἀνθ. Πλαν. 196.
……………………………………………………………

            κατειλύω (< κατά + εἰλύω =  τυλίσσω, περιτυλίσσω, περιβάλλω, περικαλύπτω, κατακρύπτω) = περιτυλίγω / περιτυλίσσω, καλύπτω / περικαλύπτω, κρύπτω.
    > «κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ. Φ.318.
    > Παθ., ὄρος ψάμμῳ κατειλυμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ. 2.8.
    > ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τους νεκρούς) – Ἀπολλ. Ρόδ. Γ.206.
        < αρχ. ελλ. ρίζα Fελυ- [> welu- (< wel- = στρέφω, κυλίω > wheel = ρόδα, τροχός, γυρίζω, περιστρέφω, κλπ.)] 
        > ειλώ – βλ. Ησυχίου γέλουτρον [< ἔλυτρον = θήκη που καλύπτει το δόρυ (Αριστοφ.), το σώμα ως περικάλυμμα της ψυχής (Πλατ. παρά Λουκ.) και δεξαμενή, που περικαλύπτει το νερό (Ηρόδ.)], λέπυρον (< λέπος, λέπι) = φλοιός, φλούδα, κέλυφος, τσῶφλι. 
    > Fελνύω > ειλύω > παρακμ. είλυμαι (< FεFλυμαι), μέλλ. ειλύσω, αόρ. ειλύσαι > είλυμα, ειλυθμός, ειλυός, ειλητός (στην ζωγραφική, ταινία που επικαλύπτει ένα θέμα) > αλύτης [> αλυτάρχης = αυτός που επέβλεπε την τήρηση της τάξεως κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες (οι ἀλύται ήσαν άνδρες ραβδοφόροι ή μαστιγοφόροι και είχαν επί κεφαλής τον αλυτάρχη) < Fαλυτᾶς = ραβδοφόρος > γοτθ. walus (= ράβδος), αρχ. σκανδ. volr (= κυλινδρική ράβδος).
    > Fέλυτρον > αρχ. ινδ. varutra (= πανωφόρι, ρούχο που καλύπτει το σώμα) > Fελύσθη > λατ. volvo (= ρολό) > Fέλυμα (> λατ. volumen), κλπ.
Το κατειλύω αναφέρεται πρώτη φορά τον 5ο αι. μ.Χ. (ενώ το εἰλύω από τον 8ο).
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 8 φορές! 
– ΠΗΓΕΣΗρόδ. Ἀπολλ. Ρόδ.

……………………………………………………………

       – δέημα (ματος, το) < ρ. δέω, δέομαι = δέησις, παράκληση, ικεσία > χρειάζομαι, ζητώ, παρακαλώ > δεῖσθαι, κλπ.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 9 φορές. 
– ΠΗΓΕΣ: Αριστοφ. Ar. Ach. 1059. Sch. A. Eu.92-93, Τζέτζης. An. Matr. 591.

……………………………………………………………

            – κυανόπεζα (η) κύανος (σκούρο μπλε) + πέζα (δωρ. και αρκαδ. αντί της λέξεως πους = πόδι).
        Για τραπέζι: ἀπὸ κυάνου ἔχουσα τοὺς πόδας, αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον» – Ομ. Ιλ.).
            πέζα > πεζός, αχλυόπεζα, χιονόπεζα, τετράπεζα (> τράπεζα, τραπέζι), πέδη, πεδίον > άκρον πεδίου > στρογγύλο δίκτυ / δίκτυον (> πεζόβολος – Οππ. Ἁλ. 3.83), κλπ.
            > πέζα = περισφύριο κόσμημα.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 9 φορές. 
– ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ιλ.11.629 

……………………………………………………………
            συνοχέω, συνοχώ = φέρω ὁμοῦ. – παθητ. συνοχούμαι = ταξειδεύω ὁμοῦ ἐντὸς ἁμάξης, ὀχοῦμαι ὁμοῦ μετά τινος.

< συν- + ὀχέω, ὀχῶ, ὀχοῦμαι [< ὄχος (> όχημα) < ἔχος < ϝέος = επιβαίνω σε άμαξα, μεταφέρομαι με όχημα»].
ϝέος > ιταλ. veicolo, ισπ. vehículo, αγγλ. vehicle, γαλλ. hicule, κλπ.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 2ο αι. μ.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 11 φορές. 
– ΠΗΓΕΣΠλούτ. Γάλβ. 20. Αντων. 11. Ευστ. Πονημ. 349,57.

……………………………………………………………  
            φαρμακοτρίβης (ο) = ο τρίβων ή κοπανίζων φάρμακα ή χρώματα, δούλος σε εργαστήριο φαρμακοπώλη, φαρμακοτρίπτης φαρμακοτρίφτης, φαρμακοποιός.

< από την μυκηναϊκή λέξη pa-ma-ko > ρ. φέρω > φάρω, φαρέτρα, φέρμα (= καρπός της γης) >  φάρμα, κλπ. > ισπ. fármaco, κλπ.
> ρ. φαρμάσσω (φάρμα + μάσσω = αναμιγνύω, μαγεία) = θεραπεύω μεταχειριζόμενος φάρμακα Όμ. μόνον ἅπαξ, Οδ. ι.393 > φάρμαξις.
Το φάρμακο είναι “εἴτε θεραπευτικόν, εἴτε βλαπτικόν” (> φαρμάκι), στον Όμηρο.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 15 φορές. 
– ΠΗΓΕΣ Δημ. 1170. 29, Αἰλ. π. Ζῴων 9. 62, Πολυδ. Ζ΄, 179· Α. Β. 314.
……………………………………………………………
        παλινδικία (ἡ), παλίνδικος = η εκ νέου εκδίκαση μιας υπόθεσης στο δικαστήριο, δεύτερη πράξη, δεύτερη δίκη, ἐπανάληψις τῆς δίκης, ἡ ἐξ ἀρχῆς δίκη, ἡ ἐξ ὑποστροφῆς λεγομένη δίκη. 
– “παλινδικίας διδοὺς τοῖς ἀδίκως κατακριθεῖσι”, “παλινδικία διδόναι τινί”, “παλινδικία εὑρίσκειν”, κλπ.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 1ο αι. μ.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 17 φορές. 
– ΠΗΓΕΣΠλουτ. Δημ. 6. Ηρῳδιαν. 7.6.4. Ησύχ.  Πίνακ. Ηρακλεωτ. εν Συλλ. Επιγρ. 5774.157.

……………………………………………………………

                μαίευσις (ἡ) = ξεγέννημα, ξελευθέρωμα μιας γυναίκας, 
< ρ. μαιεύομαι < μαία, μαιευτήρα, μαιευτήριον, κλπ. = ενεργώ ως μαία, βοηθώ επίτοκη να γεννήσει, προκαλώ τοκετό, ξεγεννώ, αποσπώ απάντηση ή ομολογία (μαιευτική τέχνη του Σωκράτους) > εκμαιεύω = φέρνω στο φως, εμφανίζω για πρώτη φορά. Και περιποιούμαι τους νεοσσούς κλώσσας.
    ΦΡΑΣΕΙΣ:
            – «μαιεύεται ἡ Ἄρτεμις» – Λουκ. D.D. 26.2.
            – «oἱ δ’ οὖν στρατηγοὶ διὰ τῶν μαιεύεσθαι δυναμένων γνόντες τὴν πρεσβυτέραν ἔγκυον οὖσαν» – Διόδ.
            – «ἱκανὴ δὲ πᾶσα ἔκπληξις μαιεύσασθαι πρὸ τῆς ὥρας» – Φιλόστρ.
    Παροιμιώδης φραση:
– «ἀετὸν τίκτοντα κάνθαρός σε μαιεύσομαι», λεγόταν για εκείνους που έπαιρναν εκδίκηση από μεγάλο εχθρό.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 18 φορές. 
– ΠΗΓΕΣΠλάτ. Θεαίτ. 150B 
……………………………………………………………

            πρόπεμπτος (‑ον) = πέντε μέρες πριν, την πέμπτη μέρα, αυτός που συνέβη, ήλθε ή έγινε πριν από πέντε μέρες – ἐν χρήσει μόνον κατ’ οὐδ. πληθ. πρόπεμπτα ἐπίρρ. = πρὸ πέντε ἡμερῶν, κατὰ τὴν πέμπτην ἡμέραν, όπως πρότριτος, κλπ. – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Ο κόσμος του 5.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 19 φορές. 

– ΠΗΓΕΣΝόμ. παρά Δημ. 1076.26. Λυσί. παρ’ Αρποκρ. Συλλ. Επιγρ. (προσθῆκαι) 3641b 22, AB 296, Λεξ. Φώτ.

   ……………………………………………………………

            ἀκαλλιέρητος (ἀκαλλιέρητον) = αυτός που έλαβε κακό οιωνό – ὃν δὲν ἀπεδέξαντο οἱ θεοί, ὁ κακὸν οἰωνὸν λαβών, ἱερά, μυήσεις, ο μη «καλλιερήσας», εκείνος που η θυσία του δεν ήταν ευνοϊκή, δεν άρεσε στους θεούς
        > «ἀθύτων καὶ ἀκαλλιερήτων τῶν ἱερῶν ὄντων» (Αισχίν. 3,131).
< ρ. καλλιερέω, πρκμ. κεκαλλιέρηκα = έχω ευνοϊκά σημεία εν τινι θυσία, λαμβάνω καλοὺς οἰωνοὺς ἐπί τινι ἐπιχειρήσει.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 20 φορές. 

– ΠΗΓΕΣΑἰσχίν. 72.16., 75.12. Εὐσ. Ἱ. Ἐκκλ. 9.3. Δινδ. περὶ Διαλ. Ἡροδ. XXXVII. Ξεν. Κύρ. 6.4,12.

   ……………………………………………………………

            αἱμοβαφής (‑ές) = (αίμα + βάπτω > βαπτίζω = βουτώ, βυθίζω) = αυτός που είναι βαπτισμένος / λουσμένος στο αίμα [βεβαμμένος, βεβαπτισμένος ἐν αἵματι]. 

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 22 φορές. 

– ΠΗΓΕΣΣοφ. Αἴ. 219, Νόνν.

……………………………………………………………

        – ἀρκυωρός (ὁ) = ο φύλακας των διχτυών / δικτύων > ἄρκυλον δίκτυον.
        < ἄρκυς + οὖρος [ωρώ / ώρος / ωρός = φρουρός, Ώρες > θυρωρός, ακταιωρός, κλπ.].
         ἀραρίσκω > αρκ- > ἄρκυς = κυνηγετικό δίχτυ, ό,τι πλεγμένο, πλεκτό, κλπ. > η αράχνη, ο άρκευθος κλπ. > ρωσ. rokita, σερβ. rakita, τσεχ. rakyta, λεττ. erkuls (= αδράχτι), κλπ.
Παράγωγα: ἀρκυωρῶ (= παραμονεύω), ἀρκύστατος (= αὐτός πού στήθηκε σάν δίκτυ), ἀρκυστασία. αρκυστάσιον, μίμαρκυς, κλπ.
– ἄρκυς και το γυναικείο δίκτυ μαλλιών.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 23 φορές. 

– ΠΗΓΕΣ: Ξεν. Κυν. 6.5, Κρατίν.79, Λυκούργ. Fr.79, Πολλ. 5.17, Ησύχ,

……………………………………………………………
        σιφλόω / σιφλῶ = ακρωτηριάζω,
σακατεύω, κολοβώνω, ἐμβάλλω τινὰ εἰς δυστυχίαν (φέρνω στην δυστυχία), οδηγώ
στην εξαθλίωση, εξαθλιώνω, εξασθενίζω.

    > σιφλός[1] (σιφλή,
σιφλόν) = χωλός, πηρός / ανάπηρος, σακάτης, ηκρωτηριασμένος / ακρωτηριασμένος, αυτός
που παρουσιάζει έλλειψη ή ελάττωμα σε ένα μέλος ή τμήμα του σώματός του και, δη
στα πόδια, κουτσός. Επί των οφθαλμών, μύωψ, ο έχων αδυνάτους τους οφθαλμούς.[2] Και 
επὶ προσώπων = ὁ ἔχων κενὸν τὸν
στόμαχον, δηλ. πειναλέος
[3] >
μεταφορκώς άπληστος, πλεονέκτης, άνθρωπος ελαφρού χαρακτήρα, αναξίου πίστεως, κλπ.

Στην Λυκία σιφλός = σπογγώδης,
μαλακός, απαλός¸ κενός, κοίλος, κούφιος.[4]
Ø σιφνός = κενός
Ø Σίφνος, η νήσος, επειδή είναι «κενή», δηλ. γεμάτη
ορυχεία[5]. Και
επειδή οι Σίφνιοι ήταν ακάθαρτοι, λόγω της ενασχολήσεώς τους με τα ορυχεία.
Ø σίφλωμα (το) = αδυναμία, ελάττωμα, σπογγώδης υφή, αναπηρία,
σωματικό ελάττωμα, κουσούρι.
Ø σιπαλός = χαλεπός, ακάθαρτος, άμορφος, μύωψ,
κοντόφθαλμος, σχεδὸν τυφλός,
επάργεμος.
    < ρήμα σίνω, σινώ, σινέομαι,
σίνομαι / σίννομαι
= βλάπτω, ληστεύω, ερημώνω, βασανίζω > Σίνις (ο
Πιτυοκάμπτης, ο ληστής του Ισθμού της Κορίνθου, που εξουδετέρωσε ο Θησεύς) >
σίνος (το) = βλάβη, συμφορά > σινότης, ασινής (= ακέραιος), σιντής (= αρπακτικός),
Σίντιες (= οι Θράκες πειρατές κάτοικοι της Λήμνου), σίνων, σινάμωρος (= βλαπτικός),
σίντωρ, σινόδους, κλπ. > σης (= σκόρος). Αναφέρεται στους Κύκλωπες, την
Χάρυβδι, την αλεπού, τον κροκόδειλο, κ.ά. > αγγλ. sin, γερμ. Sünde =
αμαρτία, κλπ.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο
αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 29 φορές! 

ΠΗΓΕΣ: Ομήρ. Ιλ. Ξ.142. Απολλ. Ρόδ Α.204. Ευσταθ. 972.38.
Ευστ. 972.41. Ησύχιος. Οππ. Αλ. 3.183. Ζωναράς.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] Η κατάληξη -λός, απαντάται σε λέξεις που αναφέρονται
σε σωματικές αναπηρίες (λ.χ. τυφλός, χωλός, κλπ.).

[2] Βλ. πόδα σιφλός, σιφλοῦν˙ αἰσχύνειν, πηροῦν, βλάπτειν,
και σιφλῶσαι˙ ἀφανίσαι.

[3] Ψάρια πειναλέα «πλωτῶν σιφλὸν γένος».

[4] «νάρθηξ τα ἐντὸς σιφλός»

[5] Βλ. Γ. Λεκακης «Αιγαίο, ετυμολογίες νήσων».

……………………………………………………………
        τρισάριθμος, ‑ον (τρίς + ἀριθμός) = αυτός που έχει αριθμηθεί τρις / τρεις φορές (> «εἰκοσάδα τρισάριθμον»), τριπλάσιος, τρεις φορές αριθμημένος, τρις αριθμηθείς, τρεις , υτός που διατυπώνεται με τον αριθμό τρία.
> τρισάριθμοι μάρτυρες, Μηναί., 
> μονάδα… φρονεῖν μιᾷ καὶ ἑνιαίᾳ θεότητι… τριάδα δὲ… τῷ διαφόρῳ τῆς τρισαρίθμου προσωπικῆς ἑτερότητος – Σωφρόν.).
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 2ο αι. μ.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 32 φορές! 

ΠΗΓΕΣσε Χρησμ. / Orac. απ. Λουκ. Αλεξ. 11. Σωφρόν.
……………………………………………………………

          λοιδόρημα (τό) = ὕβρις, κακολογία, σκῶμμα – “τὸν πτωχὸν λοιδόρημα ποιοῦντας, καὶ τὸν φαλακρόν, καὶ τὸν μικρὸν” – Πλούτ. 2. 607Α.
        < ρ. λοιδορέω = υβρίζω, προπηλακίζω, κακολογῶ τινα, θεοὺς.
        > λοίδορος / (το) λοίδορον / (τα) λοίδορα = κακολόγος, ὑβριστικός – “τὸν λοίδορον ἐξελάσαι τῶν φίλων κελευόντων, οὐκ ἔφη ποιήσειν, ἵνα μὴ περιϊὼν ἐν πλείοσι κακῶς λέγῃ” – Πλούτ. 2. 177D.
        > λοιδορία, κλπ.
Η ετυμολογία άδηλος.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 32 φορές!

– ΠΗΓΕΣ: Αριστ. Ηθ. Ν. 4.8,9. Δημ. 1022.20. 124.1, 1257.24. Πλάτ. Φαίδρ. 241Ε. Αριστοφ. Ιππ. 1400. Ισαί. 62.15. Πίνδ. Ο.9.56. Αττ. Ηρόδ. 3.145. Ευρ. Κύκλ. 534. Μένανδρ. «Περινθίᾳ» 4. Στράβ. 661.2. Αριστ. Φυσιογν. 4,6, Πλούτ. 2.810D. Ανθ. Π. 5.176.
…………………………………………………………… 
– καρχαλέος (ο, ‑α, ‑ον) = ξερός («δίψη καρχαλέοι», Ομ. Ιλ.), ορμητικός, άγριος («καρχαλέοι κύνες», Απολλ. Ρόδ.) και για ήχο: τραχύς, οξύς («καρχαλέος χρεμετισμός», Νόνν.).

< καρχαρέος, κάρχαρος, -ον, θηλ. καρχάρα = αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια, 
(για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός
(για ήθη) άξεστος, αγροίκος, σκληρός τρόπος
> αρχ. ινδ. khara = σκληρός, κοφτερός, περσ. xar / xara = αγκάθι, βράχος.
> καρχαρίας, καρχαρόδους, κάρκαρος, καρφαλέος < ρ. κάρφω =  μαραίνω, καταξηραίνω,  > κάρφη, καρφηρός, κάρφος, καρφί, κλπ.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 33 φορές! 

– ΠΗΓΕΣΟμ. Ιλ21.541.Απολλ. Ρόδ. Νόνν.

……………………………………………………………

        πρόσπεινος (ο, ‑ον) = πεινασμένος, πειναλέος, α-πεινασμένος, ὁ αἰσθανόμενος πεῖναν, ἀρχίζων νὰ πεινᾷ < προς + πείνα (ιων. πείνη) < ρ. πένομαι < √ ΠΕΝ-.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 1ο αι. μ.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 36 φορές! 
– ΠΗΓΕΣ: Δημ. Ophth. απ. Aët.7.33. Πράξ. Ἀποστ. ι’, 10.

……………………………………………………………

βουφόνια (τα) = (οι) βοϊδοκτονίες.
Ιερά τελετή θυσίας, εν Αθήναις, ως μέρος θρησκευτικής εορτής των Διιπολίων, η οποία ετελείτο στις 14 του μεσοκαλοκαιριού του αρχαίου μήνα Σκιροφοριώνος, στην Ακρόπολη. Ένα εργατικό βόδι (ικανό για την άροση ή την ζεύξη σε αγροτικό αμάξι) θυσιαζόταν στον Δία Πολιέα, προστάτη της πόλεως, σύμφωνα με ένα πολύ αρχαίο έθιμο. Μια ομάδα βοδιών οδηγείτο εμπρός στον βωμό, στο υψηλότερο σημείο της Ακροπόλεως. Εκεί είχαν απλώσει σιτηρά, μέλη της οικογένειας των Κεντριάδων, στην οποία το καθήκον αυτό ανατέθηκε κληρονομικώς. Όταν ένα από τα βόδια άρχισε να τρώει, σήμαινε ότι επέλεγε τον εαυτό του για θυσία. Ένας από την οικογένεια των Θαυλωνιδών, γένος ιθαγενών Αθήνησι, με ένα τσεκούρι, θυσίαζε το βόδι. Μετά πετούσε αμέσως στην άκρη το τσεκούρι και έφευγε από τον τόπο, ως ένοχος εγκλήματος….

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 37 φορές! 

ΠΗΓΕΣΑριστοφ. Νεφ. 985. Hyp. Fr.81, Androt. 16. Ael. VH 8.3, Ησύχ.

……………………………………………………………
           – δικαιοπράγημα  < ρ. δικαιοπραγέω / δικαιοπραγώ [< δίκαιον + πράσσω / πράττω] = το να πράξεις δικαία, τα δίκαια πράττειν, πράξη με ειλικρίνεια.
Δίκαιη πράξη = η ειλικρινής πράξη. Τα μεγάλα πράττειν είναι δικαία πράξη.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 37 φορές! 

ΠΗΓΕΣΑριστ. Ηθ. Ν. 5.7,7 και ΜΜ 1195 a 12, 20 και EN 1135a 12 και 16. P Teb. 183 (2ος αι. π.Χ.), Ceb. 41. Πλουτ. Σολ. 5, Σαλλούστ. 19. Jason ap. Plu. 2.135f. Χρύσιππος. Στωικός 3.73, Μ. Αντ. 11.20. .
……………………………………………………………      
            ἀκραῖος (‑α, ‑ον) = ἄκρος, ὁ κατοικῶν εἰς τὰ ὕψη.
    < ρ. αιγ-, ακ- λέξεις σχετικές με την άκρη, το όριο, την οξεία > οξύς, μυτερός, κοφτερός: τα ἀκή, ἄκων, ἄκμη, ἄκμων, ἄκαινα, ἀκὶς, αίγα (ζώο που πάει στα άκρα) κλπ. > λατ. acer, acris (= οξύς), αρχ. ινδ. asri, κλπ.
    > ἀκρία / ἀκραία, επιθετο των θεαινών και θεών:
Μητέρας (TAM 5.528.11 (Μαιονία 2ος αι.),
Ήρας (Ευρ. Μήδ. 1379, Ομ. Carm. Ep.2.4),
Αφροδίτης [στην Κνίδο (Παυσ.1.1.3), στην Κύπρο (Στρ.14.6.3, SEG 18.578.1, Πάφος 1ος αι.)],στην Τροιζήνα (Παυσ.2.32.6),
Αρτέμιδος [στην Θεσσαλία – IG 9(2).303 (2ος αι.) – βλ. Γ. Λεκάκης “Τα επίθετα της θεάς Αρτέμιδος”] – Αθηνάς.
–  Τύχης (στην Σικυώνα – Παυσ.2.7.5, στην Θεσσαλία – IG 9(2).1109.71 (2ος αι.).
    > ἀκραῖοι (και πολιεῖς) = οι θεοί στις ακροπόλεις: Ζευς [Sokolowski 1.56.13 (Καρία 2ος αι.), Αρποκράτης [SIS 88.10 (Χαλκίδα 3ος αι. μΧ), 
    > αυτός που βρίσκεται στο άκρον, ακρινός, έσχατος, τελευταίος, αυτός που παίρνει θέση των άκρων, έξαλλος, αδιάλλακτος.
    > ἀκραῖα = τὰ ἄκρεα / ἄκρα (του σώματος).

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 41 φορές! 

ΠΗΓΕΣΕυρ. Μήδ. 1379. Παυσ. 1.1,3, 2.32,6. Ιπποκρ. Επιδ. 1.954, 3.1066. Γαλην. Πολυδ. 9.40. Ησύχ.  
……………………………………………………………
        – ἀξιόκτητος (ο, η, το ‑ον) = ὁ ἄξιος κτήσεως, ἄξιος νὰ γείνῃ κτῆμά τινος, εκείνος που αξίζει ν’ αποκτηθεί, άξιος προς απόκτηση.
    < κτάομαι, ιων. κτέομαι, κτάω, κτω / κεκτημένος = κερδίζω (ως βραβείο, την εύνοια, τέκνα, εχθρό), επισύρω εναντίον μου (για κακά και δυστυχήματα: ὧν γὰρ ἠράσθη τυχεῖν ἐκτήσαθ’ αὑτῷ», Σοφ.), υποπίπτω σε κάτι («τοιοῖσδέ τοι λόγοισιν ἀστεργῆ θεᾱς ἐκτήσατ’ ὀργήν», Σοφ.), > κεκτημένος ο σύζυγος, ο δούλος, κ.ά. κεκτημένη = η κυρία, η δέσποινα.
    Από την ρίζα κτα- > κτε- / κτη > κτήνος, κτήμα, κτήση(-ις), κτήτορας (κτήτωρ)             κτέανον [πληθ. τα κτέανα (= περιουσία)], κτέαρ / κτέρας(= κτῆμα), κτεάτειρα, κτητός, κτεατίζω (= κερδίζω), κτεατήρ (= κάτοχος), κτεάτειρα, κτεατιστός, κτέρεα (= τα νεκρικά δῶρα, κτερίσματα, ἐπικήδειες τιμές), κτερίζω (= θάβω μέ τιμές), κτηματικός, κτῆνος, κτῆσις (= ἀπόκτηση, περιουσία), κτήσιος, κτητέος, κτητέον, κτητικός, κτητός, κ.ά.
    > ἀνάκτησις, κατάκτησις, πρόσκτησις,  ἄκτητος, ακτήνας (= ο πένης), ἀξιόκτητος, ἐπίκτητος, πολυκτήμων, ἀκτήμων.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 44 φορές!

– ΠΗΓΕΣ: Ξεν. Κυρ. 5.2,10, Παυσ. 1.9.5. 

…………………………………………………………… 

        ρίζα μαθ- < ρίζα ματ- > μάω = ἐπιθυμῶ. μαθαίνω = καταλαβαίνω.       
     συμμανθάνω = μανθάνω ὁμοῦ μετά τινος, συμμετάσχω τῆς γνώσεως, μετέχω ἐν τῇ μαθήσει ἢ ἐν τῇ γνώσει, μαθαίνω κάτι από κοινού με άλλον, μετέχω στην μάθηση ή στην απόκτηση γνώσεως, πληροφορούμαι από κοινού, έχω μερίδιο στην γνώση κάποιου πράγματος, συνηθίζω σε κάτι.
        > ὁ συμμαθών = ὁ ἐθισθεὶς εἴς τι πρᾶγμα, αυτός που είναι συνηθισμένος, εθισμένος σε κάτι.
“ἐν τὸ συμμαθεῖν ἑρμηνεύεται ὑπὸ τοῦ Σχολείου”, 
        > να μάθω το μυστικόν, 
        > συμμαθεῖν = συνναίειν.
        > “οὐδεὶς ἐπίσταταί με συμμαθεῖν τόπος” = κανένα μέρος δεν ξέρει ότι έχω μοιραστεί το μυστικό του.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 25 φορές!

– ΠΗΓΕΣ: Ξεν. Συμπ. 2,21. Σοφ. Αίας, 869. Αν. 4.5,27. Jebb 
         
            – προσμανθάνω = μανθάνω προσέτι, μαθαίνω επί πλέον > με απρμφ. = μαθαίνω να…

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 6ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 45 φορές!

– ΠΗΓΕΣ: Αἰσχύλ. Πρ. 697, Σοφ. Ἀποσπ. 622, Ἀριστοφ. Σφ. 1208, Θεσμ. 20, 24.
…………………………………………………………… 
            ὑπέρακμος (τὸ ὑπέρακμον) < ὑπέρ + ἀκμή(*) = ο υπερδραμών την ώραν, ὁ ὑπερακμάσας, ὁ ὑπερβὰς τὴν ἀκμὴν τῆς νεότητος, αυτός που έχει περάσει πλέον την ακμή της ηλικίας του, και είναι στην ώριμη ηλικία, η οποία είναι η ηλικία μετά την νεότητα, όταν ερωτικώς είναι καλώς ανεπτυγμένος.

        (*) ακμή = αιχμή, κόψης, ακραίο, ύψιστο και κρίσιμο σημείο, εξέλιξη > σφρίγος, ζωτικότητα. Η αιτ. ἀκμὴν (ανάρθρως) χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικώς ίνα δηλώσει το μόλις, τώρα > ακόμη
    > «ἀκμὴ ἦρος» (Πίνδ. Πυθ. 4,64), «ἀκμὴ σώματός τε και φρονήσεως» (Πλάτ. Πολιτ. 461a) και «ἀκμὴ ἥβης» (Σοφ. Οιδ. Τύρ. 745), εξ ου και η ασθένεια ακμή, τα εξανθήματα του προσώπου, δηλ. τα οποία εμφανίζονται συνήθως κατά την εφηβική ηλικία («ακμή νεανική» – Κάσσιος Ιατροσοφιστής, 155.37.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 1ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 46 φορές!

– ΠΗΓΕΣ: ΚΔ, Α΄ Επιστ. πρ. Κορινθ. ζ,36. Ευστ. Πονημάτ. 203.53. Οδ. 1915.20. Λεξικόν ΣΟΥΔΑΣ και Φωτίου. Σορ. 1.22.  
……………………………………………………………
            ἐγρήσσω < ρ. ἐγείρω (> διεγείρω / διεγείρομαι) = είμαι άγρυπνος, αγρυπνώ, σηκώνω / σηκώνομαι από τον ύπνο / από το έδαφος / από την θέση μου, ξυπνώ, ορθώνω, σηκώνω , οικοδομώ, κτίζω, κινώ, προκαλώ, δημιουργώ («εγείρω αξιώσεις»), ανασταίνω, προάγω, προωθώ, βοηθώ κάποιον να γίνει καλά, φρουρώ, εξάπτομαι.
    > ἐγρήγορα, γρήγορα, ἔγερσις, ἐγέρσιμος, ἐγερτικός / διεγερτικός, ἐγερτέον, ἐγερτήριον, ἐγερτί (= πρόθυμα), ἐγερτός, ἐγρήγορσις, ἐγρηγόρως, Γρηγόριος (κυρ. όνομα), κλπ.
        > ἔγειρόν σου τὴν νυκτερινὴν μορφήν – ξύπνησε την νυκτερινή σου μορφή (αναφορά στον θεό Ακέφαλο) – P VII 241 c. pron. refl.
        > ἔγειρόν μοι σεαυτόν, αἰλουροπρόσωπος θεός, καὶ ποίησον τὸ δεῖνα πρᾶγμα – για μένα ξύπνησε, ο αιλουροπρόσωπος θεός, και μου έκανε [αυτό] – P III 13 P III 72 P III 74 P III 84 ref. 
        > μὴ μου παρακούσῃς, νεκύδαιμον […] ἀλλ’ ἔγειρον μόνον σεαυτόν – μη με παρακούσεις, δαίμονα των νεκρών, αλλά αντίθετα, διέγειρε τον εαυτό μου – P IV 369 SM 47 18 SM 49 39
        > ἔγειρέ μοι <σαυτόν>, ὁ μέγας δαίμων –  ξύπνα για μένα εσύ, ο μέγας δαίμονας – P V 249.
        > ἔγειρέ μοι σεαυτόν, νεκυδαίμων, ὅστις ποτὲ εἶ – ξύπνα για μένα, δαίμονα των νεκρών, όποιος κι αν είσαι – SM 48J 6 SM 48J 20 SM 48J 31 SM 50 12 2.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 47 φορές!

– ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ιλ. Λ.551. Οδ. υ,33, 53. Απολλ. Ρόδ. Β.308, Αρετ. CA1.1, 

……………………………………………………………

– ἀνακοντίζω < ἀνά + ἀκοντίζω = ανορμώ, αναπηδώ, τινάσσομαι προς τα άνω δίκην ακοντίου, τινάζομαι προς τα επάνω, ξεπετάγομαι, αναβλύζω, εξακοντίζω, εκτινάσσω.
       Τίθεται επί αίματος, ύδατος, θαλάσσιες αύρες, κλπ.
        Κάποιοι ετυμολογούν και το φίδι ανακόντα εξ αυτού, λόγω του τρόπου επιθέσεώς του.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 60 φορές!

– ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ἰλ. Ε.113. Ἡρόδ. 4.181. Φιλόστρ. 906. Καλλίστρ. 14.3,cf. Νόνν. Par. Ευρ. Io.21.8.
Fi……………………………………………………………

πρωτοκλισία (η) = ἡ πρώτη τιμητικὴ θέσις στην κλίνη, ή ἐν δείπνῳ, πρωτοκαθεδρία.
        < πρῶτος + κλίνη > πρωτόκλιτος.
Στην γραμματική: Αυτός που κλίνεται σύμφωνα με την πρώτη κλίση > τα πρωτόκλιτα.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 1ο αι. μ.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 60 φορές!

– ΠΗΓΕΣΕὐαγγ. κ. Ματθ. κγ’, 6, Β’ Μακκ. Δ’, 21. Ἑλληνογαλλικόν Λεξικόν του Ν. Κοντοπούλου, 1889. 
…………………………………………………………… 
            ἰλλάς (ἡ) = ἐξ ἱμάντων πεπλεγμένος δεσμός, σχοινίον ἐξ ἱμάντων / από λουριά, βοῦς, ὅν τ’ οὔρεσι βουκόλοι ἄνδρες ἰλλάσι… δήσαντες ἄγουσιν –  πρβλ. ἐλλεδανός.
    ΙΙ. ἐν τῇ σκοτεινῇ φράσει: ἰλλάδας γονάς = ἀγελειὰς καὶ τὰς συστροφάς, 
    > ρ. ἰλλάζω
    < ρ. ἴλλω, εἴλω, εἱλέω, εἴλλω, ἐλύω, εἰλύω = περιστρέφω, συστρέφω > ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, βλέπω ἐκ τοῦ πλαγίου, στραβοκυττάζω, ἀλλοιθωρίζω. Η σημασία αυτη απαντά μόνον στα παραγωγα του ἰλλός, -αίνω, κτλ.
    < ϝελ > ϜελϜ > ϝελνέω > ϝελλέω > ϝελνω > ἑλίσσω, εἴλημα (= σκέπασμα), εἴλυμα, εἰλυφάω, εἰλυφάζω, ἔλυτρον, ἕλιξ, ἑλίσσω, εἰλεός, ειληδόν (= μπλεγμένα), εἶλαρ (το φράγμα, φραγμός), είλησις (= περιστροφή), είλιγγος, είλιγξ, ειλητάριον (= βιβλίο ἤ χειρόγραφο σέ σχῆμα κυλίνδρου), εἰλητός (= τυλιγμένος), κλπ.
        > ἴλλω, ἰλλάς, ἰλλώδης, ἰλλαίνω, ἶλιγξ (= συστροφή), ἴλιγγος (= ζάλη), ἴλη (= πλῆθος), ἰληδόν, ἰλιγγιάω / ἰλιγγιῶ, ἴλλος (= μάτι που συστρέφεται) > ἰλλός (= ἀλλήθωρος),
        ὄλμος ὀλοοίτροχος, οὐλαί, οὐλοχύται, οὐλαμός (= στίφος πολεμιστῶν), ὅμιλος,  
        > ἀλέω, ἀλείατα, ἄλευρον, ἀλετός, ἀλετρίβανος, ἀλοάω, ἀλωή, ἅλω
        > σύνθ. ἀνείλησις (= κόψιμο),  ἀπείλλω (ἀπειλέω / ἀπειλῶ > ἀπειλή), Ἀπέλλα (= συνέλευση Σπαρτιατῶν), διειλώ, ενειλώ, εξειλώ, επειλώ, κατειλώ, παρειλώ, περιειλώ, ενίλλω, κατίλλω, παρίλλω, περίλλω.
        > παράγωγα: εἰλεός ἤ ἰλεός (= ἀρρώστια τῶν ἐντέρων, φωλιά θηρίου),
        > λατ. volvo, voluto, volta, σανσκρ. val- > valmáyas (= κύκλος), varutram (= ἔλυτρον)· γοτθ. afvalvjan (= ἀποκυλίνδειν), atvalvjan (προσκυλίνδειν), παλαιοσκανδιν. velta, αγγλοσαξ. wœltan, walwian, αγγλ. to wallow (= κυλίομαι), παλαιογερμ. wellan, wälzen, κτλ
Τέλος και είδος πτηνού.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 69 φορές!

– ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ἰλ. Ν. 572. Ησύχ. Ευρ. αποσπ. 834. Σοφοκλ. αποσπ. 73.
……………………………………………………………      
            παλαισμοσύνη (ἡ) ή παλαιμοσύνη = ποιητικώς αντί για την λέξη πάλη, η τέχνη παλαιστή.
< ρ. παλαίω, αιολ. πάλαιμι, βοιωτ. παλήω = παλεύω.
> πάλη > παλεύω.
> παλαισθείς = νικημένος, ηττημένος.
> πάλαισμα, παλαισμός, παλαιστέον, παλαιστής, παλαιστικός, παλαίστρα, παλαιστή = παλαστή (= παλάμη, μέτρο μήκους), αντίπαλος, κλπ.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 72 φορές!

– ΠΗΓΕΣΟμ. Ιλ. Οδ. Πίνδ. Πλάτ. Ευρ. Hdn.Gr.2.930. ib.949.
……………………………………………………………      
            ἀφοπλίζω ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα τινός, ξαρματώνω, απογυμνώνω από όπλα, εξουδετερώνω τις αντιρρήσεις κάποιου. Και (για πλοίο) παροπλίζω.
> μέσ., ἀφοπλίζεσθαι ἔντεα = ἐκβάλλειν τὸν ὁπλισμόν.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 73 φορές!

– ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ἰλ. Ψ.26. Λουκ. Θ. Διαλ. 19.1. Διόδ. 11.35, Ἀνθ. Πλαν. 4.171.

……………………………………………………………      
        – παρατρέφω = ταΐζω, τρέφω κάποιον πλησίον μου, ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύ τον βουλόμενον. Κυρίως ἵππους και κύνας.
> συντηρώ, διατηρώ επί πλέον[1].
μέλ. -θρέψω, τρέφω μαζί μου, συντρέφω > σύντροφος.
> παρατρέφομαι (παθητική φωνή): λέγεται για ανθρώπους που δεν αξίζουν να τους τρέφει κάποιος, τρέφω με έξοδα άλλου.
(για πρόσωπα) ἐπὶ δούλων (ανατρέφομαι μαζί με τα παιδιά κάποιου), ἐπὶ προσώπων (οὐχὶ δούλων) ανατρέφομαι[2] ἢ τρέφομαι παρά τινος, τινι ἐπὶ παλλακῶν (τρέφομαι μαζί με τις νόμιμες γυναίκες), τρέφομαι μετὰ τῶν νομίμων γυναικῶν, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων ἀχρήστων καὶ μάτην[3] τρεφομένων, ματαίως, ανωφελώς, ἐπιπολαίως, ἐκπαιδεύομαι, μορφώνομαι επιπόλαια ἐν φιλοσοφίᾳ
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 76 φορές! 
– ΠΗΓΕΣΠλουτ. Αρτοξ. Πλούτ. 2.830Β. Πλούτ. 2.37F.27. Πλούτ. 2.13C. Τιμοκλ. «Ἐπιστολαῖς» 2. Αιλ. π. Ζ.3.1. 138C. Αθήν. 211F. Αρποκρ. Συνέσ. 244C. Δημ. 403.23, Μένανδρ. ἐν «Θρασυλέοντι» 4.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:


[1] «καὶ παρατρέφουσι κήρυκα καὶ ἀθλητήν», Αριστοτ.
[2] «ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.
[3] «τότε ύβρίζεσθαι δοκοῦν τες, ὅτι μάτην παρατρέφονται», Πλούτ.
……………………………………………………………

        – πανείκελος, πανείκελον, πανεικέλιος < πᾶς + εἴκελος / ίκελος (< εἰκὸς) =  ὅμοιος κατὰ πάντα, με εντελώς όμοιο τρόπο, πανόμοια, όμοιος σε όλα τα σημεία.
χελιδόνι εἰκέλη αὐδήν Ομ. Οδ. 21.411.
    είκω (Όμ., Ηρόδ.), εικάζω, έοικα εικών αληθεύω, ομοιάζω > αγαθείκελος, ανδρείκελος, ανθρωποείκελος, βροτοείκελος, επιείκελος (= εντελώς όμοιος), θεοείκελος, προσείκελος, κλπ.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 77 φορές! 
– ΠΗΓΕΣὈππ. Κυνηγ. 1.434. Ανθ. Π. 9.,12.156. Μανέθων 2.494.
 ……………………………………………………………
          – ταλαεργός, ταλαεργόν (< ταλαϝεργός < τλάω + ϝέργον > ταλα-, τλῆναι), τλητικός, ταλαύρινος = ο υπομονετικός, φιλόπονος, καρτερικός, εργατικός (ιδίως για υποζύγιο, ημιόνος / μούλος – μουλάρι, κλπ.), ο δυνάμενος προς παν έργον, ο δυνάμενος να υπομένει τους κόπους, ο επίπονος, αυτός που έχει κουραστεί και ταλαιπωρηθεί πολύ.

Ήταν επίθετο του Ηρακλέους.

Αλλά και η γυναίκα-σβούρα, ως το κοπιαστικό κλώσιμο περιστρεφόμενη.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 79 φορές. 

– ΠΗΓΕΣAR4.1062. ΟδἸλΨ.654, 662, ὈδΔ,636, Ἡσ. 13.19, ΟππἉλ. 5,50.
……………………………………………………………
        – αὐτοσχεδόν (επίρρ. εκ του σύνεγγυς, ομόθεν, εκ χειρός, συστάδην, μάχη εκ του συνεγγυς, κοντά στο χέρι, χέρι με χέρι – “ξιφέεσσ’ αὐτοσχεδὸν οὐτάζοντο”, “δῄουν ἀλλήλους αὐτοσχεδὸν”, “αὐτοσχεδὸν ὡρμήθησαν”, “ἅπαξ, αὐτοσχεδὰ δουρὶ… ἐπόρουσε”
    > αὐτοσχέδιος.
    > με γενική = πλησίον, αλλήλων.
    > επί χρόνου = εὐθύς, παραχρῆμα, αμέσως.
    > σχέδην = σιγά-σιγά.
    > «σχεδὸν εἰπεῖν» = σαν να λέμε, περίπου – Πλάτ.
    < Ετυμολογια: αυτός + σχεδόν (επίρρ. ἔχω, σχεῖν, απαρ. αορ. βʹ του ἔχω). = ἐπὶ τόπου, πλησίον, ἐγγύς, πλησιέστατα.
Η αρχική (τοπική και χρονική) σημασία του επιρρήματος σχεδόν, εξελίχθηκε προς δύο σημαντικές κατευθύνσεις: 
            α) την στρατιωτική: σχέδιο μάχης σώμα με σώμα, και 
            β) αμέσως, αιφνιδίως > αιφνίδιος, πρόχειρος, αυτοσχέδιος > σχέδιο, σχεδιάζω, σχεδία (= πρόχειρο πλοίο), σχέση, κλπ.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 82 φορές. 

– ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ιλ. Η.273, Ο.708, Ν.496. Π.319. Οδ. χ,293. Ἡσ. Άρατ. 901. Απολλ. Ρόδ. Α.12., Γ.148. 

……………………………………………………………
            ἀμφίεσμα (το) = ἔνδυμα, ἱματισμός, ρούχο που περιβάλλει το σώμα ή μέρος αυτού.
        < ρ. ἀμφιέννυμι < ἀμφί + ἕννυμι = περιβάλλω, ἐνδύω.
        > ἀμφιεσμός, ἀμφίεσις – μέλλ. ἀμφιέσω (Ομ. Οδ. 5.167) / αττ. αμφιώ, αόρ. ἠμφίεσα (Ξεν. Κύρ.1.3.17), λακων. ἀμπέσσαι (Ησύχ.) > άμφια, αμπέχονο, κλπ.
    – “σὺ δὲ ἀναστὰς ἀμφιέσθητι λευκοῖς εἵμασιν” P IV 213.
Εκτός από ενδύματα αναφέρεται ότι αμφίεται κανείς και λόγια, νεφέλες, λευκή σάμη, αρετή, κλπ.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 84 φορές. 

– ΠΗΓΕΣΠλάτ. Γοργ. 523D, Πολ. 381Α.
…………………………………………………………… 

            – ἀκάκητα = επιθετικός τυπος του ἄκακος, ἄδολος, χαρίεις, χαριτωμένος, ευγενικός.
> ἀκάκης, κακήσιος, ἀκακήτης  ἀκακήτην (σε επιγραφή της Ταυρικής Χερσονήσου IPE 1 2 .436, του 2ου αι.)
Επίθετο του θεού Ερμού, και του Προμηθέως.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 84 φορές. 

– ΠΗΓΕΣΟμ. Ἰλ. Π.185, Ὀδ. Ω.10Ἡσ. Θ.614. Ορφ. L.151. Ανέκδ. Ludw. 175.8, ac.

……………………………………………………………
            διασμήχω = τρίβω καλῶς > διασμηχθεὶς, κλπ.
< διασμάω (ιων. διασμέω) = σπογγίζω / σφουγγίζω, αποσπογγίζω, ξεπλένω ποτήρια – βλ. Ηρόδ. 2.37.
< √ΣΜΑ- > σμάω / σμω, σμήχω, = σπογγίζω / σφουγγίζω, καθαρίζω με σαπούνι ή με καθαριστική αλοιφή / πλύνω δια σάπωνος ή δι’ αλοιφής (σμήμα)
> επισμάω, 
> σμάσθαι την κεφαλήν, πλένω, αλείφω / επαλείφω το κεφάλι μου, καθαρίζω, σπογγίζω, αποσπογγίζω,
> σμήγμα / σμήμα / σμάμα / ζμήμα[1] (= ό,τι χρησιμεύει για καθαρισμό, σαπούνι, αλοιφή, πηλός) > σμηκτικός, άσμηκτος, νεόσμηκτος, σμήξις (= πάστρεμα).
> σμηματοθήκη, σμηματοδοκίς, σμηματοφορείον, σμηματοδόχος = κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής, που χρησιμεύει για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής, δοχείο σμημάτων, καθαρτικών αλειμμάτων, κυτιον προς εναπόθεσιν σμημάτων > σαπουνοθήκη.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 95 φορές. 
– ΠΗΓΕΣἈριστοφ. Νεφ. 1237Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 120. Ησύχ.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
[1] PRyl.230.8 (1ος αι. μΧ), PLond.2.243.23 (4ος αι. μ.Χ.)

……………………………………………………………

        – μνημονευτέον (< μνήμη, μνάμα, ρ. μνάομαι / μνώμαι > μνημείο, μνήμα, μνημοσύνη, μιμνήσκω, μνηστήρ / μνηστή / μνηστεύω, κλπ.) =  δεῖ μνημονεύειν, πρέπει να θυμάται κανείς. 

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 103 φορές. 
– ΠΗΓΕΣ: Πλάτ. Πολ. 441D.

……………………………………………………………

        ἐμετικός, ‑ή, ‑όν . αηδιαστικός, ὁ ἐπιφέρων ἔμεσιν, ἐμετικὸν φάρμακον. ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ἔμετον, ἀναγοῦλα, ὁ μεταχειριζόμενος ἐμετικά (φάρμακα), ὡς οἱ Ρωμαῖοι γαστρίμαργοι και όσον αφορά δίαιτα, αυτή κατά την οποία γίνεται χρήση εμετικού.
< ρίζα Ϝεμ-ἐμέσ-ω > ἐμέσω > ἐμέω, ἐμῶ = ξερνῶ vomir, λατ. vomo, vomitus (emeticam facere), (σανσκρ.) vam, vamâmi (ἐμέω, vomo), vamathus (ἔμετος, vomitus), (παλαιοσκανδ.) vaema (αἰσθάνομαι ναυτίαν), κλπ.
> ἔμετος, ὁ, τὸ ἐμεῖν, (“ἐμέτοισι θηρώμενοι τὴν ὑγείαν”), «ἔμετος, ἡ τῶν περιττωμάτων κένωσις, ἐμετὸς δὲ αὐτὸ τὸ κενωθέν» .
> ἔμεσις, ἔμεσμα, ἐμεσία, ἐμετικός, ἐμετιάω (= ἀναγουλιάζω), κ.ά.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 135 φορές. 
– ΠΗΓΕΣ: Αριστ. Προβλ. 3.18 και π. τὰ Ζ. Ιστ. 9.50, 12.2. Ιππ. π. Διαίτ. Οξ. 395 και Αφορ. 1242. Ηρόδ. 2.77. Πλουτ. Λεξ. ΣΟΥΔΑΣ. Πομπ. 51. Ηθ. 204C. Κικ. Fam. 8.1. 
……………………………………………………………            

– ἀμολγός
(
οῦ,
ὁ) = οι ώρες πριν από το ξημέρωμα ή οι ώρες μετά την δύση του ηλίου.
<
αμέλγω = αρμέγω.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο
αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 147 φορές. 
ΠΗΓΕΣ: Όμηρος, Αισχύλος,
Ευριπίδης, Ορφικοί ύμνοι.

……………………………………………………………

            βουκολικός (βουκολική, βουκολικόν) < μυκην. qo-u-ko-ro < qou + koro) > δωρ. βωκολικός = βουκόλος > βους + κόρος (= κούρος, φροντιστής) ή πέλομαι (> πέλος, πόλος) = τριγυρνώ, περιφέρομαι, βρίσκομαι, ασχολούμαι με  = ποιμὴν, βοσκός αγέλης βοών (και ίππων), αγελαδάρης, αγροτικός, ποιμενικός, δούλος, “βέλει βουκόλου πτερόεντος”, οίστρος (= βοϊδόμυγα).
    > βουκολικός, τίτλος αξιωματούχου της διονυσιακής λατρείας.
    > βουκολική = είδος της λυρικής ποίησης, με κυριότερο εκπρόσωπό της τον Θεόκριτο («βουκολικὴ ἀοιδά», «βουκολικὰ ἔπη») > “Βουκολικά” (τα) συλλογή δέκα ποιημάτων του Βεργιλίου.
    > βουκολέω, βουκολώ (= βόσκω βόδια), βουκόλησις, βουκολία και βουκόλιον (= κοπάδι βοδιών), βουκόλημα (= εξαπάτηση), αβουκόλητος, αποβουκόλημα (= αποπλάνηση), κλπ.
    > στην κελτική, μσν. ιρλ. bua chaill, γαλλ. bugail, κλπ. 
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 152 φορές. 
– ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ιλ. Ν.571. Οδ. λ,292. Πλάτ. Ίων 540C. Κρατίν. εν Αδήλ. 20. Αισχυλ. Ικέτ. 557. Αιλ. Ζ.Ι. 12.44.
……………………………………………………………

        προαιρετός, ‑ή, ‑όν / προαιροῦμαι αυτός που αναφέρεται στην ελεύθερη εκλογή, ο εκλεγμένος ως αντιπρόσωπος («ὑπὸ τὰς πόλιος προαιρετοί» – επιγρ.), επιλεγμένος κατά βούληση, σκόπιμος, σκόπιμα επιλεγμένος, στοχευμένος – «βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετὸν ἐστιν».
        < προαιρέω, εξάγω εκ της αποθήκης, κομίζω (“προαιρούσαις λαβεῖν ἄλφιτον ἔλαιον” κτλ.).
        < αιρώ = λαμβάνω δια της χειρός, δράττομαι, αρπάζω,  συλλαμβάνω επί εμψύχων, κυριεύω επί αψύχων > αιρούμαι = εκλέγω, προτιμώ
        < ρίζα ϝαρ > ϝαρj > ϝαιρ = αἱρέω.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 4ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 167 φορές. 
ΠΗΓΕΣΑριστ. Ηθικ. Νικ. 3.3,17. Μετά τα Φυσ. 5.1,5 κ.ά. Αριστοφ. Θεσμ. 419.
……………………………………………………………

            ῥαψῳδός, οῦ (ὁ) = αυτός που ράβει ή
χορδίζει τραγούδια μαζί. που απήγγειλε επικά ποιήματα.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο
αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 187 φορές.

……………………………………………………………

            –  συγκλάω  [αττ. Λουκ. συγκλαίω] < σύν + κλάω(*) = συνθλῶ, συγκάμπτω, λυγίζω , τσακίζω, > παθ. συνθλῶμαι = κατατσακίζομαι, συγκάμπτομαι, κάμπτομαι (συγκεκλασμένοι, αποτεθρυμμένοι), συγκρούομαι.
(*) κλάω [= ἀποκόπτω, τσακίζω, σπάω – Ὀδ. ζ,128 (ἐκλάσθη δόναξ) Ἰλ. Λ.584] > κλάδος (κλαδί), κλαδεύω, κλάμα (κλαίω), κλανιά, κλάσις, κλάσιμο, κλάσμα, κλασμός, κλαστήριον, κλάστης [“ο κλάσας τον άρτον” > εικονοκλάστης (= εικονομάχος, αυτός που σπάει τις εικόνες)], κλαστός (= τσακισμένος) κλῆμα, κλῆρος (= λαχνός), κλωνός (= κλωνάρι, κλωνί), > ἄκλαστος, ἀρτοκλασία, κλπ.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 190 φορές.
ΠΗΓΗΠλάτ. Πολ. 495E. Θεαιτ. 173A. Αριστοφ. Εκλ. 1031, Χαιρήμ. παρ’ Αθην. 608C. 

……………………………………………………………
            δαήμων, ο (‑ον) = εἰδήμων, ἔμπειρος ἔν τινι, εξασκημένος σε κάτι (λ.χ. χρήματα φυλάττειν), γνώστης, ειδικός, ηνίοχος > δαίμων.
τέκτονος ἐν παλάμῃσι δαήμονος. ἐν πάντεσσ’ ἔργοισι δαήμονα, δαήμονι φωτὶ ἐίσκω ἄθλων· των μαχητών δαημονέστατοι = οι καλύτερα εκπαιδευμένοι. – τέχνης οἳ τὰ ἕκαστα δαήμονες – επιγρ. IGLS 1999.9 (Συρία, 6ος μ.Χ.).
σπάνιο παρὰ τοῖς πεζ. Συγκριτ. δαημονέστερος. Υπερθετικό δαημονέστατος· μετ’ ἀπαρ. = κοσμῆσαι.
        – επίθετο του θεού Ηφαίστου – Q.S.14.50
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: δαη- αορ. εδάην, δαῆναι, δάω, κλπ.
> λατ. daemoniarches – Lact. Inst.2.14.6.
.
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 193 φορές.
ΠΗΓΕΣΟμήρ. Ιλ. Ο,411, Ψ,671, Οδ. θ,159. Πλάτ. Κρατ. 398Β, Νόνν. Διον. 37.184. Ξεν. Κύρ. 1.2,12. Αρρ. Αν. 7.28.2. Πλωτ. 6.7.6. Θεμ. Or. 2.25c. Ευαγγ. κ. Ιω. 110.8. Ευ. 106.

……………………………………………………………

κωβιός, κωβίων (οῦ, ὁ) = το ψάρι που ακόμη κοινώς ακόμη λέγεται κοκοβιός
– οπότε ορθότερα κοκωβιός. Λέει το ελληνικό λαϊκοδημώδες παιδικό τραγουδάκι:
επαντρεύανε τον σπάρο,
με το κοκωβιό κουμπάρο…
Κοινή σήμερα ονομασία περκόμορφων ψαριών της
οικογενείας γωβιίδες < γωβιός > σγουβιός > κωβίδιον,
κωθάριον (υποκορ.) > κωβιώδης, κλπ.
> λατινικά: cobius, gobius,
cobio,  gobio, γαλλ goujon >
ασσυρ. kuppu, gubbua.
> κωβῖτις = είδος αφύης (σαρδέλλας;)
(Αριστ.), κλπ.
Με το ίδιο όνομα αναφέρονται και δύο είδη φυτών: το τιθύμαλλος χαρακίας (Διοσκ. 4.164) και το τιθύμαλλος δενδροειδής (Πλιν. Φυσ. Ιστ. 26.71).
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 7ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 221 φορές.
ΠΗΓΕΣ: Επίχ. 41 Ahr., Σιμων.
παρ’ Αθην. 106Ε, Ιππ. 543. 40,

Πλάτ. Εὐθύδ. 298D, κτλ.
……………………………………………………………

            ἐκτιμάω / εκτιμώ (< ἐκ = τιμάω / τιμέω / τιμώ) = μεγάλως τιμώ, ὑπερτιμῶ, ἐπὶ πωλουμένων πραγμάτων, ἐκτετιμημένα λογίζεσθαι ὁρίζω τὴν τιμήν, αποδίδω υψηλές τιμές. 
Ιερά μεγάλως εκτιμώμενα του Απόλλωνος (Στρ.13.2.5), και της Δήμητρος και της Κόρης (Στρ.8.3.15).
        √τι – > τίσις / τίνω (= τιμωρώ, τιμωρία), τίνυμαι (= τιμωρώ), τίμος = τιμή,  τιμαλφής, τιμιουλκῶ (= ακριβαίνω), κλπ. 
        – Και αρχαίος δικανικός όρος = επιβάλλω ποινή (“τιμάτω τὸ δικαστήριον(*)” – Πλάτ.). τιμώ = δέχομαι την ποινή που μου επιβάλλουν οι δικαστές(*). Και προτείνω ποινή («εἰ βούλοιτο θανάτου σοι τιμᾶσθαι» και «ἔτι τοίνυν ἐν αὐτῇ τῇ δίκῃ ἐξῆν σοι φυγῆς τιμήσασθαι» – Πλάτ.). “Φρύγες νόμους τιμῶσιν” – Ευρ.
        > γαλλ. estimation (= εκτίμηση), αγγλ. time (= χρόνος), κλπ. Γι’ αυτό λέμε ο χρόνος είναι ο πιο μεγάλος δικαστής(*).
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 245 φορές.
ΠΗΓΕΣΣοφ. Ηλ. 64. Πολύβ. 30.17,3 και 30.19.3. Αριστ. Οικ. 2.34,5 (352b5)Πλατ. Επιστ. 347Β. Λογγίν.44.7. 

……………………………………………………………

            δάπτω = καταβροχθίζω, καταξεσχίζω,
κατακόβω, κατασπαράζω, κατατρώω, καταστρέφω, κομματιάζω. Λέγεται για άγρια ζώα («λύκοι
δάπτουσιν ἔλαφον»), για φωτιά / πυρκαγιά, επειδή κατακαίει («Ἕκτορα πυρί
δαπτέμεν»), για σκώρους / σκουλήκια, για την φθορά που προκαλούν τα δόρατα, κλπ. > δάψω, αόρ.
ἔδαψα, ποιητ. δάψα, δίψα > δάπτης, δάπτειρα, δαπάνη
/ δαπανώ, δαμιλής (= ἄφθονος), δαρδάπτω δαψιλής, δαψιλός, δείπνον, δέπας > λατ.
dapes, dapinare >
devour (= κατεσθίω), σανσκρ.
dâpayâmi, κ.ά. 
Πρώτη φορά αναφέρεται τον 8ο αι. π.Χ.
Έκτοτε αναφέρεται μόνον 249 φορές.
ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ιλ.13.831, Πίνδ. N.8.23, Οππ. H.3.333

……………………………………………………………

            πορνεῖον (τό) = χαμαιτυπεῖον, ένα σπίτι κακής φήμης, οίκος ανοχής 
    < πόρνη, πέρνημι = εξάγω προς πώληση, πουλώ ως σκλάβο, εμπορεύομαι, κλπ. Πόρνη = αυτή που πέρνεται, πωλείται. Στην λαϊκή αργκώ “αυτήν την πήρα” σημαίνει “έκανα έρωτα μαζί της”, “περνόμαστε”, “να παρθούμε” = “κάνουμε έρωτα”, κλπ.
    ρίζα περ > πείρω, πέρα, πείρα, πόρος, πέρας, διαπερνώ, διακομίζομαι, διέρχομαι, κλπ. στην παθ., κτήματα περνάμενα = πράγματα πωλούμενα ή προς πώληση – “πάντα πέρναται”. 

        > brothel, bordeel, bordel < μπουρδέλο, κλπ.

Πρώτη φορά αναφέρεται τον 5ο αι. π.Χ.

Έκτοτε αναφέρεται μόνον 253 φορές.

ΠΗΓΗΟμήρ. Ιλ. Αριστοφ. Σφ. 1283, Βατρ. 113. Αντιφών 13,5. κλπ. Κόντος εν Αθηνάς τ.Ε΄, σελ. 107.

……………………………………………………………

ΠΗΓΗ: TLG. LSJ.

(*) Και αυτο το λήμμα, όπως όλα του ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ενημερώνονται συνεχώς.

ΔΕΙΤΕ για το TLG, ΕΔΩ.

αρχαια αρχαιο αρχαιος ελληνικη γραμματεια, δαπτω = καταβροχθιζω, καταξεσχιζω, κατακοβω, κατασπαραζω, κατατρωω, καταστρεφω, κομματιαζω αγρια ζωα λυκος δαπτουσιν ελαφος ελαφι φωτια πυρκαγια, κατακαιω εκτορας εκτωρ πυρι δαπτεμεν σκωρος / σκουληκι, φθορα δορυ δαψω Ιλιας εδαψα, ποιητικως δαψα διψα > δαπτης, δαπτειρα, δαπανη / δαπανω, δαμιλης αφθονος, δαρδαπτω δαψιλης, δαψιλος, δειπνον, δειπνο δεπας > λατινικα κατεσθτω, σανσκριτικα 8ος αιωνας πΧ κωβιος, κωβιων ψαρι κοκοβιος κοκωβιος κοινη ονομασια περκομορφα ψαρια περκα οικογενεια γωβιιδες < γωβιος > σγουβιος > κωβιδιον, κωθαριον κωβιδιο, κωθαριο υποκοριστικο > κωβιωδης, λατινικα cobius, gobius, cobio, gobio, γαλλικα goujon > ασσυριακα kuppu, gubbua κωβιτις ειδος αφυη σαρδελλα σαρδελα Αριστοτελη, 7ος ειδη φυτα φυτο ών: το τιθυμαλλος χαρακιας Διοσκουριδης δενδροειδης Πλινιος Σιμωνιδης Πλατων ελληνικο λαικο δημωδες δημοτικο παιδικο τραγουδι τραγουδακι γαμος σπαρος κουμπαρος δεημα δεω, δεομαι παρακληση, ικεσια χρειαζομαι, ζητω, παρακαλω > δεισθαι, 5ος Αριστοφανης Τζετζης δεησις δεηση προκατηγορια προηγουμενη κατηγορια, προτερα απαγγελια προκατηγορεω, προκατηγορω κατηγορω προτερων, προκατηγορηθεντα, προηγουμενως κατηγοριαι επισυρω κατηγοριες δικη Θουκιδιδης υπερειδης νομικα νομικη δικαστηριο σιφλοω / σιφλω ακρωτηριαζω, ακρωτηριασμος σακατευω, κολοβωνω, εμβαλλω δυστυχια εξαθλιωση, εξαθλιωνω, εξασθενιζω σιφλος σιφλη, σιφλον χωλος, πηρος / αναπηρος, σακατης, ηκρωτηριασμενος / ακρωτηριασμενος, ελλειψη ελαττωμα μελος σωμα ποδια, κουτσος οφθαλμος μυωψ, μυωπια αδυνατοι οφθαλμοι κενο στομαχος στομαχι πειναλεος απληστος, πλεονεκτης, ανθρωπος ελαφρυς χαρακτηρας, αναξιος πιστεως, πιστη εμπιστοσυνη Λυκια σιφλος σπογγωδης, μαλακος, απαλος¸ κενος, κοιλος, κουφιος σιφνος σιφνος κυκλαδων κυκλαδες, νησος, νησι κενη ορυχειο Σιφνιοι αακαθαρτος ορυχεια σιφλωμα αδυναμια, ελαττωματικος, σπογγος υφη αναπηρια, σωματικο κουσουρι σιπαλος = χαλεπος, ακαθαρσια αμορφος, μυωψ, κοντοφθαλμος, τυφλος, επαργεμος σινω, σινω, σινεομαι, σινομαι σιννομαι βλαπτω, ληστευω, ερημωνω, βασανιζω > Σινις Πιτυοκαμπτης, πιτυς ληστης Ισθμος Κορινθου, Θησευς θησεας σινος βλαβη, συμφορα σινοτης, ασινης ακεραιος σιντης αρπακτικος, Σιντιες αρχαιοι Θρακες πειρατης Λημνος σινων, σιναμωρος βλαπτικος, σιντωρ, σινοδους, σης σκορος Κυκλωπες, Κυκλωπας Κυκλωψ Χαρυβδις, χαρυβδη αλεπου, κροκοδειλος, αγγλικα sin, γερμανικα Sunde αμαρτια, Ιλιας Απολλωνιος Ροδιος Ευσταθιος λεξικο Ησυχιου Οππιανος Ζωναρας καταληξη -λος, λεξεις σωματικες αναπηριες χωλος, ποδα ποδι σιφλουν αισχυνειν, πηρουν, βλαπτειν, σιφλωσαι αφανισαι ψαρια ψαρι πειναλεα πλωτων σιφλον γενος ναρθηξ ναρθηκας Αιγαιο, ετυμολογιες νησι νησια παρατρεφω = ταιζω, τρεφω πλησιον υπερμετρα, υπερβολικα, τροφη βουλομενος ιππος κυνας αλογο, συντηρω, διατηρω παραθρεψω, συντρεφω > συντροφος παρατρεφομαι εξοδα δουλος ανατρεφομαι παιδια προσωπο παλλακη παλλακιδα νομιμη γυναικα συζυγος ανθρωποι ζωο αχρηστο ματην τρεφομενος ματαιως, ανωφελως, επιπολαιως, εκπαιδευομαι, μορφωνομαι επιπολαια φιλοσοφια 4ος Πλουταρχος επιστολαις Αιλιανος Αθηναιος Αρποκρατιων Συνεσιος Μενανδρος Θρασυλεων κηρυκαε αθλητης Αριστοτελης υβρις πλεγδην επιρρημα συμπεπλεγμενως, εμπεπλεγμενως συμπλοκη, μπερδεμενα, πολυπλοκως, περιπλεγμενως πλεγμενος > μπλεγμενος, διαπλεκομενος, εμπλεκομενος, πλεκω + καταληξη επιρρηματων -δην (τροπη πλοκη, πλοκαμος, πλοκανον, πλοκανο πλεγμα, πεπλος, πλοχμος, λατινικα αγγλικα ρωσικα ανω γερμανικα ινδικα αμφιπλεκω, αναπλεκω, αντιπλεκω, επιπλεκω, καταπλεκω, παραπλεκω, προπλεκω, προσπλεκω, υποπλεκω πεπλεγμενος περιπλοκος αυταρ χειρ χειρας χερι Ανιησιν αυχενος αυχενας οππιανος παροιμια μυθοι πεπλεγμενοι = μυθος συνθετη χρονος ζην ζωη διαγω, ζω 2ος μχ ανθολογια Πλανουδη Πλανουδης αμολγος ωρες ωρα ξημερωμα δυση ηλιου ηλιος αμελγω = αρμεγω Ορφικοι υμνοι ραψωδος, ραβω χορδιζω τραγουδι απαγγελλω επικο ποιημα 5ος εισεμβαινω επιβιβαζομαι 14ος μΧ αιμοβαφης αιμα + βαπτω > βαπτιζω = βουτω, βυθιζω βαπτισμενος λουσμενος βεβαμμενος, βεβαπτισμενος Νοννος μνημονευτεον μνημονευτεο μνημη, μναμα, μναομαι μνημειο, μνημα, μνημοσυνη, μιμνησκω, δει μνημονευειν, θυμαμαι μνηστη μνωμαι μνηστηρ / μνηστηρας / μνηστευω ακακητα επιθετικος τυπος ακακος, αδολος, χαριεις χαριτωμενος, ευγενικος ακακης, ακακησιος, ακακητης Ακακητην επιγραφη Ταυρικη Χερσονησος ταυτις ταυριδα 2ος επιθετο θεος Ερμου, ερμης Προμηθεως προμηθευς πεορμηθεας ιλιαδα οδυσσεια ησιοδος ορφικα καρχαλεος ξερος διψη διψα καρχαλεοι ορμητικος, αγριος κυνας Απολλωνιος Ροδιος ηχος τραχυς, οξυς χρεμετισμος, Νοννος καρχαρεος, καρχαρος, καρχαρα κοφτερο, σουβλερο δοντι λεξη σκληρος, τραχυ, οξυ, δηκτικος ηθη ηθος αξεστος, αγροικος, σκληρος τροπος αρχαια ινδικα καρα χαρα khara περσικα χαρ xar / xara αγκαθι, βραχος καρχαριας, καρχαροδους, καρκαρος, καρφαλεος καρφω = μαραινω, καταξηραινω καρφη, καρφηρος, καρφος, καρφι προσπεινος προσπεινο πεινασμενος, πειναλεος, απεινασμενος, αισθανομενος πεινα πεινω ιωνικη γλωσσα πεινη πενομαι 1ος μΧ Πραξεις Αποστολων πορνειον χαμαιτυπειον, πορνειο χαμαιτυπειο σπιτι κακη φημη ιθκος ανοχης brothel, bordeel, bordel μπουρδελο, πορνη, περνημι εξαγω προς πωληση, πουλω σκλαβος, εμπορευομαι, διαπερνω, διακομιζομαι, διερχομαι, πειρω, περα, πειρα, πορος, περας, κτηματα περναμενα πραγματα πωλουμενα παντα περναται περνεται, πωλειται λαικη αργκο πηρα εκανα ερωτα ερωτας ερως διασμηχω τριβω καλως διασμηχθεις διασμαω ιωνικα διασμεω σπογγιζω / σφουγγιζω, αποσπογγιζω, ξεπλενω ποτηρι ηροδοτος σμαω, σμηχω σπογγος σφουγγαρι καθαριζω σαπουνι καθαριστικη αλοιφη πλυνω πλενω σαπων σμημα επισμαω, σμασθαι κεφαλη πλυσιμο αλειφω / επαλειφω κεφαλι καθαρισμος σμηγμα / σμημα σμηκτικος, ασμηκτος, νεοσμηκτος, σμηξις σμηξη παστρεμα Νεφελες σμηματοθηκη, σμηματοδοκις, σμηματοφορειον, σμηματοφορειο σμηματοδοχος κουτι απορρυπαντικη αλοιφη, απορρυπαντικο δοχειο σμηματα καθαρτικο αλειμμα κυτιον σαπωνοθηκη σαπουνοθηκη κταομαι, κτεομαι, κταω, κεκτημενος κτηση κτερισμα κτερισματα προσμανθανω = μανθανω προσετι, μαθαινω απαρεμφατο μαθαινω καταλαβαινω μαω = επιθυμω εμετικος, αηδιαστικος, εμεσις, εμετικον φαρμακον. εμετοε αναγουλα, εμετικο φαρμακο Ρωμαιοι ρωμαιος γαστριμαργος διαιτα αφοπλιζω αφαιρω οπλα ξαρματωνω, απογυμνωνω οπλο εξουδετερωση αντιρρηση πλοιο παροπλιζω αφοπλιζεσθαι εντεα εκβαλλω οπλισμος σκοροδα μαχομενος λιθος κωμικη προσωνυμια φανταστικος λαος μαχη σκορδα σκορδο πετρα σκοροδον σκοροδο μαχομαι μαχο σκελιδα γελγιθα σκελιδες γελγιθες κατειλυω κατα + ειλυω = τυλισσω, περιτυλισσω, περιβαλλω, περικαλυπτω, κατακρυπτω περιτυλιγω καλυπτω κρυπτω ειλυσω ψαμαθοισιν ορος ψαμμω κατειλυμενον μετοχη παρακειμενου βοειαις αδεψητοισι κατειλυσαντες νεκρος στρεφω, κυλιω > wheel = ροδα, τροχος, ειλω Ησυχιου γελουτρον γελουτρο ελυτρον, ελυτρο λεπυρον λεπυρο λεπι θηκη δυρυ σωμα περικαλυμμα ψυχης ψυχη δεξαμενη νερο Fελνυω > ειλυω > παρακειμενος ειλυμαι FεFλυμαι μελλον αοριστος ειλυσαι > ειλυμα, ειλυθμος, ειλυος > αλυτης αλυταρχης τηρηση ταξεως ταξης ταξη Ολυμπιακοι Αγωνες αλυται ανδρες ραβδοφοροι μαστιγοφοροι φαλυτας φαλυτης Fαλυτας ραβδοφορος γοτθικα walus ραβδος αρχαιοσκανδιναβικα volr κυλινδρικη φελυτρον Fελυτρον αρχαιοινδικα βαρουτρα varutra πανωφορι, ρουχο ενδυμα Fελυσθη volvo βολβο ρολο φελυμα Fελυμα volumen λεπυρο λεπος φλοιος, φλουδα, κελυφος, τσωφλι τσοφλι γυριζω, περιστρεφω ειλητος ζωγραφικη ταινια επικαλυπτω αγιογραφια μηλοδοκος προβατα μαντρι προβατων θεος προβατο θυσια επιθετο Απολλωνα Απολλωνος Απολλωνας Απολλων Δελφοι μηλον μηλο δοκος δεχομαι, δοχος ακοντοδοκος, ξενοδοκος ακοντοδοχος, ξενοδοχος εκπορθητωρ εκπορθητορας καταστροφεας, εξολοθρευτης εκπορθεω. εκπερθω κυριευω, λεηλατω, αιχμαλωτευω, σκυλευω, καταστρεφομαι, χανομαι, ατη εκπεπορθημαι ταλας, αποκομιζω λαφυρον, λαφυρο λεια, ανοντα πορθεω, περθω πορθημα, πορθησις, εκπορθησις, πορθητης, πορθητηριος, πορθητικος, πορθητωρ, πορθητορας πορθητος, απορθητος, περσις περση αλωση βουφονια βοιδοκτονια ιερα τελετη θυσια Αθηνα θρησκευτικη εορτη Διιπολια μεσοκαλοκαιρο μηνας Σκιροφοριων Ακροπολη εργατικο βοδι αροση ζευξη αγροτικο αμαξι Διας ζευς Πολιεας, προστατης πολις, εθιμο ομαδα βοδιων βωμος, υψηλοτερο σημειο Ακροπολις σιτηρα οικογενεια Κεντριαδες Κεντριαδαι καθηκον αναθεση κληρονομια βοδια αυτοθυσια Θαυλωνιδες Θαυλωνιδαι γενος ιθαγενεις Αθηνησι, πελεκυς τσεκουρι, ενοχος εγκλημα ιλλας ιμαντας πεπλεγμενος δεσμος, σχοινιον ιμαντες λουρι βους, ουρα βουκολος ελλεδανος σχοινιο σχοινι σκοτεινη φραση ιλλαδας γονας αγελειας συστροφη ιλλαζω ιλλω, ειλω, ειλεω, ειλλω, ελυω, ειλυω περιστρεφω, συστρεφω οφθαλμος βλεπω στραβοκυτταζω, αλλοιθωριζω ελισσω, ειλημα σκεπασμα, ειλυμα, ειλυφαω, ειλυφαζω, ελυτρον, ελυτρο ελιξ, ελικα ελισσω, ειλεος, ειληδον μπλεγμενα ειλαρ φραγμα, φραγμος, ειλησις ειληση περιστροφη, ειλιγγος, ειλιγξ, ειληταριον βιβλιο χειρογραφο σχημα κυλινδρος ειλητος τυλιγμενος ιλλω, ιλλωδης, ιλλαινω, ιλιγξ ιλιγγος ζαλαδα ζαλη, ιλη πληθος ιληδον, ιλιγγιαω ιλιγγιω, ιλλος ματι ιλλος αλληθωρος ολμος ολοοιτροχος, ουλαι, ουλοχυται, ουλαμος στιφος πολεμιστης ομιλος, αλεω, αλειατα, αλευρον, αλευρο αλευρα αλετος, αλετριβανος, αλοαω, αλωη, αλω συνθετες ανειλησις ανειληση κοψιμο, απειλλω απειλεω / απειλω > απειλη απελλα συνελευση Σπαρτιατες σπαρτη διειλω, ενειλω, εξειλω, επειλω, κατειλω, παρειλω, περιειλω, ενιλλω, κατιλλω, παριλλω, περελλω παραγωγα ειλεος ιλεος αρρωστια εντερων, στριψη εντερα φωλια θηριο valmayas κυκλος αποκυλινδειν προσκυλινδειν παλαιοσκανδιναβικα βελτα velta, αγγλοσαξονικα κυλιομαι, παλαιογερμανικα ειδος πτηνου πτηνο βολτα φαρμακοτριβης τριβων κοπανιζων φαρμακα χρωματα, δουλος εργαστηριο φαρμακοπωλης, φαρμακοτριπτης φαρμακοτριφτης φαρμακοποιος φαρμακειο μυκηναική pamako παμακο φερω > φερμα καρπος της γης φαρμα, φαρω, φαρετρα, φαρμακο θεραπευτικο βλαπτικο φαρμακι φαρμασσω μασσω αναμιγνυω, μαγεια θεραπευω φαρμαξις φαρμαξη νοθαγενης νοθαγενες νοθογενης, δωριεις ποιητικως νοθηγενης νοθος νοθοι γεννηθεις, ταπεινοι καταγωγη ιθαγενης. γεννημενος γονεις νοθος παιδι γεννα εκτος νομου νομιμος γαμου, δουλη παλλακιδα αθηναι τεκνο γεννηση ξενη γυναικα γονευς πολιτης αθηναιος γονος Αθηναιοι πολιτες μητερα μητρος νοθη κουρη κορη κιβδηλος, απατηλος, πλαστος, υποβολιμαιος, παλλακις Αιγυπτος, ταξη υπηρετης ναου νοθως, ουχι ειλικρινως, ψευδως πυρετος φαινομενικος σαλπιγξ σαλπιγγα σφυριγμα φιδι οφις φεγγος φως σεληνη γνησιο ηλιος ιματισμος ενδυμασια πορνη βουκολικος βουκολικη, βουκολικον κουκορο qoukoro βουκολος > βους + πελομαι πελος, πολος τριγυρνω, περιφερομαι, βρισκομαι, ασχολουμαι βωκολικος ποιμην, ποιμενας βοσκος αγελη βοδι ιππος αλογο αγελαδαρης, γελαδαρης αγροτικος, ποιμενικος, δουλος, βελει βουκολου πτεροεντος, οιστρος τιτλος αξιωματουχος διονυσιακη λατρεια θεος διονυσος ειδος λυρικη ποιηση Θεοκριτος αοιδα αοιδη ωδη βουκολικα επος συλλογη ποιηματα Βεργιλιος βουκολεω, βουκολω βοδια βουκολησις, βουκολια κοπαδι βοδιων, βουκολιον βουκολημα εξαπατηση, αβουκολητος, αποβουκολημα αποπλανηση κελτες κελτικα, κελτικα μεσαιωνικα ιρλανδικα bua chaill, γαλλικα bugail βουκοληση, βουκολιο εξαπατησις, αποπλανησις κορος κουρος, φροντιστης βοιδομυγα μυγα δικαιοπραγημα δικαιοπραγεω / δικαιοπραγω δικαιος + πρασσω / πραττω πραξις δικαια, δικαιη πραττειν, πραξε ειλικρινεια δικαιο πραξη ειλικρινης μεγαλα μεγαλο συνοχεω, συνοχω φερω ομου παθητικη φωνη συνοχουμαι ταξειδευω αμαξα οχουμαι οχεω, οχω, οχουμαι οχος οχημα εχος < ϝεος επιβαινω αμαξι μεταφερομαι μχ λωτισμα ανθος, απανθισμα, αωτος, ωραιοτατο, εκλεκτοτατο Αριστο εξοχωτατο εκλεκτο ωραιο γη ελλάδος λωτισματα πρωτοι επιλεκτοι λωτω, λωτιζω μαζευω λουλουδια λωτιζομαι λωτοεις, λωτοειδης, λωτοφαγος, λωτοβοσκος, λωτομητρα, λωτοτροφος, λωτοφορος, λωτομηλο, μελιλωτος, μυρολωτος, ξυλολωτος, πικρολωτος ειδη λωτων ελληνικος φυτο αλογα, ειδος τριφυλλι κτηνοτροφη ιπποτροφη Σπαρτη λακωνια Τροια -Κυρηναικος κυρηνη θαμνος Αφρικης, καρπος τροφη φυλη παραλια Λωτοφαγοι μελιηδης σχινο ελαια γευση φοινικας κατεσκευη οινος ανθινον ειδαρ ανθινος χαμηλος ακανθωδης ραμνος ζιζυφος Τυνιδα τυνις τυνησια Τριπολη, jujube jοjoba Παραδεισου αραβικη ποιηση Παραδεισος αραβια αραβες αιγυπτιακος κρινο του Νειλου νειλος ιερο υδροβιο φυτα θεοτητα καλω, μεγα ουρανω λωτω καθημενος σεαυτου δακτυλον δακτυλος δακτυλιδι σιδηρουν, σιδερενιο γεγλυπται Αρποκρατης γονιμοτητος, τελετη ισιδα ισις Οσιρις ινδικος ινδια ιερον Γαγγης δενδρο Βορεια Αφρικη σκληρο μαυρο ξυλο αυλος tibiae λιβυς λωτεω παιζω Ζωναρας γαμος γαμηλιος ευωχια βακχικη βακχος φρυγικη φρυγια μανιωδης διαχυση ασιατικο ασια μουσικο οργονο ναβλα απια απιδια οδοντωτο φυλλο οσπριοειδης οσπριο αοσμος αγαλμα ξοανο δεντρο διοσπυρος διοσπυρο Ιταλια βραχυ στελεχος στιλπνος φλοιος κλαδος κλαδι κληματοειδης κλημα φυσις αναρριχητικο οικια φυλλα ωοειδη χνοωδη ερυθρος ηδυς παλαισμοσυνη παλαιμοσυνη = παλη, τεχνη παλαιστης παλαιω, αιολικα παλαιμι, βοιωτικα παληω = παλευω παλαισθεις = νικημενος, ηττημενος παλαισμα, παλαισμος, παλαιστεον, παλαιστικος, παλαιστρα, παλαιστη παλαστη παλαμη, μετρο μηκους αντιπαλος μαιευσις μαιευση ξεγεννημα, ξελευθερωμα γυναικα μαιευομαι μαια, μαιευτηρα, μαιευτηριον, μαιευτηριο ενερω βοηθω επιτοκη επιτοκος γεννα προκαλω τοκετος ξεγεννω, αποσπω απαντηση ομολογια μαιευτικη τεχνη του Σωκρατους Σωκρατη Σωκρατης εκμαιευω φερνω στο φως, εμφανιζω πρωτη φορα περιποιουμαι νεοσσος κλωσσα ΦΡΑΣΕΙΣ μαιευεται θεα αρτεμις αρτεμη στρατηγος μαιευεσθαι δυναμενος γνοντες πρεσβυτερα εγκυος ικανη πασα εκπληξις μαιευσασθαι ωρα Παροιμιωδης φραση αετος τικτοντα κανθαρός μαιευσομαι εκδικηση εχθρος ευμεταπειστος, ευ + μεταπειστος πειστος μεταπειθω ευκολα, αλλαγη γνωμη αποφαση πειθω τεχνη πειστικη μεσον καταπεισις καταπειση ενδομυχη πεποιθηση, πιστη βιαται ταλαινα προβουλος, παις αφερτος ατας δημιουργος ρητορικη ευπειθεια υπακοη αγασθεις Κυρος ταξιαρχης επινοια θεα θεοτητα – προσωποποιηση πειστικοτητα χαριτες θεαι θεες ποτνια ορμος χρυσειος χρυσος χροι πεισμα σχοινι πλοιου, πεποιθηση, πεισμονη, πειστεον, πειστηρ, πειστηριος, πειστηριος πειστικος, πεπεισμενως, αμεταπειστος, δυσπειστος, δυσαναπειστος, ευπειστος, μεταπειστος, πειθαρχω, πεισιθανατος, πιθανος, πιθανοτης, πιθανολογια, πιστις, πιστικις, πιστευω, πιστευτεον, πιστευτικος, πιστω αξιοπιστο, πιστωμα, πιστωσις, πιστωτης, πιστωτικος, πισυνος, πεποιθησις, πεποιθοτως, πιθηκος εμπιστοσυνη, μπιστικος καταναγκασμος, πιεση αυτοσχεδον συνεγγυς, ομοθεν, εκ χειρος, συσταδην, μαχη κοντα χερι, ξιφος ουταζοντο δηουν αλληλους ωρμηθησαν απαξ, αυτοσχεδα δουρι επορουσε αυτοσχεδιος πλησιον, αλληλων χρονος ευθυς, παραχρημα, αμεσως σχεδην σιγα ειπειν περιπου αυτος + σχεδον εχω, σχειν, απαρεμφατο αοριστου βʹ επι τοπου, εγγυς, πλησιεστατα στρατιωτικο σχεδιο μαχης σωμα αμεσως, αιφνιδιως > αιφνιδιος, προχειρος, αυτοσχεδιο σχεδιο, σχεδιαζω, σχεδια προχειρο πλοιο σχεση συμμανθανω μανθανω ομου συμμετασχω γνωση, μετεχω μαθηση γνωσις, μαθαινω απο κοινου αποκτηση πληροφορουμαι μεριδιο συνηθιζω συμμαθων εθισθεις συνηθισμενος, εθισμενος συμμαθειν ερμηνεια σχολειο μαθω μυστικον, συμμαθειν = συνναιειν ουδεις επισταταί τοπος μερος μυστικο ανδροφθορος, ανηρ + φθειρω φθορα ανδρες, φονικος ανδροφθορον ανδροφθορο αιμα σκοτωμενος ανδρας παλινδικια παλινδικος εκ νεου εκδικαση υποθεση δικαστηριο, δευτερη πραξη, δικη, επαναληψη επαναληψις εξ αρχης υποστροφης αδικως αδικια καταδικη τρισαριθμος, τρις + αριθμος αριθμηση τρεις φορες εικοσάδα τρισαριθμον τριπλασιος, αριθμημενος, αριθμηθεις, αριθμος τρια 3 τρισαριθμοι μαρτυρες, μοναδα… φρονειν μια και ενιαια θεοτητι τριαδα διαφορω τρισαριθμου προσωπικης ετεροτητος – Σωφρονιος Χρησμος λοιδορημα υβρις, κακολογια, σκωμμα πτωχος φαλακρος μικρος λοιδορεω λοιδορω υβριζω, προπηλακιζω, κακολογω λοιδορος λοιδορον λοιδορα κακολογος, υβριστικος εξελασαι φιλος περιιων κακως λοιδορια, ετυμολογια αδηλος αδηλη λοιδορια aκραιος ακραια, ακραιον ακρος, κατοικος υψη ακρη, οριο, οξεια οξυτητα οξυς, μυτερος, κοφτερος ακη, ακων, ακμη, ακμων, ακαινα, ακις, αιξ αιγα ζωο ακρα ακρια / επιθετα θεαινων θεων Μητερας μητηρ Μαιονια ηρας Αφροδιτης Κνιδος Κυπρος Παφος Τροιζηνα τροιζην Αρτεμιδος Αρτεμιδας Θεσσαλια Αρτεμις Αθηνας Τυχης Σικυωνα Σικυων ακραιοι πολιεις πολιεας πολευς θεοι ακροπολις Καρια Αρποκρατης Χαλκιδα ακρον, ακρινος, εσχατος, τελευταιος, ακρων, εξαλλος, αδιαλλακτος ακραια ακρεα σωματος εκτιμαω / εκτιμω εκ = τιμαω / τιμεω / τιμω = μεγαλως υπερτιμω, πωλουμενα πραγματα εκτετιμημενα λογιζεσθαι ορίζω τιμη αποδιδω υψηλες τιμες ιερα εκτιμωμενα Απολλωνος Δημητρος Κορης τισις / τιση τινω τιμωρω, τιμωρια τινυμαι τιμος τιμαλφης, τιμαλφη τιμιουλκω ακριβαινω ταιμ time χρονος αρχαιος δικανικος ορος επιβαλλω ποινη τιματω δικαστηριο δεχομαι δικαστης προτεινω ει βουλοιτο θανατου σοι τιμασθαι ετι τοινυν εν αυτη δικῃ εξην σοι φυγης τιμησασθαι Φρυγες νομοι τιμωσιν οργιοφαντης οργιον + φαινω δεικνυων διδασκων οργια, ιερευς, μυων οργιο ιεροφαντης ιερεας, μυστηριακες λατρειες εργο θρησκευτικη τελετη μυστηρια, μυστηριο θρησκεια φιλοσοφια αγαπη μυστικαι τελεται, μυστηριωδης λατρεια μεμυημενοι τελεται θυσιας, ειδος τελετουργιες, θυσιες ενικος σπανιο Διονυσου καθιερωση καθιερωσις αγνισμος εν μερη επεδειξη μη μεμυημενος, αγνισμοι Βακχες Καβειροι Καβειρων Καβειρια αχαια Αχαιιτη Δημητρα Ελευσινα ελευσις Ορφεως Ορφευς Ορφεα Ορφεας Ευμολπος Κυβελη Μουσες Αφροδιτη Επικουρος θεοφαντα Μητροδωρος εργω ερδω, ρεζω τελω ιερες τελετες οργεων, οργεωνας οργιοις ειλημμενον, λεξις ξεπεσμενη σημασια, ρωμαικα χρονια, χριστιανικα υποβιβαση υποβιβασμος λεξη κακοφημη ερωτικη ομαδικη συνευρεση, συκοφαντια προαιρετος, προαιρουμαι ελευθερη εκλογη εκλεγμενος αντιπροσωπος πολιος προαιρετος επιλεγμενος κατα βουληση, σκοπιμος, σκοπιμα επιλεγμενος, στοχευμενος βουλευτο προαιρετο αφωρισμενο προαιρετον βουλη προαιρεω, εξαγω αποθηκη κομιζω προαιρουσαις λαβειν αλφιτο ελαιο αιρω λαμβανω χειρ δραττομαι, αρπαζω, συλλαμβανω κυριευω αιρουμαι εκλεγω, προτιμω ϝαρj ϝαιρ αιρεω. Ηθικα Νικομαχεια Μετα τα Φυσικα κυανοπεζα κυανος σκουρο μπλε γαλαζιο χρωμα + πεζα δωρικη αρκαδικη πους ποδι κυανος ποδας, ποδια επιχρισμενο τραπεζα ευξοον πεζος, αχλυοπεζα, χιονοπεζα, τετραπεζα τραπεζι, πεδη, πεδιον > ακρον πεδιο στρογγυλο δικτυ / διχτυ δικτυον πεζοβολος Οππιανος σφυρα περισφυριο κοσμημα συμπλοικος συμπλοικη, συμπλοικον πλεων ομου φιλια συμπλεοντες συντροφος ναυτης φιλια, συμπλοικαι φιλικη σχεση ναυτικος πληρωμα πλοιο συν + πλοος / πλους / πλοικος πλοFος πλους, πλεω επιπλεω σχεδιο πλαβα, εποχη ταξειδι ταξιδι θαλασσηα πλωτο μεσον, πορεια πλευση, ροτα υφασμα μακρομαλλο χνουδωτο επιφανεια, βελουδο γαλλικα peluche / pluche = χνουδωτο αμφιεσμα ενδυμα, ιματισμος, ρουχο σωμα αμφιεννυμι αμφι εννυμι περιβαλλω, ενδυω περιβολη, αμφιεσμος, αμφιεσις αμφιεση αμφιεσω αμφιω ημφιεσα λακωνες αμπεσσαι αμφια, αμπεχονο, αναστας ανασταση αμφιεσθητι λευκοις ειμασιν ενδυματα αμφιον λογια, νεφελη, λευκη σαμη, λευκο αρετη πρωτοκλισια πρωτη τιμητικη θεσις θεση κλινη, δειπνο πρωτοκαθεδρια πρωτος πρωτοκλιτος γραμματικη κλιση πρωτοκλιτα μΧ ευαγγελιο ματθαιου ευαγγελιστης ματθαιος ευκιων ευκιον ευ + κιων καλος ευσχημος κιονας, ομορφη κολωνα ευκιονες αυλαι θεων αυλες αυλη θεοι θεος κιϝω κιφω κιβω κιγω κιω συμβολο της κινησεως > κινω / κινουμαι, πορευομαι, πηγαινω > κινηση, κινδυνος ταχυς αδαμαντοπεδιλοι αδαμαντοπεδιλος κιονες αδαμας διαμαντι Δηλος φρουρος ατλας, γη ουρανος βουνο ορος ουρανια Αιτνα αρκυωρος φυλαξ διχτυ δικτυ αρκυλον δικτυον αρκυλο δικτυο ακταιωρος αρκυς + ουρος ωρω / ωρος φρουρος, ωρες θυρωρος, αραρισκω αρκυς = κυνηγετικο διχτυα, πλεξη πλεκτο πλεγμα πλεξιμο αραχνη, αρκευθος ρωσικα ροκιτα rokita, σερβικα ρακιτα rakita, τσεχικα ρακυτα rakyta, λεττονικα ερκουλους erkuls αδραχτι αρκυωρω παραμονευω, αρκυστατος δικτυς αρκυστασια αρκυστασιον, αρκυστασιο μιμαρκυς, γυναικειο μαλλιων γυναικα μαλλια γυναικεια κομμωση υπερακμος υπερακμον υπερ + ακμη υπερδραμων ωρα υπερακμασας, υπερβας ακμη νεοτητα ηλικια ωριμη ερωτικως καλως αναπτυξη αιχμη, κοψη, ακραιο, υψιστο και κρισιμο σημειο, εξελιξη > σφριγος, ζωτικοτητα αιτιατικη ακμην αναρθρως μολις, τωρα > ακομη ακομα ηρος Πυθιονικος σωμα φρονηση ηβης ηβη ασθενεια εξανθημα προσωπο εφηβικη εφηβος νεανικη Κασσιος Ιατροσοφιστης Καινη Διαθηκη Α΄ Επιστολη προς Κορινθιους φωτιος προπεμπτος προπεμπτο 5 πεντε ημερα πεμπτη μερα, ημερες προπεμπτα μερες πεμπτην ημεραν, προτριτος διαπαλη, δεινος αγων, σκληρος, τραχυς αγωνας, μαχη, εντονος ανταγωνισμος παλη παλλω παλαιω σειω, κινω δαημων, ειδημων, εμπειρος εξασκημενος χρηματα φυλαττειν, γνωστης, ειδικος, ηνιοχος > δαιμων δαιμονας τεκτονος εν παλαμησι δαημονος. παντεσσ’ εργοισι δαημονα, δαημονι φωτι εικω αθλων μαχητης δαημονεστατος οι καλυτερα εκπαιδευμενος τεχνης εκαστα δαημονες Συρια, σπανιο πεζο δαημονεστερος κοσμησαι επιθετο Ηφαιστος εδαην, δαηναι, δαω ανακοντιζω < ανα + ακοντιζω = ανορμω, αναπηδώω τινασσομαι ανω δικην ακοντιο, τιναζομαι επανω, ξεπεταγομαι, αναβλυζω, εξακοντιζω, εκτινασσω αιμα υδωρ θαλασσια αυρα φιδι ανακοντα επιθεση πανεικελος, πανεικελον, πανεικελιος < πας + εικελος ικελος εικος ομοιος παντα, ομοιος τροπος, πανομοια, χελιδονι εικελη αυδη εικω εικαζω, εοικα εικων εικονα αληθευω, ομοιαζω > αγαθεικελος, ανδρεικελος, ανθρωποεικελος, βροτοεικελος, επιεικελος εντελως θεοεικελος, προσεικελος συγκλαω συγκλαιω κλαιω κλαμα συν + κλαω αποκοπτω, τσακιζω, σπαζω εκλασθη δοναξ συνθλω, συγκαμπτω, λυγιζω, τσακιζομαι συνθλωμαι = κατατσακιζομαι, συγκαμπτομαι, καμπτομαι συγκεκλασμενος, αποτεθρυμμενος, συγκρουομαι σπαω κλαδος, κλαδευω, κλασις, κλαση κλανια, κλασιμο, κλασμα, κλασμος, κλαστης εικονοκλαστης εικονομαχος κλαστηριον, κλαστηριο κλαστος τσακισμενος ακλαστος, αρτοκλασια, κλημα, κλωνος κλωναρι, κλωνι κληρος λαχνος Θεαιτητος δυσκυμαντος, δυσ κυμαινω κυμα αναδυση τρικυμιωδης θαλασσα, φουρτουνιασμενος, φουρτουνα πολυταραχος ταραχη δυσκυμαντα κακα δεινα τρικυμισμενη τρικυμια δυστυχημα τρικυμιωδης κυω συγκατοικτιζομαι κατα + οικτιζω κατοικτιζομαι κτιζομαι θρηνω / θρηνολογω θρηνος οικτειρω λυπουμαι λυπαμαι, αισθανομαι οικτος πενθω, πενθος εκδηλω εκδηλωση λυπη οιζω οδυρομαι οδυρμος ακαλλιερητος ακαλλιερητον κακος οιωνος αποδοχη θεοι, ιερα, μυηση καλλιερησας θυσια ευνοικη, θεος αθυτο ακαλλιερητα ιερο Αισχινης καλλιερεω, κεκαλλιερηκα ευνοικο σημειο καλος επιχειρηση εγρησσω εγειρω διεγειρω / διεγειρομαι αγρυπνος, αγρυπνω, σηκωνω / σηκωνομαι υπνος εδαφος θεση ξυπνω, ορθωνω, σηκωνω , οικοδομω, κτιζω, κινω, προκαλω, δημιουργω αξιωση ανασταινω, προαγω, προωθω, βοηθω φρουρω, αγρυπνια εξαπτομαι εγρηγορα, γρηγορα, εγερσις, εγερση εγερσιμος, εγερτικος / διεγερτικος, εγερτεον, εγερτηριον, εγερτεο, εγερτηριο εγερτι προθυμα, προθυμως προθυμια εγερτος, εγρηγορσις, εγρηγορση εγρηγορως, Γρηγοριος κυριον κυριο ονομα Γρηγορης, εγειρον σου την νυκτερινην μορφην – ξυπνησε νυκτερινη σου μορφη θεόος Ακεφαλος σεαυτον, αιλουροπροσωπος ποιησον δεινα πραγμα αιλουροειδες αιλουρος παρακουσης, νεκυδαιμον εαυτος παρακουω δαιμονας κοσμος νεκρων, εγειρε μοι μεγας δαιμων μεγαδαιμων μεγαδαιμονας νεκυδαιμων, νεκροι νεκρος ταλαεργος, ταλαεργον ταλαεργο ταλαϝεργος < τλαω τλω ϝεργον εργον ταλα-, τληναι τλητικος, ταλαυρινος υπομονετικος, φιλοπονος, καρτερικος, εργατικος υποζυγιο, ημιονος / μουλος – μουλαρι, εργο υπομονη κοπος, επιπονος, κουραση ταλαιπωρια επιθετο του Ηρακλεους ηκραλη ηρακλης γυναικα σβουρα, κοπιαστικη εργασια κλωσιμο περιστροφη περιστρεφομενη

author avatar
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Σχετικά Άρθρα

Άφηναν και οι αρχαίοι Έλληνες μηνύματα σε… «μαγνητάκια ψυγείου»! – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Στο Μουσείο της Αρχαίας Αγοράς Αθηνών, υπάρχει...

ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ της ΚΑΣΣΑΝΔΡΑΣ Χαλκιδικής και η ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ τους

ΕΡΕΥΝΑ, ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ, του Βαγγέλη Κατσαρίνη, ηλεκτρονικού - κατασκευαστή...

Ο θεϊκός Παις του Ιερού των Καβείρων στην Θήβα – ο Κάβιρος και η Xσενυλίς

Της Σαπφούς Αθανασοπούλου Σε χάλκινο ενεπίγραφο ειδώλιο ταύρου (περ. 550...

Η «αγγλική» λέξη freeze (= παγώνω) είναι αρχαία ελληνική και μάλιστα ομηρική

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών...

Φίλοιστρες θέαινες στα «Ορφικά» – του Γ. Λεκάκη

«Ήρα κατά ζήλον οίστρον έπεμψε»… Του Γιώργου Λεκάκη Οίστρος είναι η...