Της Θεοδώρας Μηνούδη
Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας όταν επρόκειτο να κτίσουν το σπίτι τους, θυσίαζαν έναν πέτ’νου
{κόκορα}.
Από το αίμα του, έριχναν
λίγες σταγόνες σε τέσσερις γωνιές μαζί με λίγο αγίασμα και ύστερα έκαναν την θεμελίωση.
Τον κόκορα τον μαγείρευαν με
αρμιά {ξινό λάχανο} ή με μπλιγούρι και φίλευαν τους μαστόρους.
Όταν το σπίτι βρισκόταν στα
τελειώματα, και ο μάστορας κάρφωναν τα τσιάμια {τα ξύλινα καδρόνια} στην οροφή
σε σχήμα κωνικό, έφτιαχνε έναν ξύλινο σταυρό, τον στόλιζε με ένα ματσάκι
βασιλικό και τον τοποθετούσε στην κορυφή του κώνου.
Ο νοικοκύρης σύμφωνα με το
έθιμο, κερνούσε τον αρχιμάστορα ρακί ή κρασί και του έδινε δώρο, ανάλογο με την
οικονομική του κατάσταση. Αν ήταν ζιγκίντ΄ς {ευκατάστατος} του δώριζε
πουκάμισο, σε άλλη περίπτωση δώριζε πετσέτα ή μαντίλι.
Ο αρχιμάστορας, αφού έπαιρνε
το δώρο, ανέβαινε στη σκεπή ,το κρατούσε ανοιχτό και φώναζε με όλη του τη
δύναμη, ώστε να ακούσουν όλοι όσοι είχαν διάθεση να μιμηθούν το νοικοκύρη και
να σπεύσουν να φέρουν το κάτι τι, για το καλορίζικο του σπιτιού και να ακουστεί
και το δικό τους όνομα.
Επιδεικνύοντας το δώρο έλεγε:
«Καλώς μας ήρθεν το δώρο
τούτο, από τον νοικοκύρη κύριο
{και έλεγε το όνομα του νοικοκύρη ή του δωρητή}.
Όσα άστρα έχει ο ουρανός,
τόσα καλά και αγαθά να του δώσει ο θεός.
Τον ευχαριστούμε».
Το παράδειγμα του νοικοκύρη,
ακολουθούσαν οι γείτονες, οι συγγενείς και οι φίλοι.
ΠΗΓΗ: Θ. Μηνούδη Αντίλαλοι
της Ανατολικής Ρωμυλίας». Ανατολική Ρωμυλία Έβρου, 23.2.2024. ΑΡΧΕΙΟΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 24.2.2024.
ΣΧΟΛΙΟ Γ. Λεκάκη:
Οι Έλληνες όταν θεμελιώνουν ένα νέο κτίσμα, και άρα έχουν χαρά, συνηθίζουν να θυσιάζουν (με νεώτερο λανθασμένο όρο “να σφάζουν”) έναν κόκορα, ή ένα κριάρι ή ένα αρνί. Το δε αίμα του θυσιασμένου το αφήνουν να κυλά επάνω στα θεμέλια. – Γ. Λεκάκης “Τάματα και αναθήματα”. J. G. Frazer “The Golden Bough”, James George, 2006.
Το έθιμο αυτό είναι πανάρχαιο ελληνικό και κοινό σε όλους τους Έλληνες. Αυτό δείχνει και την συγγένεια των ελληνικών φυλών.
Και οι Πόντιοι θυσίαζαν πετεινό όταν είχαν χαρά. Χαρακτηριστικό το γνωστό ποντιακό δημοτικό τραγούδι:
…στου παιδιού μου την χαρά,
έσφαξα έναν κόκορα!
Στην ελληνική μυθολογία, ο Αλεκτρύων, ήταν φύλακας του θεού Άρη. Έστεκε δίπλα στην θύρα του και ειδοποιούσε τον θεό, εάν πλησίαζε κάποιος, όταν ο θεός κοιμόταν με την Αφροδίτη, η οποία ήταν σύζυγο του Ηφαίστου. Αλλά, μια φορά αποκοιμήθηκε… Και ο Ήλιος είδε τους δύο εραστές και ειδοποίησε τον Ήφαιστο… Οργισμένος τότε ο Άρης, τον μεταμόρφωσε σε πετεινό, ίνα τον τιμωρήσει. Έκτοτε το πετεινό αυτό φέρει το όνομά του: αλέκτωρ.
Ο κόκορας ήταν ένα από τα ιερά ζώα του Ήλιου. Αλλά λόγω της ανδρείας του, το ζώο απεικονίζεται συχνάκις με τον Άρη, τον Ηρακλή και την θεά Αθηνά. Οι Έλληνες επίστευαν ότι ακόμη και οι λέοντες φοβούνταν τα κοκόρια – βλ. Αισώπου μύθοι.
Τα τελευταία λόγια του Σωκράτους, ήταν: «Κρίτωνα, χρωστάω έναν κόκορα στον Ασκληπιό, θα θυμηθείς να πληρώσεις το χρέος;», δηλώνοντας ότι ο θάνατος ήταν η θεραπεία για την ασθένεια της ζωής – βλ. Πλάτων.
Η όρνιθα ποιητικώς ελέγετο «περσικός συναγερμός» ή “μηδικό πουλί” – βλ. Κρατίνος ο Αθηναίος (5ος αι. π.Χ.), Αθήναιος, Αριστοφ. “Όρνιθες” (414 π.Χ.).
Στην αρχαία Ελλάδα, οι όρνιθες ήταν σπάνιες. Αποτελούσαν πολυτελή τροφή στα συμπόσια. Η Δήλος ήταν κέντρο εκτροφής ορνίθων – βλ. Columella, Lucius Junius Moderatus, Res Rustica, βιβλία V-IX, book 8,3,4.
Οι πετεινοί χρησιμοποιούνταν και στην μαντεία – αλεκτορομαντεία,
ΠΗΓΗ:
– Λουκιανός «The Rooster | Gallus».
– Gallagher D. “Avian and Serpentine”, εκδ. Brill, 1.1.2009.
– Παυσανίας “Ελλάδος περιήγ. – Ηλειακά”, 1,25,9.