Ἀκέραιο μνημεῖο ἡ γλῶσσα
Του Αριστέα Γραμμόζη – Επιμέλεια: Γιώργος Λεκάκη
«Ὠν εἲ τις χωρίσας αὐτό λάβοι μόνον τό πρῶτον, ὅτι θεούς ᾤοντο τάς πρώτας οὐσίας εἶναι, θείως ἂν εἰρῆσθαι νομίσειεν, καί κατά τό εἰκός πολλάκις εὑρημένης εἰς τό δυνατόν ἑκάστης καί τέχνης καί φιλοσοφίας καί πάλιν φθειρομένων καί ταύτας τάς δόξας ἐκείνων οἷον λείψανα περισεσῶσθαι μέχρι τοῦ νῦν». / Ἐξ αὐτών ἐάν κάποιος ξεχωρίση καί πάρη μόνο τήν ἀρχή, ὅτι δηλ. ἐνόμιζαν τις πρώτες οὐσίες ὡς θεούς, θά ἠδύνατο νά διαπιστώση ὅτι πρόκειται περί θεϊκῶν ρήσεων καί ὅτι (ἐν μέσω τῶν ἐναλλαγῶν ἐκάστης ἐποχῆς) οἱ τέχνες καί οἱ φιλοσοφικές ἐπιστήμες κατ’ ἐπανάληψιν κατά πᾶσαν πιθανότητα ἀνεκαλύφθησαν καί ἐχάθησαν. καί οἱ δοξασίες αὐτές τῶν προγόνων μας διετηρήθησαν μέχρι τῶν ἡμερῶν μας ὡς λείψανα. – ΠΗΓΗ: Ἂριστοτέλης, «Μετά τά Φυσικά», Λ9.
Ένα ζωντανό «λείψανο» από την πρώτο Ελληνική γλώσσα, είναι και το Γλωσσικό Ιδίωμα των Αρειμενίων (Βλάχων) – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ περι βλαχων, ΕΔΩ – που οι ειδικοί «βλαχολόγοι» πιθανώς αδυνατούν να καταλάβουν, ή εξυπηρετούν σκοπό…
Πληθώρα σύνθετες λέξεις υπάρχουν στην καθομιλουμένη γλώσσα – με την λέξη – άπε και άπα, που είναι από την παλαιότατη, και αρχαϊκή εποχή της γλώσσας!
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑ του από ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΛΩΝ και ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ: «Η ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΗΤΗΡ των ΓΛΩΣΩΝ του ΑΡΧΑΙΟΥ ΚΟΣΜΟΥ», ἐκδόσεις ΕΛΕΥΣΙΣ, Αθήνα, 2004, σελ. 65-75[….]:
ΑΠΙΑ
Μολονότι προσεχῶς μετά τοῦ κ. Χ. Σούλη, Γυμνασιάρχου, ἐλπίζομεν νά σνναντηθῶμεν ἐπί τόν πεδίον τῶν Ἠπειρωτικῶν τοπωνυμιῶν, πρός τάς ὁποίας καί αυτός ἀσεβεῖ, συνήθως θέλων αὐτάς Βλαχικάς, ἐνομίσαμεν εὒκαιρον καί ἐν τῇ προχείρῳ ταύτη Μελέτη νά ἀσχοληθῶμεν διά μίαν λέξιν ἑλληνικωτάτην, προελληνικήν μάλιστα, συνεπῶς Ἠπειρωτικήν, τήν ὁποίαν οὗτος θεωρεῖ ὡς Βλαχικήν. Ἐν Ἑλλάδι καί κυρίως ἐν Ἠπείρῳ ὁμιλοῦνται διάφοροι γλωσσαι «συνθηματικαί λεγόμεναι», ὡς τά «Κουδαρίτικα», «Άλειφυάτικα», «Μποκουραίικα», «Ντόρτικα», «Κομπογιαννίτικα», «Σωπικιώτικα», η «Βαγενάδικα» καί εἳ τις ἑτέρα, ὁ κ. Σούλης ἠσχολήθη κατ’ ἀρχάς διά τά «Μπουκουραίικα»[1] συνθηματικής γλώσσης τῶν Ραφτάδων τῶν Τζουμέρκων, παραθέτων Λεξιλόγιον 300 συνθηματικῶν κατ’ αὐτον, λέξεων τῶν όποιων τάς περισσοτέρας θεωρεῖ Βλαχικάς.
Ἀπό τόν κ. Σούλην καθηγητήν καί γυμνασιάρχην Ἠπειρώτην ἒχομεν περισσοτέρας ἀξιώσεις, προκειμένου περί λέξεων Ἠπειρωτικῶν, ἲσως ἡμέραν τινά ἐξονυχίσωμεν πάσας τάς Βλαχικάς αὐτοῦ λέξεις ἀποδεικνύοντες αὐτάς ἑλληνικωτάτας, ἀλλ’ ἢδη ἀρκούμεθα εἰς μίαν μόνην ἒχουσαν ἄμεσον σχέσιν μέ τό προηγούμενον Κεφάλαιον τῆς παρούσης Μελέτης. Οὒτε αἱ λέξεις τοῦ κ. Σούλη εἶναι Βλαχικοί, οὒτε αἱ τοπωνυμίαι τοῦ κ. Μέρτζιου εἶναι Σλαβικαί. Πᾶσαι ἀνεξαιρέτως εἶναι Ἑλληνικαί, Ἠπειρωτικαί καί εἶναι τόσον συγκινητικόν διά τόν ἐμβριθήν μελετητήν, μετά δεκάδας χιλιάδας ἐτῶν νά ἀνακαλύπτη καί νά παρουσιάζη λέξεις, αἱ ὁποῖαι κατά τόν Ὃμηρον ἀνήκουσιν εἰς τήν γλῶσσαν τῶν θεῶν διότι οὕτω καλεῖ ὁ Ὃμηρος τήν πρό αὐτοῦ Ἑλληνικην ἢ Ἠπειρωτικήν γλῶσσαν «γλῶσσα τῶν θεῶν», ἣτις υπηρξε ἡ μήτηρ ὅλων τῶν γλωσσῶν τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ὡς ἐξακολουθοῦμεν νά ἀποδεικνύωμεν διά τῆς συνεχιζομένης μελέτης ἡμῶν «Φῶς ἀπό τά βάθη τῶν αἰώνων». Ἠ γλῶσσα, αὕτη φαινομενικῶς περιῆλθεν εἰς ἀχριστίαν, πραγματικως ὅμως ὑπάρχει ὡς ἀπεδείξαμεν διά τήν νομιζομένην ἰς Σλαβικήν λέξιν βοδά / woda, βορίνα, ὡς δυνάμεθα νά παρουσιάσωμεν πλῆθος τοιούτων λέξεων, αἳτινες περιεβλήθησαν μεταξίνην περιβολήν, κατ’ οὐσίαν οὖσαι πανάρχαιαι. Τοῦτο ἀτυχῶς δέν κατενοήθη ἔτι, διά τοῦτο οἱ πάντες διεκδικοῦν τήν μητρότητα τῆς γλωσσης ἡμὡν καί αὐτοί ἔτι οἱ Σλάβοι, οἱ Βλάχοι, οἱ Τούρκοι καί οἱ Ἀτσίγγανοι αὐτοί.
Ὁ ἀείμνηστος Ἠπειρώτης καθηγητής Δημ. Σάρρος γράφων «περί τῶν ἐν Ἠπείρῳ, Μακεδονία καί Θράκη συνθηματικών γλωσσών»[2], λέγει τά ἐξῆς: «Συνθηματικαί ἢ μυστικαί γλῶσσαι μνημονεύονται ἀπό τὡν παναρχαίων χρόνων. Τοιαύτας, ὡς γνωστόν εἶχον, ἐν χρήσει οἱ μύσται ἐν τοῖς Ἐλευσινίοις μυστηρίοις, οἱ Ὀρφικοί, οἱ Πυθαγόρειοι καί ἂλλοι φιλόσοφοι, σοφισταί καί ἡγεμόνες, παραπέμπουν εἰς τούς Δειπνοσοφιστάς τοῦ Ἀθήναιου».
Δέν γνωρίζομεν ποίας συνθηματικάς γλώσσας εἶχον οἱ φιλόσοφοι, οἱ σοψισταί καί ἡγεμόνες, ἀσφαλῶς ὅμως οἰ Μύσται τῶν Ἐλευσίνιων μυστηρίων δέν εἶχον συνθηματικήν γλῶσσαν. Οἱ Ἱεροφάνται τῆς Ἐλευσίνος, οἱ ὑποφήται τῆς Δωδώνης, οἱ ἱερεῖς τῶν Δελφῶν καί ὅλων τῶν Μαντείων καί Ναῶν τῆς Ἑλλάδος, ναί εἶχον ἰδιαιτέραν ἱεράν γλῶσσαν διά τάς προσευχάς αὐτών, ἀλλ’ ἡ γλῶσσα αὓτη, ὡς ἀνεγράψαμεν ἢδη[3], ἦτο ἡ προγονική ἡμῶν γλῶσσα ἡ προομηρική, ἡ ὁποία ἀπαρχαιωθεῖσα, ἀπέβη ἱερά, γλῶσσα τῶν προσευχῶν, γλῶσσα τῶν θεῶν, αἱ ἱερώτεραι λέξεις τῆς ὁποίας ἦσαν αἱ ταὐτοσήμαντοι Βέδυ, Ζάπς, Κόγξ, Ὂμ, Πάξ, πᾶσαι ἀναφερόμεναι εἰς τόν Ὂμβρον, τήν θάλασσαν, τό ὓδωρ, τόν χρυσόν. Τήν γλῶσσαν ταύτην διετήρησαν καί ὅλοι οἱ Ἑλληνικοί ἐκεῖνοι λαοί, οἳτινες διετέλεσαν μακράν τοῦ νέου πολιτισμοῦ, οἱ χαρακτηριζόμενοι, ὑπό τῶν ἐξελειχθέντων Ἑλλήνων ὡς βάρβαροι, ἡ γλῶσσα αὓτη διετηρήθη, ἱδίως εἰς τᾶς ἀπείρους τοπωνυμίας, «τάς ἀναλλοιώτους» τᾶς ὅποίας οἱ σοφοί καί οἱ ἂσοφοι ἀδυνατοῦντες νά ἐξηγήσωσιν, τάς ἐβάπτισαν ὡς ξενικάς, ὡς ἐξακολουθοῦσιν ἔτι νά θεωρώσι τοιαύτας ὁ κ. Μέρτζιος, Σούλης καί Συντροφία.
Ἀπό τόν ἐπελθόντα γλωσσικόν κατακλυσμόν, τόν καλλύψαντα τό ἑλληνικόν ἔδαφος διά τῆς ἰλύος αἰώνων ὅλων, δυνάμεθα εἰσέτι νά ἀνασύρωμεν, ὡς ἀνασύρονται ἐκ τοῦ βυθοῦ τῆς θαλάσσης τόσα ἀριστουργήματα τέχνης ἐπί αἰώνας τεθαμμένα, πλῆθος λέξεων τῆς πρωτογόνου καί ἀρχαϊκωτάτης ἑλληνικἀς γλώσσης, μία τῶν ὁποίων ἐκ τόσων ἂλλων εἶναι καί ἡ λέξις«ἂπα» ἡ σημαίνουσα νερό, τήν ὁποίαν ὁ Νερουλός κ. Σούλης, διότι αὐτό δηλοῖ τό ὂνομά του, θέλει ὡς Βλαχικήν, ἐνῷ εὐθύς ἀμέσως εἰς τό Λεξιλόγιόν του γράφει παρομοίαν λέξιν τῶν Μπουκουραίϊκων τήν «ἀπολόγα», τήν ὁποίαν ἐξηγεῖ «βρύση», μή θεωρῶν αὐτή Βλαχικήν.
Ὁ κ. Σούλης ὡς καθηγητής ἠδύνατο τήν λέξιν «ἂπα» τήν ὁποίαν δέν ἀπαντᾶ εἰς τά Ἑλληνικά Λεξικά, νά τήν γράψῃ ὡς Σανσκριτικήν τοὐλάχιστον, διότι ἐν τῇ γλώσσῃ ταύτη τό νερό λέγεται ἂπα, ἀκολουθῶν καί αὐτός τούς ἂλλους Σοφούς, οἳτινες νομίζουσι κακῶς ὃτι ἡ Ἑλληνική εἶναι ἀπότοκος ἡ ἀδελφή τῆς Σανσκριτικῆς, ἀλλ’ ὂχι. αὐτός τήν θέλει Βλαχικήν. διατί ὃμως; μήπως ἡ Ἑλληνική γλώσσα προήλθεν ἐκ τῆς Βλαχικῆς; ἀλλ’ ἡ γλῶσσα τῶν Βλάχων εἶναι χθεσινή, ἐνῶ ἡ Ἑλληνική εἶναι προαιώνιος, διά νά ἔχουν ὃμως οἱ Βλάχοι τήν λέξιν ταύτην, ἔπρεπε νά σκεφθῇ ὃτι εἶναι Ἑλληνική, διότι οἱ Βλάχοι τήν γλῶσσαν ἀρχικῶς ἔχουν ἐκ τῶν Ελλήνων, καί νά τήν ἀναζητήση εἰς τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν, τόσον αὐτήν ὃσον καί τάς ἂλλας, τάς ὁποίας κακῶς νομίζει Βλαχικάς.
Ἀν καί ἡ λέξις «ἂπα» ὡς δηλοῦσα τό ὕδωρ δέν ἀπαντάται ἐν τοῖς Λεξικοῖς, συνεπῶς δέν εἶναι ἐν κοινῇ χρήσει ἐν τῇ γλώσση τῶν Ελλήνων Συγγραφέων, ἐν τούτοις ἐν συνθέσει παρουσιάζεται εἰς σειράν ὃλην λέξεων θά ἠδυνάμεθα νά ἀναγράψωμεν αὐτάς, ἀλλά δέν τό πράττομεν διά νά κοπιάσῃ καί αὐτός ὡς ἡμεῖς νά τάς ἀνευρῃ, ὁ κ. Σούλης ἠσχολήθη περί τάς τοπωνυμίας καί δή τῆς πατρίδος του Χουλιαράδες, ὁ κ. Σούλης ἀσχολεῖται καί περί τήν χωρογραφίαν τῆς Ἠπείρου καί τούς λαούς αὐτής, μή λησμονήσας οὐδέ τούς Τσάμηδες, τούς ὁποίους ἐκακοποίησε. Ἒπρεπε λοιπόν νά γνωρίζη ὃτι:
- Ἂπειρος ἡ Ἢπειρος ἐκαλεῖτο οὐχί τυχαίως,
- Ἀπανά ἐλέγετο ποταμός τῆς Παφλαγωνίας,
- Ἀπία ἡ Ἢπειρος καί ἡ ἐξ Ἠπείρου ἐποικισθεῖσα Πελοπόννησος,
- Ἂπας ἐλέγετο ποταμός τῆς Αἰθιοπίας, ἀρχική δέ Αἰθιοπία ἡ Ἢπειρος καί Νήσοι Κερκύρας – Παξῶν
- απέρασις λέγεται ὁ ἐμετός καί ὃτι τό ἀπερεύγομαι κυριολεκτεῖται ἐπί ποταμοῦ.
- Ἀπιδανός έν Ἠπείρῳ ὑπῆρχε ποταμός – καί σήμερον ἕτι ὑπάρχει ποταμός Ἂψος
- ὁ Ἂπις ἧν υἱός τοῦ ὑδρηλοῦ Φορωνέως – Βορωνέως καί οὗτος ἦν υἱός τοῦ Ἰνάχον, τοῦ ὡς ποταμοῦ φερομένου – τό Ἑλληνικόν Ἲναχος ὁ υἱός τοῦ Ὠκεανοῦ καί τῆς Τηθύος.
- ἄπλετον λέγεται τό ὕδωρ,
- Ἀποδοτία λέγεται ἡ παρά τόν ποταμόν Μόρνον χώρα τῆς Αἰτωλίας, ὃπου καί ἐν τῇ ἀρχαιότητι ὑπήρχε πόλις Καλλίπολις[4],
- Ἀπόνα ἐλέγετο πηγή ἐν Ἰταλίᾳ.
- ἀπόρρους λέγεται ἡ κρήνη,
- Ἀποστροφία δέ και Ἀπατουρία ἡ ἐκ τοῦ ἀφροῦ τῆς θαλάσσης προελθοῦσα Ἀφροδίτη,
- Ἂναπος ἦν ποταμός περί τήν βόρειον Ἢπειρον ἢ ταὐτόν τήν Ἰλλυρίαν και ποταμός τῶν Συρακουσσῶν, ἀρχικῆς ἀποικίας τῶν Ἠπειρωτῶν – Κερκυραίων – Παξηνῶν,
- Ἀψαράδες ἦσαν ἐπίσημος οἰκογένεια Ἠπειρωτική ἒχοντες ἄμεσον σχέσιν πρός τό ὑγρόν στοιχεῖον
- Ἂψίας ἐλέγετο εἷς τῶν ποταμῶν τῆς Σικελίας, ἦν δέ ἡ Σικελία Μεγάλη Ἑλλάς,
- Ἀψόρρος ἐκαλεῖτο ὁ ‘Ὠκεανός,
Τέλος,
- άπα φωνάζουν τά μικρά παιδιά ὃταν ζητούν νερό, ὡς μᾶς ἐπληροφόρησεν ὁ φίλτατος ἰατρός καί Γερουσιαστής κ. Π. Μπέμπης εἰς τήν ὑβρισθεῖσαν Τσαμουργιά, ὃπου οὐδείς βλαχόφωνος ὐπάρχει, ἀλλά μόνον γνήσιοι Ἓλληνες ἀπό αἰώνων κατοικοῦσιν: . Ἀλλά καί ὁ Καθηγητής τοῦ Ἐθνικοῦ Πανεπιστημίου, Ἀρχιμανδρίτης κ. Εὐάγγελος Ἀντωνιάδης Ἠπειρώτης, μᾶς ἐβεβαίωσε καί αὐτός ὅτι ἐν τῇ πατρίδι του, ἐπαρχία Κουρέντων Ἰωαννίνων, τά μικρά παιδιά ζητοῦντα ὕδωρ τήν αὐτήν λέξιν ἂπα ἐπαναλαμβάνουν, τήν ὁποίαν θά ἠδύνατό τις νά χαρακτηρίση πανελλήνιον.
Ταῦτα πάντα ἠγνόησεν ὁ κ. Σούλης θέλων το ἂπα βλαχικόν, ἐνῷ εἶναι λέξις Ἑλληνικωτάτη καί Ἠπειρωτικωτάτη ὡς ἡ Δών, ἡ Μεσσαρέα, καί ὁ Μορέας, ἀτυχῶς ἡμεῖς οἱ Ἕλληνες ἀείποτε ὑπήρξαμεν κακοί διαχειρισταί τῆς πολυτίμου προγονικῆς κληρονομίας, ἀπεμπωλοῦντες αὐτήν ἐξ ἀμαθείας καί ραθυμίας στυγιτῆς.
Ρίζες απ-, αß-, αφ-, δίνουν λέξεις αναφερόμενες στο ΥΔΩΡ
Ἀπεδείξαμεν ὃτι ή λέξις ἄπα εἶναι ἑλληνική, πρωτοελληνική – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τους ΠΡΩΤΟΕΛΛΗΝΕΣ, ΕΔΩ – μάλιστα, ὡς τοιαύτη δέ, ἦτο φυσικόν νά υἱοθετηθῇ και ὑπό τῶν ἄλλων ἀρχαίων γλωσσῶν, ὃσαι ἐκ τῆς ἑλληνικῆς προῆλθον:
- ἄπα σανσκριτικά λέγεται τό ὕδωρ,
- απ, ἄπας ζενδιστί το ὕδωρ,
- aqua Λατιν.
- ahva γοτθ. ὁ ποταμός,
- aha και awa αγγλ.
- aht φιλανδ. και Ahto, θεός τῶν ὕδάτων, και Βανικός θεός Aha θεός τῶν ὕδάτων Aha τό ὕδωρ,
- ape Πρωσ. τό ὓδωρ,
- ab αραβ. τό ὓδωρ καί ἐπαρί η ἡ ὑδροχόη.
- απ περσ. τό ὓδωρ, απγαίρ ἡ λίμνη, καί ἒπρ τό νέφος,
- Αpa ποταμός τῆς Ἀμερικῆς, ἀλλ’ Ἀπανά ὡς εἲπομεν ποταμός τῆς Παφλαγονίας.
- Ε, Α καί ΕΑ ἢ Enki, σουμεριστι κατά τόν σοφόν γλωσσολόγον κ. Θωμόπουλον, ὁ θεός τῶν ὑπογείων ὑδάτων, asa, ὕδατος πλήρης, ὑδρηλός, ἀγρός, λειμών < ἡ ἂση τῶν Ἑλλήνων καί ἂσιος ἰλύς ποταμοῦ,
- agam σουμερεριστί λίμνη και agam ὁ μαστός τῆς γυναικός, ὁ πλήρης γάλακτος > abzu Σουμεριστι βυθός τῆς θαλάσσης καί abs βυθός < τό ἑλληνικόν ἂβυσσος,
- ἂππα εἰς πάσας τάς ἀρχαίας γλῶσσαςλέγεται ὁ πατήρ και ἂμμα ἡ μήτηρ, ὅτι ἀμφότεραι αἱ λέξεις ἀναφέρονται εἰς τά ὕδατα θά γράψωμεν ἐν ἂλλη εὐκαιρίᾳ,
- αβ τό ὕδωρ, ἀλλά καί παιδικῶς παρ’ ἡμῖν βούα τό ὕδωρ
- > Βίας ποταμοί Μεσσήνης, Βοιβηις λίμνη > Βίσα ἢ Πίσα πηγή ἐν Ἢλιδι, Εὔβοια, Βοιωτία διά τόν αὐτόν λόγον δι’ ὅ καί ἡ Βοιωτία ἐλέγετο και Ἀονία τόπος ὑδάτων, Βουρίνη – Πειρήνη πηγή
- βούνομαι ἑλλ. ἑλώδεις τόποι,
- βύω = γεμίζω, βωβά μεστά,
- > bounim ἀλβαν. ἡ πηγή.[5]
- α Σουμ. τό ὕδωρ, ναί ἀλλά καί Ἑλλην.
- άα συστήματα ὑδάτων κατά τόν Ἡσύχιον,
- ἂατον τό τῆς Στυγός ὓδωρ,
- Ἂμοτον τό Αἰγαῖον Πέλαγος,
- ἂμη ό κάδος > αμίς οὐροδόχος,
- αμάρα ἀρδευτικός ὀχετός,
- Ἀπαίσαον τοπωνυμία πατά τήν Ἀγιάσσον Λέσβου πλήρης ὑδάτων. Ἀπαίσαον καί Ἀγιάσσος λέξεις ταὐτοσήμαντοι, ὑδατώδεις.
- Ἂπαισσος ποταμός τῆς Τρωάδος καί πόλις, ἡ Παισσός τοῦ Ὁμήρου.
- Ἀπαλαί, Ἀφανεῖς καί Ἀὐλιάδες, αἱ Νύμφαι θεαί τῶν ὑδάτων,
- Ἀπαλέτης ἐν Λέσβῳ καί ἀλλαχοῦ ὁ νερόμυλος ἀλέθων τόν σίτον.
- Appali ἐν Ἰταλία και Appiola πόλις τῶν Οὐόλκων, τόπος ὑδατώδης, καί Ἂουξα ποταμός.
- Άπάμεια πόλις τῆς ὑδατοβριθοῦς Βιθυνίας, καί πάσαι ἄλλαι πόλεις αἱ φέρουσαι τό ὄνομα αὐτό.
- Ἀπάνα ποτάμιον τοῦ Εὐξείνου Πόντου.
- Ἀπατουρία, Ἀποικία καί
- Ἀπεζάνες Μονή ἐν τῇ Μεσσαρέα Κρήτης.
- Ἀπεραντία ἐπί τῆς ἀριστερᾶς ὂχθης τοῦ Ἀχελῷου.
- Ἀπηδῶν ποταμός ἐν Ἀρκαδίᾳ καί οἱ Ἀρκάδες Ἀπηδανεϊς ἡ Άπηδανήιες ἡκαλοῦντο, διά τό λέγεσθαι βεβαίως τήν χώραν Ἀπίαν
- φρονοῦμεν δέ ὃτι καί τό δένδρο απηδέα / απιδια ἔχει τό ὄνομα αὐτοῦ ἐκ τοῦ ὃτι εἶναι φίλυγρον, καί ἂπιον ὁ καρπός αὐτῆς διά τό χυμώδες αὐτοῦ, δ’ ὃν λόγον καί αἱ ἀπηδέαι λέγονται «μύρτα» καί «μυρτίνη». Ἀσφαλῶς τό τοῦ Ἴστρου ἐν τῷ Δειπνοσοφιστῇ τοῦ Ἀθηναίου (14,65):«ἐξῆς λέξω περί τῶν παρακειμένων ἀπίων ἐπεί ἀπ’ αὐτῶν ἡ Πελοπόννησος Ἀπία ἐκλήθη διά τό ἐπιδαψιλεύειν ἐν αὐτη, τό φυτον», δέν ἀληθεύει ἡ Ἀρκαδία ἀρχικῶς, ἡ Πελοπόννησος ἔπειτα ὠνομάσθη Ἀπία, ὡς εἲπομεν ἢδη, ἐκ τῶν πολλῶν ὑδάτων αὐτῆς, ὡς ἐκλήθη ἡ Μεσσηνία, ἡ Καλαμάτα καί πᾶσαι αἱ ὑδατοβριθείς χῶραι.
- Ἀπήμιος, Ἀόνιος ὁ Ζεύς / Δεύς, ο Ὕης ὁ βρέχων δεύω, χέω, βρέχω,
- Ἀπίλας ὁρμητικός χείμαρος παρά τήν Πλαταμῶνα, ἀναφερόμενος ὑπό τοῦ Πλινίου,
- Ἂπις αἰγυπτ. ὁ Νείλος ποταμός, άποφις / Apophis ὀ ὄφις, seth ὀ θεός τῆς τρικυμίας, ὀ κρυπτόμενος εἰς τάς Νεφέλας.
- Ἀποδοτία χώρα τῆς Αἰτωλίας παρά τόν ποταμόν Μόρνον καί
- απολογή ἐν Ἀμοργῶ συρροή πολλῶν ὑδάτων, ἡ Ἠπειρωτική απολέγα,
- Ἂπος-Νάπος ὁ πηγή κατά τόν Ἡσύχιον.
- Ἀποσελέμης ποταμός ἢ μάλλον χείμαρρος Κρήτης.
- Ἀποῦρε μέγας ποταμός τῆς Βενεζουέλας.
- Ἀπροβάθη τόπος πλήρης ὑδάτων ἐν τῇ ὑδατοβριθεῖ Ἂνδρω.[6]
- Ἂπωτις / άμπωτις – Ἂμπωης ἡ κυριολεκτικῶς εἰς τά ὓδατα ἀναφερομένη.
- Καί Ἀχαΐα ἐν Πελοποννήσῳ εἰς τήν αὐτήν ἔννοιαν τῶν ὑδάτων ἀναφέρεται. ἀναγράψαμεν ἢδη, ὅτι ἡ λέξις αχ ὡς ἡ ἄα σημαίνει τό ὓδωρ ἐν τῇ ἑλληνικῇ καί Ἀχαιοί ἐπίσης ἐν τῇ αὐτή ἔννοιᾳ εἰς τήν Νήσον τῶν Παξῶν, ἥτις μετά τῆς Κερκύρας καί Ἠπείρου ἀποτελεῖ τόν ὅλον ὁμηρικόν κόσμον ὑπάρχει πηγή Ἀχάιου τῆς ὁποίας τό ὓδωρ εἶναι ἐλαφρότατον ἔχον μεγάλας θεραπευτικάς ἰδιότητας.[7]
- ὁ Ἀῷος ποταμός ἐλέγετο ταὐτοσημάντως Αἲας > Ἀῷοι θεοί τῶν ὑδάτων,
- αβ, σουμερ. ἡ θάλασσα < Κελτ. Abon τό ὓδωρ < ἀλλά καί Ἑλληνιστί ἂπονον,
- Ἀβδία ἡ θάλασσα
- ἀβλόη σπεῦδε οἱ Μακεδόνες κατά τον Ἡσύχιον.
- ἄβαλλα σουμερ. ὓδωρ βάλλειν
- ἂδάπανον τό ὕδωρ, κατά τόν Ἡσύχιον.
- αχύνετον τό ὕδωρ,
- αφύσσω = ΑΠΑΡΥΟΜΑΙ, ἀνασύρω, ἀντλῶ ὝΔΩΡ,
- ἀφατήλες. μαστοί. θῆλες
- ἀφύη ἡ ὑδατογενής μαρίς,
- ἀφύστα κοτύλη στάμνος, καί
- Ἂφυσα παρά Ταραντίνοις, κατά τόν Ἡσύχιον,
- ἀφυσμός ἀπάντλησις ἐπί ὑγρῶν κατά τό Λεξικο ΣΟΥΔΑΣ,
- ἀφυσγετίς ἡ ἰλύς τοῦ χειμάρρου καί ποταμοῦ,
- Ἀφάλλη χωρίον Λέσβου παρά τά βουνά Μαγγανά.
- Ἀφαρεύς υἱός τοῦ Αἰολίδου Περιήρους καί τῆς θυγατρός τοῦ Περσέως Γοργοφόνης καί σύζυγος τῆς θυγατρός βασιλέως Ἀρήνης > Ἀρήνη, Περιήρης, Περσεύς λέξεις σχετιζόμεναι πρός τά ὓδατα καί τόν χρυσόν.
- Ἀφέλλιος – Φέλλιος ποταμός Λακωνίας παρά τάς Ραράς,
- Ἂφρυξος ποταμός Ἀρκαδίας και τόσαι ἄλλαι.
Ἡ ρίζα αφ- ἀναφερομένη ἀρχικῶς εἰς τό ὝΔΩΡ, ἀναφέρεται καί εἰς τόν χρυσόν
- Ἀφροδίτη ἡ Χρυσέη, κατά τόν Ὃμηρον, ἡ ἐκ τοῦ ἀφροῦ-χρυσοῦ τῆς θαλάσσης γεννηθεῖσα.
- Ἀφρική ἡ χώρα τοῦ χρυσοῦ.
- Ἂφρα ἐν Κερκύρᾳ διά τήν χρυσήν ὑπόστασιν τῆς Νήσου.
- αύρον / άβρον κατ’ ἐξοχήν ὁ χρυσός[8] ἐξ οὗ θησαυρός, Λαύριον καί τά παρόμοια. Λατ. Aurum.
- Ἀφάνο, κατά τόν Ἡσύχιον χωρίον τῆς Δημητριάδος ἀναφερόμενον εἰς τά πολύτιμα μέταλλα.
- Ἀφείδης υἱός τοῦ Ἀρκάδος καί τῆς Μετανείρας ἢ Χρυσοπελείας
- Φθις ἐπίθετον τοῦ κατεργαστοῦ τοῦ χρυσοῦ Ἡφαίστου.
- Ἀφουσία νησίς τῆς Προποντίδος ἡ και Όφιοῦσα, ὡς δέ ἀπειράκις ἀνεγράψαμεν, ὁ ὄφις ἦτο συμβολική παράστασις οὐ μόνον τῶν ὑδάτων ἀλλά καί τοῦ χρυσοῦ. Βεβαίως ἐκ τῆς χρυσής ρίζας ἀφ- προέρχονται λέξεις ὄπως ἀφθονία, ἄφενος, ἀφνειός καί καθ’ ἐξῆς.
Καί ἐρωτῶμεν πάλιν τόν βλαχόπληκτον κ. Σούλην καί πάντας ὅσοι ἀγνοήσαντες τήν πάτριον αὐτῶν γλῶσσαν, ἀνατρέχουσι εἰς τάς ἄλλας γλῶσσας ἀρχαίας καί νεωτέρας ἳνα εὕρωσι τήν ἀρχήν τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης: Αἱ τόσαι Ἑλληνικώταται – Ἠπειρωτικώταται αὗται λέξεις εἶναι Βλαχικαί ἢ Τουρκικαί, ἢ Έβραϊκαί, ἢ διαβολικαί ἐπί τέλους;!!!
Ἂς μάθη λοιπόν, ἂς μάθουν πάντες ὃτι, ὃταν οἱ Ἓλληνες ἐλάλουν τήν πρωτοελληνικήν ταύτην γλῶσσαν αὐτῶν, ὃταν αὐτοί εἶχον ἀναπτύξει πολιτισμόν, ἀπαύγασμα τοῦ ὁποίου ὑπῆρξεν ὁ ἐν τῇ ἱστορικῇ ἐποχῇ ὑπέροχος πολιτισμός αὐτῶν, οἱ Λαοί τῆς Γῆς ἦσαν ἀκόμη Ἀνθρωποφάγοι.
Διά τοῦτο καί ὁ σοφός Malterban ἐκάλεσε τήν Ἓλλάδα “ΠΑΓΚΟΙΝΟΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΗΣ ἈΝΘΡΩΠΟΤΗΤΟΣ, ἒξοχον πατρίδα τῆς ἀνθρωπίνης παιδεύσεως καί σοφίας καί ἀρετής”.[9]
ΑΠΑ – ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ – ΒΑΠΤΙΖΩ – ΟΠΟΣ – ΠΟΣΙ «και πάρα πολλές σύνθετες λέξεις με την λέξη απ > άππα, οπ > οπός
- βάπτης, ου, ὁ, ὁ βάπτων ἤ βυθίζων, – οἱ βάπται ἦσαν ἰερείς τίνες τῆς Κοτυττοῦς, ἲσως οὕτω καλούμενοι ἐπειδή ἒβαπτον τήν κόμην αὐτῶν.[10]
- βαπτίζω, μέλλ. Αττ. -ιῶ, βυθίζω εἰς ἤ ὑπό τό ὕδωρ, βάπτισον σεαυτόν Πλούτ. 2.166Α, ἐπί πλοίων, καταβυθίζω ἤ ἀνίκανα ποιῶ αὐτά, Πολύβ. 1.51,6, κτλ., πρβλ. 16.6,2, ἐβάπτισαν τήν πόλιν, μτφρ. ἐπί τοῦ πλήθους, ὃπερ ἠθροίσθη εἰς Ἱερουσαλήμ κατά τήν πολιορκίαν, Ἰώσηπ. I. Π. 4.3,3, ὡσαύτως, β. τινα ὓπνῳ Ἀνθ. Π. 11.49. – Παθ., ὡς ἐκ τοῦ βεβαπτίσθαι ἀναπνέουσι Ἱπποκρ. 5.242 (Littre), καταβρέχομαι, Εὐβουλ. ἐν Ναυσικ. 1, μεταφ. βεβατττισμένοι, καταβεβρεγμένοι μέ οἶνον, «στουπί», Λατ. νίnο madidi, Πλάτ. Συμπ. 176Β, ὀφλήμασι βεβ., βεβυθισμένος εἰς χρέη, Πλούτ. Γάλβ. 21. γvoύs βαπτιζόμενον τό μειράκιον, βλέπων ὃτι ἐβυθίζετο, ἐπνίγετο ἐκ τῶν ἐρωτήσεων, «ἐπήγαινε βαθύτερα», Πλάτ. Εὐθυδ. 277D, β. εἰς ἀναισθησίαν καί ὓπνον, Ἰωσήπ. I. Ἀρχ. 10.9, 4, ὁ τῷ θυμῷ βεβαπτισμένος καταδύεται Ἀχ. Τάτ. 6.19, πρβλ. Dorvill. Χαρίτ. 2 4.2. ἀντλώ οἶνον βυθίζων τό ποτήριον εἰς τήν λεκάνην ἤ τόν κρατῆρα, Ἀριστοφῶν ἐν «Φίλωνι» 1 φιάλαις β. ἐκ… κρατήρων Πλούτ. Ἀλεξ. 67, πρβλ. βάπτω 1.3.3. «βαπτίζω», ἐπί τῆς θρησκευτικῆς τελετῆς, τινά Εὐαγγ. κ. Μαρκ. 1.4, κτλ., συχν. ἐν τῷ παθ., βαπτίζεσθαι εἰς μετάνοιαν Εὐαγγ. κ. Ματθ. 3.11 εἰς ἄφεσιν ἀμαρτιῶν Πράξ. Ἀποστ. 2.38, εἰς Χριστόν Ἐπιστ. πρός Ρωμ. ς’ 3, κτλ. – Μέσ, βουτώ ἐμαυτόν, βυθίζομαι, Ἐβδ. (4 Βασιλ. 5.14).
- βαπτίζομαι, τελῶ τήν τελετήν, Πράξ. Ἀποστ. 22.16, πρβλ. 1, Ἐπιστ. πρός Κορινθ. 10.2.
- βάπτῐσις, εως, ἡ, βούτημα, βάπτισμα, Ἰώσηπ. Άρχ 1.18.5,2.
- βάπτισμα, τό, ὁ συνήθης τύπος ἐν τῇ ΚΑ. ἐπί τοῦ Ἰωάννου καί τοῦ χριστιανικοῦ βαπτίσματος.
- βαπτισμός, ὁ, εἰς τό ὓδωρ βύθισις. ἀπόνιψις, πλύσις, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. 7.4,8, Ἐπιστ. πρός Ἐβρ. 9.10.2. βάπτισμα, Ἰώσηπ. Άρχ. 1.18. 5, 2, Ἐκκλ.
- βαπτιστήριον, τό, μέρος πρός κολύμβημα, λουτρόν, Πλίν. Ερ. 2.17. II. τό βαπτιστήριον ἐκκλησίας, κολυμβήθρα, Ἐκκλ. – ωσαύτως, βαπτιστήρ, ῆpos, ὁ, Βυζ.
- βαπτιστής, οῦ, ὁ, ὁ βυθίζων, ὁ βαπτίζων, ό βαπτ.,ΚΔ, πρβλ. Ίώσηπ. Άρχ. I. 18.5,2.
- βαπτιστικός, ή, όν, ό εἰς βάπτισμα ἀνήκων ἡ κατάλληλος, τό βαπτιστικόν μου (όνομα), τό κατά τό βάπτισμα διδόμενον, Κεδρην. 1. σ. 797, ἒκδ. Bonn.
- βαπτός, ή, όν, βουτηγμένος, βεβαμμένος…
- βαπτός, ή, όν, βουτημένος, βεβαμμένος, Διόδ. 5.30, λαμπρόν ἒχων χρώμα, ορνιε Άριστοφ. Όρν. 287, ιμάτια ὁ αὐτ. Πλ. 530 τά βάπτ’ ἒχοντες, βεβαμμένα, δηλ. μέλανα, Ήγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1.13.2. πρός βαφήν κατάλληλος, χρώματα Πλάτ. Νόμ. 847C. II. ἐπί ὕδατος ἀντλουμένου διά καταβυθίσεως ἀγγείων (πρβλ. βάπτω 1.3), Εὐρ. Ἱππ. 123.
- βάπτρια, ἡ, θηλ. τοῦ βάπτης Εὐπολ. Ἀδήλ. 111.
- βάπτω, μέλλ. βάψω, (ἐμ-) Ἀριστοφ. Εἰρ 959: αὀρ. ἒβαψα Τραγ., κτλ.: – Μέσ. Μέλλ. βάψομαι Ἀριστοφ. Λυς. 51: αὀρ. ἐβαψάμην Ἀνθ. -Παθ. μέλλ. βᾰφήσομαι Ἑβδ. Μ. Ἀντων. 8.51: αὀρ. ἐβάφθην (ἀπ-) Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 366. Παρ’ Ἀττ. καθόλου ἐβάφην [ ᾰ ] Πλάτ. κτλ.: πρκμ. βέβαμμαι Ἡρόδ., Ἀριστοφ. (ἐκ ῥ ΒΑΦ, ὡς φαίνετε ἐκ τοῦ ἀορ. βαφῆναι, βαφή, κλπ. οὒσης πιθ. συγγενοῦς τῇ ῥ ΒΑΘ, βαθύς, ὅ ἲδε). Ι. μεταβ. βυθίζω εἰς τό ὕδωρ, «βουτῶ», Λατ. immergere, ὡς δ’ ὅτ’ ἀνήρ χαλκεύς πέλεκυν….. εἰν ὕδατι ψυχρῷ βάπτῃ, ἳνα καταστήσῃ ἰσχυρότερον τον χάλυβα αὐτοῦ ἐρυθρόν ὄντα ἐκ τοῦ πυρός, Ὀδ. Ι 392. β. εἰς ὕδωρ Πλατ. Τιμ. 73Ε. […] – ΠΗΓΗ: LSJ.
Επίσης:
ἄα ἤ ἀά, σύστημα ὓδατος > Φωτ. λεξ. συναγωγή.
ἂπιος, η, ον, ὁ μακράν ἀπέχων, τηλόθεν ἐξ ἀπίης γaίnς, «πόρρωθεν ἐκ τῆς μακράν ἀπεχούσης γῆς» (Σχόλ.), 1λ. Α 270, Γ 49, Όδ. Π 18, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1685, II. Ἂπιος, α, ον, Πελοποννήσιος, λέγεται δέ ὃτι (ἐπί ταύτης τῆς ἐννοίας) παράγεται ἐκ τοῦ Ἂπις, ὂνομα μυθικοῦ βασιλέως τοῦ Ἂργούς, υἱοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος, ἰατροῦ καί μάντεως, ἰατρομάντεως, τό ἐπίθετον δέ τοῦτο ἢγαγε τόν Ἓρμαννον νά σχετίση τήν λέξιν πρός τήν ἢπιος), Αἰσχύλ. Ἱκ. 262 κέξ. Ἀπία γῆ, Ἀπία χθων ἢ Ἀπία μόνον, ἡ Πελοπόννησος, καί κυρίως ἡ Ἀργολίς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 257, Σοφ. Οἰδ. Κολ. 1303. Ὡσαύτως, Ἀπίς, ίδος, ἡ, Θεόκρ. 25.183. [Ἡ πρώτη λέξις ἔχει τό ἂλφα βραχύ (ᾰ), ἡ δέ δευτέρα μακρόν (ᾱ), ἀλλ’ ὁ Σοφοκλ. ἐν Οἰδ. Κολ. 1685 μεταχειρίζεται τήν σημ. I. μετά ᾱ, καί μεταγεν. Ἐπ. ποιηταί ἔχουσι τήν λέξιν ἐπί τῆς δευτέρας σημασίας μετά ᾰ, Βουττμ. Λεξιλ. ἐν λέξ. Ἀπίη γαῖα]. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τῆς προθέσ. ἀπό, ὡς τό ἀντίος ἐκ τῆς ἀντί. Ἀλλ’ ὁ Κούρτ. σ. 428 ἀναφέρει αὐτήν εἰς τό Σανσκρ. ap (ὕδωρ).
Ἀν αὕτη ἡ ἐτυμολογία γείνῃ ἀποδεκτή, ἡ πρώτη σημασία πρέπει νά εἶναι: μακράν, πέραν τῆς θαλάσσης, Γαλλ. outre mer. Περί τοῦ νεωτέρου ὀνόματος τῆς Πελοποννήσου Μορέας ἢ Μορεάς, ὃπερ ὁ Follmeraqer ἠθέλησε νά ἐτυμολογήσῃ ἐκ τῆς σλαυϊκῆς λέξεως morje (θάλασσα), ἴδε Σάθαν ἐν Μνημ. Ἑλλ. Ἱστ. τ. Α’ σ. λδ’ και Γ. Ν. Χατζιδάκιν ἐν τῷ Ε τόμ. τῆς Ἀθηνᾶς σ. 231. – ΠΗΓΗ: LSJ.
ἀπόβαμμα, τό, ὕδωρ ἤ ἄλλο τι ὓγρόν ἐντός τοῦ ὁποίου ἐβάφη πεπυρακτωμένος σίδηρος ἤ ἄλλο μέταλλον, ἤ ἄλλο πρᾶγμα, Σχολ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 51.
ἀποβαπτίζω, καθιστῶ τινα ἀβάπτιστον, ἀφαιρῶ τό βάπτισμα αὐτοῦ, τόν «ξεβαφτίζω», κτλ. Θεόδ. Στουδ. σ. 516C. II. Μέσ., ἀναδύομαι μετά τήν καταβύθισιν, «ξεβουλιάζω», ἐπί πλοίου, Ὑρτακ. ἐν Ἀνεκδ. Βοασσ. τ. 3. σ. 68f.
ἀποβάπτω: – μέλλ. ψω, βυθίζω τι εἰς ὓδωρ ἤ ἂλλο ὑγρόν, «βουτώ» ἀπ. ὦν ἔβαψεν ἐωυτόν (ἐν τμήσει) Ἡρόδ. 2.47, ἀποβάψαντες ἐs τήν κύλικα ἀκινάκεα καί ὀϊστούς καί σάγαριν ὁ αὐτ. 4. 70, εἰς ποταμόν τά γιγνόμενα Ἀριστ. Πολ. 7.17,3, λίθον ἐν οἴνῳ ἀποβάψαντες πίνουσιν ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζῴων 29, 3, φαρμάκῳ τούς ὀϊστoύs ὁ αὐτ. περί Θαυμ. 141: – μεταφ. ὣσπερ… ὁ Ζήνων ἔλεγεν ὃτι δεῖ τόν φιλόσοφον εἰς νοῦν ἀποβάπτοντα προφέρεσθαι τήν λέξιν Πλουτ. Φωκ. 5: – Παθ., ὃστις ἐν ἃλμῃ ἀπεβάφθη Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 366, περιστεράς ἀφῆκεν ἀποβεβαμμένας εἰς… μύρον Ἀλεξ. ἐν «Εἰσοικιζομένῳ» 1.2. ἀντλῶ, ἀποβάψαντας [ὓδωρ] φέρειν Ἐβδ. (Μακκ. Β’ α’ 21). – ΠΗΓΗ: LSJ.
ἂα: σύστημα ὓδατος
ἂπλοοι. οἰ μή δυνάμενοι πλέειν
ἀποστολεύς’ τά πρός πλοῦν παρασκευάζων τοῖς πλέουσιν ἀποστελομένοις ἀπό στόλων τήν διά θαλάσσης (Δημοσθ. 18, 107)
ἀπόστολος’ στρατηγός κατά πλοῦν πεμπόμενος (Δημοσθ. 18, 107) < στόλος, ό (στέλλω)• προπαρασκευή (ετοιμασία, εξοπλισμός) διά πολεμικούς σκοπούς, εκστρατεία κατά γήν -η (συχνότερον) κατά θάλασσαν – όδοιπορία, πορεία, ταξίδιον II ίδίω στόλω = έν ταξιδίω ίδιωτικώ, τό όποίον έπιχειρεί τις δι’ άτομικάς του ύποθέσει εν αντιθέσει πρός το κοινώ στόλω ή δημοσίω στόλω, έπί ταξιδίου, τό όποίον αναλαμβάνει τις δι’ ύποθέσεις τού Κράτους. Και ό σκοπός ή ή αιτία ταξιδιού τινός, ή αποστολή. 3) ή στρατιά ή άποστελλομένη εις έκστρατείαν, ή τό σύνολον των πλοίων (ό σημερ. «στόλος») των αποστελλομένων δι’ επιχειρήσεις κατά θάλασσαν, στρατός, στόλος – όμιλος, πλήθος, άνθρώπων, λαός:πρόπας στόλος = όλος ό λαός, όλος ό κόσμος. – ΙΙ το έμβολον του πλοίου, κεκαλυμμένον διά χαλκίνων πλακών. [δι’ έτυμολ. βλ. στέλλω],[….]
ἀπικρόχολον. τό οὐκ ἔχον ξανθήν χολήν
ἀφεδρῆ. ἀποπνίγη – ΠΗΓΗ: LSJ.
βαπτίζω, ἀττ μελλ. βαπτιώ (βάπτω). βυθίζω κατ’ ἐπανάληψιν, βυθίζω υπό το ύδωρ, καταβυθίζω.- Μέσον, λούομαι. -ΙΙ «βαπτίζω», ἐξ αὐτού το βάπτισμα, το γεν. -ατος. τό βυθίζειν, λούειν, βαπτίζειν. πρβλ. βαπτισμός.
Βαπτισμός, ὁ. ἡ εἰς. τό ὓδωρ καταβύθισις ΙΙ τό βάπτισμα.
βαπτιστής, -οῦ, ὁ. βυθίζων, ὁ βαφεύς. – ΙΙ ὁ βαπτίζων: ὁ βαπτιστής (ὁ Ιωάννης) – ΠΗΓΗ: Ιωάν. Στ.
ἂα: σύστημα ὓδατος
ἂπλοοι. οἰ μή δυνάμενοι πλέειν
ἀποστολεύς, τά πρός πλοῦν παρασκευάζων τοῖς πλέουσιν ἀποστελομένοις ἀπό στόλων τήν διά θαλάσσης (Δημοσθ. 18, 107)
ἀπόστολος’ στρατηγός κατά πλοῦν πεμπόμενος (Δημοσθ. 18, 107)
ἀπικρόχολον. τό οὐκ ἔχον ξανθήν χολήν
ἀφατήλες. μαστοί. θῆλες
ἀφεδρῆ. ἀποπνίγη – ΠΗΓΗ: ΗΣΥΧΙΟΣ.
Ρίζα οπ-
ρίζα οπ- > ΟΠΟΣ, -οῦ, ὁ, ὅ,τι καί νῦν, ὀπός, χυμός, (κυρ. δένδρων ἢ φυτῶν), τό γαλακτῶδες ὑγρόν, τό ὁ ὁποῖον ἐκρέει, ὅταν τις κεντήσῃ ἢ χαράξῃ κορμόν δένδρου, εἶδος ρητίνης ἢ κόμμεως ΙΙ ὁ δριμύς ὀπός τῆς συκῆς, ὅστις ἐχρησίμευεν ὡς πυτία (τάμισος) πρός πῆξιν γάλακτος γάλακτος Ι μτφρ. ὀπός ἣβης; = ἡ χυμώδης δροσερότης τῆς νεότητος.
- Έτυμ.: ὀπός. ὀπίζω (= ἐκθλίβω τόν χυμόν). Κατά τινας εἶναι συγγ. τῷ σανσκρ. ap- (= ὓδωρ), ὄνομ. πληβ. ᾱpaḥ, apάḥ, γεν. πληθ. apᾱm, άpavant (ὑδαρής): ἑλλ. ὀπόεις = χυμώδης, παλ-πρωσ. ape (ποταμός), apus (πηγή), λιθ. ùpė, λεττ. upe (ὓδωρ) (υ- < ἰαπ. ο-). – Κατ’ ἂλλην ἐκδοχήν συγγ. τῷ λιθ. πληθ. sakai, παλ-πρωσ. sackis, λεττ. swek’is (ρητίνη), παλ-σλαβ. soku (ὀπός δένδρων, ὀπωρῶν), ἐξ ἰαπ. sveq- (svοq-vο-s) ὁπότε εἶναι συγγ. καί τῷ λατ. sucus (<ἰαπ. *seuq-). – ΠΗΓΗ: ΛΑΕΓ-Ιωάν. Στ.
ὀπός, ὁ, ὡς καί vῦv, διαφέρων τοῦ χυλοῦ και χυμοῦ, καθ’ ὃσον ὀπός κυρίως σημαίνει τό γαλακτῶδες ὑγρόν τό ὁποῖον λαμβάνει τις κεντῶν ἢ χαράττων τό φυτόν, ὀπόν… στάξοντα τομῆς… Κάδoις δέχεται Σοφ. Ἀποσπ. 479, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9.8, κτλ. – μάλιστα ὁ δριμύς ὀπός τῆς συκής ὃστις ἐχρησίμευεν ὡς πυτία (τάμισος) πρός πήξιν γάλακτος, Ἰλ. Ε 902, Ἐμπεδ. 215, Ἀριστ. Μετεωρ. 4.7,9, 4.11,4, π. Ζῲων Γεν. 2.3.15. βλέπειν ὀπόν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1184. Ἐν τῷ πληθ. Ἀντιφάνης ἐν «δυσέρωτι» 1, Ἀναξανδρίδ. Ἐν «Πρωτεσιλάω» 1.59. – πρβλ. ὀπίας ὀποειδής, 2. σπανίως ἐπί ζωϊκών χυμών, οἶον ἐν Πλατ. Τιμ. 60. 3. Μεταφορ. ὀπός ἣβης, ἢ χυμώδης δροσερότης τῆς νεότητος, κατ’ ἀντίθεσιν πρός τό ρυτίς Ἀνθ. Π. 5. 258. ΙΙ τό φυτόν σίλφιον, Ἱππ. Παρά Γαλην. (ἀλλά: ὀπός σιλφίου, ὁ ὀπός αὐτού, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Οξ. 387). καί οὓτω πιθι. Ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 404, Πλ. 719. (Πρός τό ὀπός, πρβλ. τά Λατ. sap-a, sap-ere, sap-or, sucus. Πρβλ. Π, π, ΙΙ 2. Ἀρχ. Σκανδ. saf. Αγγλο-Σαξ. soep (Αρχ. Γερμαν. saf (saft), κτλ.. σαφής, σοφός, φαίνονται παραγόμενα ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης. – ἐντεῦθεν ὄπιον, opium, οὗ ἡ πήγνυται ὁμοιότης πρός τό sοpor εἶναι ἀπλῶς τυχαία. πρβλ. ὓπνος ἐν τέλει). – καθ’ Ἡσύχ.: «οπός. βοτάνη τις, δι’ οὗ πήγνυτααι τό γάλα καί τῶν δένδρων δάκρυον καί τό γαλακτῶδες ἐκ τῆς συκῆς ἀνιέμενον».
ὀπίας, (ἐξυπ. τυρός), ὁ, τυρός γάλακτος πηχθείς διά τοῦ ὀποῦ συκῆ, Ἀριστοφ. Σφ. 353 (μετά λογοπαιγνίου ἐπί τῆς λέξεως ὀπή). πλῆρες: τυρός ὀπίας[11] Εὐρ. Κύκλ. 130. πρβλ. Ἀθήν. 658C΄ ἲδε ἐν λ. ὀπίζω.
ὀπίζω (ὀπός) ὀπόν συλλέγω δι’ ἐγχαράξεως τοῦ καυλοῦ ἢ, τῆς ῥίζης φυτοῦ τινος, ὀπ. θρικακίνην Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 6, 2, τόν καυλόν καί τάς ῥίζας αὐτόθι 9. 1, 3. – Παθ., ἐκβάλλω ὀπόν, στάζω, Διόδ. 5. 41. II. ὀπ. γάλα, «πήζω» τό γάλα διά τοῦ ὀποῦ συκῆς, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 9• πρβλ. ὀπίας. – ΠΗΓΗ: LSJ.
Ρίζα πο-, ποτ- ποσ-
Ποτῑδᾶς, Ποτιδᾶν, ἢ Ποτῑδάν, Ποτῑδάων, Δωρ. ἀντί Ποσειδῶν. ὃθεν το ὄνομα τῆς Δωρικῆς πόλεως Ποτῑδαίας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Θουκ. κτλ..[….] ποταμος, ποσις, κλπ.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.10.2025.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Ἠπειρωτικά Χρονικά, ἒτος 3ον, 1928 σελ. 310, 320.
[2] Δελτίον τῆς Ἑλληνικής Λαογραφικῆς Ἑταιρείας ἒτος 1923 τόμ, Ζ’ σελ. 521.
[3] «Φῶς ἀπό τά βάθη τῶν Αἰώνων», τεῦχ. ΣΤ’ 33, τεῦχ. Ε’ σελ. 18.
[4] Ἀρχαιολογικόν Δελτίον, ἒτος 6ον 1920 – 21 σελ. 152.
[5] Φῶς ἀπό τά βάθη τῶν ὑδάτων Φυλ. πρῶτον σελ. 12.
[6] Δ. Δ. Πασχάλη ἡ Ἂνδρος τομ. Α’, σελ. 137. 152.
[7] «Παξοί», Ἐφημερίς Παξῶν, ἒτος δ’, ἀριθ. φύλ. 210.
[8] «Φῶς ἀπό τά βάθη τῶν Αἰώνων», τ. δ’, Τό Μέγα Μυστικόν τῶν Παξῶν καί τῆς Ἑλλάδος ἐν γένει.
[9] Malterban precis de la Geographie, τ. VI, σελ. 123.
[10] Βλ. Meineke Κωμ. Ἀποσπ. 1. σ. 119, κἑξ.
[11] Πολλά τυριά όπως και σήμερα έχουν τρύπες, όπως το ελβετικό τυρί γκουντα.
παναρχαια ελληνικη ριζα απ- λεξεις νερο ολες οι γλωσσες του κοσμου μνημειο αρχαια ελληνικη γλωσσα