Το χωριό Αρχάγγελος ευρίσκεται μόλις 30 χλμ. από την πόλη της Ρόδου Δωδεκανήσου. Είναι το μεγαλύτερο χωριό του νησιού. Οι κάτοικοί του δεν μιλούν την καθομιλουμένη κοινή ελληνική, αλλά μια πολύ ιδιαίτερη ντοπολαλιά. Η διάλεκτος ονομάζεται αρχαγγελίτικη. Ομοιάζει με την κυπριακή διάλεκτο της ελληνικής.
Οι κάτοικοι του χωριού μιλούν καθημερινώς την συγκεκριμένη γλώσσα. Έτσι περνά από γενιά σε γενιά.[1]:
καντούνι = γωνία
κοπελούδα = κόρη
λουτριά = ψωμί
Πώς σε λόσε; = πώς σε λένε;
ριφικί = αρνί με γέμιση, ιδιαίτερο πιάτο της Λαμπρής.
ρκινούμε = αρχινούμε, αρχίζουμε (παραλειψη του αρχικου αλφα)
χαντέστε = πάμε
Η κυπριακή διάλεκτος στον Αρχάγγελο Ρόδου: Αρχαγγελίτικες λέξεις, που είναι ακριβώς οι ίδιες με αυτές που χρησιμοποιούνται στην Κύπρο:
αβανιά: συκοφαντία, κακολογία
αξαμώννω: μετρώ διαστάσεις
αρκάτζι: ρυάκι
αντζιά: οικιακά σκεύη
άγγρι το > αγκρίζω: δυσαρέσκεια, δυσαρεστώ
αγκώνας: αγκώνας του χεριού
αθέρα: λεπτό αιχμηρό ξυλαράκι
ατζία: μυτερή άκρη ξύλου αλλά και ψωμιού
αλλάβερσι: μακάρι
αξανάστραφα: ανάποδα
άνηλιος: είδος σαύρας
άκκι πέττι: τέλος πάντων
βίλλα: αρσενικό μόριο, φαλλός
βολά: φορά
βαζάνι: μελιτζάνα
βούρα: τρέξε
βαβάτσινα: βατόμουρα
γαλουλίζω: περπατώ γέρνοντας μια δεξιά και μια αριστερό
γιαν: σαν
γιαρράς: πληγή
για λλόου μου: για λόγου μου, για εμένα
δακκαματιά: δαγκωματιά – μπουκιά
δαμάλι: νεογέννητο βόδι
δακκώ: δαγκώνω
δεμάτι: μεγάλη δέσμη σταχυών, χόρτων ή κλαδιών
δουκάνα / δουκάνη: εργαλείο για τα αλώνια, μεγάλο βαρύ ξύλο με πέτρες και σίδερα για να αλέθει τα στάχυα
δώμα: οροφή σπιτιού
εν τον κάμιω ζάφτι: δεν μπορώ να τον ελέγξω, δεν τον κουμαντάρω
έλα του νου σου: βάλε μυαλό
εμάλλιασεν η γλώσσα μου: επανέλαβα πολλές φορές το ίδιο πράγμα χωρίς αποτέλεσμα
ένα τσιγκρί / τσιμπί: πολύ λίγο
εποκότησε, εποφκάρτη: δεν τα κατάφερε, δεν τα πρόλαβε
ζέχνω: ζευγαρίζω, οργώνω
ζοντάκρα: τανάλια
ίλλα τζιαι καλά, ίλλα μου: σώνει και καλά
καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
καλαδέρκια: τα παιδιά που οι γονείς του ενός είναι νονοί του άλλου
καννί: καλάμι
καπνίζω: θυμιατίζω
καμός: καημός
καντούνι: γωνιά
καπνιστήρι: το θυμιατό
κκέλης: φαλακρός
κορατζιάζω: διψώ υπερβολικά
κάχρι: μίσος
καράολας / καράλας: σαλιγκάρι
καρτσί: απέναντι
κάσκα: το κράνος
καταλύω: τελειώνω
κόξα: μέση
κιλίκι: κατάντια
κερακκιά / τερατζιά: χαρουπιά
κλουθώ: ακολουθώ
κούννα: το κουκκούτσι ενός καρπού
κωλοσύρνω: τραβώ
λακερντί: κουβέντα, συζήτηση
λαμπάζω: φοβάμαι, υποφέρω πολύ
λάς: ο λαός
λαψάνα: χόρτο (βρούβα)
λατσώνω τα ρούχα μου: γεμίζω με λάσπη τα ρούχα μου
μιλλέττι: σόι
μαρτί: αρνάκι εξημερωμένο που ακολουθεί αυτόν που το τρέφει
μιτσής: μικρός
μιάλος, μιαλη, μιαλο: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο
μίλλα: λίπος
μουλλώνω: σιωπώ
μούζη: καπνιά, μαυρίλα
μάχουμαι: προσπαθώ, πειράζω
μουσκοκαρκιά: γαρύφαλλο
μισίνα: πετονιά
ξανοίω: κοιτάζω με τρόπο τον άλλο για να βγάλει από το στόμα του κάτι που δεν θέλει να πει.
ξεροτηάνηση: ξεροτηγανηση, τσιγαρισμένο κρεμμύδι σε μπόλικο λάδι
ξεροτήανο: ξεροτηγανο, τηγανίτα
ξεσκουλλώ: ξεσκεπάζω, σκίζω
ξυλιάζω – εξύλιασα: πάγωσα από το κρύο (έγινα ξύλο)
παστός: παστας / πασταδα, ο νυφικός θάλαμος στην Πάφο. – Στην υπόλοιπη Κύπρο λέγεται μάνασσα, δηλ. το δωμάτιο όπου η γυναίκα θα γίνει μανα).
πασπατεύκω: ψάχνω στα τυφλά
πάντα: η άκρη
πατατούκα: το παλτω, η κάπα
πατανία: κουβέρτα
ράστιν: κατά σύμπτωση
ρίφι: κατσικάκι
ρότσα: πέτρα
σαλαβατώ: μαστιγώνω, λέγω φράσεις που δεν γίνονται αντιληπτές
σαλαωνώ / σαλανώ: σείομαι, σαλεύω, μετακινούμαι συνέχεια
σανία: ειδική ξύλινη σανίδα για τοποθέτηση ψωμιών πριν το φούρνο
σινί: ταψί
σφοτζελλώ: μουντζώνω, βάζω δέκατα
τανώ: τεντώνω, απλώνω, τείνω χείρα βοήθειας
τατάς: νονός
ττέλι: τελι, το μεταλλικό σύρμα, καλώδιο
τρουλλώνω: παραγεμίζω
τσαττώ: συναντώ κάποιον απρόσμενα, π.χ. ετσάτισσα πάνω του
τσιμνιά / τσιμινιά: τζάκι / τσιμινιερα
φακούρα η: μεγάλο πανί με το οποίο περιτυλίγουν τα σπάργανα
φακκώ: κτυπώ, τρακάρω
χαβούζα: μεγάλη δεξαμενή
χαζίρικα: αγαθά, μη δουλεμένα, χωρίς μόχθο
χωραήτης: απο την χώρα δηλ. την πόλη δηλ. από την Ρόδο ή Λευκωσία
χαμνός: χαλαρός, νερουλός
χάττιν / χαττι: Αν έχεις χάττιν κάμε το. Μόνο με σουλτανικό διάταγμα μπορείς να το κάνεις
χαττάς: δυστύχημα από απροσεξία
χάσκω: χαζεύω
χασκιάζω: κάμνω το άλλο να μείνει με ανοικτό το στόμα σαν αποκοιμισμένος
χρουσόμηλο: βερυκοκκο
χτιτζιό: η φθήση. Χτιτζιάζω από την ζήλεια μου.
Χτιτζιάρης: φθυσικός
ψατζί: φαρμάκι, δηλητήριο
ωρα καλη: κυπριακός χαιρετισμός.
ΠΗΓΗ: «Ρόδος: Η ιδιαίτερη διάλεκτος που μιλούν στον Αρχάγγελο», in.gr, 24.7.2019. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 25.7.2019.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Διακογεωργίου Χ. «Το Αρχαγγελίτικο ιδίωμα της Ρόδου: Περιγραφή και Ανάλυση», πτυχιακή / διπλωματική εργασία, Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, Ιούνιος, 2023.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
[1] Πληροφορία: πρόεδρος της Κοινότητας Αρχαγγέλου, Αργ. Αργυρού.
αρχαγγελιτικα Ροδου χωριο Αρχαγγελος πολη Ροδος Δωδεκανησου Δωδεκανησων Δωδεκανησα Δωδεκανησος μεγαλυτερο χωρια νησι κατοικοι καθομιλουμενη κοινη ελληνικη ιδιαιτερη ντοπολαλια διαλεκτος αρχαγγελιτικη κυπριακη κυπρος νησος γλωσσαρι ΛΕΞΙΚΟΝ ροδιακης διαλεκτου ΛΕΞΙΚΟ ροδιακη προφορα λεξεις Λεξη εντοπιολαλια τοπιολαλια λεξικο λεξικον ιδιωματισμοι ιδιωματισμος ετυμολογια γλωσσα γλωσσικο ιδιωμα λεξις λεξιλογιο ΛΕΞΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟΝ