Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

15.9 C
Athens
Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου, 2025

Η «γαλλική» λέξη coupé είναι αρχαία ελληνική

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.

(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί οι γλωσσολόγοι δίδουν λανθασμένες ερμηνείες σε πάρα πολλές λέξεις. Μας λένε ότι η λέξη coupé ότι δεν προέρχεται απ’ ευθείας από τα Ελληνικά:

  • Πρώτο λάθος γιατί η αρχαία ελληνική λέξη κύββα σημαίνει ποτήριον και στις βόρειες χώρες το Β προφέρεται Π δηλαδή κύππα. Επίσης μας λένε ότι πιθανόν να προέρχεται από την λέξη τέμνω.
  • Δεύτερο λάθος γιατί η γαλλική λέξη για το τέμνω είναι couper με «ρ» στο τέλος της λέξης.
  • Επίσης μας λένε ότι έχει “ινδοευρωπαϊκή” ρίζα geu – > γυρίζω.

Το μόνο λεξικό που αναφέρει την σωστή ετυμολογία είναι το Γαλλικό Ετυμολογικό Λεξικό που περιλαμβάνει τις Γαλλικές λέξεις που προέρχονται από τα Ελληνικά, που εκδόθηκε στο Παρίσι το 1809, και που μας λέει ότι η λέξη coupe που σημαίνει κύπελλον προέρχεται από τον αρχαία ελληνική λέξη κύββα.

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ

ΑΘΗΝΑΙΟΣ / Athenaeus, The Learned Banqueters, LCL 274: 346-347, Book XI:

Σιληνὸς δέ φησι· κύπελλα ἐκπώματα σκύφοις ὅμοια, ὡς καὶ Νίκανδρος ὁ Κολοφώνιος, […] κύπελλα δὲ νεῖμε συβώτης.

Εὔμολπος δὲ ποτηρίου γένος, ἀπὸ τοῦ κυφὸν εἶναι. Σιμάριστος δὲ τὸ δίωτον ποτήριον Κυπρίους, τὸ δὲ δίωτον καὶ τετράωτον Κρῆτας. Φιλητᾶς δὲ Συρακοσίους κύπελλα καλεῖν τὰ τῆς μάζης καὶ τῶν ἄρτων ἐπὶ τῆς τραπέζης καταλείμματα.

Κύμβη. Φιλήμων ἐν ταῖς Ἀττικαῖς Φωναῖς κύλικος εἶδος. Ἀπολλόδωρος δ᾿ ἐν τῷ Περὶ Ἐτυμολογιῶν Παφίους τὸ ποτήριον καλεῖν κύββα.

Κώθων. Λακωνικὸν ποτήριον, | οὗ μνημονεύει Ξενοφῶν ἐν πρώτῳ Κύρου Παιδείας. Κριτίας δ᾿ ἐν Λακεδαιμονίων Πολιτείᾳ γράφει οὕτως· χωρὶς δὲ τούτων τὰ σμικρότατα ἐς τὴν δίαιταν· ὑποδήματα ἄριστα Λακωνικὰ – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκακης “Τα 105 ειδη υποδηματων των αρχαιων Ελληνων” – καὶ ἱμάτια φορεῖν ἥδιστα καὶ χρησιμώτατα· κώθων Λακωνικός, ἔκπωμα ἐπιτηδειότατον εἰς στρατείαν καὶ εὐφορώτατον ἐν γυλιῷ. οὗ δὲ ἕνεκα στρατιωτικόν, πολλάκις ἀνάγκη ὕδωρ πίνειν οὐ καθαρόν. πρῶτον μὲν οὖν τὸ μὴ λίαν κατάδηλον εἶναι τὸ πόμα· cεἶτα ἄμβωνας ὁ κώθων ἔχων ὑπολείπει | τὸ οὐ καθαρὸν ἐν αὑτῷ. καὶ Πολέμων δ᾿ ἐν τῇ […] τῶν Πρὸς Ἀδαῖον καὶ Ἀντίγονον, ὅτι κεραμέοις ἀγγείοις ἐχρῶντο ἐν τῷ πρώτῳ[1]

ΑΘΗΝΑΙΟΣ / Αthenaeus Soph., Deipnosophistae 11, Kaibel, 64,39: ὅτι δὲ καὶ πλοῖον ἡ κύμβη Σοφοκλῆς ἐν Ἀνδρομέδᾳ φησίν (fr. 123 N)· ἵπποισιν ἢ κύμβαισι ναυστολεῖς χθόνα; κύββα ποτήριον Ἀπολλόδωρος Παφίους. 65,27: Ἀπολλόδωρος δ’ ἐν τῷ περὶ Ἐτυμολογιῶν Παφίους τὸ ποτήριον καλεῖν κύββα.

ΗΣΥΧΙΟΣ – Hesychius Lexicogr., 4360, 1: κύββα· ποτήριον, Κύβελα· ὄρη Φρυγίας.

Μυκηναϊκό μεγάλο κύπελλο με πολύ λεπτή βάση και μεγάλο άνοιγμα (φωτ. επάνω δεξιά). Είναι κατασκευασμένο από ανοιχτόχρωμο πηλό και φέρει διάκοσμο που διατάσσεται σε δύο ζώνες. Στην επάνω ζώνη, που είναι και μεγαλύτερη, κυριαρχούν οι διπλοί πελέκεις, που χωρίζονται με στικτές γραμμές. Μικρότερα μοτίβα κοσμούν την χαμηλότερη και λεπτότερη ζώνη. Η λαβή είναι λεπτή και ψηλή, με ραδινή ανάπτυξη. – ΠΗΓΗ: ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ. Άρα το κύπελλο είναι πανάρχαιο σκεύος, αφού έχουμε και κύπελλο μυκηναϊκής περιόδου. 

 ΓΑΛΛΙΚΑ ΛΕΞΙΚΑ

Τι λένε τα περισσότερα Γαλλικά Λεξικά για την προέλευση της λέξης COUPEΜετάφραση στα Ελληνικά από τα Γαλλικά από τον Δ. Συμεωνίδη JP:

Η γαλλική λέξη «coupe» δεν προέρχεται απ’ ευθείας από τα ελληνικά, αλλά μάλλον από τη λατινική «cupa», που σημαίνει «ξύλινο σκεύος, βαρέλι». Ωστόσο, η ίδια η λατινική λέξη «cupa» έχει πιθανές ετυμολογικές συνδέσεις με τα ελληνικά. Μερικοί γλωσσολόγοι πιστεύουν ότι μπορεί να προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη τέμνω (témnō), που σημαίνει «κόβω». Άλλες πηγές υποδηλώνουν ότι η «cupa» μπορεί να προέρχεται από μια ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gēu-, που σημαίνει «γυρίζω».

Συνοψίζοντας, αν και η γαλλική λέξη «coupe» προέρχεται από τα λατινικά, η προέλευσή της μπορεί να σχετίζεται με την ελληνική ρίζα «témnō», που σημαίνει «κόβω», ή με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gēu-, που σημαίνει «γυρίζω».

Ακολουθούν μερικά επιπλέον σημεία για διευκρίνιση:

 «Cupa» στα λατινικά:

Αυτή η λατινική λέξη αναφερόταν σε ένα ξύλινο δοχείο, όπως ένα βαρέλι, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την συγκράτηση υγρών, και κατ’ επέκταση, ο όρος χρησιμοποιούνταν για να αναφέρεται σε οποιοδήποτε σκεύος γενικά, συμπεριλαμβανομένου του πόσιμου. • Η σύνδεση με το “témnō”:

Η σύνδεση με το ελληνικό “témnō” (κόβω) μπορεί να προέρχεται από το γεγονός ότι τα αγγεία συχνά λαξεύονταν ή διαμορφώνονταν με κοπή, αλλά δεν αποτελεί άμεση παράγωγο της λέξης “κόβω”.

  • Η λέξη “tomos”: Στα αρχαία ελληνικά, “tomos” (τόμος) σημαίνει “αυτό που κόβεται, τεμαχίζεται, τεμαχίζεται” και σχετίζεται με τη ρίζα *temh₁-, που σημαίνει “κόβω”.
  • Ανατομία: Η λέξη “anatomy” προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις ana (προς τα πάνω ή χωριστά) και tome (κόβω), που σημαίνει “κόβω” ή “χωρίζω”.

Στα ελληνικά, “poterion” (ποτήριον) σημαίνει “κύπελλο” ή “δοχείο πόσης” και σχετίζεται με το ρήμα pino (πίνω). Συμπερασματικά, αν και η λέξη «coupe» στα αγγλικά δεν προέρχεται απευθείας από τα ελληνικά, η λατινική της προέλευση «cupa» θα μπορούσε να σχετίζεται με την ελληνική ρίζα «témnō» (κόβω) ή με την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *gēu- (γυρίζω).[2]

  • Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec, Paris, 1809: ΚΥΠΕΛΛΟ, ουσ. π.χ. δοχείο πόσης πλατύτερο παρά βαθύ· από τη λατινική λέξη cupa ή cuppa, η οποία προέρχεται από τη λέξη κύββα (kubba), η οποία στον Ησύχιο χρησιμοποιείται για το κύπελλο, ένα δοχείο πόσης, και η οποία λεγόταν μεταξύ των Αιολών και των Λακεδαιμονίων κύμβη (kumbê), δωρική λέξη κύμβα (kumba). Οι Έλληνες έχουν επίσης τη λέξη κύπελλον (kupellon), που σημαίνει το ίδιο πράγμα, και η οποία λεγόταν για το κύπελλον (kuphellon), της οποίας η ρίζα είναι κύφος (kuphos), κοίλο. Από αυτό φτιάξαμε το Cupelle, ένα είδος μικρού κυπέλλου από πυρωμένα οστά, το οποίο χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό μετάλλων· και το ρήμα Coupeller, για να περάσουν τα μέταλλα μέσα από το κύπελλο. Βλ. Cuve.[3]
  • Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec, Paris, 1809: ΚΟΨΙΜΟ, ρήμα από το κόπτειν (koptéin), 2. αόριστο κοπεῖν (koptin). Από εκεί προέρχεται το Copeau, ουσ. μ. Μπαλτάς, μεγάλο, φαρδύ, κοντό μαχαίρι· ΚΟΨΙΜΟ, ενέργεια κοπής· Κουπόνι, κομμάτι ή θραύσμα ενός πράγματος, στα ελληνικά κόπτον (kopéon}· ΚΟΨΙΜΟ.[4]

Συνοπτικός πίνακας των διαφόρων μεταβολών / τροπών των ελληνικών γραμμάτων των διαλέκτων

 Α, α = α, ε, ο, η, υ, ω, αι, ευ.

Β, β = γ, δ, ζ κ, λ, μ, π, τ, φ, χ, ψ. – Ρ, G, Κ (Qu), F στις ξένες γλώσσες.

Γ, γ = γ, δ, κ, λ, μ, ν, π, ρ, σ, τ, φ, χ.

Δ, δ = δ, β, γ, ζ θ, κ, λ, μ, ν, ρ, π, σ, s, τ, φ. – Δ, Τ, Ζ, Σ στὶς ξένες γλώσσες.

Ε, ε = ε, α, η, ι, ο, υ, ω, ει, αι, ευ.

Ζ, ζ = σδ, στ, δ, β, γ, σ, ς, δδ.

F, f = β, υ, δ, μ. – (V, Β, F).

η = α, ε, ι, ο, υ, ω. Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. Η= ς, σ, κ, χ.

Θ, θ = δ, κ, μ, σ, ς, τ, φ. – (DH, D, Τ, G) στὶς ξένες γλώσσες.

Ι = ε, η, ο, υ, ου, ει, οι.

J, j = ι, λι= λλ, κι= ττ, σσ, τι, θι=σσ, gi, γι, di, δι = ζ, σδ, δ.

Κ, κ = β, γ, ζ θ, κ, λ, μ, ν, π, ρ, σ, φ, τ, χ, (C (Κ), Q, ΚΗ, S, Η, G στίς ξένες γλώσσες.

Q, q = ώς κ με τίς πολυφωνικές του διαφορές.

Λ, λ = γ, δ, μ, ν, ρ, σ, ς. – (L= R) στὶς ξένες γλώσσες.

Μ, μ = β, ν, δ, θ, π, ρ, σ, τ, φ, χ.

Ν, ν = β, γ, δ, κ, μ, ρ, λ, ς, σ. – (D) στὶς ξένες γλώσσες.

Ξ, ξ = σκ, σχ, κ, σ, σσ. – (KSH), HS, (CHS) στὶς ξένες γλώσσες.

0, ο = α, ε, η, ι, ο, υ, ω, ου, οι ,ευ.

Π, π = β, γ, δ, κ, μ, σ, τ, φ, χ. – (WH (Ρ, PH, F) Κ, C, QU, HV, KAS) στὶς ξένες γλώσσες.

Ρ = ρ, γ, δ, λ, μ, ν, σ, ς. – (R= L) στὶς ξένες γλώσσες.

Σ, σ = β, γ, δ, ζ σ (σσ = θ), κ, λ, μ, ν,ξ , π, ρ, τ, χ, ψ. (W, Ζ, C) στὶς ξένες γλώσσες.

Τ,τ = δ, θ, κ, π, σ, ττ = σσ. – (Τ, TH, D) στὶς ξένες γλώσσες.

Υ,υ = α, ε, ι, ο, ει, ευ, ου, (υ= ν)= β στὶς ξένες γλώσσες.

Φ, φ = β, γ, δ, θ, κ, μ, π, τ, χ. – (ΡΗ) στὶς ξένες γλώσσες.

X, χ = β, γ, θ, κ, μ, π, σ, ς, τ, χ, φ, g, σ, π. – (GH, Η, NG, G, CK) στὶς ξένες γλώσσες.

Ψ, ψ = πσ, σσ, σ, σφ, ξ, τ.

Ω, ω = οο, α, η, ο, υ, ου.

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 9.8.2025.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ
  • Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec, Παρίσι, 1809
  • Αθήναιος / Athenaeus, The Learned Banqueters LCL 274: 346-347, Book XI.
  • Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας(TLG)
  • Συνοπτικός πίνακας των διαφόρων μεταβολών των ελληνικών γραμμάτων των διαλέκτων

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] But Silenus says: Kupella are drinking vessels that resemble skuphoi, for example Nicander of Colophon (fr. 140 Schneider): (Od. 20.253):

The swineherd distributed kupella.

Eumolpus, on the other hand, (claims that a kupellon is) a type of cup (and that the name comes) from the fact that it is kuphos (“squat”). Simaristus (says that) the Cyprians (use the term kupellon for) a two-handled cup, while the Cretans (use it for) a two- or four-handled cup. But Philetas (fr. 10 Dettori = fr. 38 Spanoudakis = Gloss. Ital. 29 K–A) (claims that) the Syracusans refer to the scraps of barley-cake and bread left on the table as kupella.

Kumbē. Philemon in his Attic Vocabulary (says that this is) a type of kulix. Apollodorus in his On Etymologies (FGrH 244 F 224) (reports that) the Paphians refer to a cup as a kubba.

Kōthōn. A Spartan cup, mentioned by Xenophon in Book I (2.8) of the Education of Cyrus. Critias writes as follows in the Constitution of the Spartans (88 B 34 D–K): Apart from these matters, the smallest details of their way of life. The best shoes, as well as the robes that are most comfortable to wear and convenient, are the Spartan variety; the kōthōn, a drinking vessel particularly well-suited to military campaigning and easily carried in a backpack, is also characteristic of Sparta. The reason it is well-suited to military use is that soldiers are frequently forced to drink dirty water. In the first place, then, it is not easy to see what one is drinking; second, the fact that the kōthōn has a rim that curves in means that the muck is trapped inside it. So too Polemon in Book . . . of his Response to Adaeus and Antigonus (fr. 61 Preller) writes as follows, (arguing) that

The quotation has fallen out of the text, along with the reference to Homer that followed.

Cited also at 11.482e.

Sc. deserve commendation.

Sc. when one is drinking from a kōthōn. Cf. Plu.

Lyc. 9.4–5. 346 Book XI.

[2] Le mot “coupe” en français ne dérive pas directement du grec, mais plutôt du latin “cupa” signifiant “vase en bois, tonneau”. Cependant, le mot latin “cupa” lui-même a des liens étymologiques possibles avec le grec. Certains linguistes pensent qu’il pourrait dériver du grec ancien τέμνω (témnō) signifiant “couper”. D’autres sources indiquent que “cupa” pourrait venir d’une racine indo-européenne *gēu-, signifiant “tourner”.

En résumé, bien que le mot “coupe” en français vienne du latin, son origine pourrait être liée à la racine grecque “témnō” signifiant “couper”, ou à la racine indo-européenne *gēu- signifiant “tourner”.

Voici quelques points supplémentaires pour clarifier:

“Cupa” en latin: Ce mot latin désignait un récipient en bois, comme un tonneau, qui pouvait être utilisé pour contenir des liquides, et par extension, le terme a été utilisé pour désigner un récipient en général, y compris pour boire.

Le lien avec “témnō”: Le lien avec le grec “témnō” (couper) pourrait venir du fait que les récipients étaient souvent taillés ou formés par découpe, mais il ne s’agit pas d’une dérivation directe du mot “couper”.

Le mot “tomos”: En grec ancien, “tomos” (τόμος) signifie “ce qui est coupé, tranche, section” et est lié à la racine *temh₁-, signifiant “couper”.

  • Anatomie: Le mot “anatomie” vient du grec ana (vers le haut ou à l’écart) et tome (couper), signifiant donc “découper” ou “séparer”.
  • Poterion: En grec, “poterion” (ποτήριον) signifie “coupe” ou “vase à boire” et est lié au verbe pino (boire).

En conclusion, bien que le mot “coupe” en français ne dérive pas directement du grec, son origine latine “cupa” pourrait être liée à la racine grecque “témnō” (couper) ou à la racine indo-européenne *gēu- (tourner).

[3] Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec. Paris 1809: COUPE, s. f. vase à boire plus large que profond; du latin cupa ou cuppa, qui vient de κύββα (kubba), qui se prend, dans Hésychius, pour une tasse, un vase à boire, et qui se disoit chez les Eoliens et les Lacédémoniens pour κύμβη (kumbê), dorique κύμβα (kumba). Les Grecs ont aussi le mot κύπελλον (kupellon), qui signifie la même chose, et qui s’est dit pour κύπελλον (kuphellon), dont la racine est κυφός (kuphos), creux. De là nous avons fait Coupelle, sorte de petite coupe d’os calcinés, qui sert à purifier les métaux; et le verbe Coupeller, faire passer les métaux par la coupelle. Voyez Cuve.

[4] Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec. Paris 1809: COUPER, v. a. de κόπτειν (koptéin), 2. aoriste κοπεῖν (koptin). De là viennent Copeau, s. m. Couperet, grand couteau large et court; COUPE, action de couper; Coupon, morceau ou fragment d’une chose, en grec κοπτον (kopéon}; COUPURE.

γαλλικη λεξη coupé αρχαια ελληνικη γαλλικες λεξεις coupe αρχαιες ελληνικες λεξεις στα γαλλικα στη γαλλικη γλωσσα γαλλια Συμεωνιδης γλωσσολογια ερμηνεια ελληνικα κυββα ποτηριον ποτηριο ποτηρι βορειες χωρες προφορα κυππα τεμνω couper ινδοευρωπαιοι ινδοευρωπαικη ριζα γυριζω λεξικο ετυμολογια Γαλλικο Ετυμολογικο Λεξικον γαλλικες ελληνικο Παρισι 19ος αιωνας μχ 1809, κυπελλον  κυπελλο ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΑΘΗΝΑΙΟΣ σιληνος κυπελλα εκπωμα σκυφος Νικανδρος Κολοφωνιος, Κολοφωνας Κολοφων νειμε συβωτης ευμολπος γενος, κυφο Σιμαριστος διωτον διωτο Κυπριοι Κυπριακη Κυπρος τετραωτον τετραωτο Κρητας κρητες κρητη κρητικη κρητικα Φιλητας Συρακοσιοι Συρακουσιοι Συρακουσες μαζη αρτος τραπεζα καταλειμμα κυμβη Φιλημων Φιλημονας αττικαι Φωναι αττικες Φωνες αττικη Φωνη κυλικα ειδος κυλιξ απολλοδωρος Περι ετυμολογιων Παφιοι παφος κυπρου Κωθων Κωθωνας Λακωνικον Λακωνικο Λακωνια Λακωνες Ξενοφων Κυρου Παιδεια Κριτιας Λακεδαιμονιων Πολιτεια σμικροτατο διαιτα υποδημα αριστο λακωνικα ιματιο ηδιστο χρησιμωτατο Λακωνικος, επιτηδειοτατον επιτηδειοτατο στρατεια ευφορωτατον ευφορωτατο γυλιο στρατιωτικον, στρατιωτικο στρατος αναγκη υδωρ καθαρο καταδηλο πομα αμβωνας καθαρον Πολεμων αδαιο Προς αδαιον και αντιγονον, αντιγονος κεραμεας αγγειο  πλοιο Σοφοκλης Ανδρομεδα ιππος ναυστολεις χθονα απολλοδωρος ετυμολογιες ΗΣΥΧΙΟΣ κυβελα ορη Φρυγιας ορος Φρυγια Μυκηναικο μεγαλο λεπτη βαση ανοιγμα κατασκευη ανοιχτοχρωμος πηλος διακοσμος διακοσμηση ζωνη, διπλος πελεκυς, λαβρυς στικτη γραμμη μοτιβο λαβη ραδινη αναπτυξη παναρχαιο ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗΣ γραμμα γραμματα ελληνικο αλφαβητο τροπη μεταβολη

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ και οι «ΕΝΤΙΜΟΙ» ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ του

Του συγγραφέα Σωκράτη Β. Σίσκου Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής...

Βρέθηκε άγνωστο είδος ανθρώπου, που ζούσε πριν από 3.500.000 χρόνια! – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Ένα δεύτερο είδος αρχανθρωπου έζησε στο Ρήγμα...

Ήθη και έθιμα της αγίας Βαρβάρας – σχέση με Εκάτη, Δήμητρα και Ήρα – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Η αγία Βαρβάρα εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου....

Από την αρχαία ελληνική μακαρία, το μελομακάρονο – τι συμβολίζει

Της δρ. Γεωργίας Κατσογριδάκη, διαιτολόγου – διατροφολόγου Το μελομακάρονο αποτελεί...