Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

35 C
Athens
Κυριακή, 20 Ιουλίου, 2025

Η «γαλλική» λέξη pâle (= ωχρό) είναι αρχαία ελληνική

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP

δημοσιογράφου / ανταποκριτοὐ Ε.Σ.Ε.Μ.Ε

(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

Η λέξη pallid  προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη πελιδνός. Αλλά και πάλι τα λεξικά μας λένε ότι είναι… πρωτοινδοευρωπαϊκή και ότι από εκεί οι Λατίνοι έφτιαξαν την λέξη  Pallidus και οι Γάλλοι την λέξη pâle.

Τα λατινικά λεξικά αναφέρουν την λέξη palleo  = ωχριώ  και αναφέρουν και την ελληνική Λέξη πελιδνός. Γνωστό ότι οι Λατίνοι έπαιρναν Ελληνικές λέξεις, τις άλλαζαν για να τις κάνουν αγνώριστες, αλλά ήταν δύσκολο να αλλάξουν τις ρίζες των λέξεων. Μάλιστα τα σύγχρονα λεξικά με την Ινδοευρωπαϊκή Θεωρία βρήκαν τρόπο να μην μας λέν την αληθινή προέλευση των λέξεων…

Αρχαίες ελληνικές πηγές:

  • ΣΧΟΛΙΑ στον ΝΙΚΑΝΔΡΟ / Scholia In Nicandrum, Scholia et glossae in Nicandri theriaca (scholia vetera et recentiora) Vitascholion 782a,1: ἐμπέλιος, ἤτοι πελιδνός, ὁ ὠχρὸς λεγόμενος, ἔχει μεγάλην γαστέρα, ὃς τοῖς πληγεῖσιν οἰδήσεις βουβώνων ἐμποιεῖ.
  • ΓΑΛΗΝΟΣ / Galenus Med., De musculorum dissectione ad tirones, Vol. 18b,1005,9: ὑποφύεται δὲ αὐτῷ μῦς ἕτερος πελιδνὸς τὴν χρόαν ἐκ μὲν τῶν ἔνδον μερῶν ἐκφυόμενος τοῦ πλατέος ὀστοῦ, τὴν δὲ ἀπονεύρωσιν συμφυῆ ποιούμενος τῇ προειρημένῃ τοῦ μεγάλου μυὸς ἀπονευρώσει.
  • ΑΡΕΤΑΙΟΣ / Aretaeus Med., De causis et signis acutorum morborum (lib. 2) 2,11,4,6: ἁθρόον δὲ εἰρήσθω, μέλας μὲν ἁπάντων κακίων, πελιδνὸς δεύτερον· ὠχρὸς δὲ καὶ λευκὸς καὶ πυώδης, μακρότεροι μέν, ἧσσον δὲ κινδυνώδεες.
  • Πελὸς, πελλὸς: black, livid. – Τανοἷν τὰν πελλὰν, Theocr.: The black sheep. See πελαργός Fr. πελλὸς some derive the Lat. adjective pullus πέλιος, πελιδνὸς: livid. — See above. To μὲν ἔξωθεν σῶμα οὗ χλωρὸν ἦν, ἀλλ᾽ ὑπ έρυθρον, πελιδνόν φλυκταίναις μικραῖς καὶ ἕλκεσιν ἐξην-θηκὸς, Thucyd. ΠΗΓΗ: The Fundamental  words of the Greek language by F. Valpy, MA. London 1826.

Λεξικό Τριανταφυλλίδη: πελιδνός -ή -ό Ε1 : (λόγ.) (κυρ. για το χρώμα του προσώπου) ωχρός και μελανός. [λόγ. < αρχ. πελιδνός]

ωχρός -ή / -ά -ό Ε1, Ε2 : 1α. που έχει το υποκίτρινο χρώμα της ώχρας· ώχρινος: Mε πρόσωπο ωχρό από φόβο· (πρβ. χλωμός). || σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) ωχρή κηλίδα*ωχρά σπειροχαίτη*. (βιολ.) ωχρό σωμάτιο*. β. αχνός και αδύνατος, θαμπός, αμυδρός. 2. (μτφ.) θολός, αμυδρός. [λόγ. < αρχ. ὠχρός & σημδ. γαλλ. pâle]

Ετυμολογία της λατινικής λέξης Pallidus (μτφρ. Δ. Συμεωνίδη):

Η λατινική λέξη pallidus σημαίνει “ωχρός, άχρωμος ή θαμπός”. Η ετυμολογία της ανάγεται στην πρωτοινδοευρωπαϊκή ρίζα *pel- (1), που σημαίνει “ωχρός”. Αυτή η ρίζα αποτελεί επίσης τη βάση για άλλες λέξεις όπως pale, pallor και appall.

Ακολουθεί μια πιο λεπτομερής ανάλυση:

  •  pallere: Αυτό το λατινικό ρήμα σημαίνει “να είσαι χλωμός”.
  •  -idus: Αυτό είναι ένα επίθημα που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει επίθετα, συχνά υποδεικνύοντας μια τάση ή προδιάθεση.
  •  pallidus: Συνδυάζοντας το palleo (να είσαι χλωμός) με το επίθημα -idus, το pallidus γίνεται το επίθετο “ωχρός”

Etymology of the Latin word Pallidus

The Latin word pallidus means “pale, colorless, or wan.” Its etymology traces back to the Proto-Indo-European root *pel- (1), meaning “pale”. This root also forms the base for other words like pale, pallor, and appall.

Here’s a more detailed breakdown:

  • pallere: This Latin verb means “to be pale”.
  • -idus: This is a suffix used to form adjectives, often indicating a tendency or disposition.
  • pallidus: By combining palleo (to be pale) with the suffix -idus, pallidus becomes the adjective “pale

Ετυμολογία της λέξης pâle (μτφρ. Δ. Συμεωνίδη):

Η λέξη «χλωμός» προέρχεται από τη λατινική λέξη «pallidus», που σημαίνει «χλωμός, χλωμός». Αυτή η λατινική ρίζα έχει πρωτοϊνδοευρωπαϊκή προέλευση, με τη λέξη “*pelito-“, να συνδέεται με την έννοια του “γκρι”.

Αναλυτικά:

1. Λατινικής προέλευσης: Η γαλλική λέξη «pale» δανείζεται απευθείας από τη λατινική λέξη «pallidus», η οποία χαρακτηρίζει ένα χλωμό, διαυγές χρώμα, παρόμοιο με την επιδερμίδα ενός άρρωστου ατόμου ή κάποιου που δεν έχει αίμα.

2. Πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα: Το λατινικό «pallidus» προέρχεται από μια πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα «*pelito-», η οποία οδήγησε σε λέξεις όπως το «grey» σε διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες.

3. Ανάπτυξη νοήματος: Με την πάροδο του χρόνου, η λέξη «ωχρός» έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει όχι μόνο μια χλωμή επιδερμίδα, αλλά και αμυδρό φως, ξεθωριασμένα χρώματα ή θαμπές σκιές.

4. Μετάβαση στα Παλαιά Γαλλικά: Περνώντας από τα λατινικά στα παλαιά γαλλικά, η λέξη μετατράπηκε σε “pâle”, η οποία διατηρεί μέχρι σήμερα την αρχική της σημασία, δηλαδή “ωχρό, διαυγές”.

Etymologie  de mot  “pâle”

Le mot “pâle” vient du latin “pallidus”, qui signifie “blême, pâle”. Cette racine latine a une origine proto-indo-européenne, avec le mot “*pelito-“, lié à la notion de “gris”.

En détails :

  1. Origine latine: Le mot français “pâle” est directement emprunté au latin “pallidus”, qui désignait une couleur blême, claire, semblable au teint d’une personne malade ou qui manque de sang.
  1. Racine proto-indo-européenne: Le latin “pallidus” est lui-même issu d’une racine proto-indo-européenne “*pelito-“, qui a donné des mots comme “gris” dans diverses langues indo-européennes.
  2. Développement du sens: Au fil du temps, le mot “pallidus” a été utilisé pour décrire non seulement un teint pâle, mais aussi une lumière faible, des couleurs déchargées ou des ombres peu vives.
  3. Passage à l’ancien français: En passant de la langue latine à l’ancien français, le mot s’est transformé pour devenir “pâle”, qui conserve encore aujourd’hui son sens originel de “blême, clair

Λατινικά:

Pallidus = πελιδνός

ρ. Pal- palleo = ωχριώ

Ιταλικά:

pallido = ωχρὀς

pallidezza = ωχρότητα

Γαλλικά:

pâleur = ωχρότητα

pâlir = ωχριώ

Αγγλικά:

pallor = ωχρότητα

Ρ. pal – pallid =ωχρός

pallidity = ωχρὀτητα

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 10.6.2025.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • F. Valpy “The Fundamental words of the Greek language”, MA. London, 1826.
  • The Etymology of the Greek Language in Alphabetical Order, εκδ. Longman, Λονδίνο, 1860.
  • Κουμανούδης Στεφ.: Λεξικόν Λατινοελληνικόν
  • Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
  • Λεξικό Τριανταφυλλίδη

γαλλικη λεξη pale ωχρο αρχαια ελληνικη γαλλικα λεξις ωχροτης αρχαιο ελληνικα λεξις ωχρος Συμεωνιδης pallid πελιδνος λεξικο πρωτοινδοευρωπαικη Λατινοι Pallidus Γαλλοι λατινικο palleo  ωχριω Ελληνικη ριζα λεξικα Ινδοευρωπαικη Θεωρια προελευση ετυμολογια λεξεων ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ ΝΙΚΑΝΔΡΟΣ εμπελιος, ητοι μεγαλη γαστερα, πληγη οιδημα βουβωνας εμποιω ΓΑΛΗΝΟΣ / Galenus υποφυεται μυς ετερος χροα ενδον μερος εκφυομενος πλατυ οστουν απονευρωσις απονευρωση συμφυη μυες ΑΡΕΤΑΙΟΣ / Aretaeus αθροον μελας απαντες κακιες λευκος πυωδης, μακροτερος ησσον κινδυνωδεες επικινδυνο Τριανταφυλλιδης χρωμα προσωπο πελιδνο υπο κιτρινο ωχρα ωχρινος αχνος αδυνατος, θαμπος, αμυδρος θολος, αμυδρος πελος, Τανοιν πελλαν, θεοκριτος πελαργος πελιος, εξωθεν σωμα χλωρο υπερυθρον, πελιδνον φλυκταινα μικρη θουκυδιδης

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Αρχαία πολυγωνικά τείχη στον ακατοίκητο Πίνδακα της Χίου! – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Ο Πίνδακας είναι ένας μικρός και χαμηλός...

Βρέθηκε ξύλινο κτήριο μήκους 35 μ. 6.000 χρόνων – το μεγαλύτερο στην Σκοτία! – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Σκοτσέζοι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν προσφάτως στο Carnoustie του Angus,...

Βιοενέργεια και Σύγχρονος Άνθρωπος

Από προσωπική σύνδεση με λεπτότερα πεδία και επιστημονικές επιβεβαιώσεις… Της...