Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP
δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Η Λέξη στην ουσία πρέπει να γράφεται λωβιτούρα με Ωμέγα από το ρήμα λωβέω -λωβώ που σημαίνει εξαπατώ.
Οι Ρουμάνοι πήραν την λέξη από εμάς και όχι εμείς από αυτούς.
Σήμερα σας παρουσιάζω την λέξη λοβιτούρα, που μας λέει ο κ. Μπαμπινιώτης ότι είναι ρουμανική λέξη. Ως συνήθως αποφεύγει να μας πει ότι η λέξη είναι ελληνικότατη. Η λέξη είναι Ομηρική!
Η Ελληνική Γλώσσα έχει επηρεάσει την Ρουμανική. Μάλιστα σας προτείνω να διαβάσετε το Βιβλίο του Γ. Καναράκη «Η Διαχρονική Συμβολή της Ελληνικής σε Άλλες Γλώσσες». Εκεί θα βρείτε το άρθρο του λέκτορα St. Dimitru «H Επίδραση της Ελληνικής Γλώσσας στη Ρουμανική». Βεβαίως δεν συμπεριλαμβάνει και την λέξη λοβιτούρα, την οποία για πρώτη φορά σας παρουσιάζω. Πριν μερικά χρόνια διάβασα στην «Μικρή Εγκυκλοπαίδεια» του αείμνηστου φίλου και συνεργάτη καθηγητού Αρχιτεκτονικής Β. Γεωργιάννη, ότι ή λέξη αυτή δεν είναι Ιταλική, αλλά Ελληνική. Εδώ έκανε λάθος και αυτός. Η λέξη δεν είναι Ιταλική, αλλά Ρουμανική, που την πήραν από την αρχαία Ελληνική λέξη λωβεύω.
- Ομήρου Ιλιάς Γ, 38-42 – Απόδοση Κ. Δούκας
Αὐτὸν ἰδὼν ὁ Ἕκτωρ φιλονείκησε μ’ αἰσχρὰ ἔπη
«Πάρι κακέ, στὴν ὄψιν ἄριστε, γυναικομανῇ, πλάνε
Ἂς ἦταν ἀγέννητος νὰ ἤσουν κι ἄγαμος νὰ εἶχες χαθῇ
Θὰ τὸ ἤθελα πολὺ αὐτὸ καὶ πολὺ πιὸ ἐπικερδὲς θὰ ἦταν.
παρὰ ἔτσι περίγελως νὰ εἶσαι καὶ ἀπεχθὴς στοὺς ἄλλους.
Αρχαίον Κείμενον
Τὸν δ’ Ἕκτωρ νείκεσσεν ἰδὼν αἰσχροῖς ἐπέεσσιν·
Δύσπαρι εἶδος ἄριστε γυναιμανὲς ἠπεροπευτὰ
αἴθ’ ὄφελες ἄγονός τ’ ἔμεναι ἄγαμός τ’ ἀπολέσθαι·
καί κε τὸ βουλοίμην, καί κεν πολὺ κέρδιον ἦεν
ἢ οὕτω λώβην τ’ ἔμεναι καὶ ὑπόψιον ἄλλων.
- Ομήρου Οδύσσεια, ψ, 25-28 – Απόδοση Κ. Δούκας
Σ’ αυτήν πάλι προσεῖπεν ἡ φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια:
Δὲν σὲ κοροϊδεύω, φίλον τέκνον, αλλ’ αληθινά
ἦλθεν ὁ Ὀδυσσεὺς καὶ στὸν οἶκον ἔφθασεν,ως ἀγορεύω
ὁ ξένος, ποὺ οἱ πάντες ἀτίμαζαν στὰ μέγαρα.
Αρχαίον κείμενον
τὴν δ’ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια·
“οὔ τί σε λωβεύω, τέκνον φίλον, ἀλλ’ ἔτυμόν τοι
ἦλθ’ Ὀδυσεὺς καὶ οἶκον ἱκάνεται, ὡς ἀγορεύω,
ὁ ξεῖνος, τὸν πάντες ἀτίμων ἐν μεγάροισι.

- Ομηρικόν Λεξικόν, Ευ. Κ. Κοφινιώτη:
Λώβη, ης, ην-
α) ὕβρις προσβολή,σκώμα, ἐμπαιγμός,περίγελως Ἡ 97,ω 433.
Β) ἀδικία,εκδίκησις- Λωβητήρ, λωβητόν
- Ιω. Σταματάκου: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
λωβεύω, μλ}.. -σῷ λώβη)· περιπαίζω, περιγελῶ, πειράζω, γελοιοποιῶ, τινά.
ΛΩΒΗ, -ἡ : ή κακὴ χρησιμοποίησις (ἐν λόγοις) ἢ ἐν ἔργοις) προσβλητικὴ μεταχείρισις, κακοποίησις, χλευασμός, ὕβρις, προσβολὴ, ἀκρωτηριασμός, ἀποκοπὴ μέλους, κολόβωσις.
2) ἔπί πρός.. ὄνειδος, καταισχύνη, ἀτιμία λάτ.. opprobrium.
Ἔτυμ.: ὀμηρ.,κλπ, λώβη,λωβάν,άσθαι,λωβεύωμ κλπ.
- Γ. Δ. Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων -Ερμηνευτικό ετυμολογικό ορθογραφικό συνωνύμων αντιθέτων κυρίων ονομάτων επιστημονικών όρων ακρωνυμίων:
λοβιτούρα (η) {χωρ. γεν. πληθ.} (οικ.) απάτη ή παρασκηνιακή ενέργεια που αποβλέπει στην κερδοσκοπία ΣΥΝ. μπαγαποντιά, απατεωνιά, ραδιουργία. [ΕΤΥΜ. < ρουµ. loviturä «χτύπηµα»].
- Η Ρουμανική Λέξη lovitură – Μετάφραση από τα Αγγλικά Δ. Συμεωνίδης:
Η ρουμανική λέξη «lovitură» σημαίνει «χτυπώ» ή «φυσάω» και προέρχεται από το ρήμα «lovi» (χτυπάω) και την κατάληξη «-tură», η οποία σχηματίζει ουσιαστικά δράσης ή διαδικασίας. Η ίδια η λέξη «Lovi» έχει μια ενδιαφέρουσα ετυμολογική ιστορία, καθώς δανείζεται είτε από την παλαιοεκκλησιαστική σλαβική «loviти» είτε από μια κοινή/νότια σλαβική πηγή, και τελικά ανάγεται στο πρωτοσλαβικό «*loviti». Αυτό υποδηλώνει μια σύνδεση με τη σλαβική λέξη για το «κυνήγι» ή το «πιάσιμο», όπως φαίνεται στο σερβοκροατικό «loviti» και στο μεγλενορουμανικό «luves».
The Romanian Word Lovitură: The Romanian word “lovitură” means “hit” or “blow” and originates from the verb “lovi” (to hit) and the suffix “-tură”, which forms nouns of action or process. “Lovi” itself has an interesting etymological history, being borrowed from either Old Church Slavonic “loviти” or a Common/South Slavic source, ultimately tracing back to Proto-Slavic “*loviti”. This suggests a connection to the Slavic word for “hunt” or “catch,” as seen in Serbo-Croatian “loviti” and Megleno-Romanian “luves”.
- LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας:
λώβη, ἡ, 1. κακή μεταχείριση, ατίμωση, χλεύη, ύβρη, κακοποίηση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· κυρίως, ακρωτηριασμός, αποκοπή μέλους, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για πρόσωπα, ατίμωση, εξευτελισμός, Λατ. opprobrium, λώβην εἶναι, σε Ομήρ. Ιλ.
λωβήτειρα, θηλ. του λωβητήρ, σε Ανθ.
λωβητήρ, -ῆρος, ὁ, I. κάποιος που συμπεριφέρεται κακοποιητικά, συκοφάντης, υβριστής, σε Ομήρ. Ιλ.· ολέθριος καταστροφέας, λέγεται για τις Ερινύες, σε Σοφ. II. Παθ., άθλιος και ουτιδανός άνθρωπος, σε Ομήρ. Ιλ.
λωβητής, -οῦ, ὁ, = το προηγ.· λωβητὴς τέχνης, κάποιος που ατιμάζει, ντροπιάζει το επάγγελμά του, σε Αριστοφ.
λωβητός, -ή, -όν (λωβάομαι)· I. αυτός που του έχουν φερθεί περιφρονητικά, ατιμασμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. II. Ενεργ., υβριστικός, προσβλητικός, σε Σοφ.
λωβήτωρ, -ορος, ὁ, = λωβητήρ, σε Ανθ.
- Dictionary of Standard Modern Greek
λοβιτούρα η: (λαϊκ.) ανέντιμη, παρασκηνιακή ενέργεια που αποσκοπεί σε προσπορισμό παράνομου κέρδους ή γενικότερα παράνομου οφέλους, απατεωνιά: Mε διάφορες λοβιτούρες μπόρεσε να πλουτίσει σε λίγα χρόνια. Άσος στη ~ και στην απάτη. [ρουμ. lovitură]
λοβιτουρατζής ο: (λαϊκ.) αυτός που κάνει λοβιτούρες, που ζει από αυτές, απατεώνας: Σήμερα μόνο οι λοβιτουρατζήδες και οι απατεώνες προκόβουν.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 30.4.2025.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ομήρου Ιλιάς και Ομήρου Οδύσσεια.
- Ευ. Κ. Κοφινιώτη, Ομηρικόν Λεξικόν.
- LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
- Ι. Σταματάκου: Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης
- The Romanian Word lovitură
- Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
- Dictionary of Standard Modern Greek
- Γ. Δ. Μπαμπινιώτη – Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων -Ερμηνευτικό ετυμολογικό ορθογραφικό συνωνύμων αντιθέτων κυρίων ονομάτων επιστημονικών όρων ακρωνυμίων.
ετυμολογια λεξης λοβιτουρα λωβιτουρα ελληνικη λεξη ομηρικη ρουμανικη ιταλικη ομηρικες ελληνικες λεξεις ρουμανια ομηρος ομηρου