Του Γιώργου Λεκάκη
Παναρχαία η πίστη του ανθρώπου στην Ανάσταση. Η φήμη μιας αναστάσεως ενός νεκρού έτρεφε πάντα την ανθρώπινη φαντασία, που δεν την ενδιέφερε να εξετάσει εάν ήταν αλήθεια ή ψέμα…
Η Ημέρα του Λαζάρου είναι μια από τις πιο αγαπημένες ανοιξιάτικες χριστιανικές γιορτές.
Η παράδοση πηγάζει από τη χριστιανική παραβολή του Χριστού, που ανασταίνει έναν άνδρα, ονόματι Λάζαρο. Τέσσερις μέρες αφ’ ότου πέθανε ο Λάζαρος, ο Χριστός είπε τα περίφημα λόγια: «Λάζαρε, δεύρο[1] έξω / σήκω!». Και έγινε το θαύμα: Ο Λάζαρος αναστήθηκε και σηκώθηκε. Ως εκ τούτου, πιστεύεται ότι το όνομα Λάζαρος φέρνει υγεία και μακροζωία.
Η Ημέρα του Λαζάρου συμβολίζει την επιστροφή της ζωής και την αναβίωση της φύσης μετά τον μακρύ και κρύο χειμώνα.
Την ημέρα του Λαζάρου, οι ιερείς μαζεύουν κλαδιά ιτιάς, τα οποία θα ευλογήσουν και θα τα μοιράσουν την επόμενη μέρα – Κυριακή των Βαΐων.
Τα «λαζαρικά» από τόπο σε τόπο έχουν πολλές παραλλαγές: Στην Στερεά, την Μακεδονία και την Θράκη στο έθιμο έπαιρναν μέρος μόνον κορίτσια, οι “Λαζαρίνες” / “Λαζαρίτσες”, ως υποψήφιες…νύφες. Για «Λάζαρο» βαστούσαν έναν ξύλινο κόπανο για τα ρούχα, τυλιγμένο με παρδαλά κομμάτια από τζάτζαλα (πανιά), σαν μωρό! Σε άλλα μέρη πάλι έντυναν με χτυπητά πολύχρωμα υφάσματα μια ρόκα, μια κούκλα, έναν καλαμένιο σταυρό και τα στόλιζαν με κορδέλλες και λουλούδια… Σε μερικά μέρη την θέση του «Λάζαρου» έπαιρνε ένα καλάθι στολισμένο με λουλούδια και με πολύχρωμες κορδέλλες.
ΕΙΔΙΚΑ ΚΟΥΛΟΥΡΙΑ
Για την ψυχή του Λάζαρου οι γυναίκες ανήμερα το πρωί ζυμώνουν ειδικά γεμιστά κουλούρια, τους «λαζάρηδες», ή τα «λαζαρούδια», ή τα «λαζαράκια». Λένε «Λάζαρο άμα δεν πλάσεις, το ψωμί δεν θα χορτάσεις». Αφού πίστευαν πως ο ίδιος ο Λάζαρος είχε παραγγείλει: «Όποιος ζυμώσει και δε με πλάσει, το φαρμάκι μου να πάρει…» Στα “λαζαράκια” έδιναν το σχήμα ανθρώπου σπαργανωμένου, όπως ακριβώς παριστάνεται ο Λάζαρος στις εικόνες. Όσα παιδιά είχε η οικογένεια τόσα «λαζαρηάκια» έπλαθαν. Στην θέση των ματιών έβαζαν δυο γαρύφαλλα. Τα “λαζαρούδια” τα γέμιζαν με αλεσμένα καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, σταφίδες, μέλι, και πρόσθεταν πολλά μυρωδικά…
ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ
Το Λαζαροσάββατο στα ΛΑΓΚΑΔΙΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ τραγουδούν:
«Βάγιω-βάγιω, τω Βαγιώ τρώνε ψάρι καί κολιό
καί τήν άλλη Κυριακή τρώνε κόκκινο αυγό!!»
Καί μετά…
«Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τά Βάγια…» τραγουδούσαν οι Λαζαρίνες, καί κουνούσαν ζωηρά τά στήθια καί τούς γοφούς τους.
Οι γυφτοπούλες ντυμένες όπως πάντα μέ τίς πολύχρωμες φαρδιές φούστες τους καί τίς ξέστηθες μπλούζες τους, περνούσαν τό Σάββατο τού Λαζάρου από τίς γειτονιές, χόρευαν καί τραγουδούσαν τά «Λαζαρίσματα».
«Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τά Βάγια…» φώναζαν καί δέν πρόφθαιναν νά προχωρήσουν παρακάτω, διότι οι μάγκες τίς γειτονιάς, όπως τίς ακολουθούσαν, εφώναζαν μέ τίς «γαϊδουροφωνάρες» τους γιά νά σκεπάσουν τήν συνέχεια: «…κι’ ήρθε η μάνα σου η κουκουβάγια!…». Οπότε γινότανε τό «σώσε»… Εκείνα τά χρόνια όταν ήμαστε παιδιά…
Θύμωναν οι γυφτοπούλες όταν τούς κορόϊδευαν καί τούς πετούσαν πέτρες’ κι’ άλλο πού δέν ήθελαν τά τσακαλόπαιδα καί έρριχναν μέ μανία ακόμη πιό πολλές πέτρες, μέ χοντρές βρισιές. Καί πετούσαν στόν αέρα τόν ανοιξιάτικο -τόν Απριλιάτικο- βρισιές καί πέτρες μαζί μέ γέλια, καί ζέσταιναν τά αίματα πιό πολύ κι’ από τόν ήλιο.
Όλοι περιμέναμε, μέ λαχτάρα, νά έλθουν οι Λαζαρίνες’ πιό πολύ γιά τήν φασαρία πού ‘φερναν μαζί τους, παρά γιά τό τραγούδι τους πού ούτε τό ακούγαμε παρακάτω από τά πρώτα λόγια, μέ τόν καυγά πού επακολουθούσε’ καί γι’ αυτό δέν μάθαμε, ποτέ, όλα τά Λαζαρίσματα.
Όμως, εκείνη τήν χρονιά έγινε κάτι πρωτόφαντο’ ανάμεσα στήν κομπανία μέ τίς ζωηρές μελαχροινές γυφτοπούλες, ξεχώριζε λαμπερή, μία μικρή γόησσα μέ χρυσαφένια μαλλιά πού εφαίνοντο σάν καταρράκτης στήν πλάτη της, καθώς εχόρευε καί κουνούσε ζωηρά τούς γοφούς της.
Η χαίτη της ταίριαζε πολύ ωραία μέ τά πράσινα μάτια της, καί τό λυγερό κορμάκι λικνιζότανε μέ χάρι καί ζωντανή πρόκλησι, έτσι όπου τρέλλανε τούς μάγκες πού αποσβολώθηκαν τόσο, ώστε ξέχασαν τά γνωστά πειράγματα.
Καί γιά πρώτη φορά, τά είπαν όλα τά Λαζαρίσματα οι Λαζαρίνες, καί τά ντέφια τους γέμισαν φραγκοδίφραγκα καί η καρδιά τους χαρά.
Ξεκίνησε νά φύγη η κομπανία γιά τήν παρακάτω γειτονιά’ καί καθώς έστριβαν τήν γωνία πρός τό ρέμα πού τό λέγαμε λάκκο, ένας μερακλής, στενοχωρημένος πού έχανε τήν φασαρία, φώναξε:
«Τό κλέψανε οι μαστόρισσες τό ξανθομάλλικο, δικό μας είναι, πάμε νά τούς τό πάρουμε!»’ καί χύθηκαν πίσω από τίς γυφτοπούλες. Οι μάγκες άλλο πού δέν ήθελαν’ πού ακούσθηκε ξανθιά γύφτισσα! Θά τούς τήν κλέψουμε! Συναγερμός! Έτρεχε πίσω της όλη η τσακαλοπαρέα μέ φωνές’ κι’ αυτές όπως εσήκωναν τίς φούστες τους γιά νά μήν βραχούν από τό λιγοστό νερό πού είχε τό ρέμα, έτρεχαν πιό γρήγορα καί έκαναν τίς φοβισμένες.
«Ξεβράκωτες είσαστε, φτού!» φώναζαν οι μάγκες καί τίς πιτσίλιζαν μέ τά νερά. Εκείνες σήκωναν πιό πολύ τίς φούστες τους, γιά νά αποδείξουν ότι δέν ήσαν ξεβράκωτες’ καί κυνηγημένες μέ γέλια ανέβηκαν στήν αλάνα, πάνω από τόν λάκκο, κι’ έστησαν ένα χορό θριαμβευτικό γύρω από τήν ξανθομαλλούσα πού είχε γίνει τό μήλο τής Έριδος.
Η «μαριδίτσα» πού είχε ακολουθήσει τόν σαματά, ενθουσιασμένη άρχισε νά χοροπηδάη γύρω τους, καί τό γλέντι άναψε’ ανοιξιάτικο, απρόβλεπτο, χαρούμενο γιά τήν Ανάστασι τού Λαζάρου πού προαναγγέλλει τήν Ανάστασι τού Χριστού’ καί τήν Ανάστασι τής φύσεως καί τήν υποδοχή τής Ανοίξεως, τής γεμάτης ερωτισμό καί αρώματα. – ΠΗΓΗ: Πουλχ. Σπηλιωπούλου.
ΑΙΓΑΙΟ
Ομάδες παιδιών θα διέλθουν κι εφέτος τις ενορίες των Λιβαδίων Χίου, την ημέρα της Παναγιάς της Λατομίτισσας και του Χριστού Λιβαδίων, και θα ψάλλουν το πρωί του «Σαββάτου του Λαζάρου», τα πατροπαράδοτα «κάλαντα του Λαζάρου». Τα παιδιά θα κρατούν στα χέρια τους παραδοσιακές κούκλες-ομοιώματα του σαβανωμένου Λαζάρου. Τα κάλαντα του Λαζάρου, όπως τα έψαλλαν τά παιδιά:
Σήμερον έρχετ’ ο Χριστός
ο επουράνιος Θεός
εις τήν πόλι Βηθανία
κλαί’ η Μάρθα κι η Μαρία
Μάρθα κλαί’ τον αδελφό της
τόν γλυκύ, τον καρδιακό της.
Τρεις ημέρες τον θρηνούσαν
και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την Τετάρτη
κίνησ’ ο Χριστός για να ‘ρθει
και εβγήκε η Μαρία
έξ’ από την Βηθανία.
Και εμπρός του γονατίζει
και τα πόδια του φιλίζει.
«Πες μου, Λάζαρε, τι είδες
εις τον Άδη όπου πήγες;»
«Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδιάς μου των χειλέων’
μη με αρωτάτε πλέον».
Δώστε μου κι ένα αυγουλάκι
να το βάλω στο καλαθάκι’
και του χρόνου και να ζείτε
και Ανάστασι να δείτε!
- Το έθιμο αναβιώνει ο δραστήριος Σύλλογος των Λιβαδίων «Γ. Βούρος».
ΚΡΗΤΗ
Στην Κρήτη έκαναν «Λάζαρο» από έναν ξύλινο σταυρό. Τον στόλιζαν με ορμαθούς από λεμονανθούς και αγριόχορτα με κόκκινα λουλούδια, τις μαχαιρίτσες.
ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Ιερά Πόλι του Μεσολογγίου, από τον Απρίλιο του 1859 μέχρι και σήμερα πραγματοποιείται κάθε χρόνο το βράδυ του Λαζάρου και το πρωί των Βαΐων πένθιμη πομπή που ξεκινά από τον Άγιο Σπυρίδωνα και καταλήγει στο Μνημείο των Πεσόντων.
Φέτος το Σάββατο του Λαζάρου δεν βγήκαν τα κορίτσια του χωριού μας να τραγουδήσουν τον Λάζαρο. Το έθιμο αυτό έχει προ πολλών χρόνων εξαφανισθεί από το χωριό μας, ίσως και από πολλά μέρη της πατρίδος μας.
Στην ανάμνησή μου όμως έρχεται εκείνη η εικόνα, που κάποτε τα μικρά κοριτσάκια του χωριού μας, παρέες-παρέες, με πανέρια στολισμένα με λουλούδια, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι για να τραγουδήσουν, να αναγγείλουν την Ανάσταση του Λαζάρου. Λέγοντας το εξής τραγούδι:
Καλή μέρα σας, καλή χρονιά σας,
Καλώς ήρθαμε στ’ αρχοντικό σας!
Ήρθ’ ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάϊα,
Ήρθ’ ο ξάγρυπνος των κορασιώνε[2],
Κορασίδες μου, τρουύρ’ αρθήτε[3]
Παλικάρια μου, σταυροσταβήτε,
Για ν’ ακούσετε Λαζάρου απάθη[4].
Που ήσουν, Λάζαρε, που σ’νε[5] πετρίτη[6],
Που ήσουν, σταυραϊτέ και κυνηγίτη;
Ήμουνα στη γη βαθιά χωμένος,
Και με τους νεκρούς ν – αποθαμένος.
Δόμ’, αφέντη μου, λίγο νεράκι,
Τι είν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι,
Και τα’ αχείλι μου σαν το βαμπάκι.
Τελειώνοντας, υπενθύμιζαν στην κυρά του σπιτιού και τις προς αυτά υποχρεώσεις της:
«το πανεράκ’ μας θέλ’ αυγά,
οι τσεπούλες μας κουκουσούλες,
κι τα χειράκια μας δεκαρούλες».
Με αυτά και με άλλα, ας μην ξεχνάμε και την Κυριακή των Βαΐων, ημέρα που εορτάζει η εκκλησία μας την είσοδο του Ιησού, επί πώλου όνου[7], στην Ιερουσαλήμ, με τον δρόμο του στρωμένο με βάγια.
Τη λέξη «Βάϊο ή Βάγιο» την έχει στο Ευαγγέλιό του μόνον ο Ευαγγελιστής Ιωάννης (12, 12- 1) που αναφέρει ότι μετά την ανάσταση του Λαζάρου, και όταν ο Ιησούς πήγαινε προς τα Ιεροσόλυμα, κόσμος πολύς είχε βγει έξω από τα τείχη της πόλεως για να τον προϋπαντήσει, «Όχλος πολύς… έλαβαν τα Βάϊα των φοινίκων[8] και εξήλθαν εις απάντησιν αυτώ». Ενώ οι άλλοι Ευαγγελιστές μιλούν απλώς για «κλάδους». Το Βάγια, που ο κάθε πιστός θα το φέρει στο σπίτι του, αφού πρώτα έχει ευλογηθεί από τον ιερέα στην λειτουργία, θα το βάλει στο εικονοστάσι και η νοικοκυρά θα το φυλάει για λιβάνισμα και για ξόρκι. Προτού όμως το βάλουν στο εικονοστάσι για φύλαγμα και όσο το κρατούν στο χέρι, χτυπά ο ένας τον άλλο για το καλό, σαν σε χαιρετισμό. Άγρια βαγιοχτυπήματα γινόντουσαν κάποτε μεταξύ των πιστών και στην εκκλησία του χωριού μας. Το έθιμο αυτό σταμάτησε όταν ήρθε παπάς στο χωριό, ο πατήρ Χαράλαμπος. Γιατί μοίραζε μικρά κλωναράκια και όχι μεγάλες κλάρες. Ακόμα, στα φαγητά του τραπεζιού της Κυριακής των Βαΐων, επειδή ακόμα είναι Σαρακοστή, η Εκκλησία μας επιτρέπει να τρώμε ψάρι. Έτσι έχει γίνει πλέον παράδοση να τρώμε ψάρι ή μπακαλιάρο σκορδαλιά, όπως και του Ευαγγελισμού, με μπόλικο λάδι και κρασί. Και αυτό για να αντέξουμε επειδή από την Μεγάλη Δευτέρα αρχίζει η βαριά νηστεία του Μεγαλοβδόμαδου υπάρχει και το χαρωπό τραγουδάκι, που τραγουδούμε και ακονίζουμε την όρεξη μας.
«Βάγια, βάγια των βαγιών,
τρώνε ψάρι και κολιό,
και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί!»
ΠΗΓΗ: Β. Π. ΣΑΜΠΩ, εφημ. ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙ, αρ. 118, Ιανουάριος 2005.
ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Στην Θεσσαλία, τα κάλαντα του Λαζάρου τα τραγουδούν μόνον κορίτσια, οι «Λαζαρίνες». Ντυμένες με ωραίες φορεσιές και κρατώντας καλάθια, στολισμένα με λογής-λογής ανοιξιάτικα λουλούδια, γυρίζουν όλα τα σπίτια. Το έθιμο, μέσα στην καρδιά της Άνοιξης, συμβολίζει και την αναγέννηση της φύσεως. Οι Λαζαρίνες, επίσης, συμβολίζουν την αναγέννηση και συνέχιση της ίδιας της παραδοσιακής κοινωνίας, αφού είναι οι κοπέλλες-μελλοντικές νύφες, που θα κάνουν παιδιά, και έτσι θα ανανεώσουν και νθ συνεχίσουν την παραδοσιακή κοινωνία.
Ένα ιδιαίτερο δρώμενο που ακόμη και σήμερα τελείται πάνω στο Παλιογκέφυρο (παραπάνω φωτογραφία) της Ιτέας, ένα καραγκουνοχώρι της Καρδίτσας, είναι το σπάσιμο και το ρίξιμο από το οδόστρωμά του, στα νερά του ποταμού, των λεγόμενων “λαζαρόξυλων”. Όταν ολοκληρώσουν οι κοπέλλες, οι Λαζαρίνες, το σεργιάνι τους στα σπίτια του χωριού τραγουδώντας τα κάλαντα του Λαζάρου, καταλήγουν στο γεφύρι, απ’ όπου, όπως είπαμε, ρίχνουν στον Ενιπέα τα λουλούδια των στολισμένων καλαθιών τους και τα λαζαρόξυλα που εκεί σπάζουν. Πρόκειται για παμπάλαιο, χωρίς διακοπή έθιμο, ικανό συνειρμικά να παραπέμψει σε ανάλογες εκδηλώσεις μυστικισμού της αρχαιότητας. – ΠΗΓΗ: Σπ. Μαντάς. – ΔΕΙΤΕ το ΕΔΩ
Στα Τρίκκαλα γίνονται οι λαζαρινοί αγερμοί και οι Λαζαρίνες παρουσιάζουν ολοστόλιστα καλαθάκια με φυσικά υλικά και λουλούδια και λένε κάλαντα. Οι Λαζαρίνες «διαγωνίζονται». Σε όλα τα παιδιά προσφέρονται τα παραδοσιακά φιλέματα (καρύδια, αυγά, ξερά σύκα, καραμέλλες), λαζαράκια (ψωμένια ανθρώπινα ομοιώματα) και ενθύμια συμμετοχής. Δίνονται και βραβεία.
- Την εκδήλωση διοργανώνουν κάθε χρόνο ο Πολιτιστικός Οργανισμός του δήμου Τρικκαίων και ο Σύλλογος Φίλων Λαογραφικού Μουσείου Τρικκάλων.
Οι «Λαζαρίνες» είναι ένα έθιμο που αναβιώνει κάθε Σάββατο του Λαζάρου και στο Μικρό Ελευθεροχώρι Ελασσόνος Λαρίσης. Έχει ως στόχο να αναγγέλλει το χαρμόσυνο γεγονός, της Ανάστασης του Λαζάρου. Οι «Λαζαρίνες» είναι οι γυναίκες του χωριού, ντυμένες με παραδοσιακές φορεσιές. Χορεύουν και τραγουδούν συγκεκριμένα τραγούδια για τον Λάζαρο και των Βαΐων. Συνοδεύονται από τους κατοίκους του χωριού και τραγουδώντας πηγαίνουν στην οικία του ιερέα να παραλάβουν τα βάγια και να τα μεταφέρουν στην εκκλησία του χωριού, όπου των Βαΐων ο ιερεύς θα τα μοιράσει στους πιστούς. Τα βάγια συμβολίζουν την ευγνωμοσύνη των πιστών στον Χριστό που έκανε το θαύμα, την Ανάσταση του Λαζάρου. Το έθιμο αναβιώνει ο νεοσύστατος αλλά δραστήριος σύλλογος γυναικών Μικρού Ελευθεροχωρίου Ελασσόνος. – ΠΗΓΗ: εφημ. Η ΕΚΔΟΣΗ Ελασσονας, 27.4.2005.
Στην Σκύρο έπαιρναν την τρυπητή κουτάλα (σιδεροχουλιάρα), έβαζαν σε κάθε τρύπα και από ένα άσπροπούλι (άσπρη μαργαρίτα) ένα κόκκινο γαρύφαλλο για στόμα και σχημάτιζαν το πρόσωπο. Έδεναν σταυρωτά πάνω στην κουτάλα ένα ξύλο, για να κάνουν τα χέρια, της φορούσαν και ένα υφασματάκι για υποκάμισο ή ένα μωρουδίστικο ρούχο. Αυτός ήταν ο «Λάζαρος». Γύριζαν τα παιδιά από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας. Οι νοικοκυρές τους έδιναν αυγά, λεφτά ή ό,τι άλλο είχαν. Όλοι κάτι έβρισκαν να δώσουν. Κι όταν θέλαν για κάποιον να πούνε πως ήταν τσιγκούνης έλεγαν την παροιμία: «Ποτέ του αυγό δεν έδωσε, ούτε τʼ αγίου Λαζάρου!».
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Οι γυναίκες («Λαζαρίνες»), εορτάζουν τον Λάζαρο (και δια της αναστάσεώς του την ανάσταση-άνοιξη της φύσεως), ιδιαιτέρως σχεδόν σε όλην την Κοζάνη. Το έθιμο είναι πανάρχαιο, και επί οθωμανοκρατίας πήρε μεγαλύτερη έκταση, όταν οι Έλληνες σε αυτό έβλεπαν συμβολικώς την ανάσταση του σκλαβωμένου έθνους.
Το Σάββατο του Λαζάρου στην Λευκοπηγή Κοζάνης, οι Λαζαρίνες συγκεντρώνονται στις 12 το μεσημέρι στο κονάκι – το σπίτι που επιλέγουν για να γίνει το γλέντι τους, το βράδυ. Εκεί αφού φάνε για μεσημέρι όλες μαζί, ξεκινούν για τα σπίτια του χωριού. Πρώτα στον παπά, μετά στον πρόεδρο, στην εκκλησία της Παναγίας στα μνήματα και ύστερα σʼ όλα τα σπίτια της Λευκοπηγής, όπου τραγουδούν διάφορα λαζαριάτικα τραγούδια ανάλογα με την επιθυμία του κάθε νοικοκύρη. Η νοικοκυρά βάζει από ένα άσπρο αυγό στο καλάθι των Λαζαρίνων. Όταν τελειώσουν (γύρω στις 16.30 μ.μ.) όλα τα μπλίκια (= μπουλούκια) των λαζαρίνων μαζεύονται στην πλατεία, όπου στήνεται ο τρανός χορός (λαζαριάτικος) με λαζαριάτικα τραγούδια. Υπάρχουν στρωμένα τραπέζια με λαζαριάτικες πίττες, κρασιά και εδέσματα, που προσφέρονται για όλο τον κόσμο. Παλαιότερα, αυτήν την μέρα, οι νέοι του χωριού και οι πεθερές διάλεγαν τις νύφες από τις Λαζαρίνες, που χόρευαν στον τρανό χορό (γίνονταν τα λεγόμενα νυφοδιαλέγματα). Μετά τον τρανό χορό, οι Λαζαρίνες μοιράζουν την λαζαρόπιττα στα δικά τους σπίτια και αφού ξεκουραστούν δίνουν… ραντεβού για το βράδυ στο κονάκι, για γλέντι με τραγούδια, παιχνίδια και χορό, μέχρι πρωίας…
Οι… Λαζαρίνες και στην Καισαρεία Κοζάνης είναι ένας τριήμερος εορτασμός του Λαζάρου. Ιέρειες αυτού, οι Λαζαρίνες. Αυτές, κάμνουν σχετική προετοιμασία από την ημέρα του «Φτωχολάζαρου» (το Σάββατο που προηγείται κατά μία εβδομάδα της κανονικής εορτής του Λαζάρου): Κοπέλλες της Καισαρειάς, χωρισμένες συνήθως κατά ηλικίες ή κατά κοινωνικές ομάδες (αρραβωνιασμένες, ελεύθερες και μικρότερα κορίτσια) συνάζονται σε κάποιο σπίτι και οργανώνονται σε «μπλίκια» (= μπουλούκια, παρέες). Εκεί καθορίζουν το «κονάκι» (το σπίτι στο οποίο θα παραμείνουν και θα διανυκτερεύσουν για δυο βράδια (Την Παρασκευή, προηγουμένη ημέρα της εορτής του Λαζάρου, και το Σάββατο, ανήμερα της εορτής του Λαζάρου). Κατά την παραμονή τους στο «κονάκι» οι Λαζαρίνες συντρώγουν στο ίδιο τραπέζι νηστίσιμα φαγητά, χορεύουν και τραγουδούν διάφορα παραδοσιακά τραγούδια, ιδιαίτερα της ημέρας και της εορτής. Το Σάββατο του Φτωχολάζαρου κλείνει με τις Λαζαρίνες, χορεύοντας και τραγουδώντας, από το «κονάκι» να μεταβαίνουν στην Παναγία της Δραγασιάς, ίνα προσκυνήσουν την εικόνα της. Την προηγούμενη ημέρα της εορτής του Λαζάρου, Παρασκευή απόγευμα, οι Λαζαρίνες με τις παραδοσιακές τους φορεσιές και στεφανωμένες με λουλουδοστέφανα, να προϋπαντήσουν την άνοιξη, συναθροίζονται στον αύλειο χώρο του Αγ. Προδρόμου, όπου ξαναχορεύουν και τραγουδούν διάφορα τραγούδια, σχετικά με την εορτή. Κατόπιν, αφού υπερπηδήσουν συμβολικά ένα καλαθάκι με πράσινα φύλλα και λουλούδια της εποχής, εισέρχονται μέσα στην εκκλησία και ενώπιον της εικόνος της Παναγιάς τραγουδούν ένα παραδοσιακό μοιρολόγι της ημέρας:
«Καλημέρα σου Παναγιά!»
«Καλώς τις Λαζαρίνες!»
«Εδώ παιδεύουν τον Χριστό οι σκυλοεβραίοι.
Τρία καρφιά τον άμπηχναν, τα τρία αράδα-αράδα…»…
Η ρόκα κι ο… κριμασμένους Λάζαρους
Του Κώστα Παλπάνη, από την Ελάτη, του Δήμου Σερβίων (γραμμένο στην ντοπιολαλιά της Δυτικής Μακεδονίας)
Όπους λεν κι τα χαρτιά , «η ηλακάτη» ,δηλαδή η ρόκα, «είναι ένα διχαλωτό ξύλο στο οποίο βάζουν ποσότητα μαλλιού (τουλούπα), για γνέσιμο». Ουμιάζ σαν ένα τρανό γράμμα,του Φ ,αλλά χουρίς να ινώνουντι τα κλούρια. Ήταν ένα πουλύτιμου ιργαλείου που μ’ αφτό οι νικουκιρές κι ξιγλιντούσαν κι ιτίμαζαν ό,τ χρήζουνταν να αντύσν τν φαμπλιά κι για να αρματώσν του σπίτ. Αφού έπλυναν τα κουλόκουρα κι τα μαλλιά στου λάκου ,τα στέγνουναν, τάγρεναν, τα λανάρζαν κι τάφτιαχναν τλούπις κι μιτά σιρά ίχι του γνέσιμου. Η ρόκα ήταν σύμβουλο άξιας νικουκυράς, γι’ αφτό τα παλικάρια τα έξυπνα αραδούσαν κουπέλες που νάξεραν ρόκα , αργαλειό κι κέντημα. Ήταν όμους κι άλλα που έλιγαν στα κουρίτσια να πιτάξν ρόκις κι τλούπις γιατί θα τα παντρέβουνταν μόνο για τν ουμουρφιά τα. Καθένας μι τα μιράκιατ. Έλιγαν ότι η ικανή γνέκα, γνέθ ακόμα κι μι του κουτάλ, ινώ οι ουκνές όπως η Μαρουσιάννα, που ίχι του νου στους… έρουτις, έγνιθαν σι πέντι μήνις έξι αδράχτια. Ηταν τρανό πτυχίου, μιταπτυχιακό κι διδακτορικό να ξέρ του κουρίτς γνέσιμο. Κι μάθιναν τα καψουκόρτσα κι γνέσιμου,πέρα απ όλα τα’ άλλα, γιατί μόλις παντρέβουνταν, τα καλουδέχουνταν οι πιθιρές λέγουντας. «Ήρθις νύφ, καλουσήρθις, γνέσει μαλλί για να φας ψουμί». Ήταν ένα ιργαλίου που έπιρνι η Μαριώ, που λέει κι του τραγούδι, «και πήγινι του φράχτη –φράχτη, μάλλουν σι ..ραντουβού, αφού είπι στ μανα της ότι τάχατις ψάχν του αδράχτι», αλλά και η βλαχοπούλα «που πρόβατα και αρνιά φυλούσε και τη ρόκα της κρατούσε».
Οι ρόκες γένουνταν απού σκληρό ξύλου, πιο πουλή απού κρανιά, για να μη λυγούν κι στραβών. Γι’ αφτό όπχιους απ’ τα χουσμέτια, απ’ τάρμιγμα ή ιπιδίς βάρινι στα χέρια, τουν τσιρένιαζαν κι τουν τσιουκάντζαν απ τουν πόνο, έλιγι «έχου τα χέρια ρόκις κι δεν μπουρώ να ξαμώσου». Η ρόκα και η νικοκυρά έφκιαναν ιτότις ανώτιρα πράματα απού αφτά που φκιάν σήμερα τα ιργουστάσια κλουστοϋφαντουργίας. Ου αργαλιός ήταν σκλαβιά μιγάλη, γιατί οι υφάντρις ήταν δισμιβμένις χουρίς παρέα κι γιτουνιά, ινώ η ρόκα ήταν «σιργιάνι», γιατί την κουβαλούσαν μαζί τους. Πήγιναν να νυχτηρέψν, έπιρναν κι τν ρόκα. Έβγιναν στ γιτουνιά να μασλατίσν έγνιθαν. Ήτι καθιστές ήτι ουλόρθις, ήτι πιρπατούντας , δεν σταματούσαν του γνέσιμου. Πήγιναν στν στρούγκα φουρτουμένις, στου δρόμου έγνιθαν. Λαλούσαν τα γαλάρια, μουλουγούσαν τα χαμπάρια στ αρμιχτάδις, έγνιθαν. Βοσκούσαν το τσελιγκάτο, έγνιθαν. Ποτές δεν κάθουνταν μι σταυρωμένα τα χέρια. Όπουτι άδειαζαν απ‘ τα χουσμέτια, έπιαναν τν ρόκα, τν έζουναν στν αμπασκάλ ή στ ζών απ του φουστάν, κι έγνιθαν. Έτσιας κι δλειά έβγαζαν κι μάζουναν λίγου του νου απ’ τς έγνις, τς σκασίλις κι τα ντουραλίκια. Γιαφτό, ινώ ήταν τόσου τιμουρσμένις κι βασαντζμένις, δε χριάζουνταν πσυχαναλυτές, διαλογιστές ,γιόγκις ,πιλάτις κι ινστιτούτα που κουσέβν τώρα οι νιότιρις . Ιφχαριστιούνταν κι καμάρουναν, αν έγνιθαν πολλές τλούπις, αν γένουνταν καλό του νήμα κι αν κατάφιρναν να φέρ τρανή φούρλα του αδράχτ μι του σφουντύλ. Γιαφτό έμινι κι παροιμία «μήρθι ου ουρανός σφουντήλ», άμα κάνας αντραλίζουνταν ή άκουγι κάτ αναπάντυχου κι κακό μαντάτου ή χτυπούσι στου κιφάλ.
Μι τν διχάλα απ’ τν ρόκα ξικριμούσαν κι τα φαγώσιμα που έβαζαν ψηλά, για να μην τα φτάν οι γάτις κι ιμείς τα ξινηστκουμένα που δεν άφναμι «τα δυό αντάμα». Ιτότις δε μας παρακαλούσαν να φάμι. Μας κυνηγούσαν να μη φάμι. Γιαφτό γίγκαμι τσιφτιλήθκα κι όχι σιαμούτκα, αφου για όλα έπριπι να σκιφτούμι για να βρούμι λύση. Άμα ήταν απουσταμένις τν έφκιαναν τν ρόκα μπαστούνα για να ακουμπούν κι να ντιακώνουντι. Θυμούμι, ιπίσης, στου Παλικλήσι τν θειά μ τν Φρουσύνα, για να μισαρήσ τα πρόβατα, απ τν μια μιριά φύλαγι ικίν του χουράφ κι απ τν άλλ’ ίχι αμπίξ τν ρόκα μι διμέν τν πουδιά, για να αμπουδιούντι τα σφαχτά κι να μην μπέν στου σπαρμένου. Τα αδράχτια, επίσης, τα χρησιμουποιούσαν κι για να ζουπούν τουν ζαϊρέ στου χνί για να γιουμόσν τα μπουμπάρια κι τις λουκανίδις ή να γυρίσν τάντιρα για τν μαγιρίτσα. Άμα η μάνα μας έφκιανι πουλύ ξηρό του φαί ,ου πατέρας έλιγι. « Χρυσούλου, φέρι κι ταδράχτι, δεν αραδάει του φαί να κατέβ στην κλιά» .Όσις, πάλι, έχαναν του σφουντύλ, έβαζαν στου αδράχτι πατάτα ή κρουμύδ για βάρους. Είχαν μυαλό οι γιαγιάδις κι οι μάνις μας κι ας μην ήξιρναν πουλά γράμματα. Η ρόκα ήταν μόνιμου κι απαραίτητου αξισουάρ για τς γνέκις όπους είνι τώρα τα καλλυντικά, ταρώματα, τα κινητά μι τα φεισμπούκια. Μόνο που ικίνις σκανιάζουνταν κι έβαζαν ινάτ πόσις τλούπις έγνισαν, πόσα κιντήδια κι υφαντά έφκιαξαν, ινώ τώρα οι πουλιτιζμένις τηρούν, πέρα απ’ τα χουσμέτια κι τς υπουχριώσις, κι πόσα λάικς κι σχόλια θα μαζέψν.
Τα χρόνια ικίνα τα κουρίτσια ήταν πουλύ πιριορισμένα κι όχι ξιόλτα να γκιζιρούν όπ’ χάλιβαν, για να μη δίν δικιώματα στουν κόζμου. Πέρα απ’ τς γουνίδις, φουβούνταν κι απ’ τουν τρανύτιρου αδιρφό να βγουν απ’ του παραστάθ. Έβγιναν μούγκι ή όταν ήταν ανάγκ ή για του μαντρί κι του χουράφ ή να παέν στν ικκλισιά, πάντα με συνουδία. Για διασκέδασ στν πλατέα έβγιναν μόνου σι τρανές γιουρτές, για νανταμώσν τς φιλινάδις, να βιγλίσν κάνα γαμπρό κι να τα νυφουδιαλέξν οι μιλλουντικές πιθιρές. Στου σπίτι τα, τα κουρίτσια τάλιγαν «ξενοφουλιές» κι «ξενοβουνιές», ότι δηλαδής πρέπ να φύγν μι τν ώρα τα απού του πατρικό, για να στήσν αλλού νοικουκιριό. Ήταν κι γιουρτές ειδικά για γνέκις αλλά πιο πολύ για τα κουρίτσια που ήταν για παντρειά. Τα Κλήδουνα, αλλά κι ου Λάζαρς κι τα Βαιού Όλις οι γιουρτές ίχαν «κοινωνική σκοπιμότητα», λεν τα χαρτιά. Ήταν για τα κουρίτσια ιφκιρία να ξυπουστάν απ’ τα χουσμέτια, να ξιγληντήσν λίγου βγένοντας απ’ του σπίτ, κι να βρουν κι του τυχιρό τα. Ιπιδίς όμους του Σάββατου του Λαζάρου άλλα κουρίτσια έπλιναν τα στράνια, τα σκιπάζματα κι τα στρουσίδια στα λακκωματα, άλλα κουρίτσια έσκαβαν ταμπέλια, άλλα σιλάρουναν σπίτια , ουβρό, στράτις κι φράχτις για τα Πασκαλόγιορτα, του έθιμου του Λαζάρου του μιτακινούσαν την Κυριακή τ Βαγιού. Απού του χουριό μας ξικήντσι η μιτακίνηση των γιορτών κι μιτά του ιφάρμουσι κι… ου Αντρέας μι του Πασόκ. Σίγουρα θα ίχαν ακούς οι συγχουριανοί, αφτό που έλιγε ου Δημόκριτος: «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος» (Ζωή χωρίς γιορτές είναι μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο). Αργότιρα,στα θκάμ τα ζνάρια, του έθιμου με τν ρόκα γένουνταν ανήμερα του Σαββάτου. Αφτό του έθιμου δεν έτυχι να του παρακολουθήσου, κι γιατί ήταν γνυκίσιου κι γιατί πάντα μι έπιφτι ου λότους να τζιουμπανέψου. Γιαφτό, άμα κάνου κανέναν αλάθουν, μη με πάρτι μπουσμά. Τέλους πάντους, θα γράψου ό,τ δουκιούμι κι ισείς ρουτάτι κι τσ τρανύτιρις γνέκις στου χουριό αλλα κι νιότιρις, όπους η Ζήσω, που αντύθκι Λάζαρους, να σας πουν πλιότιρις πληρουφουρίες κι σουστώτιρις κι να σας λύσν απουρίις.
Τα παλιά τα χρόνια, τν Κυριακή τα Βαϊού, του διλνό, αφού είχαν χουνέψ τν μπακαλιάρου μη του ρύζ, μαζέβουνταν στου μισιχώρ γνέκις κι κουρίτσια για του έθιμου μη τν ρόκα. Μια γνέκα ντύνουνταν βλαχουπούλα Λαζαρίνα κι μια τζιουμπάνους Λάζαρους. Πιάνουνταν στουν χουρό, έναν χουρό σαν τιλικό σίγμα που άνιγι κι έκλινι. Η βλαχουπούλα κρατούσι ρόκα, τάχαμ έγνιθι, αλλά η τλούπα ήταν κόκκινη. Έλιγαν τραγούδια για τουν Λάζαρου που πέθανι κι τουν ανέστησε ου Χριστός. Οι αφλάδις γράφν πως, αφού αναστήθκι ου Λαζαρος, έζησε μιτά στην Κύπρο, ίδρυσε την Εκκλησία τς Κύπρου κι δεν γέλασι πουτές ιξιτίας από αφτά που είδι κι σικλιτίσκι φόντας πήγι κι γύρσι απ’ τουν άλλου κόζμου. Καλύτιρα απού ιμένα για του τι έφκιασι ου Λάζαρους στν Κύπρου, ξέρ σίγουρα ο Κουστάκς ου Νάνους που ίνι ικεί παντριμένους. Ξέφυγα απ’ του θέμα κι έκλουσα πουλά σύνουρα. Θα έχ δίκιου κι πάλι ου Θύμνιους τς Τσιουμαλούς να μη ζαβρατήσ’ ότι μουλουγώ πουλά κι δύσκουλα. Να με συμπαθάει αλλά ας στρουθεί να διαβάσ’. Δεν θα χασουμιρήσ του λανάρ ούτι θα τουν απουμήν τα γαλάρια άρμιχτα.
Αφου τέλιουναν τα τραγούδια κάμπουσις γνέκις έπιρναν τν ρόκα να την κρύψν, ινώ τα πιδιά έκλιναν του δρόμου με βατσινιές κι έτς έβρισκαν ιφκιρία να πλησιάσν τα κουρίτσια που τάχαν οι μάνις τα πιριουρισμένα. Του κρύψιμου τσ ρόκας γένουνταν στου μπάτου του χουριού, δηλαδή μιτά τς Ουρανίας του σπίτ, κάθι χρόνου κι σι διαφουριτική μπάντα, ανάλουγα πού ήταν τα σπαρμένα. Οι σουφοί προγονοί μας δεν έσπερναν τότις όλα τα χουράφια. Μιά χρουνιά έσπιρναν ας πούμι ανατουλικά, τν άλλ δυτικά. Έτσι κι τα χουράφια ξαπόστιναν- αφτό τώρα οι γραμματζμέν του λέν «αγρανάπαυση»- κι τα σφαχτά ίχαν μπαϊρια να βουσκούν. Αφού καήπουναν τν ρόκα σι καμιά ζήγρα, αναλάμβαναν οι μπικιάρδις κι κουτάλιβαν για να τν αμπλάξν. Αφού τν έβρισκαν, τν έφιρναν στν πλατέα κι τν έσπαγαν .Έτς ολουκληρώνονταν αφτό του πιχνίδ κι η γιουρτή. Ένα έθιμου που δεν άκουσα να γίνιτι αλλού όπους στου χουριό μας. Οι γνέκις κι τα κουρίτσια έπιρναν λίγου ανάσα απ’ τα χουσμέτια, ώστι να αρχινίς κι για αφτές όπους κι για τουν Χριστό η δύσκουλη Μιγαλουβδόμαδα, αλλά κι οι μπικάρδις συδρουμούσαν για νύφες για να στείλν προυξηνιά, γιατί αρχινούσαν κι οι δλιές στα χουράφια κι χριάζουνταν παραπάν χέρια.
Κάποια χρουνιά,ανήμερα του Λάζαρ, ινώ στν πλατέα χόριβαν τν ρόκα, ου Γιάντς τς Γιάννους, ου Γιαννάκς τς Πιπίτσας κι ου Λιφτέρς τς Γιουργίτσας άκουσαν ότις στους Λαζαράδις ήταν ένας… κριμασμένους Λάζαρους. Ίσως άκουσαν απού γνέκις που έλιγαν για έναν «που τουν πήγιναν να τουν κριμάσουν στου πασά την πόρτα» ή τα ξιγέλασι ιπίτιδις κάνας τρανύτιρους. Απού πιδική αφέλια κι πιριέργεια, κίντσαν απ’ του χουριό μι τα πουδάρια να παέν στ Λαζαράδις να ιδούν τουν… «κριμασμένου Λάζαρο», όπως τον φαντάζουνταν τα πιδικά μυαλά τους. Μόλις πέρασαν ουπέρα στου Τουρνίκ, τα αντάμουσι ου πατέρας τ’ Λιφτέρ, που έρχουνταν καβάλα στου μουτουσακό απ’ τα νταμάρια που δούλιβι. Πήρι μαζί τ τουν Λιφτέρ κι τσιατάρσει τάλλα δυό πιδούλια να γυρίσν αγλήγουρα πίσου στου χουριό μας. Φτάνουντας στου χουριό ,ου Μπαρμαγιώργους βρήκι τν Τσακνακουγιάννου κι τν έδουσσι τα χαμπάρια για του πού βρίσκιτι ου τρανύτιρους ου γιος της αλλά κι ου Γιαννάκς τς Πιπίτσας, που τουν τράνιβι ιτότις η γιαγιά του, η Χριστουδουλουγιάννινα, αφού οι γουνίδις του ήταν μιτανάστις, όπους κι άλλ γουνίδις χουριανοί, στη λεγόμινη τότι Δυτική Γιρμανία. Καταλαβαίνουμι τι αγουνία πέρασαν μέχρι να ιδούν τα πιδούλια να έρχουντι, αφού ίχι μουργκής κι κόντιβι να νυχτώς. Αναδρουμόθκαν κι έκαναν του δρόμου τουν κατήφουρου κουσέβουντας. Η κυρά Γιάννω, λόγου της γιουρτής φουρούσι ψηλουτάκουνα. Μη νουμίζτι όμους τίπουτα δουδικάπουντα τακούνια. Για να μην πιδικλουθεί κουσέβουντας τάβγαλι τα παπούτσια κι πχιαλούσι ξυπόλτη να βρει τα πιδιά. Απ’ του κουντό, έρχουνταν κι η κυρά-Γιάννινα, για να βρεί ψυχουβγαλμέν κι αφτή τουν αγγουνό. Φτάνουντας η Γιάννου στου Σαμάρ, αντάμουσι τα πιδιά κι πήρι ανάσα απ τν αγουνία. Ούδι τότις φώναξι κι τν θειά της, που ήταν στ Ζέρβα τ’ στρουφή να μην ανησυχεί, αφού τα πιδούλια, ιφτά -ουχτώ χρουνών ιτότις, βρέθκαν σώα κι αβλαβή.
Τώρα που τράνιψαν οι τρεις παραπάνω ..δράστες πρέπ’ να μας πουν κι μας γιατί έφκιασαν τέτχιου μύθο κι κόντιψαν να φτάσν στ’ Λαζαράδις. Ελπίζου να μη μι καταγγήλν ότις έβγαλα στ’ φόρα προυσοπικά τους δεδουμένα. Ιγώ αφτά ξέρου, αφτά έγραψα. Το τι και το πώς γένουνταν αφτό του έθιμου κι τι συμβόλιζαν όλα τα γενόμενα, δεν έμαθα. Ενδεχομένους του έθιμου μι του κρύψιμου της ρόκας, να είνι απουκλιστικότητα του χουριού μας. Του σίγουρο είνι πως θυμίζει στις σημερινές προγιαγιάδες, γιαγιάδες και μάνες τα χρόνια που ήταν ξέγνοιαστα, κουρίτσια προυκομένα κι περιζήτητα και δεν φουβούνταν ούτι τα χουσμέτια ούτι κι τουν χουρό. Γιαφτό έλιγαν «η δλιά, δλιά κι ου χουρός γαϊτάνι». Ελπίζω οι Λαζαρίνες να μην πεισμώς μι μένα, που ανακατώθκα σι γυνικεία θέματα κι εθίματα!
Με το καλό να φτάσουμε στην Ανάσταση, γεροί κι χουρίς να λείπ κανένας απ’ του μέτρημα!
ΗΠΕΙΡΟΣ
Στην Ήπειρο – και δη στις κτηνοτροφικές περιοχές – έλεγαν τα κάλαντα και κτύπαγαν ταυτοχρόνως και μεγαλοκούδουνα:
Πες μας Λάζαρε τι είδες
εις τον Άδη που επήγες.
Είδα φόβους, είδα τρόμους,
είδα βάσανα και πόνους,
δώστε μου λίγο νεράκι
να ξεπλύνω το φαρμάκι,
της καρδούλας μου το λέω
και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να ʽρθουμε,
με υγεία να σας βρούμε,
και ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει,
να ζήσει χρόνια εκατό
και να τα ξεπεράσει.
Ένα από τά πιό ενδιαφέροντα έθιμα τού Ασημοχωρίου Κονίτσης Ιωαννίνων είναι τό έθιμο τού Λαζάρου. Τό έθιμον αυτό, εντόνως θρησκευτικό, άρχιζε από τήν Μεγάλη Σαρακοστή και εκορυφώνετο τό βράδυ τού Λαζάρου. Ψυχαγωγούσε τά παιδιά καί τούς καλλιεργούσε τό συνεταιριστικό καί θρησκευτικό πνεύμα. Μόλις εβασίλευε ο ήλιος, τά παιδιά τού σχολείου εμαζεύοντο στό Αλώνι τής Προίκας, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα η παιδική χαρά. Προηγουμένως χτυπούσε τό σήμαντρο. Σέ μία κόλλα αναφοράς – ψυχοχάρτι- ήσαν γραμμένα τά ονόματα ήδη απελθόντων χωριανών, αρχής γενομένης από τούς ιερείς. Ένα μεγάλο παιδί άρχιζε νά φωνάζη τόν πρώτο γνωστόν απελθόντα ιερέα: Παπα-Πούλιος! Καί όλα τά παιδιά συνεπλήρωναν δυνατά: Κύριε ελέησέ τον, Θεέ μ’, σ’χώρεσέ τον. Καί συνέχιζε: Παπα-Γιάννης, Παπα-Γιώργης, καί μετά τούς λαϊκούς. Λίγες ημέρες προτού, εύρισκαν τό σπίτι όπου θά εκοιμόντο τό βράδυ, συνήθως δέ, επήγαιναν σέ σπίτια τών οποίων οι άνδρες ήσαν σέ ταξίδι ή δέν υπήρχαν γέροντες, ώστε νά είναι ξέγνοιαστη η παραμονή. Τέτοια σπίτια ήσαν τού Παύλου Παννούλη, τής Προίκας, τής Κλήγαινας, τής Λενίτσας, της Κυρκούλαινας, τής Μανεσιώς από τήν οποίαν έπαιρναν καί τά ονόματα. Τήν παραμονή τού Λαζάρου, τά παιδιά γύριζαν στά σπίτια μέ μπαστούνια καί καλάθια γιά τά αυγά, μέ σακκούλια καί ντενεκέδες γιά αλεύρι, φασόλια, λάδι καί παράδες. Σέ κάθε σπίτι λέγαν καί τό κατάλληλο τραγούδι, αποτελούμενο τόν πολυχρόνιον χαιρετισμό καί έπαινο για τήν οικογένεια. Άλλο έλεγαν γιά τούς ιερείς, άλλο γιά τούς άρχοντες κι’ άλλο γιά τούς γραμματισμένους. Επίσης άλλο γιά τούς ξενητεμένους, άλλο γιά τίς οικοδέσποινες, άλλο γιά τους αρραβωνιασμένους, άλλο γιά τά ελεύθερα αγόρια καί κορίτσια, άλλο γιά τά ανήλικα παιδιά. Παραλλαγές τραγουδιών υπάρχουν καί σέ άλλα μέρη, όπως συμβαίνει άλλωστε καί σέ άλλα δημοτικά τραγούδια. Η παρέα εγύριζε στά σπίτια νύχτα, διότι τήν ημέρα ο κόσμος εδούλευε στα χωράφια. Μετά τό τραγούδι στήν πόρτα τού σπιτιού, η παρέα έλεγε τήν ευχή «καί τού χρόνου!» Στά σπίτια όπου είχαν πένθος, τά παιδιά δέν επήγαιναν. Η παρέα αφού συνεκέντρωνε τά είδη, επήγαινε στό σπίτι όπου θά έτρωγαν καί θά εκοιμώντο τό βράδυ. Συνήθως τά αυγά καί τά χρήματα τούς τά μοίραζε ο δάσκαλος. Ο Μόσχος, ο διδάσκαλος, ξένος ων, έπαιρνε κι αυτός τό μερίδιό του από τά αυγά. Στό σπίτι, 5-6 γυναίκες ανελάμβαναν νά μαγειρέψουν τήν φημισμένη φασολάδα, πάντα ωραία μέσα στό καζάνι, γιατί είχε πολλά φασόλια καί πλούσια άλλα υλικά. Αφού έτρωγαν τήν φασολάδα, τά παιδιά εκοιμούντο στό σπίτι’ εκεί οι υπναράδες τήν επλήρωναν πολύ ακριβά! Μόλις άρχιζαν νά ροχαλίζουν, οι ξύπνιοι τούς έραβαν στό ντουσέκι μέ τίς κουβέρτες, κι’ έτσι τό πρωί ξυπνούσαν φασκιωμένοι… Αναφέρω μερικά από τά γνωστά τραγούδια όπως τά έλεγαν τά παιδιά, μέ τήν ελπίδα ότι όσοι γνωρίζουν περισσότερα, θά τά γράψουν, ώστε νά δημοσιευθούν, μέ στόχο τήν διατήρησι τού εθίμου.
Τό πρώτο αποχαιρετιστήριο τραγούδι
(τό έλεγαν σέ όλα τά σπίτια)
Καλημέρα σας, καλή βραδυά σας,
καλώς ήρθαμαν στήν εφεντιά σας.
Άν κοιμάστε νά σηκωθήτε
κι’ άν καθόσαστε ν’ αφουγκρασθήτε’
Ήρθ’ ο Λάζαρος, ήρθαν τά βάγια,
ήρθ’ ο μύρμηγκας, τά κορασίδια.
– Πού ήσουν Λάζαρε, καί τώρα φάν’κες;
– Ήμουν στή γή βαθειά χωμένος!
Στούς Παπάδες έλεγαν:
Γιά σήκου, σήκου Δέσποτα,
καί μή βαρειά κοιμάσαι,
οι εκκλησιές εσήμαναν
τά μοναστήρια ψάλλουν
καί η δική σου εκκλησιά
δέν ψάλλει δέ σημαίνει.
Στούς ξενητεμένους έλεγαν:
Εδώ ‘χουν τόν αφέντη μας
πολύ μακρυά στά ξένα,
νά πάη καλά, νά ‘ρθή καλά
νά ‘ρθή διαφορεμένος,
νά φέρη κόκκινο άλογο
μέ τή χρυσή τή σέλλα,
νά φέρη γρόσια στό σακκί
φλουριά μαλαματένια.
Στίς ανύπανδρες κοπέλλες έλεγαν:
Εδώ ‘χουν κόρην όμορφη,
θέλουν νά τήν παντρέψουν,
τήν θέλει ο γυιός τού Βασιληά,
τήν θέλει ο γυιός τού Ρήγα.
Δέ θέλ’ τόν γυιό τού Βασιληά,
Δέ θέλ’ τόν γυιό τού Ρήγα,
μόν’ θέλει τ’ αρχοντόπουλο
μέ τίς πολλές χιλιάδες,
πού κοκκινίζει τό φλουρί
καί πέφτει τό λαγάρι
κι’ αυτά τά κοσκινίσματα
τά δένει στό μαντίλι,
καί τό μαντίλι στό σπαθί
καί τό σπαθί στή ζώνη
κ’ η ζώνη πάνω στ’ άλογο
καί τ’ άλογο στούς κάμπους.
Στίς υπανδρεμένες έλεγαν:
Κυρά αργυρή, κυρά χρυσή,
κυρά μαλαματένια,
κυρά μ’ όταν στολίζεσαι
καί βάνεις τά χρυσά σου,
βάνεις τόν ήλιο πρόσωπο
καί τό φεγγάρι γύρο,
βάνεις καί τόν Αυγερινό
καθάριο δαχτυλίδι.
Σέ μαθητή τού σχολείου έλεγαν:
Εδώ ‘χουν τόν μικρούτσικο,
τόν μικροκανακάρη,
τόν έλουζαν, τόν χτένιζαν
καί στό σχολειό τόν πάνε.
Κι’ ο δάσκαλος τόν έδερνε
μέ τήν χρυσή τή βέργα.
– Μικρέ μου, πού είν’ τά γράμματα,
πού είναι τά βιβλία;
– Τά γράμματ’ είναι στό χαρτί
κι’ ο νούς μου στά παιχνίδια.
Τέλος όταν έφευγαν από σπίτι όπου ο νοικοκύρης ήταν ξενητεμένος
κι έδινε χρήματα, τραγουδούσαν:
Σέ τούτο τ’ αρχοντόσπιτο
πέτρα νά μή ραγίση
κι ο νοικοκύρης τού σπιτιού
πολλά χρόνια νά ζήση.
Καί τού χρόνου!
Στην Ροδαυγή Άρτης ετήρησε τα τραγούδια τού Λαζάρου, τα έλεγαν τό απόγευμα τής παραμονής, στά σκαλιά τής εκκλησίας τής Αγίας Παρασκευής. Πρόκειται γιά 24 τραγούδια πίστεως, ελπίδος καί αγάπης. Τά παιδιά περνούσαν από σπίτι σέ σπίτι, μέ τά στολισμένα μέ λουλούδια καλάθια τους, καί οι νοικοκυραίοι φρόντιζαν νά είναι εκείνη τήν ημέρα στό σπίτι τους γιά νά παραγγείλουν όποιο τραγούδι επιθυμούσαν. Εάν τά παιδιά δέν έλεγαν την παραγγελιά, δέν θά εγένοντο δεκτά καί δέν θά είχαν τό ανάλογο κέρασμα από σύκα, καρύδια, γλυκά, χρήματα, κ.ά. Ιδιαιτέρα σημασίαν έδιναν οι Ροδαυγιώτες στό τραγούδι τού ξενητεμένου, η παραγγελία τού οποίου ήταν πολύ συχνή, διότι τό χωριό είχε πολλούς ξενητεμένους. – ΠΗΓΗ: Λαογραφική Ομάδα των Απανταχού Ροδαυγιωτών.
ΕΠΤΑΝΗΣΑ
Στην παλιά Κέρκυρα, ένας άνθρωπος συνήθιζε να φορά μια κόκκινη μπλούζα, που την έδενε στην μέση του με ένα κορδόνι, από πολύχρωμες κορδέλλες. Στα χέρια του κρατούσε ένα κοντάρι, στην κορυφή του οποίου υπήρχε ένα πρόσωπο, σκαλισμένο σε ξύλο: Ήταν ο Λάζαρος. Επάνω στο κοντάρι είχε κρεμασμένα διάφορα στολίδια (ψευτομαργαριτάρια, μαντήλια, κορδέλλες, κούκλες κλπ.). Μαζί του και δυο οργανοπαίκτες που τον συνόδευαν να πει τα Κάλαντα του Λαζάρου. Πήγαιναν λοιπόν στα σπίτια και τα μαγαζιά και εισέπρατταν χρήματα, αφού απαραιτήτως όλοι αγόραζαν κάτι από αυτά που είχε κρεμασμένα στο κοντάρι. Τα θεωρούσαν σαν φυλακτά, και τα κρέμαγαν στο προσκεφάλι τους.
- Το έθιμο αναβιώνει από τον Φορέα Κορφιάτικης Έκφρασης, στο Ιστορικό Κέντρο της πόλης, στις 11 π.μ. του Σαββάτου του Λαζάρου.
Πολλές οι εκδοχές των καλάντων του Λαζάρου στην Κέρκυρα:
Στο χωριό Επίσκεψη:
Με τον ορισμό λόγο να πούμε και το Λάζαρο να διηγηθούμε
Καλησπέρα σας καλή βραδία, ήρθε ο Λάζαρος με τα Βαΐα
Αν κοιμόσαστε να ασκωθείτε και αν κάθεστε ν’ αφρικαστείτε.
Αγρικήσατε μεγάλο θαύμα, όπου έγινε δαιμόνων τραύμα.
Πήγεν ο Χριστός στη Βηθανία διότι εκεί ήταν πολύ απιστία.
Όσοι έμαθαν τον ερχομό του, όλοι τρέξανε στον ορισμό του.
Όλοι τρέξανε μικροί, μεγάλοι, όλοι χριστιανοί εβραίοι κι άλλοι
Καβαλίκεψε εις πώλου όνο, έτσι έμελλε τούτο το χρόνο
Και τα νήπια παιδιά εβραίων, δια την πομπή των Ιουδαίων.
Άλλοι έκοβαν κλάδους και Βάια, συντηνέχοντες τα λόγια τα Άγια.
Άλλοι έλεγαν ευλογημένος ο ερχόμενος και κηρυγμένος.
Τότε ο Χριστός εμπρός κινάει και ο λαός τον ακλουθάει.
Τότε τρέξανε Μάρθα, Μαρία, γιατί ήτανε μεγάλη χρεία.
Πού είναι ο Λάζαρος, πού είν’ ο αδερφός μου,
πού είν’ ο φίλος μου και ξάδερφός μου;
Λέγουν Λάζαρος είν’ πεθαμένος, τετραήμερος στη γη θαμμένος.
Λέγει πάμετε να τον ιδούμε και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Πάτησε ο Χριστός στην πλάκα επάνω, «Δεύρο Λάζαρε, σήκω επάνω».
Κι ώ του θαύματος η γη εταράχθη και ο Λάζαρος ορθός εστάθη.
Πού ήσουν Λάζαρε, πού’σαι αδερφέ μου,
πού ήσουν φίλε μου και γνώριμέ μου;
Δώστε μου να πιω λίγο νεράκι, ‘τι είν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Είν’ τ’ αχείλι μου είν’ μαραμένο και απ’ την γη φαρμακωμένο.
Δώστε μου να πιω να σας μιλήσω και τον θάνατο να λησμονήσω.
Ήμουνα βαθειά στη γη θαμμένος και με τους νεκρούς ανταμωμένος.
‘Τι είν’ ο θάνατος που περιμένει κάθε άνθρωπο στην Οικουμένη.
Τώρα ευχόμεθα καλήν υγεία, Καλή Ανάσταση και ευτυχία.
Χρόνους Πολλούς
ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ
Στην Κω το παιδί που αναπαριστούσε τον «Λάζαρο», ήταν τυλιγμένο σε ένα σεντόνι, στολισμένο με κίτρινα λουλούδια. Η παρέα έπαιρνε αυγά και τα έδινε στον δάσκαλο… Τα πιο μεγάλα παιδιά, οι «πρωτόσχολοι», έπαιρναν την εικόνα του Λάζαρου, την έβαζαν πάνω σε μια ειδική κατασκευή, που στόλιζαν με δεντρολίβανο (ήταν, λέγαν, η Βηθανία, η πατρίδα του) και γύριζαν στις στάνες. Οι βοσκοί τους φίλευαν αυγά, τυριά και μυζήθρες για τις λαμπρόπιττες. Οι αρραβωνιασμένες θα φτιάξουν ένα «λαζαράκι» σε μέγεθος μικρού παιδιού, γεμισμένο με χίλια δυο καλούδια και κεντημένο σχεδόν σαν τις κουλούρες του γάμου, και θα το στείλουν στον μέλλοντα γαμπρό.
ΚΥΠΡΟΣ
Στην Κύπρο, η οποία σχετίζεται στενώς με τον Λάζαρο, αφού εκεί κατέφυγε μετά την Ανάστασή του, το έθιμο της αναπαράστασης, γινεται στην αρχαιότερη μορφή του. Ο θεός πεθαίνει στην ακμή της νειότης του και αμέσως ανασταίνεται, όπως ο Άδωνις στους αρχαίους Έλληνες. Έντυναν ένα παιδί με κίτρινα λουλούδια, τόσο που ούτε το πρόσωπο του δεν φαινόταν! Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, όταν άρχιζαν τα άλλα παιδιά να τραγουδούν, αυτό ξάπλωνε και υποκρινόταν τον νεκρό. Όταν όμως έλεγαν το «Λάζαρε δεύρο έξω», σηκωνόταν…
ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ
Οι Λαζαρίνες και στην Βουλγαρία: Στην βουλγαρική λαϊκή παράδοση αυτής της ημέρας τελείται το έθιμο του Lazarovden. Νεαρά κορίτσια, τα «Λαζάρκια» (παραπάνω φωτογραφία), μαζεύουν λουλούδια για τα στεφάνια που θα πλέξουν για την Κυριακή των Βαΐων. Τα κορίτσια είναι ντυμένα με παραδοσιακές λαϊκές λευκές φορεσιές. Παίρναν μαζί τους ένα καλάθι με λιχουδιές. Πίστευαν ότι το σπίτι στο οποίο θα τραγουδούσε η Λαζάρκα, θα είχε υγεία και γονιμότητα τον επόμενο χρόνο. Έτσι γυρίζουν τα σπίτια του χωριού, τραγουδούν τελετουργικά τραγούδια του Λαζάρου και ευλογούν για υγεία, γονιμότητα, ευτυχία και ευημερία. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού τους χαρίζει αυγά, χρήματα, φρούτα και μικρά δώρα. Παλαιότερα, την ημέρα του Λαζάρου, τα παλληκάρια του χωριού ζητούσαν το χέρι της εκλεκτής τους. – ΠΗΓΗ.
Μερικά από τα πιο όμορφα βουλγαρικά λαϊκά τραγούδια συνδέονται επίσης με την Ημέρα του Λαζάρου: «Στεφάνι Λαζάρου ριγμένο στο ποτάμι».
Αν σε ένα σπίτι υπάρχει ένας εργένης ή μια κοπέλα ανύπαντρη, αλλάζουν οι στίχοι.
Λάζαρε, εδώ ακούσαμε, καταλάβαμε
ότι υπάρχει ένας εργένης ο Λάζαρος και μια κοπέλλα,
παντρευτείτε τον εργένη, τον Λάζαρο,
παντρέψου κορίτσι, τον Λάζαρο…
Πίστευαν ότι μια κοπέλλα που δεν είχε πειράξει / τραγουδήσει, δεν θα μπορούσε να παντρευτεί. Γι’ αυτό ήταν υποχρεωτικό για κάθε κορίτσι στο χωριό να συμμετέχει.
- Μετά από αυτές τις δύο γιορτές ξεκινά η εβδομάδα της Λαμπρής.
- Η ημέρα του Λαζάρου είναι πάντα 8 ημέρες πριν από την Λαμπρή – άρα πάντα Σάββατο.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης «Ταματα και αναθηματα». Γ. Λεκακης «Λεξικο των παραδοσεων». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 15.4.2000.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] δεύρω (Ομ. Ιλ.3.240) > επίρρ. δεύρο (αιολ. δεῦρυ – Hdn. Gr. 2.933), δευρί (αττ.) > δεῦρε (Att. Inscrr., IG 12.900) > δευρεί Stud. Pal. 10.7.6 (4ος / 5ος μ.Χ.) = προς τα εδώ [«τὰ δεύρο» = τα αισθητά όντα], ως αυτό το σημείο, εδώ! από δω! έλα! πήγαινε προς > πληθ. δεύτε.
[2] Κορασιώνε = κοριτσιών
[3] Τρουύρ’ αρθήτε = γύρω – γύρω να έρθετε
[4] Απάθη = τα πάθη
[5] Πουσ’ νε = που ήσουν
[6] Πετρίτη = (Falco peregrinus) το κατ’ εξοχήν γεράκι [σ.σ.: ιερό πτηνότου θεού Απόλλωνος] και δίχως άλλο το πιο γρήγορα πλάσμα σε αυτόν τον πλανήτη. Όταν εφορμά ενάντια στην λεία του, αναπτύσσει ταχύτητες που ξεπερνούν τα 270 χλμ. / ώρα ενώ πιστεύεται ότι μπορεί να φτάσει και τα 400 χλμ. / ώρα!
[7] Πώλου όνου = ο όνος, (το γαϊδουράκι) είναι σύμβολο της ειρήνης, ενώ το άλογο είναι σύμβολο του πολέμου.
[8] Φοίνικας = Η χουρμαδιά. Φυτό των θερμών χωρών με κυλινδρικό κορμό, δίχως κλαδιά, με μια πράσινη τούφα στην κορυφή.
ΕΘΙΜΑ ΚΑΛΑΝΤΑ του ΛΑΖΑΡΟΥ Λεκακης ΕΘΙΜΟ αγιος ΛΑΖΑΡΟΣ