Του Μ. Στούκα
- γουλάς: η λέξη σημαίνει σωρός από διάφορα πράγματα. Δεν υπάρχει σε κανένα από τα ηπειρώτικα λεξικά η λέξη, ούτε βέβαια η ετυμολογία της. Στο Λεξικό της Πάπυρος – Λαρούς – Μπριτάνικα, υπάρχει: γουλάς = κάστρο, φρούριο < τουρκ. kule, οχυρό. Το ίδιο και στο ΥΠΕΡΛΕΞΙΚΟ. Στο ιστορικό λεξικό της ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ, υπάρχει η λ. γουλάς – είδος πουλιού, το οποίο πιστεύεται ότι τρώει μικρές πέτρες. Η λέξη είναι ιδιωματική, σύμφωνα πάντα με το ίδιο Λεξικό και χρησιμοποιείται στους Παξούς και τους Αντίπαξους! – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης “Παξοί, τα νησιά του πάθους”. Ή έχουμε να κάνουμε με άγνωστη προέλευση της λέξης ή με διαφορετική σημασία που απέκτησε με το πέρασμα του χρόνου.
- δαμάλα = μικρό βοοειδές ηλικίας 8 μηνών ως 3 ετών που έχει γεννήσει (ΧΛΝΓ), δαμάλι = μικρό μοσχάρι (ΧΛΝΓ)
- δεντρογαλιά = μεγάλο φίδι πράσινου χρώματος που αναρριχάται στα δέντρα (ΧΛΝΓ + Π) < δέντρο + γαλή. (Π)
- δέξικος, κυρ. ως επίρρημα, δέξικα – βολικά, εύκολα < δεξιός (Π)
- διακονιάρης = επαίτης, ζητιάνος, η λέξη χρησιμοποιείται πανελλαδικά
- δραγάτης = αγροφύλακας < μεσν. δραγατεύω < αρχ. δέργμα = βλέμμα (πιθανή ετυμολογία) (ΗΓ)
- δραγουμάνος – διερμηνέας στην αυλή του σουλτάνου // μεσολαβητής, φρ. «Δεν σε βάλαμε δραγουμάνο», δηλ. μην ανακατεύεσαι. Λέξη ιταλικής προέλευσης dragomano, αραβικής αρχής όμως < argoman.
- δόγα = σανίδα βαρελιού < ιταλ. doga, με την ίδια σημασία (Π) + (Σ)
- δραπέτσι, δραπέτι και, κυρίως, τραπέτσι = πολύ δυνατό ξίδι και κατ’ επέκταση κάθε ουσία που είναι πολύ ξινή
- δρεβενίτσα = μικρό στρογγυλό ξύλινο δοχείο νερού < σλάβ. drebnitska (= μικρή, μικροκαμωμένη) (Π) ή σχετίζεται με τη λέξη δρένιος < δρυς (βελανιδιά) (ΗΓ).
- δριμόνι και ντριμόνι = μεγάλο κόσκινο με τενεκεδένιο το κάτω μέρος του, ξύλινο γύρο και μεγάλες αραιές τρύπες, κυρ. για το λίχνισμα των σιτηρών < δερμόνι < δέρμα, γιατί παλαιότερα, το κάτω μέρος του ήταν δερμάτινο (Π) + (ΗΓ)
- δροτσίλι και δρωτσίλι = μικρό πυώδες σπυρί του δέρματος, κοκκινίλα. Ίσως σχετίζεται με την αρχ. λέξη ιδρώς (ιδρώτας) (Π) + (ΗΓ)
- έκα = στάσου, περίμενε (προστακτικό επιφώνημα) (Π) + (Σ) + (ΗΓ)
- εμπατή – είσοδος υπογείου, καταπακτή < εμβατός < εμβαίνω – μπαίνω μέσα < εν + βαίνω – βαδίζω (ΗΓ)
- ζαβούλι = μικρή πόρπη που συγκροτούσε τα πέτα του σεγκουνιού στο στήθος των γυναικών < ζάβα < μεσν. λατιν. zaba — πόρπη (Π)
- ζαγάρι = κυνηγετικό σκυλί, λαγωνικό // (μτφ.) υβριστικός χαρακτηρισμός αγροίκου < μεσν. ζαγάριον < τουρκ. zagar < αραβ. sakar, με την ίδια σημασία (Π)
- ζακατιάζω = συνθλίβω, πολτοποιώ (Π)
- ζακόνι = συνήθεια, έθιμο < τουρκ. zakon = νόμος, κανόνας (Π)
- ζαλιάρικο — αυτό που προκαλεί ζάλη (ΗΓ)
- ζαλώνομαι = φορτώνομαι ο ίδιος κάτι στους ώμους μου. Κατά κανόνα, μόνο οι γυναίκες ζαλώνονταν! (Π) + (Σ) + (ΗΓ) < ίσως βουλγ. zaluk = δυστυχής. Ο «πατέρας» της Ελληνικής Γλωσσολογίας Γ. Χατζιδάκις το ετυμολογεί από τη λ. ζάλη ζάλος – ζάλη, σκοτοδίνη ζαμάνι = πολύς χρόνος, κυρ. στη φρ. χρόνια και ζαμάνια < τουρκ. zaman = χρόνος
- ζάντζα = παραξενιά, ιδιοτροπία < αλβ. xanxe = ελάττωμα < ιταλ. ksanza = συνήθεια
- ζάπα = μεγάλος πρασινοκίτρινος βάτραχος < σλάβ. zaba, με την ίδια σημασία. Οι ζάπες εκκρίνουν ένα γαλακτοειδές υγρό από το στόμα τους (Π)
- ζάπι = υποταγή, δαμασμός, κυρ. στη φράση: «το κάνω ζάπι», το καταφέρνω < τουρκ. zapti (= χαλιναγώγηση) < αραβ. zapt (Π)[3]. Την ίδια σημασία έχει και η λέξη ζάφτι, που υπάρχει στο ελληνικό λεξιλόγιο από τα μεσαιωνικά χρόνια (ΧΛΝΓ)
- ζγκαφόνα[4] = γούρνα, τρύπα // χάλασμα δοντιού από τερηδόνα (Π)
- ζγουράω = σκάβω ελαφρά, σκαλίζω < ίσως από τη λ. γούρα, με προσθήκη του σ πριν το γ, που προφέρεται ζ (Π)
- ζελενιά = μικρό δέντρο με φύλλα παρόμοια με αυτά του πουρναριού < σλάβ. zelenia (χλόη, πρασινάδα). Η επιστημονική ονομασία του δέντρου είναι phylliria media.[5]
- ζένω και ζέχνω = μυρίζω άσχημα < μεσν. ζένω < οζένω < μτγν. ώζεσα, αόριστος του αρχ. ρήματος όζω (Π)
- ζεύκι και ζέφκι = καλοπέραση, ευχάριστη ζωή < τουρκ. zevk = ευχαρίστηση, ηδονή (Π)
- ζουγκλάω – βουλιάζω κάτι πιέζοντάς το < μεσν. ζουλίζω
- ζουλάπι = άγριο ζώο, αγρίμι < αλβαν. zullap, βλάχικο ζλάπε.[1] Σύμφωνα με τον Ν. Ανδριώτη η λέξη < μεσν. ζουλάπιον < ρουμ. zulape (Π). Κατά το ΧΛΝΓ: < μεσν. ζουλάπιν
- ζουπάω = πιέζω, ζουλάω < διοπίζω = βγάζω τον χυμό, στύβω, κατά τον Μ. Φιλήντα
- ζυγιά = ορχήστρα μουσικών οργάνων < ζυγός, επειδή συνήθως την αποτελούσαν δύο άτομα (Π). Βέβαια, η δική μας καστανιανίτικη ζυγιά, αποτελείται από τέσσερα άτομα.
- ζυγούρι = αρνί ηλικίας δύο[2] ετών < μεσν. ζυγούριν (ΧΛΝΓ)
- ήγιασμα = ο αγιασμός (Π)
- θαραπεύομαι = ικανοποιούμαι, απολαμβάνω κάτι (Π) + (ΗΓ)
- θειάχω = η θεία. Σύμφωνα με τον Κ. Παπανικολάου, η κατάληξη -κω, με επίδραση από το μάκω. Συνεκδοχικά, η λέξη θειάκω χρησιμοποιείται για γυναίκες μεγάλης σχετικά ηλικίας, ανεξάρτητα από το αν είναι συγγενείς μας ή όχι.
- θερμασιά = η ελονοσία < αρχ. θέρμη, με την ίδια σημασία (Π)
- θηλύκι = μικρή θηλιά που γίνεται με κλωστή για ράψιμο μικρού σκισίματος υφάσματος ή για ράψιμο κουμπιού < μεσν. θηλύκιον (ΗΓ)
- θημωνιά = στοίβα από ξύλα, χόρτα κλπ. < μτγν. θημωνιά (Π)
- θυμητικό = η καλή μνήμη, η ικανότητα ενθύμησης < μεσν. θυμητικό (Π) + (ΧΛΝΓ)
- ίτσιου / ίτσου = καθόλου < τουρκ. hits
ΠΗΓΕΣ – Συντομογραφίες:
- (ΧΛΝΓ): Χρηστικό Λεξικό της Νεοελληνικής Γλώσσας, Ηλεκτρονική έκδοση, 2023. Πρόκειται για τη β’ έκδοση του Λεξικού, την επιστημονική επιμέλεια του οποίου έχει ο ομότιμος καθηγητής Γλωσσολογίας του ΕΚΠΑ και ακαδημαϊκός κ. Χρ. Χαραλαμπάκης και μια μικρή συνεισφορά έχω κι εγώ.
- (Σ) Σπ. ΣΤΟΥΠΗ «ΠΩΓΩΝΗΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΒΗΣΣΑΝ1ΩΤΙΚΑ», εκδ. «Δωδώνη», 2003
- (Π) Κ. Δ. ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ, «Η ΛΑΚΚΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟ ΨΗΛΟΚΑΤΡΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ», εκδ. «Δωδώνη», 2004
- (ΗΓ) Δ. X. Λάππας, «Ηπειρώτικο Γλωσσάρι», Αθήνα, 2018.
- αρχ. – αρχαίος, -α, -ο
- μτγν. = μεταγενέστερος, -α, -ο ( από την εποχή των Διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου ως τον 4ο – 5ο μ.Χ. αι.)
- μεσν. — μεσαιωνικός, -ή, -ό
Υπενθυμίζω ότι στη Γλωσσολογία το σύμβολο < το «μικρότερο από» των Μαθηματικών σημαίνει ότι η λέξη «προέρχεται, παράγεται από…».
ΠΗΓΗ: εφημ. «Η Φωνή της Καστανιανης», ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 15.3.2025.
ΣΧΟΛΙΑ Γ. Λεκάκη:
[1] Από το αρχαίο ελληνικό ζώο > ζούιον, ζούον = θηρίο ή ερισύπελας (Θεσσαλία, Κύπρος) – Λεξ. Ησυχίου.
[2] Από το αρχαίο ελληνικό ζυγός, ζυγά = δύο.
[3] ζαπτιές (ο) = χωροφύλαξ.
[4] Από το αρχαίο ελληνικό σκάφη > σκαφωνιά, σκαφώνα.
[5] ή Phillyrea media L., κοινώς φιλλύκι.
ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΚΑΣΤΑΝΙΑΝΙΤΙΚΕΣ ΛΕΞΕΙΣ – του Μ. Στούκα ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΚΑΣΤΑΝΙΑΝΙΤΙΚΗ ΛΕΞΙΣ λεξη Στουκας λεξικο λεξιλογιο ντοπιολαλια ελληνικη ηπειρωτικη πωγωνησια διαλεκτος ιδιωματισμος ιδιωμα ΚΑΣΤΑΝΙΑΝΗ γουλας σωρος ηπειρωτικο λεξικο λεξις ετυμολογια καστρο, φρουριο τουρκικα κουλε kule, οχυρο ιστορικο λεξικο ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΑΘΗΝΩΝ, ειδος πουλι διατροφη πετρα ιδιωματικη Παξοι Αντιπαξοι αγνωστη προελευση δαμαλα μικρο βοοειδες ηλικια 8 μηνων 3 ετων γεννα δαμαλι μοσχαρι δεντρογαλια μεγαλο φιδι οφις πρασινο χρωμα αναρριχηση δεντρο δενδρο + γαλη δεξικος, επιρρημα, δεξικα – βολικα, ευκολα < δεξιος δεξια διακονιαρης – επαιτης, ζητιανος, δραγατης αγροφυλακας μεσαιωνικα δραγατευω < αρχαια ελληνικα δεργμα = βλεμμα δραγουμανος – διερμηνεας αυλη σουλτανος μεσολαβητης, ιταλια dragomano, αραβια argoman δογα = σανιδα βαρελι ιταλικα ντογκα doga, δραπετσι δραπετι τραπετσι δυνατο ξιδι ξυδι ουσια ξινη ξυνη δρεβενιτσα στρογγυλο ξυλινο δοχειο νερο σλαβικα Drebnitska μικρη, μικροκαμωμενη δρενιος < δρυς βελανιδια δριμονι ντριμονι κοσκινο τενεκεδενιο τενεκες ξυλινος γυρος τρυπα λιχνισμα σιτηρα δερμονι < δερμα, δερματινο δροτσιλι δρωτσιλι πυωδες σπυρι κοκκινιλα αρχαιο ελληνικο ιδρως ιδρωτας ιδρωτσιλα εκα στασου, περιμενε προστακτικο επιφωνημα προστακτικη εμπατη εισοδος υπογειο καταπακτη εμβατος < εμβαινω βαινω – βαδιζω ζαβουλι πορπη πετο σεγκουνι στηθος γυναικα ζαβα < μεσαιωνικα λατινικα ζαμπα zaba ζαγαρι κυνηγετικο σκυλι, λαγωνικο μεταφορικως υβριστικος χαρακτηρισμος αγροικος μεσαιωνας ζαγαριον ζαγαριο τουρκικο ζαγκαρ zagar αραβικο σακαρ sakar, σακαρης ζακατιαζω συνθλιβω, πολτοποιω ζακονι = συνηθεια, εθιμο ζακον zakon νομος, κανονας ζαλιαρικο ζαλη ζαλωνομαι = φορτωνομαι ωμοι γυναικες ζαλωμα βουλγαρικα ζαλουκ zaluk δυστυχης δυστυχια Ελληνικη Γλωσσολογια Χατζιδακις ζαλος σκοτοδινη ζαμανι πολυς χρονος, χρονια και ζαμανια ζαμαν zaman ζαντζα = παραξενια, ιδιοτροπια αλβανικα xanxe ελαττωμα ιταλικο ξανζα ksanza συνηθειο ζαπα μεγαλος πρασινοκιτρινος βατραχος ζαμπα zaba, γαλακτοειδες υγρο στομα ζαπι = υποταγη, δαμασμος, παροιμιωδης φραση παροιμια καταφερνω ζαπτι zapti χαλιναγωγηση αραβικο ζαπτ zapt ζάφτι, ελληνικο λεξιλογιο ζγκαφονα = γουρνα, τρυπα χαλασμα δοντιου δοντι τερηδονα κουφαλα ζγουραω ζγουρω σκαβω ελαφρα, σκαλιζω γουρα, ζελενια φυλλα πουρναρι zelenia χλοη, πρασιναδα επιστημονικη ονομασια φυλλιρια phylliria media ζαπτιες χωροφυλαξ σκαφη > σκαφωνια, σκαφωνα ζενω ζεχνω = μυριζω ασχημα οζενω ωζεσα, αοριστος ρημα οζω ζευκι ζεφκι = καλοπεραση, ευχαριστη ζωη ζεφκ zevk ευχαριστηση, ηδονη ζουγκλαω – βουλιαζω πιεζω ζουλιζω ζουλαπι αγριο ζωο, αγριμι αλβανικο ζουλαπ ζουλλαπ zullap, βλαχικο βλαχοι βλαχικα ζλαπε ζλαπ Ανδριωτης ζουλαπιον ζουλαπιο ρουμανικα ζουλαπε zulape ζουλαπιν ζουπαω ζουλωω < διοπιζω βγαζω χυμος στυβω, Φιληντας ζυγια ορχηστρα μουσικα οργανα ζυγος, δυο ατομα καστανιανιτικη τεσσερα ζυγουρι αρνι διχρονο ζυγουριν ηγιασμα αγιασμος θαραπευομαι = ικανοποιουμαι, απολαμβανω θειαχω θεια καταληξη μακω συνεκδοχικα, ηλικια συγγενης θερμασια ελονοσια θερμη, θηλυκι θηλια κλωστη ραψιμο σκισιμο υφασμα κουμπι θηλυκιον θηλυκιο θημωνια στοιβα ξυλα, χορτα χορτο θυμητικο καλη μνημη, ικανοτητα ενθυμηση θυμητικο ιτσιου / ιτσου καθολου ιτς hits χρηστικο Νεοελληνικη Γλωσσα Χαραλαμπακης ΣΤΟΥΠΗΣ ΠΩΓΩΝΗΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΒΗΣΣΑΝΙΩΤΙΚΑ βησσανη εκδοση ΛΑΚΚΑ ΠΩΓΩΝΙΟΥ ΨΗΛΟΚΑΤΡΟ νομος ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ εκδοσις Λαππας Ηπειρωτικο Γλωσσαρι Διαδοχοι Μεγαλου Αλεξανδρου 4ος – 5ος μΧ αιωνας ζωο > ζουιον, ζουον ζουιο, ζουο = θηριο ερισυπελας Θεσσαλια, Κυπρος Λεξικο Ησυχιου ησυχιος ζυγα χωροφυλακας χωροφυλακη φιλλυκι φιλυκι kastaniani, pogoni