Του Γιώργου Λεκάκη
Ο μεγαλομάρτυς άγιος Θεόδωρος ο Στρατηλάτης καταγόταν από τα Ευχάιτα της Μ. Ασίας, αλλά διέμενε στην Ηράκλεια Πόντου.[1] Επί αυτοκράτορα Λικίνιου κατείχε ανώτατο στρατιωτικό αξίωμα.
Ο άγιος Θεόδωρος ο Τήρων (; – 307 / 307 μ.Χ. – 3ος – 4ος μ.Χ. αι.)[2] είναι επίσης άγιος της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας. Υπήρξε και αυτός ανώτατος βαθμοφόρος του Ρωμαϊκού στρατού. Γεννήθηκε στην πόλη Ευχάιτα της Γαλατίας Μικράς Ασίας και τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στην Ηράκλεια της Παφλαγονίας, στις ακτές της Βιθυνίας.
Βοήθησε τους κατοίκους μίας περιοχής όπου ένα γιγάντιο φίδι τους τρομοκρατούσε. Προσευχόμενος έψαξε και το βρήκε, και εκτόξευσε εναντίον του το ακόντιό του, τραυματίζοντάς το θανάσιμα. Κατέστρεψε το ξόανο της θεάς Ρέας, που βρισκόταν στον ναό της, από την αγανάκτησή του για τον διωγμό και τα μαρτύρια των χριστιανών. Ο νεωκόρος Κρονίδης είδε το σκηνικό και το διεμήνυσε στον τοπικό άρχοντα Πόπλιο. Ο Θεόδωρος εκλήθη σε απολογία για την μεγάλη ασέβεια. Ο ίδιος είπε ότι το έκανε θέλοντας να διαπιστώσει εάν όντως η θεά ήταν αληθινή. Κάποτε τον επισκέφθηκε ο Λικίνιος και του εζήτησε να θυσιάσει σε προχριστιανικά είδωλα, πράγμα που ο Θεόδωρος αρνήθηκε. Ετσι ο αυτοκράτορας διέταξε την σύλληψη και φυλάκισή του, που είχε σαν επακόλουθο το βασανισμό, την σταύρωση και, τέλος, τον αποκεφαλισμό του. Ο τάφος του, κατά την παράδοση, είναι στην Βενετία.
Ως εκ τούτου οι δυο άγιοι συγχέονται και κατά πολλούς είναι ένας. Γι’ αυτό και ο λαός μας τους συλλατρεύει στον πληθυντικό ως… οι άγιοι Θεόδωροι. Τιμάται 8 Φεβρουαρίου (μαρτύριο) και 8 Ιουνίου (ανακομιδή λειψάνων). – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για των ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ, ΕΔΩ.
Τον Θεόδωρο ο λαός μας τον λέει απλά Θόδωρο ή Θοδωρή (> Ντορή, όνομα που δίνει κυρίως σε άλογα, ενθυμούμενος την σχέση του αγίου με αυτά) ή Θεοδωράκη / Θοδωράκη (> Θράκη, Ράκη, Ακη). Το όνομα Θεόδωρος δεν είναι χριστιανικό. Για πρώτη φορά αναφέρεται το όνομα Θεόδωρος πολύ προ Χριστού. Ο… πρώτος Θεόδωρος στην Ιστορία, ήταν ένας εκ των φημισμένων μηχανικών της Σάμου, μαζί με τον Αρπαλο, τον Μανδροκλή, κ.ά. Την Θεοδώρα την λέει και Θοδώρα (> Δώρα, Δωρούλα, Ντόρα, Ντορούλα, Ρούλα, Ντόρις, Λόλα στην Λέσβο, κ.α.). Στο Σουφλί Έβρου Θράκης τον Θεόδωρο τον λένε Ντιόντιουλη (και τη Θοδώρα Ντιουντιόλια).
Ο λαός μας με ένα αυτοσχέδιο ρήμα, το αγιοθοδωρίζω εννοεί ότι γιορτάζω ή τιμώ τον άγιο Θεόδωρο. Ή νηστεύω τις 3 πρώτες μέρες της Μεγ. Τεσσαρακοστής. Και το γεύμα που προσφέρει ο «αγιοθοδωρίζων» στη γιορτή του, σε όσους έρχονται να του ευχηθούν σπίτι του, μετά τη λειτουργιά των Προηγιασμένων, λέγεται αγιοθοδωρήσιο / αγιοθοδωρήσιο. Γενικώς, τηρείται νηστεία με την κατάλυση κρασιού και λαδιού.
ΕΘΙΜΑ
Οι ανύπαντρες κοπέλες να βάζουν των αγίων Θεοδώρων κόλλυβα κάτω από το προσκέφαλό τους για να τους φανερώσουν τον άντρα που θα έπαιρναν. Των αγίων Θεοδώρων (8, 17 Φεβρουαρίου[3], Α΄ Σάββατο Νηστειών Μεγάλης Σαρακοστής, το Ψυχοσάββατο[4]) οι λεύτερες κρέμονται αποβραδίς από ένα κλαδί δένδρου ή κλήματος και λεν: «Ελάτε μοίρες των μοιρών να μου φανερώσετε στον ύπνο μου ποιος είναι της τύχης μου». Και το βράδυ πιστεύουν πως θα τον δουν στον ύπνο τους.
Αλλού πάλι, την παραμονή ή και ανήμερα της γιορτής τα ελεύθερα κορίτσια τοποθετούν κόλλυβα κάτω από το μαξιλάρι, «για να προκαλέσουν τα όνειρα». Στον εσπερινό των αγίων Θεοδώρων, στέλνουν, ανά τρία ή πέντε, τα ανύπαντρα κορίτσια μια πρωτοστέφανη, που να την λένε Μαρία και τον σύζυγό της Θοδωρή, και κλέβει, τάχα, μερικά κόλλυβα, και τα δίνει στα κορίτσια που την έστειλαν. Κάθε κορίτσι παίρνει το βράδυ κι ένα αγόρι και μοιράζεται μαζί του τα κόλλυβά της. Οταν νυχτώσει για τα καλά, παίρνουν ένα πιάτο με νερό κι ένα δρεπάνι, και μαζί με το αγόρι πάνε σε ριζιμιό[5] λιθάρι. Βάζουν το πιάτο κάτω, παίρνει τα αναλογούντα κόλλυβα και μία-μία παίρνει το δρεπάνι, κάμει πως θερίζει και λέει: «Κριθάρι σπέρνω, σιτάρι θερίζω κι όποιος είν’ της μοίρας μου να τον ιδώ στον ύπνο μου». Στο τέλος και το αγόρι. Μετά βγάζει καθεμιά ό,τι ασημικό έχει πάνω της και το αφήνει στο ριζιμιό. Τη νύχτα στο όνειρο βλέπουν ποιον θα πάρουν. Πρωί-πρωί πάνε, ευτυχισμένες ή… όχι, και παίρνουν τ’ ασημικά τους, το πιάτο και το δρεπάνι.
Το Σάββατο, που θεωρείται το τρίτο κατά σειρά ψυχοσάββατο μοίραζαν για την υγεία των ζώων: «Κάναμε ένα κουλάκ’ με πέταλο. Επάνω βάζαμε ένα σκόρδο περασμένο σε κόκκινη κλωστή. Το πέταλο το δίναμε στα ζώα να το φάνε μαζί με το σκόρδο, η το κρεμούσαμε στη πόρτα “απ’ τ’αχούρ’ ” για την υγεία τους και το υπόλοιπο το μοιράζαμε στη γειτονιά και μας εύχονταν:
– Να σας ζήσουν τα ζώα!!!».
Την κόκκινη κλωστή του Μάρτη την έκοβαν κομμάτια και την έδεναν στα ζώα που όργωναν, ή στην ουρά, ή στο κουδούν’. Έθιμο με γονιμικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα που αποσκοπεί στον εξορκισμό κάθε κακού που απειλεί την γονιμότητα της γής!
Στην ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Αράχοβα, την Παρασκευή, παραμονή Ψυχοσάββατου, κάθε σπίτι που είχε Γιάννη ή Θόδωρο κρέμαγε στην πόρτα του ένα σακκουλάκι με στάρι. Τα λεύτερα κορίτσια πάνε και κλέβουν, τάχα, από τρία σπίτια, δυο με Θόδωρους κι ένα με Γιάννη, από ένα σπυρί στάρι, από κάθε σακουλάκι. Μετά στο σπίτι τους σκαλίζουν λίγο το χώμα και τα φυτεύουν. Έπειτα πάνε και φέρνουν το αμίλητο νερό. Στη διαδρομή ακούν αντρικά ονόματα. Με το αμίλητο νερό ποτίζουν τα σπυριά, λέγοντας: «Σε σπέρνω και σε ποτίζω κι όποιος είναι για να τονε πάρω ναρθεί να θερίσουμε μαζί»… Προσέχουν επίσης και τι όνειρα θα δουν εκείνη τη νύχτα.
Στην Λοκρίδα των αγίων Θεοδώρων, λένε, κίνησαν τα άλογα να πάνε στο ποτάμι να πνιγούν, απελπισμένα από τον βαρύ χειμώνα. Στον δρόμο τους τα βρήκε ο άγιος και τα μετάπεισε να γυρίσουν πίσω. Ετσι σώθηκαν γιατί ακολούθησε η άνοιξη με το παχύ χορτάρι.
Στην ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ
Στο γραφικότατο Παρθένι Κορυθίου Αρκαδίας στο μικρό εκκλησάκι των Αγίων Θεοδώρων τελείται το έθιμο της παραδοσιακής κουλούρας… Φτιάχνεται μια αλμυρή κουλούρα, που μοιράζεται στις λεύτερες κοπέλλες, με κλεμμένα υλικά από ευτυχισμένα σπίτια. Το βράδυ που θα διψάσουν, και θα σηκωθούν να πιουν νερό, όποιον έχουν στα μάτια του μυαλού τους, εκείνον και θα υπανδρευθούν… Η ευτυχία των «λεηλατημένων» σπιτιών, δια του σκευάσματος θεωρείται ότι μεταβιβάζεται σε αυτήν την κοπέλλα που τρώει το παρασκεύασμα…[6] Το πανηγύρι φροντίζει ο Σύλλογος Γυναικών Παρθενίου.
Στην Λακωνία, τα λεύτερα κορίτσια παίρνουν ένα 15χρονο αγόρι, το στήνουν σ’ ένα σταυροδρόμι να σπέρνει στάρι και τον ρωτούν τι σπέρνει. Εκείνο αποκρίνεται τραγουδιστά:
Σπέρνω το σιτάρι, το σμιγάδι
το σπυρί μαργαριτάρι.
Κάτω στην έρημο μακριά
είν’ οι μοίρες που μοιραίνουν
και τα μυστικά τα κρένουν.
Είναι κι η δική μου μοίρα
λούζεται, χτενίζεται,
στραβομαντιλίζεται.
Την παρακαλώ πολύ
νάρθει νύχτα στ’ όνειρό μου
να μου πει το ριζικό[7] μου…
Στις ΚΥΚΛΑΔΕΣ
Την παραμονή των Αγίων Θεοδώρων οι άγαμες στην Κύθνο την περίμεναν με μεγάλη αγωνία! Κι αυτό διότι ήταν η ημέρα, που θα τους φανέρωνε, με την διαμεσολάβηση του αγίου, τον μελλοντικό τους σύζυγο! Σηκώνονταν νωρίς-νωρίς το πρωί, λοιπόν – ποια είχε όρεξη για ύπνο; – και πήγαιναν σε ένα πηγάδι, απ’ το οποίο έπαιρναν το «αμίλητο νερό». Αυτό δηλ. που όσο το κουβαλούσαν σπίτι, δεν έπρεπε να ακούσει λέξη από το στόμα τους. Ίσως ο ήχος της φωνής τους επηρέαζε τις μαγικές ιδιότητες του νερού. Κι άρχιζε η συμβολική δύναμη του ιερού αριθμού της τριάδος: Ζητούσαν αλεύρι από τρεις γυναίκες, που άκουγαν στο όνομα Μαρία (κι εδώ η δύναμη του ονόματος/ήχου), οι οποίες συν τοις άλλοις, έπρεπε να είναι και πρωτόπαιδα – δηλ. το πρώτο παιδί των γονιών τους. (Η δύναμη της πρώτης σποράς). Με το αλεύρι, το αμίλητο νερό και πολύ αλάτι ζύμωναν μια πίττα, που έβγαινε πολύ αλμυρή, εξ ου και αρμυρόπιττα. Το βράδυ της ιδίας ημέρας οι νέοι άναβαν μια «φωτάρα» (μεγάλη φωτιά, η γνωστή ιερή των καθαρμών). Νέοι και νιές πηδούσαν την φωτιά και εύχονταν: «Εφέτος στα κατώγια / του χρόνου στα ανώγια». Μετά κάθε νέα έριχνε ένα φύλλο ελιάς στην φωτάρα. Εάν αυτό γύριζε από την άλλη, τότε ο νέος που ποθούσε, την αγαπούσε τρελλά! Εάν όχι, τότε αυτός δεν την είχε στο μυαλό του… Είτα, έπαιρναν φωτιά απ’ την φωτάρα κι άναβαν ένα μαγκάλι. Σ’ αυτό έψηναν την αρμυρόπιττα. Την ψημμένη πίττα έπαιρναν τρεις νεαροί και την περνούσαν από τρεις εκκλησιές, τρεις φούρνους, τρία πηγάδια. Και μετά την διένειμαν. Κάθε νέα έτρωγε κι από ένα κομμάτι. Αλλά δεν έπρεπε να πιει νερό, έως που θα έπεφτε για ύπνο. Ένα δε κομμάτι της πίττας που της έδιναν, το φύλαγε, το έδενε με τρεις κλωστές (κόκκινη, μαύρη, γαλάζια) και το έβαζε κάτω από το μαξιλάρι της. Μετά απ’ όλην αυτήν την τελετουργία, στο όνειρό της, καθώς ήταν σίγουρο πως θα διψούσε, έβλεπε έναν νέο να έρχεται να την ξεδιψάσει! Ταίριαζε την μορφή του με κάποιον γνωστό της. Αλλά η επιτυχή έκβαση της μαντεψιάς δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη. Ένα ακόμη δοκίμι έπρεπε να περάσει: Το σωστό χρώμα κλωστής! Και έπιανε με κλειστά μάτια μια κλωστή από την αρμυρόπιττα του μαξιλαριού της: Εάν ήταν η κόκκινη, τότε όντως θα έπαιρνε αυτόν π’ αγαπούσε. Εάν έπιανε την μαύρη, θα έπαιρνε χηρεμένο (χήρο). Εάν την γαλάζια, τότε θα έπαιρνε έναν ξένο (μη Κυθνιό)…
Την παραμονή των αγίων Θεοδώρων, λέει ένας καθολικός ιερέας, στην Μύκονο βγαίνουν όλες οι γυναίκες στους λόφους και πιάνουν κουβεντούλα με τον σατανά, ως το ξημέρωμα. Τα γραφόμενα παλιών περιηγητών λένε ότι οι Μυκονιάτισσες ήταν φοβερές μάγισσες[8], αφού τύφλωναν άνθρωπο μόνο με την ανάσα τους, έπιναν αίμα παιδιών και μπορούσαν να σταματήσουν τον Ηλιο αν τον κοιτούσαν. Από κάτι τέτοια προήλθε η φράση «γυναίκα από τη Μύκονο, μάγια στ’ αρχοντικό σου».
Στην ΘΕΣΣΑΛΙΑ
Στην Σκύρο ανήμερα των αγίων Θεοδώρων φτιάχνουν αρμυροκούλουρα ή αρμυρόπιτες. Ζυμώνουν, με πολύ κέφι, χορό και τραγούδι, ψωμί με μπόλικο αλάτι, για να διψάσουν κι όποιο αγόρι δουν στον ύπνο τους πως τους φέρνει νερό να ξεδιψάσουν, αυτό και θα παντρευτούν. Το αλεύρι και το αλάτι είναι «κλεμμένα» από τρία απίκραντα[9] σπίτια, που να έχουν Γιάννη ή Μαρία. Από αυτή τη ζύμη φτιάχνουν, επίσης, και όλα τα γράμματα του αλφάβητου. Τα τοποθετούν πάνω σε κληματσίδες[10] και τη νύχτα τα ξαστρίζουν[11] στο λιακό[12], μαζί με την αρμυρόπιτα. Μετά τα σκεπάζουν με ένα κόκκινο πανί. Επειτα βάζουν το χέρι τους και τυχαία παίρνουν ένα γράμμα. Από αυτό θα αρχίζει και το όνομα αυτού που θα πάρουν…[13]
Στην ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
Παλαιότερα θεωρούνταν ιδανική μέρα για μαντείες. Στο Σοχό Θεσσαλονίκης Την παραμονή τα κορίτσια έβραζαν κόλλυβα, τα πήγαιναν στην εκκλησία να διαβαστούν και το βράδυ τα τοποθετούσαν κάτω από το μαξιλάρι για να ονειρευτούν αυτόν που θα παντρευτούν, σιγοψιθυρίζοντας και το παρακάτω ποίημα: Άγιε Θεόδωρε θαυματουργέ, συ που τις τύχες ανταμώνεις, αν δείς και τη δική μου, πες της να μη γυρίσει.Αν την έβρεις να κοιμάται, πες της να ξυπνήσει, το στάρι που της έσπειρα , να ‘ρθεί να το θερίσει.
ΤΑ ΜΑΡΤΥΡΙΚΑ Κερδύλλια Σερρών ΕΟΡΤΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥΣ – ΕΟΡΤΑΖΟΥΝ ΤΑ “ΤΣΑΝΑΚΟΥΔΙΑ”! ΣΤΟΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ-ΜΕΤΑΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΔΩΡΩΝ ΠΑΛΑΙΩΝ ΑΝΩ ΜΑΡΤΥΡΙΚΩΝ ΚΕΡΔΥΛΛΙΩΝ γίνεται ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ και ΚΑΤΟΠΙΝ προσφέρεται ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΦΑΣΟΛΑΔΑ. Κι αρχίζει ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ και ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟΙ ΧΟΡΟΙ…
Στο Παγγαίο τα άρρωστα παιδιά τα περνάνε μέσα από στεφάνι με ασημένια νομίσματα. Σε άλλες περιοχές, τα περνάνε από απλό λουλούδινο στεφάνι.
Στην ΗΠΕΙΡΟ
Στον Αμάραντο Ιωαννίνων οι γυναίκες πήγαιναν και έπαιρναν νερό από την βρύση και το έφερναν στο σπίτι χωρίς να μιλήσουν («αμίλητο νερό»). Έπιαναν με αυτό το προζύμι και έκαναν την λειτουργιά υπέρ των ψυχών.[14]
Στην ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ
Οι Σμυρνιοί την παραμονή των αγίων Θεοδώρων έβραζαν στάρι χωρίς ζάχαρη για τις λεύτερες κοπέλες. Κάθε λεύτερη έπρεπε να πάρει στο μαντίλι της στάρι από 7 Θεόδωρους. Πριν κοιμηθεί έβαζε τρία σπυριά στάρι στο στόμα της και το υπόλοιπο κάτω από το μαξιλάρι της – αλλού βάζουν κόλλυβα, κουκιά, τριφύλλια, μακαρόνια, κ.ά. Τραγουδούσε:
Άγιε Θόδωρε, καλέ μου,
και πολύ θαυματουργέ μου,
στα βουνά που περπατείς
και τις τύχες συναντείς
συνάντησε και τη δική μου
τη χρυσή, την αργυρή μου,
πες της για ναρθεί κοντά μου
στην αθώα αγκαλιά μου…
Αλλη του παραλλαγή:
Αγιε Θόδωρε καλέ μου,
στρατηλάτη και πεζέ μου,
εις τους δρόμους όπου πας
και τις μοίρες απαντάς
‘πάντησε και τη δική μου
και διπλά χαιρέτα μου την
και το βράδυ στείλε μου την,
το σταράκι οπού σπείρα
να θερίσουμε μαζί…
Αυτόν που θα έβλεπε στον ύπνο της, θα ήταν και αυτός που θα παντρευόταν… Οσοι είχαν Θόδωρο εν ζωή πήγαιναν βρασμένο στάρι χωρίς ζάχαρη στην εκκλησιά, το διάβαζε ο παπάς «για την υγεία των εορταζόντων και για την τύχη των κοριτσιών». Τα κορίτσια μέτραγαν 9 σπυριά σταριού, τα τύλιγαν σε ένα χαρτάκι και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους, αφού πρώτα το σταυρώνανε. Όποιον έβλεπαν στον ύπνο τους, αυτόν και θα παντρεύονταν…
Στην Πέργαμο έβαζαν από βραδύς στην εκκλησιά τα ρεβύθιοα σε νερό κι αλάτι και στο πανηγύρι τους, ανήμερα, παρακάθονταν όλοι μαζί σε κοινό γεύμα, με κοινό πιάτο φαΐ…
Για τα άρρωστα παιδιά στο Σέρντιβαν της Μ. Ασίας έταζαν στον άγιο Θεόδωρο τον Στρατηλάτη και συγκεκριμένα σε αγίασμά του που βρισκόταν πάνω στο νερό παρακείμενης λίμνης.
Στην ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ
Πιστεύουν πως τα άλογα των αγίων Γεωργίου, Δημητρίου, Θεοδώρων και Μηνά τρέχουν στον ουρανό και είναι υπαίτια για τις βροντές, ενώ οι αστραπές είναι οι σπίθες που βγάζουν τα πέταλα των αλόγων τους.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης «Ταματα και Αναθηματα». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 8.2.2025.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. Αύγαρο.
[2] Το ακριβές έτος γέννησής του δεν είναι γνωστό.
[3] Γι’ αυτό και στην εορτή του φτιάχνουν κόλλυβα και επισκέπτονται νεκροταφεία.
[4] το δια κολλύβων θαύμα.
[5] ριζιμιό = καλά ριζωμένο, ακλόνητο.
[6] Παρόμοιο έθιμο γίνεται και στην Σκύρο.
[7] ριζικό < ρίζα (κι όχι απ’ το λατ. risico) = τύχη, ειμαρμένη, ρίζα, καταγωγή. Αλλά και η ρίζα του φυτού, του δένδρου. Εξ ου και η ευχή «να ζήσετε, να ριζώσετε». Καλορρίζικος είναι ο ευτυχισμένος, ο τυχερός. Κακορρίζικος ο δυστυχισμένος. Λέει ένα ηπειρώτικο δημοτικό «Κόρη μου, πούν’ το γένος σου και πού το ριζικό σου;», εννοώντας τη ρίζα του γενεαλογικού της δένδρου, αυτό που λέμε λαϊκά «πούθε βαστάει η σκούφια σου;».
Κι ένα τραγούδι της Καρπάθου λέει: «Ας είναι καλορρίζικο τ’ αμπέλι που φυτεύω…», εννοώντας, νάναι καλότυχο, να πιάσει, να καρπίσει.
[8] Στον ελλαδικό χώρο, άλλες φοβερές μάγισσες αναφέρονται οι Θεσσαλές, από την εποχή του Ορφέα, έως και τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια. Μπορούσαν, λέει, να κατεβάσουν το φεγγάρι στη Γη, να ανεβάσουν δαίμονες στον Ολυμπο, να γκρεμίσουν θεούς στον Αδη. Μια τέτοια και η Μερόη, που ενώ ήταν καταδικασμένη να εκτελεστεί δια λιθοβολισμού, την ημέρα εκτέλεσης της ποινής, «ως δια μαγείας» κλειδώθηκαν όλοι οι Λαρισαίοι στα σπίτια τους (βλ. σχ. Απουλήιου «Μεταμορφώσεις», 2ος αι. μ.Χ.)
[9] απίκραντος = ευτυχισμένος, που δεν έχει νιώσει την πίκρα, κυρίως του πένθους.
[10] κληματσίδα ή κληματίδα = κληματόβεργα.
[11] ξαστρίζω = αφήνω κάτι στην ξαστεριά, να το δουν τ’ αστέρια.
[12] λιακό, λιακωτό = ηλιακό, που το βλέπει ο ήλιος, μπαλκόνι, ταράτσα.
[13] Συγκρίνετε τώρα αυτήν την ιεροτελεστία, με τους συμβολισμούς τόσων χρόνων, με το έθιμο των κοριτσιών του χωριού Πινερόλο του Τορίνο Ιταλίας, που κάθε Πρωτοχρονιά πετούν την παντόφλα τους πάνω στην εξώπορτα του σπιτιού τους, και ανάλογα με το πώς θα πέσει και το πού θα δείχνει η μύτη της, μαντεύουν, λένε, αν ο γαμπρός θαρθεί από την πόρτα (δηλαδή θα είναι καλοδεχούμενος) ή απ’ το παράθυρο (δηλαδή δεν θα είναι αρεστός στους γονείς της) και ανάλογα με το αντικείμενο του σπιτιού που θα δείχνει η μύτη της παντόφλας θα είναι και το επάγγελμά του…
‘Η αυτό των Βουσμάνων της Αφρικής, οι οποίοι για να κριθούν άξιοι να παντρευτούν, θα πρέπει να επιδείξουν ένα μεγάλο θήραμα που συνέλαβαν ή σκότωσαν μόνοι τους, σε οποιαδήποτε ηλικία.
‘Η αυτό των Γιάγκουα του βρόχινου δάσους του Αμαζονίου του Περού, που ο μέλλον πεθερός κρίνει αν είναι άξιος ο γαμπρός να παντρευτεί αν καταφέρει και κόψει το δένδρο τσεραπία (= μικρή χελώνα), που είναι σκληρό σαν σίδερο, που θα του υποδείξει.
[14] Πληροφορητής: Ν. Γκουντουβά, εξ Αμαράντου.
εθιμα αγιων Θεοδωρων Λεκακης εθιμο αγιοι Θεοδωροι ηθη ηθος αγιος Θεοδωρος πανηγυρι πανηγυρια εορτη εορτες θεα ρεα μεγαλομαρτυς Στρατηλατης Ευχαιτα Μικρα Ασια Ηρακλεια Ποντου Ηρακλεια Ποντος Ποντοηρακλεια αυτοκρατορας αυτοκρατωρ Λικινιος ανωτατο στρατιωτικο αξιωμα δρακοκτονια εικονα θεος Απολλωνας απολλων Πυθωνας, πυθων Θρακας Θραξ Ιππεας, Γεωργιος, Δημητριος δρακος κροκοδειλος βενετια φιδι, Τηρων 307 / 307 μΧ 3ος – 4ος αωνας Ορθοδοξος Ανατολικη Εκκλησαι Ρωμαικος στρατος Γαλατια αγιοι Μικρας Ασιας Παφλαγονια Βιθυνια