Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, dsymeonidis@outlook.com
δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Όμηρος Ιλ. 8, 239:
οὐ μὲν δή ποτέ φημι τεὸν περικαλλέα βωμὸν νηῒ πολυκλήϊδι παρελθέμεν ἐνθάδε ἔρρων, ἀλλ’ ἐπὶ πᾶσι βοῶν δημὸν καὶ μηρί’ ἔκηα ἱέμενος Τροίην εὐτείχεον ἐξαλαπάξαι.[1]
Ευάγγελου Κ. Κοφινιώτη – Ομηρικόν Λεξικόν:
ἔρρω, ἔρρε, έτω, ετε, προστ. και ἔρρων, -οντι (Fέρρω) πλανῶμαι περίλυπος δ 367, έπιπόνως βαδίζω Σ 421, ώς ό “Ηφαιστος χωλαίνων καί κλονούμενος βαδίζει· «ένθάδε ἔρρων» Θ 239=κατά δυστυχίαν ἐρχόμενος ἐδῶ Προστ. «ἔρρε» κ 72=(πήγαινε ‘ς τήν οργήν, κρημνίσου).
LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας:
ἔρρω, μέλ. ἐρρήσω, αόρ. αʹ ἤρρησα, παρακ. ἤρρηκα·
- κινούμαι βραδέως και με δυσκολία περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, σέρνομαι, σεΟμήρ. Οδ. λέγεται για αργό, συρτό βάδισμα, από όπου ο Ήφαιστος ονομάζεται ἔρρων, χωλός, σε Ομήρ. Ιλ. II. 1. πηγαίνω ή κατέρχομαι για να αφανίσω ή να βλάψω κάποιον, στο ίδ.· ἔρρων ἐκ. ναός, χάθηκε, έπεσε από το καράβι, σε Αισχύλ. 2. προστ. ἔρρε, Λατ. abi in malam rem, χάσου! τσακίσου! φύγε!, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· ομοίως, ἔρροις, σε Ευρ.· στον πληθ., ἔρρετε, σε Ομήρ. Ιλ.· και στο γʹ ενικ. ἐρρέτω, χάσου από εδώ!, σε Όμηρ.· ἐρρέτω Ἴλιον, αλώθηκε, έπεσε η Τροία! σε Σοφ.· ἔρρ’ ἐς κόρακας, Λατ. pasce corvos, πήγαινε να πνιγείς! χάσου!, σε Αριστοφ.· ομοίως, οὐκ ἐρρήσετε· οὐκ ἐς κόρακος ἐρρήσετε, στον ίδ. 3. στην Αττ., λέγεται για πρόσωπα και πράγματα, χάνομαι, εξαφανίζομαι, καταστρέφομαι, σε Τραγ.· ἐξ οἵων καλῶν ἔρρεις, από ποια ευτυχία έχεις εσύ καταπέσει, σε Ευρ.· ἔρρει τὰ ἐμὰ πράγματα, Λατ. actum est de me!, σε Ξεν.
Γ. Δ. Μπαμπινιώτη – Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας. Ερμηνευτικό Ετυμολογικό – Ορθογραφικό Συνωνύμων – Αντιθέτων Κυρίων Ονομάτων – Επιστημονικών Όρων – Ακρωνυμίων:
errare humanum est λατ. (Ιερώνυμος) ελλην. τό πλανάσθαι άνθρώπινον το να κάνει κανείς λάθη είναι ανθρώπινο, errata λατ. ελλην. Λάθη· σφάλματα ή παροράματα (συνήθ. συγκεντρωμένα στο τέλος βιβλίου). [ΕΤΥΜ. Πληθ. ουδ. τής μτχ. erratus < p. erro «πλανῶμαι]. ερρέτω ρ. (αρχαιοπρ.) ας χαθεί, ας μην υπάρξει καθόλου, να λείπει: νίκη κερδισμένη με συμβιβασμούς και μεθοδεύσεις. [ΕΤΥΜ. Γ’ εν. προστακτικής ενεστ. του αρχ. έρρω «βαδίζω σε κάτι που θα με βλάψει, προς την καταστροφή», αβεβ. ετύμου, ίσως < *ϊ·έρσ-]ω, οπότε η λ. συνδ. με λατ. verro «σκουπίζω, ακονίζω», αρχ. σλαβ. vreiii «αλωνίζω, κοπανίζω»].
Στα λατινικά
erro = πλανῶμαι. Error = Πλάνη και
Erratum=σφάλμα.
Στα ιταλικά:
Errare = πλανῶμαι ‘
Errante =πλανώμενος
Errore =πλάνη
Errato= ἐσφαλμένος
Στα γαλλικά:
Erreur= λάθος
Errone= ἐσφαλμένος
Errer = πλανῶμαι ‘
Errant= περιπλανώμενος
Στα αγγλικά:
Error = σφάλμα
Erroneous = ἐσφαλμένος
Erratum = παρόραμα
Errant = πλανόδιος
Στέφ. Κουμανούδη: Λεξικόν Λατινοελληνικόν:
erro, avi, atum, are, (ἔρρω) πλανῶμαι. flumen errans, ποταμός πλανώμενος, έλιττόμενος. stellae errantes, οί πλανῆται. errans opinio, πλανωμένη, ἄστατος γνώμη, erranti monstro viam, τῷ πλανωμένῳ τῷ διαμαρτάνοντι) δείκνυμι τὴν ὁδόν, μεταφ. ἁμαρτάνω, σφάλλομαι, si quid erro, έάν τι σφαλῶ, animus errât, ο νοῦς παραφέρεται. erras, si id credis, διαμαρτάνεις πιστεύων τοῦτο erro in aliqua re, παραπίπτω ἕν τινι, ψεύδομαι τίνος. – erratum, i, ἁμάρτημα, παράπτωσις. – erratus, a, um, παθ. διαπλανηθείς.
erro, ônis, à. (erro) πλάνος, erronés stellae, οἱ πλάνοι ἀστέρες, οἱ πλανῆται
errônëus, a, um, πλάνος, πλανητικός.
errâbundus, a, um, πολυπλανής, πλανώμενος.
*errantïa, ae, θ. πλάνη.
errâtïcus, a, um, πλάνος, πλανητικός, erratica Stella, πλανήτης άστήρ. cucumis erraticus, πολυπλανής, κληματώδης σίκυος.
errâtïo, ïônis, θ. πλάνη.
erratum, ί, ού. ϊδ. erro.
errâtus, üs, ά. πλάνη, πλάνημα.
Online Etymology Dictionary:
error (n.): also, through 18c., errour; c. 1300, “a deviation from truth made through ignorance or inadvertence, a mistake,” also “offense against morality or justice; transgression, wrong-doing, sin;” from Old French error “mistake, flaw, defect, heresy,” from Latin errorem (nominative error) “a wandering, straying, a going astray; meandering; doubt, uncertainty;” also “a figurative going astray, mistake,” from errare “to wander; to err” (see err). From early 14c. as “state of believing or practicing what is false or heretical; false opinion or belief, heresy.” From late 14c. as “deviation from what is normal; abnormality, aberration.” From 1726 as “difference between observed value and true value.” Words for “error” in most Indo-European languages originally meant “wander, go astray” (for example Greek plane in the New Testament, Old Norse villa, Lithuanian klaida, Sanskrit bhrama-), but Irish has dearmad “error,” from dermat “a forgetting.” also from 18c.
Αρχαίες Πηγές:
Ηρακλείδης Γραμματικός, Fragmenta, 19.1-6:
Eust. p. 756, 27: παραγωγὴ δὲ τοῦ ἔρρω … ποικίλη δὲ, εἴ τις φαίη ἐκ τοῦ φθείρω εἶναι αὐτὸ καθ’ ῾Ηρακλείδην εἰπόντα, ὅτι τὰ τῶν λέξεων πρῶτα σύμφωνα αἴρειν εἰώθασιν ῎Ιωνες καὶ Αἰολεῖς, ἄν τε ἓν ᾖ, οἷον λαιψηρός αἰψηρός, ἄν τε δύο, οἷον τὸ παρὰ πλευρὰν ἑστάναι πλάγιον εἶπεν ἐν ποιότητι ῞Ομηρος εὐράξ „στῆ δ’ εὐράξ” (Λ 251. O 541) ἀντὶ τοῦ πλευράξ. οὕτω καὶ ἡ πλάνη καὶ τὸ πλανᾶσθαι
Σχόλιον
Αυτό που μου κάνει εντύπωση αυτήν την φορά ούτε και οι Γάλλοι στα Γαλλικά Ετυμολογικά Λεξικά τους, δεν αναφέρουν ότι ή λέξη Error είναι παρμένη από την ομηρική δηλαδή την αρχαία Ελληνικήν.
Τα άλλα Λεξικά και τα Αγγλικά λεξικά, μας αναφέρουν ότι ή λέξη είναι «ινδοευρωπαϊκή»!!!
Και πάλι παραμύθια της Χαλιμάς μας διηγούνται την στιγμή που η λέξη Ἔρρω = πλανώμαι είναι μπροστά μας και το φωνάζει.
Τα λατινικά όμως Λεξικά το αναφέρουν.
Επίσης το Λεξικόν της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Μπαμπινιώτη μας λέει ότι η λέξη ἔρρω είναι αγνώστου ετύμου. Αντί να έχει την Πρωτογενή Λέξη Error ως λήμμα έχει την λέξη errare, που είναι παράγωγη του error.
Ούτε το λεξικόν του Αρ. Κωνσταντινίδη: H Οικουμενική Διάσταση της Ελληνικής Γλώσσας περιλαμβάνει αυτήν την λέξην.
Επίσης τα δύο Λεξικά του Κ. Δούκα («Λεξικόν Διεθνών Λέξεων του Ομήρου» και «Λεξικό 15.500 λέξεων του Ομήρου της καθομιλουμένης» δεν περιέχουν αυτήν την λέξη.
Τέλος, η Απόδοση της “Ιλιάδος” από τους Καζαντζάκη και Κακριδή, Ι. Πολυλά και Α. Πάλλη δεν έχουν κάνει σωστή απόδοση της Λέξης Ἔρρω.
Η λέξη αυτή είναι Ομηρική άρα πανάρχαια Ελληνική.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.2.2025.
Βιβλιογραφία
- Ευ. Κ. Κοφινιώτη: Ομηρικόν Λεξικόν
- Στ. Κουμανούδη : Λεξικόν Λατινοελληνικόν
- Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
- Online Etymology Dictionary
- LIDDELL & SCOTT, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
- Cassell’s Latin English-English Latin Dictionary
- Άννα Τζιροπούλου – Ευσταθίου: Έλλην Λόγος-Πως η Ελληνική Γονιμοποίησε τον Παγκόσμιο λόγο
- Β. Ζαγκαβιέρου-Βουρβουλη: Η προσφορά της Ελληνικής Γλώσσας στην Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Γλωσσών.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
[1] «Ποτὲ λέω δικό σου περικαλλῆ βωμὸ μὲ νῆα πολύκωπη δὲν παρῆλθα, ποὺ νὰ μὴν ἐρχόμουν ἐδῶ! Αλλὰ σὲ ὅλους βοδιῶν λίπος καὶ μηροὺς ἔκαψα.ορεγόμενος τὴν καλοτειχισμένη Τροία νὰ ἐκπορθήσω» – απόδοση Κ. Δούκα.
αγγλικη λεξη error αρχαια ελληνικες ομηρικη λεξις αγγλικες αρχαιες ομηρικες λεξεις Τζιροπουλου Ευσταθιου