Του δρ. Γιώργου Καββαδία
Η λήκυθoς[1] αυτή
αποδίδεται στον «Ζωγράφο των Καλάμων»[2],
έναν Αθηναίο ληκυθογράφο (περ. 420 – 410 π.Χ.). Ο Χάρων μέσα στην λέμβο του έχει
φτάσει στις όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, όπου τον περιμένει μία νεαρή γυναίκα
για να την μεταφέρει στον Κάτω Κόσμο. Η φύση της ελώδους λίμνης δηλώνεται από
τις δύο συστάδες καλαμιών που φυτρώνουν στις όχθες της και το γλαυκό
(ανοιχτό-γαλάζιο) χρώμα κάτω από τη λέμβο. Ο Χάρων φορεί εξωμίδα, το
χαρακτηριστικό ιμάτιο των ανθρώπων της κατώτερης τάξης και δερμάτινο σκούφο. Η
γυναίκα στέκεται ήρεμα στην όχθη και υψώνει το δεξί χέρι στην γαμήλια
χειρονομία της «ανακάλυψης», ως να είναι «νύφη στον Κάτω Κόσμο».[*]
Η εικόνα ενός πραγματικού ελώδους τοπίου αποκαλύφθηκε στη μεγάλη ανασκαφή
για την κατασκευή του Σταθμού του Μητροπολιτικού Σιδηροδρόμου «Κεραμεικός»,
όπου εντοπίστηκε η συνέχεια του αρχαίου νεκροταφείου του Κεραμεικού.[3]
Δυτικό όριό του ήταν ένας ταπεινός αναλημματικός τοίχος από
αργολιθοδομή. Αυτός ο περίβολος χώριζε το νεκροταφείο από ένα μεγάλο έλος,
έκτασης 3.000 τ.μ. περίπου, που εκτεινόταν προς τα δυτικά και αποτελούσε το
φυσικό όριό του. Η στάθμη του τέλματος εποχικά ανεβοκατέβαινε και δημιούργησε
τα αλλεπάλληλα στρώματα ιλύος που εντοπίσθηκαν κατά την ανασκαφή. Το τέλμα
αποξηράνθηκε μερικώς κατά τον 5ο αι. π.Χ.[4]
Οι ανασκαφείς αναφέρουν ότι μέσα στα στρώματα της λάσπης παρατήρησαν
πολυάριθμες οπές, «απομεινάρια καλαμιών και άλλων υδροχαρών φυτών που κάποτε
φύτρωναν εδώ». Αυτή η παρατήρηση μάς προσφέρει πολύτιμη βοήθεια για να
φαντασθούμε το τοπίο την εποχή της ακμής του νεκροταφείου. Ανατολικά του
περιβόλου υπήρχε η νεκρόπολη σε πυκνή διάταξη, ο χώρος συνάντησης των ζωντανών
με τους προσφιλείς νεκρούς τους. Έξω από τον περίβολο, στα δυτικά, κυριαρχούσε
η σιγή του κατάφυτου από καλάμια και άλλα υδροχαρή φυτά έλους.
Ήδη από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ., οι λευκές λήκυθοι, αττικά αγγεία
σχεδόν αποκλειστικά ταφικής χρήσης, χαρακτηρίζονται για την υπερβατική
εικονογραφία τους, όπου συχνά ενώνεται ο κόσμος των ζωντανών με τον κόσμο των
νεκρών. Μία, ιδιαίτερη ωστόσο, κατηγορία νεκρικών παραστάσεων είναι οι
«Χαρώνειες σκηνές»[**]. Σε αυτές ο Ερμής οδηγεί το εἴδωλο του νεκρού μέχρι την όχθη
της Αχερουσίας λίμνης, όπου περιμένει όρθιος μέσα στην άκατό του ο Χάρων, για
να το διαπορθμεύσει στον Κάτω Κόσμο. Αν και δεν την αντιγράφουν, αυτές οι
παραστάσεις είναι επηρεασμένες από τη Νέκυια, τον περίφημο πίνακα του ζωγράφου
Πολυγνώτου που αναφέρεται στην κατάβαση του Οδυσσέα στον Άδη και είναι
εμπνευσμένη από την ραψωδία λ της Οδύσσειας («Νέκυϊα»).[5]
Στις δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων το υδάτινο στοιχείο κατείχε
σημαίνοντα ρόλο στη διάβαση του νεκρού προς τον Κάτω Κόσμο ή τη μεταφορά του
στα Ηλύσια Πεδία, στη νήσο των Μακάρων που βρισκόταν στα πέρατα της Οικουμένης
κοντά στον Ωκεανό. Μεταξύ των αττικών ταφικών δοξασιών του 6ου και του 5ου αι.
π.Χ. επικρατεί η αντίληψη ότι η ψυχή, ως σκιώδες είδωλο του νεκρού, πρέπει να
«περάσει» στο βασίλειο του Άδη μέσα από το ελώδες τοπίο. Στις λευκές ληκύθους
το εἴδωλο που διατηρεί αδρά τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του νεκρού όσο ακόμη
ζούσε, μερικές φορές οδηγούμενο από τον Ερμή Ψυχοπομπό και άλλες μόνο του,
στέκεται στην όχθη της Αχερουσίας Λίμνης. Εκεί περιμένει ο Χάρων στην λέμβο
του. Μερικές φορές τον νεοεισερχόμενο στον Κάτω Κόσμο «υποδέχονται» με θρηνητικές
χειρονομίες μικρά φτερωτά εἴδωλα, σαν μικρά έντομα. Είναι οι ψυχές νεκρών που
πλέον έχουν χάσει την ατομικότητά τους.
Πολλές φορές στις όχθες της λίμνης, εκεί όπου εκτυλίσσονται οι
Χαρώνειες παραστάσεις, οι ληκυθογράφοι για να τονίσουν την ύπαρξη του ελώδους
περιβάλλοντος, προσθέτουν συστάδες καλαμιών. Παρά τον υπερβατικό χαρακτήρα των
παραστάσεων αυτών (Χάρων, Ερμής, εἴδωλον), αυτό που προσθέτει ιδιαίτερα βαρύ
και μελαγχολικό τόνο στην ατμόσφαιρα, είναι ακριβώς αυτά τα καλάμια, τα οποία
μερικές φορές φαίνονται σαν να θροΐζουν σε κάποιο ελαφρύ αεράκι. Την πραγματική
ζωή ενός έλους θυμίζουν και οι άμορφες ψυχές που πετούν τριγύρω θρηνώντας.
Μοιάζουν πολύ με λιβελλούλες, έντομα που ζουν εκεί την σύντομη ζωή τους. Ο
Πολύγνωτος και οι Αθηναίοι αγγειογράφοι σίγουρα θα το έλαβαν υπόψη τους όταν
δημιούργησαν αυτές τις ιδιαίτερα πένθιμες συνθέσεις.
Δεν είναι, λοιπόν, μόνο το υπερβατικό στοιχείο που διέπει τις Χαρώνειες
παραστάσεις. Είναι η συνένωσή του με το αληθινά τοπιογραφικό στοιχείο, δηλαδή
την πραγματική φύση και τη ζωή του τέλματος, αυτού που έβλεπαν οι αρχαίοι
Αθηναίοι να απλώνεται ακριβώς έξω από το επιφανέστερο νεκροταφείο της πόλης
τους, τον Κεραμεικό.
ΠΗΓΗ: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο / ΕΑΜ, Συλλογή Αγγείων, αριθ. ευρ. Α 1759 –
Προέλευση: Αθήνα, Κεραμεικός (ανασκαφή της Αρχαιολογικής Εταιρείας νοτίως της
δεξαμενής της Αγίας Τριάδας, 1875). Χώρος έκθεσης: Αίθουσα 55, προθ. 119, Έκθεμα Σεπτ. 2024. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.10.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
– Beazley Archive Pottery
Database (BAPD) 217661
[**] Για Χαρώνειες παραστάσεις:
– J. H. Oakley, Picturing death
in classical Athens: the evidence of the white lekythoi. Cambridge studies in
classical art and iconography. Cambridge: Cambridge University Press, 2004,
113-125 (ιδίως 121, εικ. 79).
– E. Giudice, Il Tymbos la Stele
la Barca di Caronte: L’immaginario della morte sulle lekythoi funerarie a fondo
bianco (Studia Archaeologica, 202) Roma: Erma di Bretschneider, 2015, σελ. 280.
– E. Walter-Karydi, Polygnotos’
Nekyia or the Athenians and the Underworld, στο Elena
Walter-Karydi (επιστ. επιμέλεια), Μύθοι, κείμενα, εικόνες. Ομηρικά έπη και αρχαία ελληνική τέχνη. Πρακτικά του
ΙΑ΄ Διεθνούς Συνεδρίου για την Οδύσσεια, Ιθάκη, 15-19.9.2009. Κέντρο
Οδυσσειακών Σπουδών, Ιθάκη 2010, 209-238.
[1] Έχει ύψος 0,28 μ.
[2] Του έδωσε συμβατικά αυτό το όνομα η Σ. Καρούζου, από
τα πολύ χαρακτηριστικά καλάμια που του άρεσε να ζωγραφίζει για να σημάνει τον
τόπο της διάβασης προς τον Κάτω Κόσμο. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο κατέχει
πλούσια συλλογή λευκών ληκύθων του Ζ. των Καλάμων. Από αυτές άλλες τρεις,
σχετικές με το έκθεμα του μήνα, εκτίθενται στην ίδια Προθήκη.
Βλ. Σ. Παπασπυρίδη-Καρούζου
«Ο τεχνίτης των καλάμων των λευκών ληκύθων», Αρχαιολογικόν Δελτίον 8, 1923,
117‐146 (σελ. 119, 120 εικ. 1α και 125 εικ. 4γ) και πρόσφατα K. Margariti, Painting early death. Deceased maidens on funerary
vases in the National Archaeological Museum of Athens, Opuscula Annual of the
Swedish Institutes at Athens and Rome, 11 (2018), 127-150 (ιδίως, 134 εικ.4, 145 αρ. 4).
[3] Στην συμβολή της οδού Πειραιώς με την Ιερά Οδό
(1992-1997), απέναντι από τον περίβολο του σημερινού αρχαιολογικού χώρου,
εντοπίσθηκε η προς δυσμάς συνέχεια του γνωστού σε όλους μας αρχαίου
νεκροταφείου. Τελικά η οικοδόμηση του σταθμού στο σημείο αυτό καταργήθηκε και
αυτός μεταφέρθηκε στην τωρινή θέση του. Στον χώρο της ανασκαφής του
ματαιωθέντος σταθμού ανεσκάφησαν 1191 τάφοι που χρονολογούνται από τον 7ο – έως
τον 4ο αι. π.Χ.
[4] Βλ. Ε. Μπαζιωτοπούλου-Βαλαβάνη και Ι.
Δρακωτού-Τσιριγώτη, Σταθμός Κεραμεικός, στο Ν. Σταμπολίδης – Λ. Παρλαμά (εκδ.)
Η Πόλη κάτω από την Πόλη: ευρήματα από τις ανασκαφές του Μητροπολιτικού
Σιδηροδρόμου των Αθηνών. Κατάλογος της έκθεσης, Φεβρ. 2000 – Δεκ.
2001. Αθήνα 2000, 265-275, ιδίως 273.
[5] Η πολυγνώτεια σύνθεση κοσμούσε την Λέσχη των Κνιδίων
στους Δελφούς (475 – 450 π.Χ.) και μας είναι γνωστή μόνο από την περιγραφή του
περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.).
[*] ΣΧΟΛΙΟ Γ. Λεκάκη: Το θέμα του Χάρωνα (> Χάροντα στα μεταγενέστερα χρόνια) και της Νύφης / Λυγερής, το συναντάμε έκτοτε σε πολλά ελληνικά δημοτικά τραγούδια.