Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

15 C
Athens
Πέμπτη, 25 Δεκεμβρίου, 2025

Η «αγγλική» λέξη tenure είναι πανάρχαια ελληνική, και μάλιστα ομηρική… > Τέντα, τανκ, σουτιέν, κλπ. – του Δ. Συμεωνίδη

Η «αγγλική» λέξη tenure

είναι πανάρχαια ελληνική,
και μάλιστα ομηρική…

Τέντα, τανκ, σουτιέν, κλπ.

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, dsymeonidis@outlook.com

δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

 Tenure σημαίνει στα ελληνικά δικαίωμα
γαιοκτησίας, κατοχή.

Αρχαίες ελληνικές πηγές:

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ελληνικη, 16, επιγρ. 258, 4

δέρμα δἔχω διπλοῦν τε λαγωβόλον· ἐκ δέ γε πέτρας σπήλυγγος τείνω βλέμμα διπλοῦν πρὸς ὄρος.

Σχόλ Πινδάρου,
Ολυμπ. και Πυθ.
(scholia
recentiora Triclinii, Thomae Magistri, Moschopuli, Germani) (col
Odetreatise O 5, scholion-section 48-57, 1:

Th. Πρὸς τὸν Δία τὸν λόγον τείνων ἐπέστρεψε πρὸς τὸν Ψαῦμιν.

Χωρικός, Soph., Opera, Oration-declamation-dialexis 20,2,29,6:

ἁλούσης γὰρ πόλεως καὶ λαφύρων ἐν κοινῷ προκειμένων, οἵοις ἀμείβονται τοὺς νικῶντας οἱ πόλεμοι, οἱ μὲν ἄλλοι τὴν ἄλλην μερίζονται λείαν ὅση τείνει πρὸς κέρδος, δὲ τὰ πλεῖστα κατωρθωκὼς ἄπεισιν ἐνίοτε τὴν καλλίστην ἐκλεξάμενος τῶν αἰχμαλώτων.

Γρ. Χοιροβοσκός, Επιμερισμοί, Ψαλμός, 110, 6

ΠΕΤΕΙΝΟΝ, εἰ μὲν διὰ τῆς ΕΙ διφθόγγου γράφεται, παρὰ τὸ τὴν πτέρυγα τείνειν· δὲ Ἡρωδιανὸς ἐκ τοῦ πετῶ, πετήσω, πετηνὸν, πετεεινόν.

Λατινικά:

Tento = τείνω

Teneo = κρατώ

Tenax = ισχυρός

Tener = τρυφερός

Ιταλικά

Tendere = τείνω

Tenere = κρατώ

Tensione = ένταση

Tenero = τρυφερός

Tenerezza = τρυφερότητα

Tenda = σκηνή, τέντα

Tenura = στάση

Tendenza = τάση

Γαλλικά

Tenir = κρατώ

Soutenir = στηρίζω

Soutien = στήριγμα, σουτιεν

Αγγλικά

Tenure = κατοχή

Sustasinable = βάσιμος

Tense = τεταμένος

 Γερμανικά

Tendieren = τείνω 

Ως συνήθως
τα λεξικά σταματάνε την ρίζα των λέξεων στα λατινικά. Έτσι τους βολεύει. Μας παραμυθιάζουν
με τις Ινδοευρωπαϊκές ρίζες. Γι’ αυτήν την λέξη μιλάνε για Υποθετικές πηγές όπως
σανσκριτική ρίζα ή περσική ή… λιθουανική και ελληνική.

Κύριοι
που φτιάχνετε Λεξικά σταματήστε τις θεωρίες και δώστε στον κόσμο την αληθινή
ρίζα της λέξεως
tenure, που είναι η ομηρική λέξη τείνω.

Μην ξεχνάτε
κύριοι Λεξικογράφοι ότι σας δώσαμε την πρώτη Γραμματική στον κόσμο (Διονυσίου
Θρακός)
και επίσης το πρώτο βιβλίο Γλωσσολογίας (Κρατύλος του Πλάτωνος)

Διαβάστε
τι λένε τα Λεξικά τα Αγγλικά:

On
Line Ετυμολογικό Λεξικό

tenure (n.) αρχές 15ου αι.,
“δικαίωμα κατοχής ή χρήσης γης σε αντάλλαγμα καθήκον ή υπηρεσία σε
ανώτερο· γη ή περιουσία που κατέχεται έτσι”, από αγγλο-γαλλικά και
παλαιά γαλλικά tenure “a tenure, estate in land” (13ος), από Παλαιά
γαλλικά tenir «κρατώ», από το χυδαίο λατινικό *tenire, από το λατινικό tenere
«κρατώ» (βλ. δόγμα).

Η αίσθηση
της «κατάστασης ή του γεγονότος της κατοχής μιας θέσης, θέσης ή επαγγέλματος»
επιβεβαιώνεται από τη δεκαετία του 1590, ως εκ τούτου «περίοδος κατά την οποία
κρατείται οτιδήποτε». Η έννοια “εγγυημένη θητεία στο αξίωμα” (συνήθως
σε πανεπιστήμιο ή σχολείο) καταγράφεται από το 1957. διατηρητέο ​​(1977);
θητείας. επίσης από τις αρχές του 15ου αι.

Ten– ρίζα: Πρωτο-ινδοευρωπαϊκή
ρίζα, που σημαίνει «τεντώνω
»: 

Με παράγωγα που σημαίνουν «κάτι τεντωμένο, μια χορδή· λεπτό».

Είναι η
υποθετική πηγή/απόδειξη ότι η ύπαρξή του παρέχεται από: Σανσκριτικά tantram
“αργαλειός”, tanoti “τεντώνει, διαρκεί”, tanuh
“λεπτό”, κυριολεκτικά “τεντωμένο” περσική πίσσα
“χορδή” λιθουανικό τανκς “συμπαγές”, δηλ.
“σφιχτό” ελληνική τείνειν «να τεντώνω», τάσις «ένα τέντωμα,
ένταση», τένος «νεύμα», τέτανος «δύσκαμπτος, άκαμπτος», τόνος «χορδή», εξ ου
και «ήχος, πίσσα·» λατινικό tenere “κρατώ, λαβαίνω, κρατώ, έχω
κατοχή, διατηρώ”, tendere “το τεντώνω”, tenuis “λεπτό,
σπάνιο, λεπτό” Παλιά εκκλησιαστική σλαβική τέντα “κορδόνι” Παλιά
αγγλικά þynne “λεπτή.”

On Line Etymology
Dictionary

tenure (n.)

early 15c., “right
to hold or use land in exchange for duty or service to a superior; land or
property
so held,” from Anglo-French and Old French tenure “a
tenure, estate in land” (13c.), from Old French tenir “to
hold,” from Vulgar Latin *tenire, from Latin tenere “to
hold” (see tenet).

The sense of
“condition or fact of holding a status, position, or occupation” is
attested by 1590s, hence “period during which anything is held.” The
meaning “guaranteed tenure of office” (usually at a university or
school) is recorded from 1957. Related: Tenured “having
guarantee of office” (1961); tenurable (1977); tenurial.

also from early 15c.

*ten- 

Proto-Indo-European
root meaning “to stretch,” with derivatives meaning “something
stretched, a string; thin.”

It is the hypothetical
source of/evidence for its existence is provided by: Sanskrit tantram
“loom,” tanoti “stretches, lasts,” tanuh “thin,”
literally “stretched out;” Persian tar “string;” Lithuanian
tankus “compact,” i.e. “tightened;”
Greek teinein
“to stretch,” tasis “a stretching, tension,” tenos
“sinew,” tetanos “stiff, rigid,” tonos “string,”
hence “sound, pitch;” Latin tenere “to hold, grasp, keep, have
possession, maintain,” tendere “to stretch,” tenuis “thin,
rare, fine;” Old Church Slavonic tento “cord;” Old English þynne
“thin.”

ΠΗΓΗ:
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 29.10.2024.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

        – Δούκας Κ. Λεξικόν Διεθνών Λέξεων του Ομήρου
        – Ζαγκαβιέρου-Βούρβουλη Β. Η Προσφορά της Ελληνικής Γλώσσας στην Εξέλιξη των Ευρωπαϊκών Γλωσσών
        – Κουμανούδης
Στεφ. Λεξικόν Λατινοελληνικόν
        – Κοφινιώτης
Ευ. Κ. Ομηρικόν Λεξικόν
        – Τζιροπούλου
– Ευσταθίου Ά. Έλλην Λόγος. Πως η Ελληνική Γονιμοποίησε τον Παγκόσμιο Λόγο.
αγγλικη λεξη tenure παναρχαια ελληνικη ομηρικη λεξις τεντα, τανκς, σουτιεν, Συμεωνιδης στηριγμα, ελληνικη βιοτεχνια ελληνικο ελληνικα σουτιεν σιλουετ silhouette ετυμολογια
author avatar
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Σχετικά Άρθρα

Πώς ο Βάκχος έγινε άγιος Ζακχαίος – Σχέση με τα Ελευσίνια Μυστήρια – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Ο (άγιος) Ζακχαίος αναφέρεται και ως Ζαχαρίας...