Το Ελευθεροχώρι[*] Γιαννιτσών Πέλλης Μακεδονίας ήταν ένα προσφυγικό χωριό 50 περίπου ποντιακών οικογενειών προερχόμενων από την
περιοχής Ακ Νταγ Μαντέν. Η θέση στους πρόποδες του βουνού Πάικο επιλέχθηκε
γιατί ανακαλούσε μνήμες από τις ορεινές περιοχές του Πόντου. Το Ελευθεροχώρι
οργανώθηκε βάσει ρυμοτομικού σχεδίου και οικοδομήθηκε από τους ίδιους τους
κατοίκους με εργαλεία που παραχώρησε η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων. Πρώτο
μέλημα των Ελευθεροχωριτών ήταν η κατασκευή του ΙΝ Αγίου Πνεύματος,
όπου τοποθέτησαν την φορητή εικόνα του Αγίου Θεόδωρου, φερμένη από τις Αλησμόνητες
Πατρίδες. Δίπλα στην εκκλησία, έχτισαν αρχικά με ξύλο και στη συνέχεια με πέτρα
το δημοτικό σχολείο. Διέθετε μία αίθουσα διδασκαλίας και ένα μικρό βοηθητικό
χώρο. Στο ΒΔ. άκρο του χωριού είχε τοποθετηθεί το δημόσιο γουδί (νεγδί),
όπου οι κάτοικοι κοπάνιζαν το στάρι. Οι κατοικίες του χωριού ήταν ισόγειες
αποτελούμενες από δύο επικοινωνούντα δωμάτια και ένα σταύλο. Δύο κατοικίες ήταν
διώροφες. Στο ισόγειο στεγάζονταν ο σταυλος και η αποθήκη ενώ στον όροφο οι
χώροι διαμονής της οικογένειας.
Το προσφυγικό χωριό
ονομάσθηκε Ελευθεροχώρι προς τιμήν του Ελ. Βενιζέλου, ζώντα τότε
Πρωθυπουργού της Ελλάδας.
Σύμφωνα με προφορικές
μαρτυρίες το κράτος παραχώρησε στους Ελευθεροχωρίτες από τρία στρέμματα γης.
Αυτοί τα εκχέρσωσαν και τα μετέτρεψαν σε καλλιέργειες σιταριού, σίκαλης,
σουσαμιού και καλαμποκιού. Παράλληλα, εξέτρεφαν αγελάδες και κούρκες, τις
οποίες εμπορεύονταν στο παζάρι των Γιαννιτσών μαζί με ξυλεία και δέρμα αλεπούς.
Στο χωριό διέμεναν ο δάσκαλος, ο παπάς, ο δασοφύλακας και μέχρι το 1941 τρεις
χωροφύλακες.
Κατά την διάρκεια της Κατοχής
οι κάτοικοι ενίσχυαν τον αγώνα του ΕΛΑΣ προμηθεύοντας τρόφιμα στους αντάρτες
του βουνού Πάικο. Αυτός είναι ο λόγος των τιμωρητικών καταστροφών στις οποίες
επιδόθηκαν ο γερμανικός στρατός και οι συνεργάτες τους πριν την οριστική
διαγραφή του χωριού το Μάρτιο του 1944.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης τα βιβλία του Γ. Λεκάκη για την Κατοχή, ΕΔΩ.
Στις 23 Μαρτίου 1944 το
Ελευθεροχώρι κυκλώθηκε από το γερμανικό στρατό Κατοχής και τους συνεργάτες
τους. Ακολούθησε το χρονικό άτακτων εκτελέσεων με θύματα άνδρες, γέροντες,
γυναίκες, παιδιά – 19 ψυχές εκτελέσθηκαν εκείνη την ημέρα.
Εν συνεχεία το χωριό
παραδόθηκε στις φλόγες. Οι κάτοικοι επέστρεψαν την επομένη για να θάψουν τους
νεκρούς. Το παλιό Ελευθεροχώρι δεν κατοικήθηκε ξανά. Εναπομείναντα ίχνη είναι
τμήμα του λίθινου τοίχου του σχολείου στα ανατολικά του δασικού δρόμου και το
σιντριβάνι της πλατείας.
Τα θύματα της εκτέλεσης του
Ελευθεροχωρίου είναι:
Η Εσερίδου Δέσποινα
Ο Ζαρμπίδης Σάββας
Ο Καλτσίδης Γεώργιος
Η Καλτσίδου Αναστασία
Η Καπακίδου Εύχαρις
Η Κουσίδου Αναστασία
Η Κουσίδου Δέσποινα
Η Σεβαστιάδου Αγλαΐα
Η Σεβαστιάδου Βαρβάρα
Η Στοφορίδου Χαρίκλεια
Ο Χαμαλίδης Βενιζέλος
Ο Χαμαλίδης Κωνσταντίνος
Η Χαμαλίδου Παρθένα
Η Χαμαλίδου Χριστίνα
Ο Χατζηβασιλειάδης Ιωσήφ
Ο Χατζηβασιλειάδης Μιλτιάδης
Ο Χατζηβασιλειάδης Αριστείδης
Το βρέφος 9 ημερών της
λεχώνας Καπακίδου Παρθένας
Το έμβρυο που κυοφορούσε η
Στοφορίδου Χαρίκλεια
Το Ελευθεροχώρι έχει
χαρακτηρισθεί με ΠΔ ως Μαρτυρικό Χωριό και ο Δήμος Πέλλας είναι
μέλος του Δικτύου Μαρτυρικών Πόλεων και Χωριών.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι
απόσπασμα από το βιβλίο «…και ποτέ μην το ξεχάσεις» του Γ. Βαμβακίδη,
καταγόμενου από το Ελευθεροχώρι:
Από τους πρώτους που
οργανώθηκαν στο Ε.Α.Μ. και βοήθησαν στην αντίσταση κατά του κατακτητή ήταν και
οι κάτοικοι του Ελευθεροχωρίου. Η ιστορία του χωριού δεν είναι τόσο γνωστή όσο
του Χορτιάτη, της Καισαριανής, του Διστόμου, του Κοντομαρί Κρήτης και άλλων
περιοχών που δοκίμασαν την αγριότητα των κατακτητών. Η γεωγραφική θέση του
στους πρόποδες του Πάικου, η συχνή επαφή με τους αντάρτες του βουνού, η
προσφορά τροφίμων και βοήθειας ήταν καθολική. Δεν υπήρχε ούτε μία οικογένεια
που να μην συμμετείχε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον αγώνα. Πολλοί ήδη,
πολεμούσαν με τους αντάρτες και έτσι όλοι μπήκαν στο στόχαστρο των Γερμανών και
των φίλων τους, Ταγματασφαλιτών.
Ήδη από τον Οκτώβρη του 1943
είχαν τα πρώτα θύματα. Δύο παλληκάρια που κατάγονταν από τη Βυρώνεια Σερρών,
οργανωμένα στο Ε.Α.Μ. ήρθαν στο χωριό επειδή είχαν συγγένεια με τη Σταυρέτσα
Χαμαλίδου. Σε μάχη των ανταρτών με τους Γερμανούς σκοτώθηκαν και οι δύο. Σάββας
το όνομα του ενός, άγνωστο του δεύτερου. Σκοτώθηκαν και άλλα δύο αδέλφια, ο
Αριστείδης και ο Μιλτιάδης Χατζηβασιλειάδης.
Την πρώτη εβδομάδα του Μάρτη
1944 έκανε την κατόπτευση του χωριού, μία ομάδα μοτοσικλετιστών Γερμανών με
Τατάρους, που είχαν επιστρατεύσει από τη Ρωσία. Οι άξεστοι αγριάνθρωποι μπήκαν
σε όλα τα σπίτια. Τρόφιμα, πολύτιμα αντικείμενα και ό,τι άλλο εύρισκαν τα
μάζευαν. Οι φτωχοί πρόσφυγες δεν είχαν και πολλά να προσφέρουν. Άλλωστε
συντηρούσαν τους αντάρτες και ό,τι περίσσευε, το κρατούσαν για την οικογένεια.
Έντρομοι οι κάτοικοι έβλεπαν τα απομεινάρια του βίου τους να λεηλατούνται και
να γίνονται βορά στα χέρια των άπληστων ληστών. Στο σπίτι της κυρά-Ελένης εκτός
από τα ψωμιά της πήραν και το κιούπι με το τουρσί. Στο στάβλο, όταν είδαν τα
γαϊδουράκια της ζήτησαν το ένα. Ευρισκόμενη σε δίλημμα επειδή υπήρχε μέσα και
το γαϊδουράκι του Ηλία, με το οποίο είχε έρθει η κόρη της να την επισκεφθεί,
προτίμησε να δώσει το δικό της, ένα μεγαλόσωμο, δυνατό ζώο, που περισσότερο
έμοιαζε με μουλάρι παρά με γαϊδούρι.
Οι κόρες της τρομαγμένες
είχαν ζαρώσει σε μία γωνιά. Την Μαρία και την Ελευθερία, που ήταν μεγαλύτερες
είχε προλάβει να τις ντύσει με παλιά ρούχα και μαύρα τσεμπέρια για να μην τις
πειράξουν. Η Αναστασία, η Ευρύκλεια και η Γεωργία ήταν μικρές και δεν είχαν
φόβο. Ο μικρός Τάσος, μες τα τέσσερα, με την παιδική του αθωότητα δεν
καταλάβαινε νομίζοντας ότι ήταν φιλοξενούμενοι. Έπιασε από το χέρι τον έναν και
του έδειξε το τσίπουρο. Ευχαριστημένος το άρπαξε και αφού ήπιε κάμποσες γουλιές
το πρόσφερε στους συντρόφους του. Σε λίγο τους έδωσαν να καταλάβουν ότι έπρεπε
να βγουν έξω και τους συγκέντρωσαν στην πλατεία. Κάποιος τους μίλησε και τους
είπε ότι δεν θα τους πείραζαν επειδή ήταν φτωχοί. Η λεηλασία του χωριού κράτησε
δύο ολόκληρες ημέρες και φορτωμένοι με τα λάφυρα επέστρεψαν στα Γιαννιτσά.
Πολλοί πίστεψαν ότι δεν θα
τους ξαναενοχλούσαν και συνέχισαν να ζουν όπως πρώτα. Όμως γελάστηκαν. Στις
23.3.1944 το χωριό βρέθηκε κυκλωμένο από Γερμανούς και τις ομάδες των Παοτζήδων
(φασίστες, συνεργάτες των Γερμανών) του Γ. Πούλιου και του Γ. Παπαδόπουλου. Οι
εγκληματίες αυτοί θα αναλάμβαναν να κάνουν την βρώμικη δουλειά που είχαν
σχεδιάσει. Ένα χιλιόμετρο έξω από το χωριό, στο σημείο που ονόμαζαν «Άσπρη Πέτρα»,
σκότωσαν τον πρώτο χωριανό, που βοσκούσε αμέριμνος τα κατσίκια του. Ήταν ο
Βενιζέλος Χαμαλίδης και ακολούθησε ο Ιωσήφ Χατζηβασιλειάδης Οι Ταγματασφαλίτες
με τους Γερμανούς έσφιγγαν τον κλοιό όλο και περισσότερο. Οι κάτοικοι δεν
ήξεραν τι να κάνουν. Ο σύνδεσμος που ρωτήθηκε από την κυρά-Ελένη, την προέτρεψε
να παραμείνει στο σπίτι. Εκείνη όμως ανήσυχη του είπε:
– Συναγωνιστά, δεν είμαστε
ασφαλείς εδώ.
– Τις γυναίκες και τα παιδιά
δεν θα τα πειράξουν. Οι άνδρες έχουν φόβο και πρέπει να φύγουν για την Κρώμνη.
– Αν έρθει μεγαλύτερη δύναμη,
τι θα κάνουμε;
Η Αναστασία που άκουγε τη
συζήτησε, φοβισμένη γύρισε στη μάνα και είπε:
– Μαμά, φοβάμαι. Εγώ θα φύγω με
τους άλλους στην Κρώμνη.
– Πήγαινε παιδί μου, εμείς θα
κρυφτούμε στο αμπέλι.
Το χωριό ανάστατο με την
αγωνία στο κατακόρυφο, από τους σποραδικούς πυροβολισμούς και κάποιες ριπές από
μυδράλιο που ακούγονταν. Η Ελένη αποφασιστικά μάζεψε τα παιδιά της και με τη
Μαρία, που ήταν έγκυος στο πρώτο της παιδί κρατώντας τα από το χέρι, προχώρησαν
στο αμπέλι. Μία ριπή κοντά στα πόδια τους έκανε να αλλάξουν πορεία.
Δοκιμάζοντας από την άλλη πλευρά είδαν ότι δεν ήταν στο στόχο και ανηφόρισαν
βιαστικά για την Κρώμνη μαζί με άλλους συγχωριανούς. Η Αναστασία φεύγοντας
έπεσε σε πυρά και αναγκαστικά γύρισε πίσω στο χωριό. Μη βρίσκοντας τους δικούς
της στο σπίτι πήγε στην αδελφή της γιαγιάς Κυριακής. Η Αγλαΐα Σεβαστιάδου ήταν
στο σπίτι της. Είχε φουρνίσει ψωμιά για τους αντάρτες και περίμενε να ψηθούν.
Πίστευε ότι δεν θα πείραζαν τις γυναίκες και είχε αποφασίσει να παραμείνει.
Εκεί βρήκε καταφύγιο και η 9χρονη Αναστασία. Όταν έφθασαν οι φασίστες του
Πούλου, σκότωσαν την Αγλαΐα, την κόρη της Βαρβάρα και την Αναστασία. Έβγαλαν
έξω στην αυλή την αδελφή της Αγλαΐας, τη Χαρίκλεια Στοφορίδη που ήταν έγκυος και
με τη ξιφολόγχη της έσκισαν την κοιλιά. Το μωρό πετάχτηκε έξω και το κάρφωσαν
και αυτό. Με το μαχαίρι αποτελείωσαν και τη μάνα. Στο ίδιο μέρος σκότωσαν και
τη γυναίκα του Γρηγόρη Χαμαλίδη, Παρθένα Χαμαλίδου. Σε άλλο σπίτι σκότωσαν τη
μόλις 9 ημερών λεχώνα, Εύχαρι Καπακίδου μαζί με το βρέφος της και την πεθερά
της, Δέσποινα Καπακίδου.
Η κόρη της Δέσποινα που είχε
το ίδιο όνομα με τη μητέρα της τραυματίστηκε και προσποιούμενη ότι ήταν νεκρή,
γλίτωσε. Τον γέροντα Κωνσταντίνο Χαμαλίδη, τον σήκωσαν από το κρεβάτι, όπου
κειτόταν άρρωστος και αφού τον γύρισαν στα σπίτια για να δει τους σκοτωμένους,
τον πήγαν ξανά στο σπίτι του, τον έβγαλαν στην αυλή του και τον αποκεφάλισαν με
τσεκούρι πάνω στο κούτσουρο όπου έκοβαν τα ξύλα.
Του Κουσίδη τις δύο κόρες,
την Ανάστα και τη Δέσποινα τις σκότωσαν μαζί. Η Παρθένα Αμανατιάδου ήταν η
δεύτερη που επέζησε νομίζοντας την νεκρή μετά τον πυροβολισμό της. Τον γέρο Γιώργο Καλτσίδη τον περιέφεραν και αυτόν σε όλα τα σπίτια, τον άφησαν στο σπίτι
του και τον σκότωσαν την άλλη μέρα, το πρωί.
Τα κτήνη θέλοντας να
ολοκληρώσουν το έργο τους παρέδωσαν το χωριό στις φλόγες και ξεθεμελίωσαν όλα
τα σπίτια με μανία. Η βαρβαρότητα των εγκλημάτων συντελέστηκε και αναχώρησαν
νικητές για τα Γιαννιτσά. Οι υπόλοιποι κάτοικοι του Ελευθεροχωρίου, που
επέζησαν, κατέφυγαν στην Κρώμνη και έμειναν εκεί μαζί με τους αντάρτες. Η
κυρά-Ελένη με τα παιδιά της κατέλυσαν σ’ ένα δωμάτιο όπου υπήρχαν 10 αντάρτες. Η Μαρία την επόμενη ημέρα ζήτησε από κάποιον αντάρτη ένα ζευγάρι
αρβύλες για να πάει στην πλατεία του χωριού για να μάθει νέα. Εκεί έμαθε τα
θλιβερά μαντάτα, ότι συνολικά εκτελέστηκαν 17 άτομα. Μαζί τους και η αδελφή
της, η Αναστασία. Στην μάνα, όταν τη ρώτησε αν έμαθε τίποτε για την Αναστασία,
είπε ότι δεν γνώριζε. Ο πατέρας της που είχε κρυφτεί κοντά στο χωριό ήταν από
τους πρώτους που γύρισε στα ερείπια που κάπνιζαν ακόμα. Ανάμεσα στα αποκαΐδια
αναγνώρισε το κορίτσι του από το γιακά της ζακέτας που φορούσε. Σπαράζοντας στο
κλάμα άρπαξε το άψυχο κορμί του παιδιού στην αγκαλιά του και αλλόφρονας
μοιρολογώντας τριγύριζε σαν χαμένος. Στην θέση που ήταν το σπίτι του δεν υπήρχε
τίποτε. Ακούμπησε απαλά στο χώμα το νεκρό παιδί, πήρε στάχτη στα χέρια του και
την έτριψε στα μαλλιά και το πρόσωπο του. Ο πόνος του πατέρα αβάσταχτος σ’
αυτήν την συμφορά. Τι να πρωτοθρηνήσει; Το κορίτσι του, τους συγγενείς ή το
καταστραμμένο σπιτικό του; Κοντά του σε λίγο βρέθηκαν και άλλοι συγχωριανοί που
είχαν κρυφτεί τριγύρω. Ο θρήνος γενικεύτηκε. Συγκέντρωσαν τα καμένα πτώματα και
τα έθαψαν όλα μαζί σ’ έναν ομαδικό τάφο. Σε δύο ημέρες από το τραγικό συμβάν
αναχώρησαν και αυτοί προς την Κρώμνη. Έμειναν εκεί για 15 ημέρες και κατόπιν
άλλοι πήγαν στην Αξό και άλλοι στο Μυλότοπο για να καταλήξουν στο τέλος, στα
Γιαννιτσά.
…..το Ελευθεροχώρι με τις 60
οικογένειες (όλες ποντιακής καταγωγής) αναλογικά πλήρωσε το μεγαλύτερο φόρο
αίματος με τα 17 θύματα και τα 2 βρέφη από ό,τι άλλες πόλεις στην διάρκεια της
Κατοχής. Οι υλικές ζημιές ήταν ανεπανόρθωτες, αφού το χωριό εγκαταλείφθηκε και
οι κάτοικοι του εγκαταστάθηκαν στα Γιαννιτσά. Αργότερα, στα ερείπια του
επανήλθαν φτιάχνοντας καλύβες με φτέρη 5-6 οικογένειες, όπου παραθέριζαν το
καλοκαίρι. Από τους πρώτους ήταν ο Σ. Καλτσίδης, ο οποίος σε κάποια
απογραφή δήλωσε συμβολικά ως μόνιμος κάτοικος και έτσι στα αρχεία του κράτους
εμφανιζόταν το Ελευθεροχώρι μ’ έναν μόνιμο κάτοικο.
ΠΗΓΗ: ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΩΜΑΤΑ. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 23.3.2014.
[*] Το Ελευθεροχώρι (πρώην Ζελέζοβο) ευρίσκεται στην βόρεια άκρη του κάμπου των Γιαννιτσών, στους πρόποδες του υπέροχου όρους Πάικο, στον 40ό παράλληλο [40°53′5.2″N 22°22′27.8″E, σε υψόμετρο 373 μ. Απέχει 10 χλμ. από τα Γιαννιτσά και 60 χλμ. από την Θεσσαλονίκη. Τον χειμώνα του 1944 κάηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής. Μέρος του πληθυσμού του πήγε στην Πολωνία. Το χωριό αργότερα ξανακτίσθηκε χαμηλότερα, προς τα νότια, από το παλαιό. Στα ΝΔ. του χωριού βρίσκεται το Αγίασμα της Αγίας Ελένης. – ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης “Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις”.