Του Γιώργου Λεκάκη
Η Μυκήνη[1] / Μυκήναι
(> Μυκήνες), ήταν αρχαία πελασγική και είτα αχαϊκή πόλη[2], πάνω
από την οποία βρισκόταν το δωρικό Άργος (Ομ.), στο όρος Τρητός (= διάτρητο), στην
χώρα της Τίρυνθος, που μετέπειτα ονομάσθηκε Αργολίς.
– Μυκηναίος ο προερχόμενος ή
καταγόμενος από τις Μυκήνες.
– Μυκηνίς, το θηλυκό (Ευρ.).
– Μυκήνηθεν, από τις Μυκήνες (Ομ.
Ιλ.).
Ο Περσεύς, λογιζόμενος υιός
του Διός και της Δανάης, γέννα χρυσής βροχής, ήταν ο ιδρυτής της πόλεως, κατόπιν
αποδείξεως της ανδρείας του: Η άσκησή του ήταν να φονεύσει την Μέδουσα.
Την πόλη ονόμασε Μυκήναι, από
τον μύκητα, δηλαδή την λαβή / λαβίδα του ξίφους, διότι του έπεσε σε εκείνον τον
τόπο, καθώς πετούσε από επάνω του, με τον πτερωτό Πήγασο! Αυτό ελήφθη ως σήμα. Και
ο Ερμής του είπε να κτίσει εκεί πόλη[3]…
– Κατ’ άλλους, από το σχήμα της
λαβής του ξίφους του.
– Τέλος, κατ’ άλλους, επειδή η
ακρόπολις της πόλεως εκτίσθη μέσα στο αποτύπωμα που άφησε η πτώση της λαβής του
ξίφους του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται…
Διότι «μύκη», είναι η λαβή του
ξίφους. Το μόνο μέρος του ξίφους, που
μπορεί να πιάσει μύκητες, από τον ιδρώτα του πολεμιστή!
«Μύκη» ονομάζεται το μέρος της
λαβής του ξίφους, που κατακλείει / κλείνει, η θήκη (βλ. Λεξ. ΣΟΥΔΑΣ), ο γάντζος
ή «κουμπί» στην άκρη της θήκης του σπαθιού – δηλαδή ο κολεός του ξίφους, που ομοιάζει
με μύκητα[4] / μανιτάρι
– εκ του βασικού ρήματος μύω = κατακλείω, κλείνω (> μύησις, μυστήριο, μυς, μουσική, κλπ.).
– Είτε γιατί, ενώ διψούσε,
βρήκε έναν μύκητα / μανιτάρι και ξερριζώνοντάς τον βρήκε πηγή – η πηγή Περσεία,
που υπάρχει έως και σήμερα.
Ο χρυσόγονος (ως χρυσής
βροχής) έφθασε τις Μυκήναις, να γίνουν πολύχρυσες και «ευκτίμενον πτολίεθρον»
(Ομ. Ιλιάς, Β,569). Αρχαιολογικά ευρήματα μαρτυρούν κατοίκηση στην περιοχή,
τουλάχιστον από την νεολιθική εποχή.
Αλλά το ότι ο τόπος έχει
ακόμη παλαιοτάτη κατοίκηση, μαρτυράται από το τοπωνύμιο Έμεια, που υπάρχει εκεί
στις Μυκήνες, σχετιζόμενο με τον εμετό που έκανε ο Κέρβερος ανελθών εκ του Άδου
ή επειδή εκεί έμεσε ο Θυέστης[5] «φαγών τα
τέκνα αυτού»[6]. Αυτοί
είναι λόγοι:
– να έχει ο τόπος μύκητες,
– να δώσει εντολή ο Ερμής να πλυθεί
(«καθαρθεί») ο τόπος και να κτιστεί με πολύ χρυσό…
Έτσι ο Περσεύς με το σπαθί του “καθάρισε” τον τόπο, ως παιδί της βροχής τον ξέπλυνε κιόλας, ενώ με τον χρυσό τον κατέστησε αμόλυντο…
Μύκης ελέγετο δε και:
– οιοδήποτε αντικείμενο έχει
σχήμα μανιταριού,
– τα καρβώνια[7] /
καρβουνάκια, το επί της θρυαλλίδος λύχνου σχηματιζόμενον «ὅπερ ἐνομίζετο ὅτι
προεμήνυε βροχήν», το κομμένο τμήμα από φυτίλι λυχναριού, που θεωρείτο ότι
προμήνυε βροχή, σήμερα το λέμε κακκάδι ή τσίμπλα (Αριστοφ. Σφ. 262, Θεόφρ., Αρατ.
976, Ανθ.Π. 5,263, Βιργιλ. Γεωργ. 1.392).
– το ανδρικό αιδοίο (Αρχίλ.
126, Ησύχ.)
– το σαρκώδες εξάνθημα, σχηματιζόμενο
επί τραυμάτων (Ιππ. 478.31),
– οίδημα, σχηματιζόμενο επί
δένδρων (Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4.14,3),
και
– πρέμνον ελαίας κατακοπέν (Συλλ.
Επιγρ. 93.43 (βλ. Böckh. σελ. 134).
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Σύγχρονης Ελλάδος
περιήγησις» (απόσπ.). ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.3.2017.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Βλ. Nilsson Gr. Rel. 1, 349.
[2] Στον 37ο παράλληλο [37°43′53″N 22°45′54″E].
[3] «Ἡ μὲν Μυκήνη ἀπὸ
μύκητος τοῦ ξίφους, ὃ ἐφόρει Περσεύς οὗ πεσόντος, φασί, κατὰ κέλευσιν ῾Ερμοῦ τὴν
πόλιν ἐκεῖ ἔκτισε. μύκης δὲ κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ λαβὴ τοῦ», Ευστ. Σχολ.
[4] «μύκης, μύκητος και μύκου, δίκλιτον» – βλ. Ησύχ.
Σύνολο μυκήτων είναι και η μύξα.
[5] Ήταν υιός του Πέλοπος και της Ιπποδάμειας (του Οινομάου), αδελφός του Πιτθέα, αλλά και άλλων, και δίδυμος αδελφός του Ατρέα. Μαζί με τον
τελευταίο δολοφόνησαν τον νόθο υιό του πατρός τους, Χρύσιππο, βασιλιά της
Ολυμπίας, επειδή επιβουλευόταν τον θρόνο τους. Τον έριξαν δε σ’ ένα πηγάδι! Ο
Πέλωψ τους καταράστηκε και τους εξόρισε μαζί με την μητέρα τους. Η Αερόπη, η
σύζυγος του Ατρέα, ερωτευμένη με τον Θυέστη, για να κερδίσει την εύνοιά του, του
έδωσε κρυφά το χρυσόμαλλο αρνί, που είχε πνίξει ο Ατρέας, και το φυλούσε σε μια
λάρνακα.
Εν τω μεταξύ, οι
Μυκηναίοι είχαν λάβει χρησμό ότι μετά τον Ερεχθέα, έπρεπε να ορίσουν βασιλιά τους
έναν Πελοπίδα. Έτσι κατέφυγαν στις Μυκήνες, όπου συμβασίλευαν εναλλάξ. Κάποια
στιγμή, επρότεινε ο Θυέστης να γίνει βασιλιάς όποιος είχε το χρυσό αρνί – σύμβολον
εξουσίας. Ο Ατρέας, μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί, δέχθηκε, Ο Θυέστης το
παρουσίασε κι έγινε βασιλιάς Μυκηνών! Ζευς και Ερμής συμβουλεύουν να ισχυριστεί
ο Ατρεύς, πως ο θρόνος θα άλλαζε κάτοχο, αν ο ήλιος ανατείλει από την Δύση. Ο
Ατρέας το είπε, δυσπιστώντας, χωρίς να γνωρίζει το θεϊκό σχέδιο. Ο Θυέστης δέχθηκε,
θεωρώντας το ανέφικτο. Σε λίγο, ο Ατρεύς, βρήκε ένα χρυσόμαλλο αρνί, σταλμένο εκ
του Ερμού. Η Αερόπη, σύζυγος του Ατρέως και ο Θυέστης ήταν εραστές. Έκλεψαν το
χρυσόμαλλο δέρας (την χρυσή προβιά) του αρνιού και ο Θυέστης έγινε βασιλιάς! Υποσχέθηκε
δε, ότι θα δώσει ξανά τον θρόνο στον Ατρεα, εάν ποτέ ο ήλιος ανέτελλε από την
δύση και έδυε στην ανατολή! Έκφραση που έκτοτε έχει μείνει παροιμιώδης στα
χείλη των Ελλήνων, έως και σήμερα, δηλούσα το αδύνατον να συμβεί… Έλα όμως, που
ο Ζευς άλλαξε την φορά του ήλιου… Και έτσι ο Ατρέας πήρε ξανά τον θρόνο…
Υπάρχει και η λογική
εξήγηση των παραπάνω: Το κοινό των Αργείων θα αποφάσιζε για βασιλιά στις
Μυκήνες τον πιο σοφό αστρολογικά: Τότε ο Θυέστης τους έδειξε στον ουρανό τον
αστερισμό του Κριού (παραλλαγή του χρυσόμαλλου δέρατος), αλλά ο Ατρέας τους
κατέπληξε, με την θεωρία του για την φορά του ήλιου, σε σχέση με το Στερέωμα…
Ο Θυέστης με την
Λαοδάμεια ή μία νύμφη απέκτησε τρεις γιους:
– τον Αγλαό,
– τον Ορχομενό
και
– τον
Καλαό ή Καλλιλέοντα,
– και μία κόρη, την Πελοπία
– ενώ ως γιοι του αναφέρονται και
ο Τάνταλος(*) και ο Πλεισθένης.
Και φυσικά, ο Ατρέας σχεδίασε
την εκδίκησή του: Εσκότωσε τους υιούς του Θυέστου και τον προσεκάλεσε σε γεύμα,
όπου του προσέφερε για φαγητό τις ψημένες σάρκες των… Ο Θυέστης, αν και τυφλωμένος
από οργή και μίσος, ζήτησε χρησμό. Που του είπε πως «εάν έκαμε υιό με την ίδια
του την κόρη, ο υιός αυτός θα σκότωνε τον Ατρέα». Ζήτησε άσυλο στον βασιλέα της Ηπείρου, Θεσπρώτη, αλλά εκεί είχε καταφύγει και η κόρη του, Πελοπία, με την οποία έσμιξε, χωρίς να το ξέρει ότι είναι αυτή, και εγεννήθη ο Αίγισθος, ο οποίος πράγματι σκότωσε τον Ατρέα και επανέφερε
τον Θυέστη στον θρόνο… Ο Αγαμέμνων κι ο Μενέλαος, τους έδιωξαν από τις Μυκήνες.
Ο Θυέστης και ο Αίγισθος κατέφυγαν στα Κύθηρα. Στον θρόνο των Μυκηνών ανέβηκε ο
Αγαμέμνων…
Ο τάφος του Θυέστη ήταν στον
δρόμο μεταξύ Άργους και Μυκηνών.
Όταν ο Αγαμέμνων έφυγε για την Τροία, η σύζυγός του, Κλυταιμνήστρα, έζησε με τον Αίγισθο, που ξανα-επέστρεψε στις Μυκήνες, και απέκτησαν τρία παιδιά. Όταν επέστρεψε του Αγαμέμνων, ο Αίγισθος – σε συνεργασία με την Κλυταιμνήστρα – τον παρέσυρε και τον εσκότωσε, μαζί με τους συντρόφους του και την Κασσάνδρα, την δούλα του. Τον Αίγισθο και την Κλυταιμνήστρα, τους εσκότωσε ο Ορέστης, υιός του Αγαμέμνονος, ίνα εκδικηθεί τον φόνο του παππού και του πατέρα του.
Και των Ατρειδών τα πάθη συνεχίζονται…
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Ελληνικη
Μυθολογια». Απολλόδ. Επ. 2.10-13, Σχόλ. Ευρ. Ορ. 4, 998, Σχόλ. Ιλ. Β’ 105, Υγίν.
μύθ. 64.5,85-86, 88.1. Απολλόδ. Επ. 2.14. Αιλ. Π. Ισχ. 12.42, Υγίν. μύθ. 87,
88, Σχόλ. Ορ. 14-15. Παυσανίας 2/18.1 -3, 2/22.3. Λουκιανός, Αστρ. 12.
(*) Ο Τάνταλος αυτός,
νυμφεύτηκε την Κλυταιμνήστρα, και τον σκότωσε ο Αγαμέμνων για να την νυμφευτεί
εκείνος…
[6] Βλ. Μέγα Ετυμ.
[7] Βλ. Μέγα Ετυμ.