Η ταινία «ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ» του RENE CLEMENT από
τις 5 Οκτωβρίου 2023 σε ΨΗΦΙΑΚΑ ΑΠΟΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΗ 4Κ ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΗ, ΓΙΑ ΤΑ
70 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ στους ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥΣ από την NEW STAR.
Βασισμένο στο ομώνυμο
μυθιστόρημα του Φρανσουά Μπουαγιέ.
Μία από τις μεγάλες στιγμές
του γαλλικού κινηματογράφου.
Ένα αδιαφιλονίκητο
αριστούργημα.
Καταφέρνει να προκαλεί
συγκίνηση χωρίς μελοδραματισμό και περιττούς συναισθηματισμούς,
Η
πιο συγκινητική ταινία που γυρίστηκε ποτέ με πρωταγωνιστές παιδιά.
“ΣΚΟΤΕΙΝΑ ΚΩΜΙΚΗ & ΒΑΘΙΑ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ”, THE GUARDIAN
“ΔΥΝΑΤΗ ΚΑΙ ΑΣΥΜΒΙΒΑΣΤΗ”, ROGERT EBERT
Μία
από τις μεγάλες στιγμές του γαλλικού κινηματογράφου.
Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας – Χρυσός Λέοντας 1952
Βραβείο Όσκαρ – Καλύτερη Ξενόγλωσση Ταινία 1952
Βραβείο Ιαπώνων Κριτικών – Τόκιο 1953 – Καλύτερη ξενόγλωσση ταινία
BAFTA – Καλύτερη ταινία 1954.
ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
JEUX INTERDITS
Σκηνοθεσία: Rene Clement
Κύριοι Ρόλοι: Georges Poujouly, Michel Dolle
Brigitte Fossey ,
Paulette Amedee , Francis Gouard, Laurence Badie , Berthe Dolle
Σενάριο: Jean Aurenche, Pierre Bost, Francois Boyer, Rene Clement
Παραγωγή: Robert Dorfmann
Μουσική: Narciso Yepes
Φωτογραφία: Robert Juillard
Μοντάζ: Roger Dwyre
Σκηνικά: Paul Bertrand
Κοστούμια: Majo Brandley
ΣΥΝΟΨΗ
Γαλλία 1940. Με τη γερμανική εισβολή, πολλές οικογένειες αναγκάζονται να
μετακινηθούν προς Νότο. Ένας βομβαρδισμός όμως θα τερματίσει πρόωρα το ταξίδι
πολλών από το προσφυγικό καραβάνι. Ανάμεσα σ’αυτούς και οι γονείς της
6χρονης Πολέτ. Η Πολέτ βλέποντας τους γονείς της να σκοτώνονται μπροστά
στα μάτια της, και έχοντας το νεκρό σκυλάκι της αγκαλιά, αρχίζει να
περιπλανιέται σαστισμένη. Στο δρόμο συναντάει τον δεκάχρονο Μισέλ, ο οποίος
πείθει τους γονείς του να την κρατήσουν. Μεταξύ των δυο παιδιών αναπτύσσεται
μια μεγάλη φιλία. Ο Μισέλ βοηθάει την Πολέτ να θάψει στον παλιό μύλο το σκυλάκι
της, και αποφασίζουν μαζί να στήσουν εκεί, ένα μικρό νεκροταφείο ζώων. Θάβουν
λοιπόν εκεί ζωάκια και έντομα που βρίσκουν στους δρόμους και αγρούς, και για να
τιμήσουν τη μνήμη των νεκρών ψυχών αρχίζουν και κλέβουν σταυρούς από το τοπικό
νεκροταφείο και την εκκλησία…
TRAILER NEW STAR (με αγγλικούς υπότιτλους).
FLICKR για ΑΦΙΣΑ/ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ/BANNER.
Γυρισμένη το 1952 και
χαρακτηρισμένη ως το πιο συγκινητικό δράμα που γυρίστηκε ποτέ με πρωταγωνιστές
παιδιά, η ταινία «Απαγορευμένα Παιχνίδια» αφηγείται την ιστορία της μικρής
Πολέτ, η οποία χάνει τους γονείς της στη διάρκεια των βομβαρδισμών του Παρισιού
από τους Γερμανούς στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Μέχρι να φτάσει στην
τελική μορφή της, η ταινία του Κλεμάν πέρασε τη δική της μεγάλη περιπέτεια: το
αρχικό σενάριο του Φρανσουά Μπουαγιέ, γραμμένο λίγο μετά το τέλος του πολέμου,
είχε απορριφθεί πολλές φορές από τους Γάλλους παραγωγούς με αποτέλεσμα ο Μπουαγιέ
να το μετατρέψει τελικά σε βιβλίο, το οποίο είχε τεράστια επιτυχία στην
Αμερική. Αυτή η επιτυχία ήταν που κέντρισε το ενδιαφέρον του Κλεμάν, ο οποίος
σε συνεργασία με τους δύο σταθερούς σεναριογράφους του, Πιερ Μποστ και Ζαν
Οράνς, μετέφερε τελικά την ιστορία του Μπουαγιέ στη μεγάλη οθόνη, η οποία μετά
την απροθυμία του Φεστιβάλ Καννών να την εντάξει στο επίσημο διαγωνιστικό
πρόγραμμα, όπου τελικά προβλήθηκε έπειτα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε η
απόρριψη, θριάμβευσε τόσο στη Βενετία, κερδίζοντας τον Χρυσό Λέοντα, όσο και
στα Όσκαρ της επόμενης χρονιάς, με ένα ειδικό τιμητικό βραβείο ξενόγλωσσης
ταινίας, αφού η κατηγορία δεν είχε ακόμα θεσμοθετηθεί.
Αυτό που παραμένει ακόμα
και σήμερα συγκλονιστικό στην ταινία του Κλεμάν είναι το πώς καταφέρνει να προκαλεί
συγκίνηση χωρίς μελοδραματισμό και περιττούς συναισθηματισμούς, υιοθετώντας την
αφοπλιστική ειλικρίνεια των δύο μικρών πρωταγωνιστών της, δύο παιδιών που
προσπαθούν με τον δικό τους τρόπο να κατανοήσουν τη φρίκη των όσων
διαδραματίζονται γύρω τους και να συμφιλιωθούν με την ιδέα της θνητότητας.
Ανόθευτοι ακόμα από τους συμβιβασμούς και τους περιορισμούς της θρησκείας και
της κοινωνικής ευπρέπειας, η Πολέτ και ο Μισέλ βλέπουν το θάνατο ως ένα
παιχνίδι κι ως τη μεταξύ τους συνωμοσία απέναντι στον κόσμο των μεγάλων, έναν
κόσμο εχθρικό και παράλογο.
ROGER EBERT
Πρέπει να στραφούμε στο
παρελθόν για μια ταινία τόσο αθώα όσο τα «Απαγορευμένα παιχνίδια», γιατί η δική
μας εποχή είναι πολύ κυνική για να την υποστηρίξουμε. Εδώ είναι μια ταινία για
τα παιδιά που χρησιμοποιούν τις δυνάμεις της φαντασίας και της άρνησης για να
αντιμετωπίσουν τον θάνατο σε καιρό πολέμου. Μια μοντέρνα ταινία θα
απομακρυνόταν από τον τρόμο και θα τον αμβλύνει και θα τον συναισθηματικά. Θα
γινόταν «παιδική ταινία». Αλλά σε όλες τις εποχές τα παιδιά έχουν επιβιώσει από
εμπειρίες που κανένα παιδί δεν πρέπει να υπομείνει.
Μερικές φορές είναι σε
θέση να θωρακίσουν την αθωότητά τους δημιουργώντας παιχνίδια για να
επεξεργαστούν τον πόνο. Το «Απαγορευμένα Παιχνίδια» δέχθηκε επίθεση και εγκωμία
από ενήλικες για τον ίδιο λόγο: γιατί έδειχνε στα παιδιά να εφευρίσκουν την
ευτυχία εκεί που δεν έπρεπε να υπάρχει. Η ιαπωνική ταινία κινουμένων σχεδίων
“Grave of the Fireflies” (1988) είναι μια άλλη σπάνια ταινία με το
θάρρος να περπατήσει αυτό το μονοπάτι.
Η ταινία ξεκινά κατά τη
διάρκεια της ναζιστικής εισβολής στη Γαλλία το 1940. Γνωρίζουμε ένα 5χρονο
κορίτσι που ονομάζεται Paulette, με
τους γονείς της. Ο δρόμος έξω από το Παρίσι είναι φραγμένος με όσους
δραπετεύουν από την πόλη. Καταστρέφεται από ναζιστικά μαχητικά αεροσκάφη. Το
σκυλάκι της Paulette τρέχει σε μια γέφυρα. Το
κυνηγάει και οι γονείς της τρέχουν απελπισμένα πίσω της. Οι σφαίρες σκοτώνουν
και τους δύο γονείς και τραυματίζουν θανάσιμα τον σκύλο. Η Πωλέτ, ξαπλωμένη στο
έδαφος δίπλα στη μητέρα της, απλώνει ένα χέρι για να αγγίξει το νεκρό μάγουλο
και μετά αγγίζει το δικό της μάγουλο. Δεν κλαίει. Δεν καταλαβαίνει καλά.
Κρατάει το κουτάβι της. Τα πόδια του τραντάζονται σπασμωδικά για πολλή ώρα πριν
πεθάνει.
Κάποιοι άγνωστοι τη
μεταφέρουν με το αυτοκίνητό τους.. Ο άντρας ρίχνει το σκύλο της στο ποτάμι.
Πηδά από το καρότσι τους και τρέχει κάτω για να σώσει το σκυλί, και τη βλέπει
ένα νεαρό αγόρι της περιοχής που ονομάζεται Michel, ο μικρός γιος της οικογένειας Dolle, αγρότης σε μια κοντινή φάρμα. Την παίρνουν οι Dolles και γίνεται αμέσως η αγαπημένη του Michel. Θα της δώσει την κουβέρτα του. Θα απαιτήσει από την
οικογένεια να την κρατήσει. Θα έχει συμπαίκτη. […]
Ο ΡΕΝΕ
ΚΛΕΜΑΝ ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΟΥΤΟΠΙΑ
Του Αλέξη Ν. Δερμεντζόγλου
«Παραμένουμε πάντα μικρά
παιδιά που εξακολουθούμε να παίζουμε και μεγάλοι, μέχρι το τέλος μας».
Τσιτάτο του Σουίφτ από την «Παγίδα των λύκων». Ο Ρενέ Κλεμάν ένας από τους πλέον
βραβευμένους εμπορικούς αλλά και ταλαντούχους Γάλλους σκηνοθέτες, που «έφυγε»
στις 18 Μαρτίου 1996 σε ηλικία 83 χρόνων, «έπαιξε» καλά μέχρι τα 60 του, όπου
και τέλειωσε η κινηματογραφική του καριέρα.
Αρχισε το σινεμά νεότατος
στα 1936 με μικρού μήκους φιλμ, ειδικεύθηκε στο ντοκιμαντέρ και από τα τέλη της
δεκαετίας του ’40 άρχισε να σαρώνει τα βραβεία στα φεστιβάλ, ενώ διακριτικά και
βαθμιαία απέκτησε το δικό του στίγμα. Αναδείχθηκε σε έναν από τους εξέχοντες
στυλίστες του σινεμά, κατέθεσε μέσω των εκτυφλωτικών εικόνων του την άποψη πως
ο κινηματογράφος είναι και παιχνίδι, ένα στοίχημα για μεγάλα παιδιά που παίζουν
μαζί του μέχρι τέλους. Απόδειξη, των υψηλών ικανοτήτων του, της δυνατότητάς του
να πραγματοποιεί στροφές και αλλαγές στο στύλ και στο ύφος του, είναι μια
ταινία του την εποχή που στη Γαλλία εκκινεί η ανατρεπτική αισθητική της
«νουβέλ-βαγκ».
Πέντε βραβεία
Βρισκόμαστε λοιπόν, στα
1959, χρονιά της «Κομμένης ανάσας» εποχής των Γκοντάρ – Τρυφφώ – Σαμπρόλ. Ο
Κλεμάν είναι 46 χρόνων και έχει ήδη στην κατοχή του τα πέντε μεγάλα βραβεία της
καριέρας του (Χρυσός Φοίνικας φεστιβάλ Καννών 1946 για τη «Μάχη των
σιδηροδρόμων», «Χρυσός Φοίνικας φεστιβάλ Καννών 1947 για την «Καταραμένη
αποστολή», Χρυσό Λιοντάρι φεστιβάλ Βενετίας 1952 για τα «Απαγορευμένα
παιχνίδια» και δύο βραβεία σκηνοθεσίας φεστιβάλ Καννών για το «Πέρα από τα
τείχη» (1949) και «Ο κύριος Ριπονά» (1954).
Εκτυφλωτικό και ατελέσφορο
Ως τότε, φαινόταν ως
ένας συμβατικός δημιουργός με εικόνες λυρικές και κάποτε αλληγορικές, στη
συνέχεια με χιούμορ, με οξυδέρκεια πάντα. Στην εποχή, λοιπόν, της ανανέωσης της
κινηματογραφίας της χώρας του, προσφέρει στους κινηματογραφόφιλους όλου του
κόσμου, όχι μόνο μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες του γαλλικού
σινεμά το «Γυμνοί στον ήλιο» («Ολόγιομος ήλιος» (1959)), αλλά και ένα παντοτινά
αθάνατο και μοντέρνο φιλμ όπου στυλ, οπτική δύναμη, πάθος και διερεύνηση του
σκοτεινού φαντασιακού έδεναν έξοχα με τους χώρους αλλά και την αίσθηση της
μοίρας και του ατελέσφορου. Ο Κλεμάν εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο τη
νουβέλα της Χάισμιθ, αξιοποίησε τον εκτυφλωτικό και νεαρό (τότε) Ντελόν έδωσε
στο «φιλμ-νουάρ» άλλη διάσταση, στο γαλλικό σινεμά το φιλί της ζωής και στα
προβλήματα της ταυτότητος μία άλλη καινοτόμα ματιά. Ξαναβλέπω για δωδέκατη φορά
τους «Γυμνούς στον ήλιο». Υγραίνομαι από τις εικόνες του φιλμ, ζαλίζομαι από
τον εκτυφλωτικό ήλιο νιώθω την αρμύρα και τη μοίρα να πλησιάζουν στο γιωτ που
ταξιδεύει για το αναπότρεπτο.
Αυτό ήταν σε γενικές γραμμές το ώριμο σινεμά του Ρενέ που ξέφυγε (αυτό δεν του
συγχώρεσαν πολλοί) από τις αυστηρά φεστιβαλικές ταινίες και ταξίδεψε στα δικά
του παιχνίδια. Ενα σινεμά για το αναπότρεπτο, για το ταξίδι που τελειώνει για
το παιχνίδι με τη σημαδεμένη τράπουλα για το «τέντωμα» των ορίων μέχρι
διά-ρηξης.
ΠΗΓΗ: ΚΕΜΕΣ.
Τάσος Χατζηευφραιμίδης
Αντιμετωπίζοντας τους
μικρούς πρωταγωνιστές του με την ίδια σοβαρότητα, την οποία αυτά επιδεικνύουν
στο παιχνίδι τους, ο Κλεμάν κατάφερε όχι μόνο να απομακρυνθεί από το διδακτισμό
και την νουθεσία μιας παιδικής ταινίας, αλλά και να αποσπάσει εξαιρετικές
ερμηνείες, τόσο από τον Ζορζ Πουζουλί, όσο (κυρίως) από την πεντάχρονη μόλις
Μπριζίτ Φοσέ, η οποία επιλέχθηκε παρά την αρχική σεναριακή πρόβλεψη για ένα
δεκάχρονο κορίτσι στον ρόλο. Στην αγγελική μορφή της, η οποία φωτίζεται σχεδόν
μεταφυσικά από τον διευθυντή φωτογραφίας Ρομπέρ Ζουγιάρ, και στα τεράστια κι
εκφραστικά της μάτια, ο Κλεμάν μπόρεσε να αντικατοπτρίσει την αμφισημία ανάμεσα
στην αθωότητα που παλεύει να σωθεί και την σχεδόν νεκροφιλική εμμονή, κι η
αμεσότητα της ερμηνείας της έγινε έκτοτε το σημείο αναφοράς και σύγκρισης για
όλες τις ταινίες με ήρωες παιδιά που ακολούθησαν.
Η μικρή Πολέτ έρχεται για
πρώτη φορά σε επαφή με τον θάνατο αγγίζοντας το μάγουλο της νεκρής μητέρας της
που κείτεται άψυχη δίπλα της μετά τον βομβαρδισμό και μετά ψηλαφεί το δικό της,
προσπαθώντας να κατανοήσει ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις δύο και
μαθαίνοντας για πρώτη φορά πόσο κοντινή και μακρινή ταυτόχρονα είναι η απόσταση
ανάμεσα στο εδώ και στο επέκεινα. Στην ειδυλλιακή επαρχία, όπου ο πόλεμος είναι
ένας μακρινός, αλλά πάντοτε παρών μέσα από τους ήχους των αεροπλάνων και των
βομβαρδισμών, απόηχος, ο θάνατος θα γίνει ένα παιχνίδι, αφελές και σκοτεινό, ο
μόνος τρόπος να διατηρηθεί η αθωότητα σε έναν κόσμο από τον οποίο αυτή έχει
χαθεί αμετάκλητα.
ΠΗΓΗ: NEW STAR,
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 25.9.2023.