Του Γιώργου Λεκάκη
Ἐν-πεδόω > ἐμπεδόω > ἐμπεδώνω
= στερεώνω, βεβαιώνω, επικυρώ, στερεώνω κάτι στο έδαφος, καθιστώ κάτι σταθερό
και στέρεο, εδραιώνω, παγιώνω – βλ. Ευρ., Ξεν.!
> ἔμ-πεδος (ἐν + πέδον) = ὁ
ἐν τῷ πέδῳ ἑστώς, αυτός που βρίσκεται στο έδαφος, ακίνητος, άκαμπτος,
ακλόνητος, ασάλευτος, στέρεος – βλ. Όμηρ.
> ἐμπεδορκέω = μένω
σταθερός στον όρκο μου – βλ. Ηρόδ., Ξεν.
> ἐμπέδορκος = αυτός που
μένει σταθερός στον όρκο του.
> ἐμπεδῶ = δεσμεύω, δένω με πέδη.
πεδάω = δένω με ποδοπέδες,
δένω γερά, κάνω κάτι ακίνητο, στερεώνω, αλυσοδένω, εμποδίζω, περιορίζω, αναγκάζω
κάποιον να κάνει κάτι – βλ. Όμ. Οδ., Ηρόδ., Αισχύλ., Σοφ.
Τα embedded systems είναι σαν κρεββατάκια… |
Ø Πέδον, πεδίον, πεδιάς, πέδη, κλπ. bedd / bed[1] >
embed = στερεώνω, ενθέτω > embedded systems (ένθετο
λογισμικό) > germ. einbetten, κλπ.
Υπάρχουν πολλές ελληνικές
λέξεις για το κρεββάτι, κάθε μια με ιδιαίτερη όμως σημασία – λ.χ:
Ø δέμνιο = ξύλινο κρεββάτι, δεμένο με ιμάντες – βλ. Ομ., τ,318.
Λ,189.
Ø ευνή = κρεββάτι, κλίνη, κοίτη, στρώμα αρχικώς
ναυτικών, πλοίων (εὐναί = πέτρες που ξαπλώνουν στον βυθό, χρησίμευαν ως άγκυρες) > «εὐναὶ Νυμφάων»
(= η κατοικία των Νυμφών), για ζώα (φωλιά ελαφιού, λαγού, πουλιού), νυφικό κρεββάτι,
νυφική, συζυγική κλίνη (εὔνημα < εὐνάω, γάμος, συζυγία), το τελευταίο κρεββάτι
κάποιου (= τάφος) – Όμ., Ξεν. Σοφ. Αισχύλ., Ησιόδ. Ευρ. Ο Έλλην όλα τα έβλεπε
ως ναυτικό ταξείδι!
Ø κλίνη < ρ.
κλίνω = πάνω σε οτιδήποτε κλίνει / ξαπλώνει κάποιος > ανάκλιντρο ή κρεββάτι –
βλ. Ηρόδ., Αριστοφ. Και το νεκροκρέββατο (Θουκ.).
Ø κοίτη < ρ. κεῖμαι, κοῖτος = κρεββάτι κατάκλισης («τῆς
κοίτης ὥρη» = ώρα για ύπνο), για ερωτική πράξη > «ἔχειν κοίτην» = καθίσταμαι
έγκυος – γι’ αυτό και κατήντησε στα μεταχριστιανικά χρόνια να έχει αρνητική
σημασία (= ακολασία, ασέλγεια), ενώ δεν υπάρχουν αρνητικές λέξεις, αλλά
αρνητικά μυαλά. Και φωλιά θηρίου, πουλιού, νυφικό
κρεββάτι – βλ. Ηρόδ., Αττ.· Σοφ., Ευρ. Κοίτος = μερος για κατάκλιση, ύπνος.
Ø λέχος < ρ. λέγω = κρεββάτι που ξαπλώνουμε και λέμε,
μιλάμε, ανταλλάσσουμε απόψεις – στρώμα. Αλλά και νυφικό κρεββάτι («νυμφικὰ λέχη»
> λεχώ, λεχώνα), όπου λέγονται λόγια (ευχές), γενικά η συζυγική κλίνη, όπου
συνήθως συζητά το ζευγάρι. Αλλά και είδος νεκρικής κλίνης, στην οποία λένε
λόγια στον νεκρό (νεκροκρέββατο) – Ομ. Ιλ., Ομ. Οδ., Σοφ., Ευρ. Τέλος, η φωλιά των
πουλιών – βλ. Αισχύλ., Σοφ.
Ø σκίμπους = σκαμνί διπλωτόν, είδος χαμηλού και
αναπαυτικού κρεββάτου (φορείου), χρησιμοποιουμένου και κατά την μεταφορά ασθενών
> σκίμπω = προσαρμόζω, έμπιέζω, εμπήγω, σκίπων > εξελίχθηκε στο νυν
σκαμπώ!
κλπ.
Όπως καταλαβαίνουμε, στα
ελληνικά δεν υπάρχουν συνώνυμα.
Όμως την ρίζα πεδ > βεδ [>
βαδ, βατ > βαδίζω, βατώ[2]] την ξαναβρίσκουμε
στην λέξη κράββατος, κρέββατος > το κρεββάτι, της μακεδονικής διαλέκτου.
Από το:
– κράτος + πεδώ (= δένω
γερά).
– Ή κρας [κάρα, κρανίο, κεφαλή]
+ βας [(μετοχ. του βαίνω, πηγαίνω)] > μέρος όπου πηγαίνω να ξαπλώσω «να
γείρω το κεφάλι μου» > κράββατος [< κράτ-βατος > κράββατος],
κραββάτιον, κλπ.[3] αλλά και
η κρεββατολιά (ελιά, που διαμορφώθηκε σε κρεββάτι, σαν του Οδυσσέα στην Ιθάκη ή
κρεββάτι από ξύλο ελιάς).
-ή «κρεμώ + βάσις» (βλ. Α. Τζιροπούλου), διότι από
τα πρώτα κρεββάτια ήταν οι αιώρες, που ήταν κρεμαστές και την λέξη βάση, διότι
το κρεββάτι είναι η βάσις του κάθ’ ενός.
Γι’ όλα τα παραπάνω, η λέξεις
κρεββάτι γράφεται με δύο «β».
Από τον ελληνικό κράββατο
> λατ. glabatus > γαλλ. grabat
(= εύτελής κλίνη), grabataire (κρεββατωμένος,
κλινήρης), κλπ.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
2.8.2023.
(*) Ευχαριστώ τον φίλο Στέφ. Βαβούρα για την βοήθειά του.
[1] Αρχική έννοια ο τόπος, το πεδίο, η πεδιάδα, το
οικόπεδο, η γη, το πρώτο κρεββάτι του ανθρώπου
>
badja (φριζικά, παλαιοσαξονικά, παλαιο-ολλανδικά)
>
betti (παλιά γερμανικά), Bett (γερμανικά),
>
badi (γοτθικά)
>
bedu (λιθουανικά),
>
bez (βρετονικά), κλπ.
[2] βατέω > βαίνω, πατώ, περπατώ, διανύω.
[3] κράββατος, κρεββάτι, κρεββάτα, κρεββατίνα, κράτα, κρήθεν,
κραίρα, κρεββατινιάζω, κρεββατώνω, κρεββατωμένος, κρέββατος, κ.ά.