Του Γιώργου Λεκάκη
Σε όλη την ιστορία, οι
κατσίκες(*) χρησιμοποιήθηκαν ως «βυζάστρες[1] νοσοκόμες»
– η ελληνική μυθολογία βρίθει τέτοιων περιστατικών, με πιο χαρακτηριστικό την
αίγα Αμάλθεια(**), που θήλαζε τον νεογέννητο Δία, στο Αιγαίον Όρος της Κρήτης. Η αίγα Αμάλθεια
τιμήθηκε πολύ στην Ελλάδα (το δέρμα της αίγας έγινε αιγίδα) και δη στην Κρήτη. Και η λατρεία της πέρασε παραφρασμένη και κεκαλυμμένη και
στα χριστιανικά χρόνια. Τόσο που η αίγα Αμάλθεια, έγινε… αγία Μαλθιά και
λατρεύεται τοπικώς!!! – βλ. Γ. Λεκάκης «Τάματα και αναθήματα»…
το 1958,
Γνωστές επίσης οι
μαινάδες-βυζάστρες του θεού Διονύσου.
Η βυζάστρα στην αρχαία Ελλάδα
ελέγετο τροφός, παραμάννα.
Οι βυζάστρες προσέφεραν σπουδαία κοινωνική υπηρεσία στην κοινότητα.
Στην αρχαία Ρώμη υπήρχαν δημόσια «γαλακτοπωλεία» από γάλα βυζαστριών γυναικών, αφού για την υγεία τους έπρεπε να το βγάλουν, ενώ για την υγεία άλλων ανθρώπων της κοινότητος ήταν πολύ χρήσιμο, πληρώνοντας αναλόγως «τα βυζαστικά». Πολλά ελληνικά χωριά και νησιά, έκαναν «εξαγωγή» βυζαστριών, σε μεγάλα αστικά συγκροτήματα, όπως στην Κωνσταντινούπολη. Οι Ελληνίδες της επαρχίας έχαιραν φήμης ότι ήταν καλές βυζάστρες.
Αλλά η κατσίκα ήταν αυτή που αντικαθιστούσε το μητρικό
γάλα, ιδίως όταν η μητέρα δεν μπορούσε να παράγει άλλο γάλα, ή δεν επαρκούσε το
δικό της ή δεν μπορούσε να πληρώνει γυναίκα-βυζάστρα.
Αλλά από τον 16ο αιώνα,
πολλές μητέρες απέρριπταν τις βυζάστρες / βυζάχτρες από φόβο μήπως μολύνουν το
νεογνό τους με… σύφιλι! Και προτιμούσαν τις αίγες.
Ο Pierre Brouzet, ιατρός του
βασιλιά Λουδοβίκου του 15ου, παρατήρησε ότι «μερικοί αγρότες που δεν
έχουν βυζάστρες, παρά μόνον προβατίνες, ήταν τόσο δυνατοί και δυναμικοί όσο και
οι άλλοι».
Το 1816, ο Conrad A.
Zwierlein, άκουσε γυναίκες σε ένα… «μοντέρνο» ευρωπαϊκό θέρετρο να λυπούνται για
τις δυσκολίες τους με τις βυζάστρες. Πολλές δεν θήλαζαν «για να μη χαλάσουν το
στήθος τους». Τότε έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «The Goat as the Best and Most
Agreeable Wet Nurse», το οποίο αφιέρωσε στις μάταιες και φιλάρεσκες γυναίκες,
καθώς και σε αρρώστους και αδύναμους.
Παρ’ όλο που το αγελαδινό
γάλα χρησιμοποιήθηκε σχεδόν αποκλειστικώς στην πρώιμη αμερικανική διατροφή των
βρεφών, ο William Potts Dewees, ο οποίος έγραψε την πρώτη αμερικανική
παιδιατρική πραγματεία το 1825, επέστησε την προσοχή στα ζωικά γάλατα και
επεσήμανε ότι «οι Άγγλοι υμνούσαν το γάλα γαϊδάρας». Ωστόσο, αυτός προτιμούσε
το κατσικίσιο γάλα.
Το 1879 το κατσικίσιο γάλα αναβίωσε
στα νοσοκομεία παίδων του Παρισιού, ειδικά για συφιλιδικά βρέφη.
Στο βιβλίο του 1976,
“American Folk Medicine: A Symposium”, ο συγγραφέας Wayland D. Hand γράφει:
«Επειδή το γάλα δεν διατηρείται καλά όταν αποχωρίζεται από το ζώο και επειδή η
πράξη του θηλασμού πιστεύεται ότι βοηθά την πέψη στην βρεφική ηλικία, οι
ιατροί-συγγραφείς, από τον 18ο αιώνα, άρχισαν να υποστηρίζουν τον
θηλασμό των παιδιών απ’ ευθείας από τους μαστούς των κατσικιών. Οι κατσίκες
ήταν ευκολότερες και φθηνότερες από τις βυζάστρες· ήταν πιο ασφαλείς από
ασθένειες και ήταν καλύτερη λύση από πολλές άλλες απόψεις».
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης «Η ιστορία του
στήθους» (απόσπ). Γ. Λεκάκης «Λεξικό των παραδόσεων των λαών του κόσμου». ΑΡΧΕΙΟΝ
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 9.8.2023.
[1] Ο λαός μας λέει βυζάστρα (ή γιδοβύζι / γιδοβύζη /
γιδοβύζα / γιδοβυζάστρα)[***], ένα νυκτόβιο πτηνό της οικογενείας των Αιγοθηλιδών
(το Caprimulgus europaeus). Διότι το σούρουπο πλησιάζει στους στάβλους και πίστευαν
ότι βύζαινε τα αιγοπρόβατα (κυρίως τις κατσίκες), με αποτέλεσμα να μην έχουν
γάλα το πρωί ή/και να αρρωσταίνουν. Φυσικά, το γιδοβύζι πήγαινε εκεί για να
φάει έντομα…
[***]
Λέγεται επίσης και λαγοβυζάστρα, ή προβατοβύζι, ή αιγοβυζάστρα, ή βυζανιάρης /
βυζάστακας, ή πλάνος (στις Κυκλάδες), ή νυκτοβάτης / νυχτοπάτης (στην Αττική) / νυχτοπούλι,
νυχτοχελίδονο, νυχτογέρακο, ή κάτσουλας, ή χλούφτης (στην Κρήτη), ή καμπούρης (στην
Μάνη), ή παλιόπατος (στην Λεσβο).
(*) Σπανιότερα και οι λαφίνες και οι λύκαινες και οι φοράδες.
Υπάρχουν πολλές σχετικές αρχαίες εικόνες, αγαλματίδια, νομίσματα με:
– λαφίνες να θηλάζουν,
– την Ήρα και την Αφροδίτη να θηλάζουν (τον Ηρακλή και τον Έρωτα αντιστοίχως),
– Κενταυρίνα να θηλάζει,
– τον Πήγασο να θηλάζει
– φοράδα να θηλάζει αρνάκι,
– αγελάδα που θηλάζει μοσχαράκι,
– αλλά και άλλες βρεφοκρατούσες μάνες που θηλάζουν (από Κω, Κάλυμνο, Λάρισα), κ.ά.
(**) ἀμαλθεύω = εκθρέφω, εμπλουτίζω – βλ. Ησύχ. > ἀμαλὴ = τρυφερή, θεία / θεά. Ίσως ανεξάρτητη θεότητα της Κρήτης από την προ-μινωική Εποχή > ἀμέλγω = αρμέγω, θηλάζω.