Του καθηγητή φιλολόγου Πέτρου Ιωαννίδη
Τό
ὄχος,
-εος <
ἔχω = το
βαστάζον, άμαξα, άρμα, δίφρος, όχημα· λατινικά vehiculum.
«Ἦ ῥα, καί ἐξ ὀχέων σύν τεύχεσιν ἆλτο χαμᾶζε».
(Όμηρος, «ΙΛΙΑΣ», Ραψωδία Δ΄, στ. 419)
(= είπε – ο Διομήδης – και πήδησε με τα όπλα του
από το άρμα του στη γη).
Από το Fόχος < λατινικά veho = ὀχέω, φέρω, κομίζω, άγω
< βαγόνι > Wagon(g)
(αγγλικά), vehicle – Wagen
(γερμανικά) – Wagon (γαλλικά) – Vagon (ισπανικά) – Vagao (πορτογαλικά) – Vagone (ιταλικά) – Wagon (ολλανδικά) – Vagn (σουηδικά) – Wagon (ρουμανικά)
– Wagon
(πολωνικά) – Vagon (τσεχικά) – Vogn (δανέζικα -νορβηγικά).
ΠΗΓΗ:
Στήλη «ΕΤΥΜΟΛΟΓΩ ΑΡΑ ΥΠΑΡΧΩ – «ἄπιτε»!», εφημ. «Εβδόμη», 29.4.2023.
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 30.4.2023.