Του Γιώργου Λεκάκη
[Το έτος…] την έκτη ημέρα του
Ηραίου, όταν ο Δίναρχος γιος του Κλεάνδρου ήταν ο προστάτης των συναλλασσομένων / συναλλακτήρων:
Ο Σώστρατος, γιος του Θέωνος,
της τελευταίας φρατρίας, της πρώτης φυλής, αγόρασε την οικία και το κατάστημα / την καπηλεία[1] του Δίωνος,
στο σύνολό τους, με τα θυρώματα / τις σανίδες, τους τοίχους του που γειτνιάζουν
με αυτά του Φιλόξενου και του Θρασύλλου, στην λαύρα[2] του Γάου
και της Φερσεφάσσης, από τον Δίωνα, γιο του Ηρακλείδα, της τέταρτης φρατρίας, της
πρώτης φυλής, στην τιμή των σαράντα ταλάντων. Εγγυητές / άμποχοι [Αναφέρονται
τα ονόματα και η φατρία 10 μαρτύρων]:
– Αρίστων του Εμμενίδα,
– Φίλιππος του Παυσανία,
– Αρταμίδωρος του Ηρακλείδα,
– Παυσανίας του Σωσικράτεος,
– Ηράκλειος του Νίκωνος,
– Σάννων
του Ζωπύρου,
– Σίμος του Γελωίου,
– Νίκων του Ευθυμένεος,
– Θεύδωρος του Δάμωνος,
– Γέλων
του Καλλιστράτου (!!!)
ΠΗΓΗ για τις επιγραφές της Καμαρίνας Σικελίας – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για την ΣΙΚΕΛΙΑ, ΕΔΩ:
Dubois 1989, Cordano 1992, και Game, 2008.
ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΟΥ, 7.3.2018.
[1] καπηλείο (< κάπη = τροφή) = κρεοπωλείο (κάπηλα, η = η
κρεοπώλις, στον Τάραντα), μεταπωλείο, οινοπωλείο, κατάστημα που πωλεί τροφές και
ποτά (> λαϊκά καπηλειό) > κάπηλος = μεταπράτης, πραγματευτής. Λεξ.
Ησυχίου.
[2] λαύρα = στενωπός, δίοδος, άμφοδος, ρύμη (>
ρυμοτομία) > λαύρη = δημόσια στενωπός > Λαύρειο, Λαύρεια, Λαύριο = τόπος
γεμάτος στενωπούς (ορυχεία). Λεξ. Ησυχίου.