Το όνειρο του τσοπάνου
Παραδοσιακό δημοτικό της Ρούμελης
Επιγραφή του 6ου αι. π.Χ. σε μπρούντζο που βρέθηκε στην Ναύπακτο και με βουστροφηδόν γραφή ορίζει το θέμα της νομής των βοσκοτόπων! (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο) |
να ζήσω χρόνια
αμέτρητα, να ζήσω και μιλιούνια,
αμέτρητα, να ζήσω και μιλιούνια,
να `χω το μάτι του αητού
και του λαγού το άκου,
και του λαγού το άκου,
να διαλαλώ το τι θα
δω χειμώνα-καλοκαίρι
δω χειμώνα-καλοκαίρι
εδώ ψηλά στον
Παρνασσό, εδώ ψηλά στο χιόνι!
Παρνασσό, εδώ ψηλά στο χιόνι!
Ήθελα και να γνώριζα
των αγριμιών την γλώσσα,
των αγριμιών την γλώσσα,
των σταυραετών, των
γκιώνηδων, της άσπρης γερακίνας,
γκιώνηδων, της άσπρης γερακίνας,
να κρένω μ’ όλα τα
στοιχειά, κατεβατούς, βοριάδες,
στοιχειά, κατεβατούς, βοριάδες,
και με τ’
αγριολούλουδα του Παρνασσού στολίδια.
αγριολούλουδα του Παρνασσού στολίδια.
Να δέχομαι στις
πλάτες μου το παγωμένο χιόνι,
πλάτες μου το παγωμένο χιόνι,
Να στήνω στον Καράχαλη[4] ταμπούρι
ατσαλένιο
ατσαλένιο
και ν’ αγναντεύω τα
χωριά, τους κάμπους, την Αθήνα,
χωριά, τους κάμπους, την Αθήνα,
τον ήλιο με τα κάλλη
του, σαν βγαίν’ απ’ την φωλιά του.
του, σαν βγαίν’ απ’ την φωλιά του.
Ν’ ακούω τον γερο-έλατο,
πώς σκάζει και βογγάει,
πώς σκάζει και βογγάει,
σαν τον χτυπάει ο
βοριάς και τα στοιχειά της φύσης,
βοριάς και τα στοιχειά της φύσης,
πώς νταγιαντάει κι
ύστερα με δίχως κλαπατάρια[7],
ύστερα με δίχως κλαπατάρια[7],
πώς σέρνει απ’ την
ρίζα του στης μαύρης γης το χώμα.
ρίζα του στης μαύρης γης το χώμα.
Να βλέπω
τσοπανόπουλα, να βλέπω τσελιγκάδες
τσοπανόπουλα, να βλέπω τσελιγκάδες
την άνοιξη σαν
έρχονται από τα καμποχώρια,
έρχονται από τα καμποχώρια,
τσελιγκοπούλες
λυγερές, πώς παίζουν στα ρουμάνια[12]
λυγερές, πώς παίζουν στα ρουμάνια[12]
μ’ όμορφα
τσελιγκόπουλα τα ξένοιαστα παιχνίδια.
τσελιγκόπουλα τα ξένοιαστα παιχνίδια.
Να δω τον γέρο
τσέλιγκα στην στρούγκα πώς αρμέγει,
τσέλιγκα στην στρούγκα πώς αρμέγει,
να δω πώς πήζει το
τυρί, πώς φτιάχνει ξηροτύρια,
τυρί, πώς φτιάχνει ξηροτύρια,
πώς φτιάχνει με ξινόγαλο
την νόστιμη μυτζήθρα.
την νόστιμη μυτζήθρα.
Κι ύστερα στο γιατάκι
του με κοφτερούς σουγιάδες,
του με κοφτερούς σουγιάδες,
Να δω τον γέρο
τσέλιγκα σαν βγαίνει το φεγγάρι,
τσέλιγκα σαν βγαίνει το φεγγάρι,
την τσελιγκίνα δίπλα
του, τους γιους του, τις νυφάδες[14],
του, τους γιους του, τις νυφάδες[14],
και λέει τραγούδια
κλέφτικα, κλέφτικα παραμύθια,
κλέφτικα, κλέφτικα παραμύθια,
Κι απάνω στ’ ομολόγημα
τα βλέφαρα πώς κλείνουν
τα βλέφαρα πώς κλείνουν
και πώς όλοι
πλαγιάζουνε στο μαλακό γιατάκι.
πλαγιάζουνε στο μαλακό γιατάκι.
Ήθελα να ’μουν
Λιάκουρα, στου Παρνασσού τον ώμο
Λιάκουρα, στου Παρνασσού τον ώμο
και να `βλεπα και να
`λεγα, ποτέ να μην τα σώνω…
`λεγα, ποτέ να μην τα σώνω…
ΠΗΓΗ: ΓΙΩΡΓΟΥ ΛΕΚΑΚΗ «Μεγάλη ανθολογία ελληνικής ποιήσεως: Του έρωτα, του
θανάτου και της Ελλάδος – ΤΑ ΔΥΣΔΙΑΚΡΙΤΑ ΟΡΙΑ ΠΟΙΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΣΤΙΧΟΥΡΓΙΑΣ – Ο
ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ», με
λαογραφικές, ιστορικές, ετυμολογικές και λεξικογραφικές σημειώσεις, ΜΕ
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ ΠΟΙΗΤΩΝ (υπό έκδ.).
Βοσκοί στον Παρνασσό (φωτ. Fred Boissonnas -1903). |
[1] Η
Λιάκουρα είναι μια από του υψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, και κατά μια
ερμηνεία της Μυθολογίας μας, εκεί που άραξε η λάρνακα του Δευκαλίωνα, μετά τον
κατακλυσμό!
Λιάκουρα είναι μια από του υψηλότερες κορυφές του Παρνασσού, και κατά μια
ερμηνεία της Μυθολογίας μας, εκεί που άραξε η λάρνακα του Δευκαλίωνα, μετά τον
κατακλυσμό!
[2] νταγιαντίζω,
νταγιαντώ = υπομένω, υποφέρω, υπερμέτρως ανέχομαι, βαστώ.
νταγιαντώ = υπομένω, υποφέρω, υπερμέτρως ανέχομαι, βαστώ.
[3] μοχλοβόρι
= άνεμος βοριάς, που κτυπάει σαν μοχλός, σαν ράβδος/λοστός.
= άνεμος βοριάς, που κτυπάει σαν μοχλός, σαν ράβδος/λοστός.
[4] Ποιητική
προσωδία του Καρά-αλή > Καραλή.
προσωδία του Καρά-αλή > Καραλή.
[5] λέπω =
βλέπω.
βλέπω.
[6] μπουγάζι,
μπογάζι = δίαυλος, πορθμός, δίοδος, δερβένι, ρεύμα αέρος.
μπογάζι = δίαυλος, πορθμός, δίοδος, δερβένι, ρεύμα αέρος.
[7] κλάπα,
κλαπατάρι = έλασμα, ξύλο, στρόφιγγα.
κλαπατάρι = έλασμα, ξύλο, στρόφιγγα.
[8] γιατάκι =
κλινοστρωμνή, πρόχειρο κατάλυμα.
κλινοστρωμνή, πρόχειρο κατάλυμα.
[9] κονάκι =
ενδιαίτημα, κατάλυμα, οικία ιδιοκτήτη τσιφιλικιού.
ενδιαίτημα, κατάλυμα, οικία ιδιοκτήτη τσιφιλικιού.
[10] στένω =
στήνω.
στήνω.
[11] σταλός,
στάλος, σταλίστρα = μάνδρα αγέλης.
στάλος, σταλίστρα = μάνδρα αγέλης.
[12] ρουμάνι
= πυκνή λόχμη, δάσος.
= πυκνή λόχμη, δάσος.
[13] κλειδοπίνακας,
κλειδοπινάκιο = ξύλινο πλατύ και βαθύ πινάκιο, με επικάλυμμα, για την μεταφορά του
φαγητού.
κλειδοπινάκιο = ξύλινο πλατύ και βαθύ πινάκιο, με επικάλυμμα, για την μεταφορά του
φαγητού.
[14] νυφάδες
= νύφες.
= νύφες.
[15] αγγόνι =
εγγόνι, έκγονος.
εγγόνι, έκγονος.
[16] ξαγγόνι
= δισέγγονος.
= δισέγγονος.
[17] λάμνια,
λάμια = τερατόμορφος γυνή, κακή και αδηφάγος της ελληνικής παραδόσεως.
λάμια = τερατόμορφος γυνή, κακή και αδηφάγος της ελληνικής παραδόσεως.
[18] ακουρμαίνομαι,
ακουρμάζομαι = ακροάζομαι, ακούω μετά προσοχής.
ακουρμάζομαι = ακροάζομαι, ακούω μετά προσοχής.