Της Μαρίας Αν. Βέργου, δρ. Νομικής
Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία έχει θεμελιώδη σημασία για τον άνθρωπο και την ευδαιμονία του. Στο Διεθνές Δίκαιο παρατηρείται ποικιλομορφία των ορισμών. Σύμφωνα με την UNESCO, η κληρονομιά είναι η παρακαταθήκη μας από το παρελθόν, ό,τι ζούμε σήμερα και αυτό που μεταφέρουμε στις μελλοντικές γενιές. Η πολιτιστική και φυσική κληρονομιά συνιστούν αναντικατάστατες πηγές ζωής και έμπνευσης.
Η διατριβή αναπτύσσεται σε τρία κεφάλαια: Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται η σημασία και το περιεχόμενο της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και η προστασία της σε όλες τις μορφές. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται τα δικαιώματα στα μνημεία και η διακίνησή τους με έμφαση στην απαγόρευση της παράνομης διακίνησης. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται ο επαναπατρισμός των μνημείων, ως ανθρώπινο δικαίωμα, ενώ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην απομάκρυνση των πολιτιστικών αγαθών από τον τόπο προέλευσής τους, ως «πολιτισμική γενοκτονία» και μορφή εθνοκάθαρσης. Εξετάζονται επίσης η διαδικασία του επαναπατρισμού καθώς και οι ειδικότερες περιπτώσεις της αφαίρεσης μνημείων σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης και της επανένωσης διαμελισμένων μνημείων.
Η πολιτιστική κληρονομιά έχει διαχρονικά υποστεί καταστροφές. Ήδη από τον 2ο αι. π.Χ. η λεηλασία πολιτιστικών αγαθών κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης προκάλεσε την αντίδραση του ιστορικού Πολυβίου, που χαρακτήρισε πράξη τρέλλας την λεηλασία μνημείων στον πόλεμο.
Τα μνημεία της Ακρόπολης Αθηνών και της Παλμύρας της Συρίας συνιστούν τους τελευταίους αιώνες (19ο και 20ο) παραδείγματα βίας και λεηλασίας εις βάρος μνημείων.
Στη σημερινή εποχή η παράνομη διακίνηση των πολιτιστικών αγαθών παγκοσμίως, μέσω αγορών, όπως οι δημοπρασίες, αλλά και μέσω του διαδικτύου, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την πολιτιστική κληρονομιά. Η παράνομη εμπορία μνημείων συνιστά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της UNESCO, μαζί με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων, μία από τις πλέον σταθερές παράνομες εμπορικές δραστηριότητες παγκοσμίως, με υψηλότατο τζίρο και τεράστιο οικονομικό διακύβευμα.
Η προστασία των πολιτιστικών αγαθών διαρθρώνεται και εξειδικεύεται από τα διεθνή νομικά κείμενα σε:
- απαγόρευση βλάβης, καταστροφής, λεηλασίας και λαθρανασκαφής,
- υποχρέωση διατήρησης,
- απαγόρευση παράνομης διακίνησης,
- υποχρέωση επαναπατρισμού, ενώ, παράλληλα, καθιερώνεται
- υποχρέωση διεθνούς συνεργασίας.
Όσον αφορά στην προστασία των μνημείων σε περίπτωση ενόπλων συρράξεων, το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις των μερών, συνιστούν Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και έχουν ήδη καθιερωθεί ως κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου. Κατά το παρόν στάδιο εξέλιξης του διεθνούς εθιμικού δικαίου, εξετάζεται, με τη μεθοδολογία της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου για τη διαμόρφωση εθιμικών κανόνων, η ανάδυση διεθνούς εθιμικού κανόνα προστασίας των πολιτιστικών αγαθών και σε περίοδο ειρήνης.
Η παραπάνω κρίση ενισχύεται από τη διαπίστωση της συναρμογής και συνύπαρξης του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρωπιστικού δικαίου, η οποία συνεπάγεται την εφαρμογή των διατάξεων που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και στις υποθέσεις προστασίας πολιτιστικών αγαθών.
Το ισχύον ελληνικό δίκαιο επιφυλάσσει αυξημένη συνταγματική προστασία στο πολιτιστικό περιβάλλον και στα μνημεία, προς όφελος της παρούσας και των μελλοντικών γενεών. Με τον κωδικοποιητικό ν. 4858/2021 προστατεύεται το σύνολο των μνημείων που βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας, προβλέπεται δε και προστασία αυτών που συνδέονται με την Ελλάδα, είτε βρίσκονται εντός είτε εκτός συνόρων, οποτεδήποτε κι αν απομακρύνθηκαν. Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι είναι κοινόχρηστα αγαθά, που ανήκουν στα εκτός συναλλαγής, με δικαίωμα χρήσης, ενώ η απόλαυσή τους αποτελεί έκφανση της προσωπικότητας εκάστου.
Τα δικαιώματα στα μνημεία συνιστούν προϋπόθεση της νόμιμης διακίνησής τους, δεδομένου, ότι από την ύπαρξή τους εξαρτάται η νόμιμη προέλευση των μνημείων. Από τη διερεύνηση των διεθνών συμβάσεων προκύπτει ο χαρακτήρας των μνημείων ως δημοσίων αγαθών. Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, οι αρμοδιότητες στα μνημεία καθώς και η νομιμότητα της διακίνησής τους καθορίζονται από τη νομοθεσία του Κράτους προέλευσης.
Τα πολιτιστικά δικαιώματα αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα με σκοπό να διασφαλίζουν την προστασία του ανθρώπου, ως πλήρους προσωπικότητας. Η διακίνηση των μνημείων συνδέεται με το ανθρώπινο δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή, υπό τις εκφάνσεις της πρόσβασης σε αυτά και της διατήρησής τους.
Βάσει της αρχής της ακεραιότητας των μνημείων, αυτά πρέπει να είναι αδιάσπαστα και ενιαία, προκειμένου να μπορούν να εκπληρώνουν τον προορισμό τους και τον κοινωνικό σκοπό τους, ως στοιχεία πολιτιστικής ταυτότητας και κληρονομιάς, και ιστορικές μαρτυρίες. Τα αποσπασμένα τμήματα από διαμελισμένα μνημεία συνδέονται άρρηκτα με τα μνημεία, από τα οποία αποσπάστηκαν, και δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο χωριστών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαμελισμένων μνημείων είναι ο Ποσειδών και η Αθηνά από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα. Τα αγάλματα αυτά βρίσκονται κατά ένα τμήμα στο Βρετανικό μουσείο και κατά το άλλο στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Κατά τον ν. 4858/2021, τα δικαιώματα στα μνημεία συνοδεύονται από πληθώρα υποχρεώσεων, αφού αντιμετωπίζονται ως δημόσια αγαθά, που εξυπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και έχουν αυταξία. Η κυριότητα και η κατοχή επί των μνημείων αποκτούν ιδιότυπη έννοια, η οποία δικαιολογείται από τον παραπάνω χαρακτήρα τους ως δημοσίων αγαθών, την αναγνώριση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και την εξ αυτής απορρέουσα θεμελιώδη αρχή της διευκόλυνσης της ισότιμης πρόσβασης των πολιτών στα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Η κυριότητα, νομή και κατοχή του Κράτους και κατ’ εξαίρεση των ιδιωτών επί των μνημείων ρυθμίστηκε με ιδιαίτερα σύνθετο τρόπο από τον ελληνικό νόμο.
Τα μνημεία αποτελούν στοιχείο της προσωπικότητας εκάστου και εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις.
Η απαγόρευση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών κατά τη διάρκεια ενόπλων συγκρούσεων εντάσσεται στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Ως προϋπόθεση νόμιμης διακίνησης των μνημείων καθιερώνεται ο προηγούμενος έλεγχος της νόμιμης προέλευσής τους, ενώ εξετάζεται η ανάδυση σχετικού κανόνα διεθνούς εθιμικού δικαίου. Η νομιμότητα της διακίνησης καθορίζεται από τη νομοθεσία του Κράτους προέλευσης. Η Σύμβαση της UNESCO 1970 καθιερώνει την διεθνή υποχρέωση των συμβαλλομένων Κρατών να λάβουν μέτρα κατά της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης πολιτιστικών αγαθών, που βρίσκονται εντός των εδαφών τους. Ο Κώδικας Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) καθιερώνει την υποχρέωση των Μουσείων να διατηρούν στις συλλογές τους μόνον μνημεία, που συνοδεύονται από έγκυρα νομιμοποιητικά έγγραφα. Κατά τη διακίνηση μνημείων εφαρμόζεται η αρχή της δέουσας επιμέλειας, η οποία συνίσταται στον ακριβή και εξονυχιστικό έλεγχο της νομιμότητας κτήσης του κάθε μνημείου που διακινείται. Ως κριτήρια για τον καθορισμό της δέουσας επιμέλειας ορίζονται οι συνθήκες απόκτησης, το τυχόν αντίτιμο, η ύπαρξη πιστοποιητικού εξαγωγής, η διενέργεια ελέγχου στο μητρώο κλεμμένων πολιτιστικών αγαθών κ.ά.
Η διακίνηση μνημείου χωρίς νόμιμη προέλευση, και με δημοπρασία, απαγορεύεται και από την ελληνική ρύθμιση.
Η από 9.6.2020, απόφαση του Εφετείου Η.Π.Α. συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής των παραπάνω κανόνων από τα Δικαστήρια (υπόθεση του οίκου δημοπρασιών Sotheby’s κατά του Υπουργείου Πολιτισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας).
Η απόφαση δικαίωσε το αίτημα της Ελληνικής Δημοκρατίας για άμεση απόσυρση του μνημείου από δημοπρασία, αναγνώρισε το κυριαρχικό δικαίωμα του ελληνικού κράτους στο μνημείο καθώς και το προνόμιο της ετεροδικίας. Το ζήτημα του επαναπατρισμού των πολιτιστικών αγαθών συνδέεται με την παραδοχή ότι τα μνημεία είναι τόσο σπουδαία για τον πολιτισμό, ώστε πρέπει να διατηρηθούν στον τόπο καταγωγής τους. Η συγγένεια των μνημείων με άτομα και με ομάδες καθιστά τον επαναπατρισμό τους ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που προστατεύονται από πληθώρα νομικών κειμένων, αφού το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή.
Η απομάκρυνση από τον τόπο προέλευσης (και καταστροφή) των μνημείων, η οποία πραγματοποιείται ιδίως σε περιόδους ενόπλων συρράξεων και κατοχής, εξετάζεται ως «πολιτισμική γενοκτονία» ή μορφή εθνοκάθαρσης. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία έκρινε ότι η καταστροφή του πολιτισμού συνιστά σημαντική πτυχή του εγκλήματος της γενοκτονίας. Η καταστροφή των μνημείων ως μορφή εθνοκάθαρσης τέθηκε στην κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με την διάταξή του περί προσωρινών μέτρων της 7.12.2021 στην υπόθεση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Με την απόφαση αυτή διαπιστώθηκε η μέθοδος εξάλειψης των πολιτιστικών στοιχείων της Αρμενίας με σκοπό την νομιμοποίηση της κατοχής των Αζέρων και την οριστική αποξένωση των εκτοπισμένων από το κατεχόμενο έδαφος.
Ανάλογη τακτική ακολουθεί η Τουρκία, η οποία, μετά την εισβολή στο βόρειο τμήμα της Κύπρου το 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή της, έχει επιδοθεί στη συστηματική, ευρείας κλίμακας, ανεπανόρθωτη καταστροφή και εξάλειψη της πολιτιστικής κληρονομιάς των περιοχών που βρίσκονται υπό τον στρατιωτικό της έλεγχο, με σκοπό να «τουρκοποιήσει» το κατεχόμενο τμήμα του νησιού και να διατηρήσει μόνιμη παρουσία στην Μεγαλόνησο.
Ως περίπτωση παραποίησης μνημείου θεωρείται και η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Ο επαναπατρισμός μνημείων ρυθμίζεται με ποικίλα νομικά κείμενα. Σύμφωνα με την Σύμβαση UNESCO 1970, τα Συμβαλλόμενα Κράτη επιφορτίζονται, κατόπιν αιτήματος του Κράτους-Μέλους προέλευσης, με την υποχρέωση να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την ανάκτηση και την επιστροφή κάθε παρανόμως διακινηθέντος πολιτιστικού αγαθού, που εισάγεται μετά την έναρξη ισχύος της Σύμβασης. Σχετικά με τις περιπτώσεις παράνομης εισαγωγής πριν τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης, τα Κράτη καλούνται να συνάψουν συμφωνία σε αρμονία με το πνεύμα και τις αρχές της. Επομένως, η παράνομη εισαγωγή πριν το 1970 δεν συνιστά επιχείρημα για την μη συμμόρφωση των Κρατών με τους κανόνες της Σύμβασης. Ακολούθησε η Σύμβαση UNIDROIT 1995 για τα Κλαπέντα και Παρανόμως Εξαχθέντα Πολιτιστικά Αγαθά. Σε επίπεδο ΕΕ εφαρμόζεται η σχετική Οδηγία.
Η παράνομη διακίνηση των μνημείων συνεπάγεται την υποχρέωση επαναπατρισμού. Μετά την τεκμηρίωση της σωρευτικής συνδρομής: α) της προέλευσης του μνημείου από το έδαφος του αιτούντος κράτους και β) της παράνομης διακίνησης και απόκτησής του, η υποβολή του αιτήματος οδηγεί στον επαναπατρισμό. Η διαδικασία τεκμηρίωσης είναι σε πολλές περιπτώσεις μακροχρόνια και επίπονη.
Πρόσφατα, στις 22.1.2024, επαναπατρίσθηκαν από το Μουσείο του Πανεπιστημίου της Ατλάντας τρία μνημεία, αφού τεκμηριώθηκε η παράνομη λαθρανασκαφή τους από την Ελλάδα και η παράνομη εξαγωγή και διακίνησή τους.
Το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών και η αντίστοιχη υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας για επαναπατρισμό των μνημείων της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, ερείδονται στην νομική επιταγή για διατήρηση των πολιτιστικών αγαθών στη χώρα καταγωγής τους, η οποία επιβάλλεται από την ιδιότητά τους να προσδιορίζουν την εθνική ταυτότητα, να καλλιεργούν το ανθρώπινο αίσθημα της κοινωνικότητας και να αποτελούν πηγές γνώσης και σοφίας, ενώ παράλληλα η διατήρηση αυτή διασφαλίζει τα επιστημονικά τεκμήρια, την ακεραιότητα των μνημείων και την πρόσβαση του κοινού σε αυτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη Χιακή Ρήτρα ή Χιακή Στήλη, το αρχαιότερο Σύνταγμα στον κόσμο, χρονολογουμένη τον όγδοο ή έκτο αιώνα π.Χ., η οποία συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη του δημοκρατικού πολιτεύματος την Ελλάδα, και με την ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία, αφού μάλιστα λέγεται, ότι ο Σόλων, εμπνεύστηκε από την Μεγάλη Χιακή Ρήτρα για να διαμορφώσει τους νόμους, που θεμελίωσαν το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηνών.
Πρόκειται για επιγραφή, γραμμένη βουστροφηδόν, η οποία βρέθηκε εντοιχισμένη το 1907, στην Χίο, ενώ ήταν υπό οθωμανική κατοχή, κοντά στο χωριό Θολοποτάμι, στο νότιο μέρος του νησιού. Η επιγραφή, γενικώς γνωστή ως «το Σύνταγμα της Χίου», δημοσιεύθηκε το 1909 από τους Dr.Jacobsthal και καθηγητή U. Von Wilamowitz -Moellendorff και, δεδομένου ότι η Χίος ήταν την εποχή εκείνη υπό οθωμανική κυριαρχία, η στήλη μεταφέρθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης (αρ. 1907), όπου βρίσκεται έως και σήμερα.
Τα διεθνή νομικά κείμενα για τον επαναπατρισμό σε περίπτωση ενόπλων συρράξεων είναι πολυπληθή. Επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σε δεσμευτικά Ψηφίσματά του, υπογραμμίζει την υποχρέωση όλων των κρατών μελών να μεριμνούν για την ασφαλή επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών που διακινήθηκαν παράνομα. Η παραπάνω υποχρέωση επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ), στην υπόθεση του ναού του Preah Vihear (Καμπότζη κατά Ταϊλάνδης), καθώς και του ανώτατου ακυρωτικού της Ιταλίας (Consiglio di Stato) στην υπόθεση επιστροφής της Αφροδίτης της Κυρήνης στη Λιβύη.
Η υποχρέωση επανένωσης μνημείων με επαναπατρισμό των αποσπασθέντων αγαλμάτων, τμημάτων ή θραυσμάτων απορρέει από την προαναφερθείσα αρχή της ακεραιότητας των μνημείων: Το μνημείο που έχει αποσυναρμολογηθεί, κατακερματιστεί και διανεμηθεί μεταξύ των διαφόρων κρατών
θα πρέπει να αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή, ως σύνολο, με τον επαναπατρισμό των θραυσμάτων.
Η υποχρέωση του Κράτους που κατέχει τμήματα που αποσπάστηκαν από ενιαίο ακίνητο μνημείο, να τα επιστρέψει στο Κράτος όπου βρίσκεται το ακίνητο μνημείο, έχει κριθεί και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ), με την προαναφερθείσα απόφασή του στην υπόθεση Καμπότζη κατά Ταϊλάνδης.
Πληθώρα παραδειγμάτων επανένωσης κατόπιν δικαστικής απόφασης ή διμερών συμφωνιών καταδεικνύουν την ανάδυση σχετικού διεθνούς εθιμικού κανόνα. Τέτοια παραδείγματα επανένωσης μνημείων συνιστούν οι υποθέσεις των ψηφιδωτών της Κανακαριάς, των ψηφιδωτών της Έδεσσας και του Ηρακλή της Πέργης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα υποχρέωσης επανένωσης συνιστούν τα Μνημεία του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως (το 60% των αετωμάτων και των μετοπών του Παρθενώνα, η 6η Καρυάτιδα και ο Κίων του Ερεχθείου, τμήματα από τον Ναό της Απτέρου Νίκης κ.ά.), που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Τα τμήματα αυτά αποσπάστηκαν από τα μνημεία της Ακρόπολης παρανόμως και με χρήση βίας κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην Καρυάτιδα που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, για την οποία δεν έχει υποβληθεί επίσημο αίτημα επαναπατρισμού, και η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Ερεχθείου, διότι επέχει θέση κίονα στο μνημείο, μαζί με τις υπόλοιπες πέντε Καρυάτιδες, που βρίσκονται στο Μουσείο της Ακρόπολης.
Η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει αναχθεί στο διακύβευμα της εποχής μας και το δίκαιό της παρουσιάζει συνεχή εξέλιξη με εμπλουτισμό των διατάξεων στα διαφορετικά νομικά πεδία. Η παρούσα διατριβή τοποθετεί στο επίκεντρο τα ίδια τα μνημεία, επισημαίνοντας την αυταξία τους, τον δημόσιο σκοπό που υπηρετούν, τον χαρακτήρα τους ως δημοσίων αγαθών και ως φορέων πολιτιστικής ταυτότητας και την αρχή της ακεραιότητάς τους. Η συμβολή της έγκειται στην ταυτόχρονη μελέτη, ανάλυση και σύνθεση, και στην παράλληλη εξέταση και συναρμογή των διαφορετικών κλάδων του δικαίου, εσωτερικού και διεθνούς, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τους κανόνες ηπίου δικαίου, με σκοπό την ολιστική προσέγγιση των ολοένα και περισσότερο σύνθετων αναδυομένων νομικών ζητημάτων.
Με τα πορίσματα της παρούσας έρευνας διατυπώνονται πρωτότυποι καινοτόμοι προβληματισμοί και ανοίγονται νέοι δρόμοι στη νομική σκέψη σχετικά με την διαφύλαξη των πολιτιστικών αγαθών και τα δικαιώματα σε αυτά, όπως η εξέταση της ανάδυσης διεθνούς εθιμικού κανόνα επανένωσης μνημείων και το ζήτημα του δικαιώματος των Ελλήνων πολιτών στον επαναπατρισμό των πολιτιστικών αγαθών και της σχετικής υποχρέωσης της Ελληνικής Πολιτείας.
Η πρωτοτυπία της παρούσας έρευνας συνίσταται επίσης στην εξέταση των ζητημάτων διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη μεθοδολογία της ολιστικής προσέγγισης. Με την μεθοδολογία αυτή και το πολυσχιδές της αντικείμενο, η παρούσα μελέτη εξετάζει τα ζητήματα που αναδύονται στο εξελισσόμενο δίκαιο της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, καθώς οι διεθνείς αρχές επαναπροσδιορίζονται προς την κατεύθυνση της ολοένα και ισχυρότερης Διαφύλαξής της, η οποία, αναμφισβήτητα, συνιστά κοινό συμφέρον της Ανθρωπότητας, υπό το φως του ορισμού του Αριστοτέλους για το δίκαιο, κατά τον οποίον δίκαιον είναι το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου: «ἔστι δὲ πολιτικὸν ἀγαθὸν τὸ δίκαιον, τοῦτο δ’ ἐστὶ τὸ κοινῇ συμφέρον» (Πολιτικά Γ1282b 16-18), «οἱ νομοθέται στοχάζονται καί δίκαιον φασίν εἶναι τό κοινῇ συμφέρον» (Ηθικά Νικομάχεια Θ 1160a 14-16).
ΠΗΓΗ: Μ. Βέργου «Η ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ: ΑΣΤΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ», ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ, ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ / ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ, 12.6.2025. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 29.6.2025.
- Η διδακτορική διατριβή έχει υποβληθεί με Κωδικό uoadl:5295415, στη, διαδικτυακή βιβλιοθήκη ΠΕΡΓΑΜΟΣ του ΕΚΠΑ. ΔΕΙΤΕ την ΕΔΩ.
- Η διδακτορική διατριβή με ND:59337 δημοσιεύθηκε στο Σύστημα Διάθεσης του Εθνικού Αρχείου Διδακτορικών Διατριβών. Πλέον, τα μεταδεδομένα της είναι δημόσια προσβάσιμα ΕΔΩ.
ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ της ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΑΣΤΙΚΟΛΟΓΙΚΗ και ΔΙΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ δικαιο, κοινο συμφερον, Πολιτιστικη Κληρονομια, Πολιτιστικη Κληρονομια, αυλη Πολιτιστικη Κληρονομια, Υλικος Πολιτισμος, Πολιτισμος, Μνημειο, μνημεια, βλαβη, καταστροφη, λεηλασία, Ακεραιότητα μνημείου, Επανένωση μνημείου, ακίνητα μνημεία, κινητά μνημεία, αρχαία μνημεία, νεότερα μνημεία, Ακρόπολη των Αθηνών, Καρυάτιδα, Ερέχθειο, Παρθενώνας, Ναός της Απτέρου Νίκης, αναγνώριση κατοχής, αναγνώριση κυριότητας, διεθνείς συμβάσεις, εθνικό δίκαιο, εθιμικός κανόνας, έθιμο, αναδυόμενος εθιμικός κανόνας διεθνούς δικαίου, Ανθρώπινα Δικαιώματα, ανταλλαγή, δίκαιο προσωπικότητας, προστασία προσωπικότητας, αξίωση άρσης της προσβολής και παράλειψης στο μέλλον, απαγόρευση καλόπιστης κτήσης κυριότητας κινητού μνημείου από μη κύριο, απαγόρευση παράνομης διακίνησης, αποζημίωση, αποικιοκρατία, αποσπασμένα αγάλματα, αποσυναρμολογημένα μνημεία, αρμοδιότητες κράτους προέλευσης, αρχαία μνημεία, απαγόρευση βλάβης, Γενοκτονία, δανεισμός, Δέουσα Επιμέλεια, δηλώσεις μονομερείς, δήλωση, δημοπρασία, δημόσια αγαθά, Διακίνηση Μνημείων, Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο, Διεθνές Έθιμο, Διεθνές Εθιμικό Δίκαιο, Δίκαιο των ενόπλων συρράξεων, Δίκαιο του πολέμου, Δίκαιο της Θάλασσας, Δικαίωμα διαθεσιμότητας, Δικαίωμα πρόσβασης, Δικαίωμα προτίμησης, Δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή, Δικαίωμα της προσωπικότητας, Δικαιώματα ατομικά, Δικαιώματα ιδιωτών, Δικαιώματα συλλογικά, Δικαιώματα των αυτοχθόνων, Εθιμικό Δίκαιο, Εθνοκάθαρση, Ειδική άδεια, Εισαγωγή μνημείου, Εκκλησιαστικά μνημεία, ενάλιες αρχαιότητες, μνημεία στη θάλασσα, ένοπλη σύρραξη, εξαγωγή βραχύχρονη, εξαγωγή μακρόχρονη, εξουσία κρατών, Επαναπατρισμός μνημείων, Επανένωση μνημείων, Θραύσματα, Καιρός πολέμου, Καλή πίστη, Καταστροφές, Κατοχή, Κατοχής ιδιότυπη έννοια, Κινητά μνημεία, Κράτος προέλευσης, Κυριαρχικά δικαιώματα, Κυριότητα, ιδιότυπη έννοια κυριότητας και κατοχής, Κώδικες Δεοντολογίας, λατρευτικά αντικείμενα, λεηλασίες, μεταβίβαση δικαιωμάτων, μεταβίβαση κατοχής, μεταβίβαση κατοχής αιτία θανάτου, μεταβίβαση κυριότητας, μεταβίβαση κυριότητας αιτία θανάτου, μεταβίβαση εκκλησιαστικού μνημείου, μεταβίβαση από αρχαιοπώλες, μεταβίβαση από μουσεία, μεταβίβαση από νπδδ, ΟΤΑ νπιδ, μεταβίβαση στο δημόσιο, μορφές προστασίας, νεότερα μνημεία, νομή, οικειοποίηση, οριοθέτηση, ορισμοί, παράκτιο κράτος, παράνομη διακίνηση, παραποίηση, Πολιτισμική Γενοκτονία, πολυπλοκότητα της ελληνικής ρύθμισης, πρακτική κρατών, προέλευση, προστασία, σύμβαση παραγγελίας – εντολής, συναρμογή κανόνων δικαίου, τεκμηρίωση, τμήματα ακίνητων μνημείων, υποχρεώσεις κατόχων, υποχρεώσεις κυρίων, υποχρέωση διατήρησης, υποχρέωση διεθνούς συνεργασίας, υποχρέωση επαναπατρισμού, φορέας διεξαγωγής δημοπρασίας