Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Το Ετυμολογικό λεξικό των Γαλλικών Λέξεων, που προήλθαν από τα Ελληνικά (έκδοσις 1809), μας λέει πολύ καθαρά ότι ή λέξη etiquette προέρχεται από το αρχαίο γαλλικό ρήμα estichier, από τα φραγκικά stekan, stikkjan, τα οποία, με την σειρά τους, προέρχονται από την ομηρική λέξη στιχός ή στίχος που σημαίνει τάξις. Αλλά τώρα όλα τα λεξικά μας λένε το γνωστό «παραμύθι» ότι ή λέξη είναι «πρωτοϊνδοευρωπαική», γερμανική, ή/και παλαιοαγγλική (stician) και δεν αναφέρουν ότι είναι παρμένη από τον Όμηρο…
Dictionary of Standard Modern Greek:
ετικέτα η: 1.ορθογώνιο κομμάτι συνήθ. χαρτιού, όπου γράφονται σύντομες πληροφορίες για το αντικείμενο στο οποίο επικολλάται. 2. (μτφ.) α. χαρακτηρισμός για κπ. ή για κτ. γενικά γνωστό ή αποδεκτό. β. οι κανόνες καλής συμπεριφοράς. γ. η εθιμοτυπία, οι καθιερωμένες απόψεις, τα καθιερωμένα ήθη. [1: ιταλ. etichetta < γαλλ. étiquette· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. étiquette]
Σύμφωνα με τα Αγγλικά Λεξικά – Etymology:
1740, from French étiquette, from Middle French estiquette, from the Old French verb estechier, estichier, estequier from Frankish *stekan, *stikkjan (> stick), from Proto-Germanic *stikaną, *stikōną, *staikijaną, from Proto-Indo-European *(s)teyg-.
Akin to Old High German stehhan (German stechen, Old English stician.
The French Court of Louis XIV at Versailles used étiquettes (literally “little cards”) to remind courtiers to keep off of the grass and similar rules.
Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec, Παρίσι, 1809 – Μετάφραση από τα Γαλλικά από τον Δ. Συμεωνίδη: Ετικέτα, n.f. αυλική τελετουργία, η οποία ρυθμίζει τα εξωτερικά καθήκοντα των τάξεων, των θέσεων και των αξιωμάτων. Οι Bourdelot και Huet παράγουν αυτήν την λέξη από το στίχος (stichos) τάξη, βαθμός. αρκετά φυσική ετυμολογία. Ετικέτες ονομάζουμε επίσης, μικρές πινακίδες που βάζουμε σε τσάντες ή σε δέματα, για να μας βοηθήσουν να τις αναγνωρίζουμε.
Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec, Paris, 1809: Étiquette, n.f. cérémonial des cours, qui règle les devoirs extérieurs des rangs, des places et des dignités. Bourdelot et Huet dérivent ce mot de stichos (stichos) ordre,rang; étymologie assez naturelle. On appelle aussi étiquettes, des petis écriteaux qu’on met sur des sacs ou sur des paques, pour server à les reconnoltre.
LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
στίχος, ὁ (στείχω), I. παράταξη ή φάλαγγα στρατιωτών, σε Ξεν. II. αράδα ποιήματος, στίχος, σε Αριστοφ.
Αρχαίες πηγές:
ΟΜΗΡΟΣ – Homerus Epic., Ιλ., 16,173 – Απόδοση Ι.Πολυλά:
Της σειράς πρώτης ο λαμπρός Μενέσθιος αρχηγούσε· από την κόρην την καλήν γεννήθη του Πηλέως
Αρχαίον κείμενον: τῆς μὲν ἰῆς στιχὸς ἦρχε Μενέσθιος αἰολοθώρηξ υἱὸς Σπερχειοῖο διιπετέος ποταμοῖο.
ΣΧΟΛΙΑΣΤΗΣ ΟΜΗΡΟΥ – Scholia In Homerum, Scholia in Iliadem (scholia recentiora Theodori Meliteniotis) (e cod. Genevensi gr. 44), Ιλ. 20, 362,1:
[στιχὸς εἶμι] διὰ τῆς τάξεως ἐλεύσομαι
ΑΙΛΙΟΣ ΗΡΩΔΙΑΝΟΣ – Aelius Herodianus et Pseudo-Herodianus Gramm., Rhet., Περὶ κλίσεως ὀνομάτων, 3,2,741,33:
στίξ στιχός (σημαίνει δὲ τὴν τάξιν) ὁμόστιξ ὁμόστιχος
ΗΣΥΧΙΟΣ – Hesychius Lexicogr.:
καὶ στίχας τὰ αὐτά στιχηδόν· κατὰ στίχον στῆσαι
στίχος· περίπατος
στιχὸς εἶμι· δι’ ὅλης τῆς τάξεως αὐτῶν πορεύομαι
στίχους· τάξεις.
ΜΕΓΑ ΕΤΥΝΟΛΟΓΙΚΟΝ – Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum, Kallierges, 729,23:
Ἐξ τοῦ στὶξ στιχὸς, μετάγεται ἡ γενικὴ εἰς εὐθεῖαν, καὶ βαρύνεται, καὶ τρέπεται τὸ χ εἰς φ, καὶ προπερισπᾶται.
ΛΕΞΙΚΟ ΣΟΥΔΑΣ – Suda Lexicon :
Στίχος: τάξις.
Στίχος: ὁ κατὰ τὸ κοινὸν ἔθος ὀνομαζόμενος στίχος, ἀπὸ ἀριστερῶν ἐπὶ δεξιὸν ἀναγινωσκόμενος.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 10.5.2025.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Πύλη για την Ελληνική γλώσσα
- Dictionary of Standard Modern Greek
- On Line Etymology Dictionary
- Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec, Παρίσι, 1809.
Ομήρου Ιλιάς - Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
λεξεις στικακι ετικεττα αρχαιες ελληνικες ομηρικες λεξη στικ ετικετα αρχαια ελληνικη ομηρικη