Προδημοσίευση αποσπάσματος από την εισαγωγή του βιβλίου του Γιώργου Κοντογιώργη(*) «Ιστορία του Ελληνικού κόσμου», το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 4 Απριλίου από τις εκδόσεις Αρμός – επιμέλεια: Κ. Αγοραστός
Όταν κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση η παρούσα Ιστορία της Ελλάδας δημιούργησε ανάμεικτα συναισθήματα και προκάλεσε πολλές συζητήσεις, καθώς κατεδείκνυε ότι δεν επρόκειτο για την ιστορία ενός κοινού λαού, αλλά ενός κόσμου που κινήθηκε στην κοσμοϊστορία με εντελώς διαφορετικούς όρους και, ως εκ τούτου, απαιτούσε την επιστράτευση νέων γνωστικών εργαλείων και μιας προσήκουσας μεθοδολογίας για την προσέγγισή του. Η παρούσα έκδοση, ακολουθώντας την ίδια γραμμή πλεύσης, προσφέρει όλα εκείνα τα γνωσιολογικά και μεθοδολογικά δεδομένα που επιτρέπουν στον αναγνώστη να σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα του ελληνικού φαινομένου και, συγχρόνως, να κινηθεί με άνεση σε συγκριτική τροχιά με τον γύρωθεν κόσμο και, ιδίως, με την εποχή μας.
Όσοι έγραψαν μέχρι τώρα μια ιστορία του σύνολου ελληνικού κόσμου επιδίδονται στην αφήγηση ορισμένων εξωτερικών διακριτών στοιχείων, δηλαδή γεγονότων που συνδέονται με τις κατ’ αυτούς μεγάλες στιγμές του, όπως οι πολεμικές ή εμφυλιοπολεμικές του περιπέτειες, οι εκτατικές του διαδρομές, οι προσωπικότητες και ο ρόλος των ηγετών του, το ιδίωμα της γλώσσας και ορισμένων άλλων πολιτισμικών σημαντικών (τα ήθη και έθιμα), η συμβολή του στη φιλοσοφία, στην επιστήμη, στις τέχνες, στο θέατρο κλπ. Άλλη ιστορική σχολή επέλεξε ανάλογα με τις ιδεολογικές προτιμήσεις ή προτεραιότητες των φορέων της, τη μία ή την άλλη περίοδο της ελληνικής ιστορίας, απορρίπτοντας συγχρόνως ή αποκόπτοντας άλλες από τον κορμό του ελληνικού κόσμου, με πρόσημο την οικειοποίησή της. Οι Δυτικοί επέλεξαν να συνομιλήσουν με την απώτατη αρχαιότητα, οι Ανατολικοί με την ύστερη αρχαιότητα, άλλοι με άλλες στιγμές της ελληνικής ιστορίας. Μία τρίτη σχολή σκέψης, την οποία διακινούν οι γραικύλοι της ελλαδικής κρατικής διανόησης, έχει επιλέξει τον αποκλεισμό κάθε σχέσης της νεοελληνικής κοινωνίας με το ιστορικό της παρελθόν στην προσπάθεια να συγκαλύψουν το κενό νομιμοποίησης που προκάλεσε το κρατικό εμφύτευμα της δυτικής απολυταρχίας στην μήτρα του ελληνικού κόσμου και την ρήξη που αυτό προκάλεσε με το ελληνικό ανθρωποκεντρικό παρελθόν και κυριολεκτικά με την πρόοδο.
Όλοι μαζί εισάγουν ως αφετηρία της προσέγγισης τον νεωτερικό χρόνο, τον οποίο προβάλλουν ως καθολικό μεθοδολογικό μέτρο για την αξιολογία της κοσμοϊστορίας. Στο κλίμα αυτό, και η σύνολη ιστορία γίνεται αντιληπτή με γνώμονα τις προβολές της πρωτοτυπικής νεοτερικότητας στο παρελθόν, το οποίο αξιολογείται θετικά ή αρνητικά αναλόγως εάν και στον βαθμό που της ομοιάζει. Σε κάθε περίπτωση όμως το ελληνικό παρελθόν ταξινομείται ως προ-νεωτερικό, δηλαδή ως υποδεέστερο έναντι του παραδείγματός της.
Η μέθοδος αυτή καλλιέργησε τη βεβαιότητα της νεωτερικότητας ότι ενσαρκώνει το ολοκλήρωμα της κοσμοϊστορίας, ένα στάδιο ανώτερο από κάθε άλλη περίοδο της ανθρωπότητας, με αποτέλεσμα να θέσει εαυτήν εκτός πάσης συγκριτικής δοκιμασίας με το ελληνικό παρελθόν. Το συγκριτικό διάβημα της νεωτερικότητας περιορίσθηκε έτσι στις μορφολογικές διαφοροποιήσεις του μεταξύ της κόσμου, οπότε και το αντικείμενο της ομόλογης κοινωνικής επιστήμης περιορίστηκε στη συγχρονία. Υπό το πρίσμα αυτό, η ιστορία στο σύνολό της προορίσθηκε να αποτελέσει το καλάθι των αχρήστων, κατάλληλο να ικανοποιήσει μόνο την πνευματική περιέργεια.
Αν όμως η μεθοδολογική αυτή επιλογή δεν εγείρει ειδικότερα προβλήματα, σε ό,τι αφορά στο δεσποτικό παρελθόν της νεωτερικότητας και του κόσμου δημιουργεί ανυπέρβλητη γνωσιολογική δυσκολία στην αντιμετώπιση του ελληνικού κόσμου και στην κατ’ αντιμωλίαν συνάντησή της μαζί του. Τη δυσκολία αυτή η νεωτερικότητα επιχείρησε να ξεπεράσει ήδη από την εποχή του διαφωτισμού με το εγχείρημά της να ορθώσει δύο μείζονες παρεμβάσεις στον πυρήνα της ιδιοσυστασίας του ελληνικού κόσμου, έτσι ώστε να εξοικονομήσει χώρο για τη γνωσιολογία της. Πρώτον, παρενέβη στην κλασική αρχαιότητα και εμφανώς στις έννοιες, δεύτερον, στο συνεχές της μετα-ρωμαϊκής ελληνικής οικουμένης. Δια της πρώτης παρέμβασης παρέλαβε τις έννοιες που δημιούργησε η κλασική αρχαιότητα για να ορίσει φαινόμενα της εποχής της, τα οποία όμως προσιδιάζουν στην προκλασσική περίοδο του ελληνισμού. Δια της δεύτερης εξέβαλε την βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο της ελληνικής ομοθεσίας προκειμένου να τοποθετήσει εαυτήν, δηλαδή τη δεσποτεία, ως γέφυρα μεταξύ δύο ανθρωποκεντρικών περιόδων, της «αρχαιότητας» και της «νεωτερικότητας».
Το ανά χείρας βιβλίο επέλεξε ως αφετηρία για τη διαπραγμάτευση του ελληνικού κόσμου το καθολικό γινόμενο της κοσμοϊστορίας προκειμένου να αποκωδικοποιήσει την ιδιαίτερη φύση του και να εντοπίσει τη θέση του στον εξελικτικό χρόνο.
Στο πλαίσιο αυτό, η πόλη ως θεμελιώδης κοινωνία του ελληνικού κόσμου δεν συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις του κράτους της νεοτερικότητας, αφού στη δημοκρατική εκδοχή της δεν ενσαρκώνει το πολιτικό σύστημα. Παράλληλα, η καθολική (ατομική, κοινωνική, πολιτική) ελευθερία είναι κατώτερη από την ατομική ελευθερία, και μάλιστα ασύμβατη μαζί της, η δημοκρατία ως πολιτεία, αν δεν ταξινομείται στα ολοκληρωτικά φαινόμενα (Χέγκελ, Καντ κλπ.), εγγράφεται στις πρώιμες μορφές της, ενώ η συνταγματική ή η αιρετή μοναρχία καταχωρείται ως απαύγασμα δημοκρατικής πολιτείας. Ομοίως, η μετα-κρατοκεντρική περίοδος της ελληνικής οικουμένης ελήφθη μέριμνα να απαλειφθεί από τον χάρτη της εξέλιξης όπως και το ομόλογο κράτος της, η κοσμόπολη, για να εξομοιωθεί με τη δεσποτική τυπολογία της αυτοκρατορίας.
Το ανά χείρας βιβλίο επέλεξε ως αφετηρία για τη διαπραγμάτευση του ελληνικού κόσμου το καθολικό γινόμενο της κοσμοϊστορίας προκειμένου να αποκωδικοποιήσει την ιδιαίτερη φύση του και να εντοπίσει τη θέση του στον εξελικτικό χρόνο. Η προσέγγιση αυτή, που ανασυγκροτεί την κοσμοϊστορία δίκην κοσμοσυστήματος, υποστηρίζει ότι ο ελληνικός κόσμος εισήγαγε την ανθρωπότητα στη μία από τις δύο κοσμοσυστημικές συνιστώσες της, την ανθρωποκεντρική, δηλαδή στις κοινωνίες εν ελευθερία. Ο ελληνισμός αποτέλεσε το ταυτολογικό ισοδύναμο του ανθρωποκεντρικού κοσμοσυστήματος το οποίο ορίζεται ως ένα σύνολο πολιτικά/ κρατικά συντεταγμένων κοινωνιών που εκδιπλώνεται σε πολλές φάσεις στον ιστορικό χρόνο με κοινές, εντούτοις, ορίζουσες, εσωτερική συνοχή και αυτάρκεια, κινούσες παραμέτρους, ιδίους νόμους, ιδεολογικές αντιλογίες και αξιακούς προσδιορισμούς. Το ανθρωποκεντρικό κοσμοσύστημα τοποθετείται στον αντίποδα του δεσποτικού κοσμοσυστήματος, που στεγάζει μη ελεύθερες κοινωνίες στους κόλπους του.
Ο ελληνισμός ως κοσμοσύστημα κινείται στον κοσμοϊστορικό χρόνο σε επάλληλες φάσεις στις οποίες αποτυπώνεται η εξελικτική βιολογία του ανθρωποκεντρικού γίγνεσθαι και, υπό μια άλλη έννοια, της σύνολης κοσμοϊστορίας. Η νεωτερικότητα, στο πλαίσιο αυτό, δεν αποτελεί έναν νέο πολιτισμό, εγγράφεται στην ακολουθία της σύνολης ανθρωποκεντρικής εξέλιξης, που αποδίδει μεν τη μετάβαση από τη μικρή κλίμακα της πόλης στη μεγάλη κλίμακα του κράτους έθνους, αντιπροσωπεύει όμως εξ επόψεως ανθρωποκεντρικής βιολογίας την πρώιμη φάση της, το ανάλογο της οποίας είναι η προ-σωλόνεια εποχή της πόλης.
Το ιδιαίτερο του ελληνικού κόσμου έγκειται στο ότι διέδραμε όλες τις φάσεις της ανθρωποκεντρικής βιολογίας, εν αντιθέσει προς τη νεωτερικότητα η οποία μόλις εισήλθε σε ανθρωποκεντρική τροχιά. Από τις απαρχές μέχρι τις ημέρες μας, ο ελληνικός κόσμος παρουσιάζει συμπαγή ανθρωποκεντρική ενότητα, που εκτυλίσσεται σε δύο μείζονες φάσεις: την κρατοκεντρική και την οικουμενική, δια της οποίας το ανθρωποκεντρικό γεγονός μετακενώθηκε στην Ευρώπη για να διαμορφωθεί η νεωτερικότητα. Ουδέποτε ο ελληνικός κόσμος διέσχισε το κατώφλι του ανθρωποκεντρισμού για να περιέλθει στη δεσποτεία.
Μέσα από τις σελίδες του εδώ έργου ο αναγνώστης θα μπορέσει επίσης να διακρίνει την ιδιοσυστασία αλλά και το μέλλον της νεωτερικότητας. Το μέλλον αυτό δεν είναι προφανώς εκείνο που διακηρύσσει σύσσωμη η εποχή μας.
(*) Ο καθηγητής Γ. Κοντογιώργης χρημάτισε Πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου. Μέλος διεθνών επιστημονικών ενώσεων και επιστημονικών περιοδικών, έχει διδάξει σε πλήθος ξένων πανεπιστημίων και επί σειρά ετών στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών (Ι.Ε.Ρ.) του Παρισιού. Διετέλεσε Τιτουλάριος της έδρας Franqui στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών, Διευθυντής Ερευνών (Directeur de Recherche) στο γαλλικό CNRS / ΕΚΚΕ, ιδρυτικός συντελεστής και Διευθυντής του Ευρωπαϊκού Μάστερ Πολιτικής Επιστήμης με έδρα το I.E.P. του Παρισιού, ιδρυτικός συντελεστής της Ελληνικής Εταιρείας Πολιτικής Επιστήμης και του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πολιτικής Επιστήμης (EPSNET), μέλος της Ανώτατης Διοίκησης του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, καθηγητής και μέλος της διοίκησης του Μάστερ Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Σιένας, επί τιμή διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Οραντέα, επί τιμή μέλος του ΔΙ.Κ.Α.Μ. του Α.Π.Θ., αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Εταιρείας Ελλήνων Φιλολόγων, του Φ.Σ. Παρνασσός και αντεπιστέλλον μέλος της Διεθνούς Ακαδημίας Πολιτισμού της Λισαβόνας. Η Revue Internationale de Politique Comparée αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος στο έργο του. Με το έργο του οικοδομεί μία νέα κοινωνική επιστήμη η οποία φέρει το όνομα Κοσμοσυστημική Γνωσιολογία. Κορυφαίο έργο του είναι το εξάτομο Ελληνικό κοσμοσύστημα (εκδ. Σιδέρης, Αθήνα, 2006-2021). Έχει δημοσιεύσει 52 μονογραφίες / βιβλία (εκ των οποίων 12 σε ξένες γλώσσες) και δεκάδες επιστημονικά άρθρα (εκ των οποίων 107 σε ξένες γλώσσες).
ΠΗΓΗ: bookpress, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.4.2025.
Ιστορια του Ελληνικου κοσμου Κοντογιωργης βιβλιο Κοσμοσυστημικη Γνωσιολογια εργο Ελληνικο κοσμοσυστημα κοσμοιστορια ιστορια