Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Ο Όμηρος την πόλιν την ονομάζει Πτόλις (-ιος), ἡ, Επικ. αντί πόλις, σε Όμηρ., Αισχύλ., Ευρ.
Η Πρώτη Ερμηνεία της Λέξεως: Η λέξη πόλη, έρχεται από τα αρχαία ελληνικά, όπου ήταν πόλις, υπήρχε όμως και εναλλακτικός πανάρχαιος τύπος, πτόλις, που θα τον θυμόμαστε ίσως από το «Τροίης ιερόν πτολίεθρον» στην αρχή της Οδύσσειας. Η αρχική σημασία της λέξης πρέπει να ήταν το φρούριο, ο οχυρωμένος τόπος, η ακρόπολη. Στη συνέχεια, στην κλασική αρχαιότητα η λέξη δήλωνε μια πολιτική και θρησκευτική κοινότητα, μια κοινότητα κατοίκων, σε αντίθεση με τη λέξη «άστυ», επίσης πανάρχαια, που δήλωνε την πόλη ως οικιστική μονάδα.
LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας: κώμη, ἡ, = Λατ. vicus, χωριό ή κωμόπολη, αντίθ. προς την περιτειχισμένη έννοια της πόλης· αρχικά Δωρ. λέξη = Αττ. δῆμος, σε Ησίοδ., Ηρόδ.· κατοικῆσθαι κατὰ κώμας, ζω σε ξεχωριστά χωριά (όχι σε οχυρωμένες πόλεις), λέγεται για τους Μήδους, σε Ηρόδ.· ομοίως λέγεται για χώρα, κατὰ κώμας οἰκεῖσθαι, έχοντας τον πληθυσμό της κατανεμημένο σε χωριά, σε Θουκ.
κωμήτης, -ου, ὁ (κώμη), I. χωρικός, επαρχιώτης, αγρότης, σε Πλάτ., Ξεν. II. λέγεται στην πόλη, κάποιος από την ίδια συνοικία, Λατ. vicinus, σε Αριστοφ.· με πιο χαλαρή έννοια, χθονὸς κωμῆται, κάτοικοι ενός τόπου, σε Ευρ.
Λεξικό της Κοινής Ελληνικής: κώμη η: α. κωμόπολη. β. χωριό με ανεπτυγμένη πολιτιστική και οικονομική ζωή. [λόγ. < αρχ. κώμη “ατείχιστο χωριό”].
Τι είναι κώμη;
Κώμη είναι ένας χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται για το μέγεθος ενός οικισμού. Ως γνωστόν οι πολύ μικροί οικισμοί λέγονται χωριά και οι μεγάλοι πόλεις. Ανάμεσα στους δύο αυτούς χαρακτηρισμούς υπάρχει και η κώμη και η κωμόπολη. Η κώμη είναι ένας οικισμός λίγο μεγαλύτερος από το χωριό, δηλαδή μια μικρή κωμόπολη ή ένα χωριό με πολύ ανεπτυγμένη οικονομική πολιτιστική ζωή. Μάλιστα η λέξη κωμόπολη είναι σύνθετη με το πρώτο συνθετικό να προέρχεται από την λέξη κώμη.
Στα αρχαία ελληνικά η λέξη αυτή σήμαινε το ατείχιστο, δηλαδή χωρίς οχύρωση, χωριό.
Λογγείον: κώμη, ἡ, unwalled village, opp. fortified city (said to be Dor. = Att. δῆμος, Arist. Po. 1448a36, cf. κωμῳδία), Hes. Sc. 18, Hdt. 5.98; opp. πόλις, Pl. Lg. 626c; κατοικῆσθαι κατὰ κώμας Hdt. 1.96; πόλεσιν ἀτειχίστοις καὶ κατὰ κ. οἰκουμέναις formed of scattered villages, Th. 1.5; πόλεως . . κατὰ κ. τῷ παλαιῷ τῆς Ἑλλάδος τρόπῳ οἰκισθείσης ib. 10, cf. 3.94; διοικίζεσθαι κατὰ κώμας X. HG 5.2.5; κατὰ κ. κεχωρισμένοι Arist. Pol. 1261a28. quarter, ward of a city, διελόμενοι τὴν μὲν πόλιν κατὰ κώμας, τὴν δὲ χώραν κατὰ δήμους Isoc. 7.46, cf. Pl. Lg. 746d.
LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας: πόλις, ἡ, γεν. πόλεως (δισύλ. σε Αττ. ποιητές), πόλεος, Επικ. πόληος, Ιων. και Δωρ. πόλιος (δισύλ. σε Ομήρ. Ιλ.)· επίσης πόλευς· δοτ. πόλει, Επικ. πόληϊ, Ιων. πόλι· αιτ. πόλιν, Επικ. επίσης πόληα· πληθ. ονομ. πόλεις, Επικ. πόλεες, Ιων. πόλιες· γεν. πολίων· δοτ. πόλισι, Επικ. πολίεσσι, Δωρ. πολίεσσι· αιτ. πόλεις, πόλιας· I. 1. πόλη, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· πόλις ἄκρη και ἀκροτάτη = ἀκρόπολις, ακρόπολη, προπύργιο, σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αθήνα το ονόμαζαν απλώς πόλις, ενώ το υπόλοιπο μέρος της πόλης ονομαζόταν ἄστυ, σε Θουκ. κ.λπ.· το όνομα της πόλης συχνά προστίθετο σε γεν., Ἰλίου πόλις, Ἄργους πόλις, η πόλη του…, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης κατά παράθεση, ἡ Μένδη πόλις, σε Θουκ. 2. πόλη ή πατρίδα κάποιου, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. 1. όταν το πόλις και το ἄστυ συνδυάζονται, τότε το πρώτο σημαίνει το σώμα, το σύνολο των πολιτών, και το δεύτερο τις κατοικίες τους, σε Ομήρ. Ιλ.· ὧν πόλις ἀνάριθμος ὄλλυται, όπου πόλις = ο αριθμός των πολιτών, σε Σοφ.· απ’ όπου, 2. το κράτος (πολιτεία), σε Ησίοδ., Πίνδ., Αττ.· ιδίως, το πιο ελεύθερο κράτος, το δημοκρατικό, σε Σοφ., Ξεν. κ.λπ. 3. το δικαίωμα της συμμετοχής στα κοινά, όπως Λατ. civitas, σε Αριστοφ., Δημ.
Ευ. Μαντουλίδης: Ετυμολογικό λεξικό Αρχαίας Ελληνικής: Πόλις καί ἐπικ. πτόλις. Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία της. Ἴσως ἀπ’ τό πέλομαι (= εἶμαι σέ κίνηση) ἤ μπορεῖ νά συγγενεύει μέ τό πύλη. Παράγωγα: πολί ζω (=χτίζω πόλη), πόλισμα, πολισμός, πολιστής (= θεμελιωτής πόλης), πολίτης, πολιτικός, πολιτεύω, πολιτεία, πολίτευμα, συμπολιτεία, ἀντιπολιτεία (= ἀντιπολήτευση), πολιτευτέον, πολιτευτής (= δημαγωγός), πολιτευτικός, πολίχνη (=μικρή πόλη), Πολιάς -άδος (= ἡ προστάτισσα τῆς πόλης) καί τά σύνθετα πολιορκῶ, πολιοῦχος, πολιτογραφῶ.
Online Ετυμολογικό Λεξικό: «αρχαία ελληνική πόλη-κράτος», 1894, από την ελληνική πόλη, πτόλις «ακρόπολη, οχυρό, πόλη, πόλη· το κράτος, κοινότητα, πολίτες», από την ΠΙΕ *tpolh- «ακρόπολη· κλειστός χώρος, συχνά σε ψηλό έδαφος· κορυφή λόφου ” (πηγή επίσης του σανσκριτικού pur, puram, γεν. purah = πόλη, ακρόπολη”, λιθουανικά pilis “φρούριο”). Επίσης από το 1894.
Online Etymology Dictionary: “ancient Greek city-state,” 1894, from Greek polis, ptolis “citadel, fort, city, one’s city; the state, community, citizens,” from PIE *tpolh- “citadel; enclosed space, often on high ground; hilltop” (source also of Sanskrit pur, puram, genitive purah “city, citadel,” Lithuanian pilis “fortress”). also from 1894
Αρχαίες Πηγές:
Θουκυδιδης / Thucydides Hist., Historiae 4, 43, 1, 3
καὶ Βάττος μὲν ὁ ἕτερος τῶν στρατηγῶν (δύο γὰρ ἦσαν ἐν τῇ μάχῃ οἱ παρόντες) λαβὼν λόχον ἦλθεν ἐπὶ τὴν Σολύγειαν κώμην φυλάξων ἀτείχιστον οὖσαν, Λυκόφρων δὲ τοῖς ἄλλοις ξυνέβαλεν.
Ετυμολογικο Γουδιανο / Etymologicum Gudianum “Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita”, εκδ. Sturz, F.W. Leipzig: Weigel, 1818, επανέκδ. 1973:
Κωμάζειν, κυρίως τὸ ἐπικοιμᾶσθαι καὶ βαδίζειν· ἔστιν οὖν κῶμος ὁ καιρός· τὸ δὲ κῶμος ἐκ τοῦ κωμάζω, τὸ ἐπὶ τοῦ κοιμᾶσθαι βαδίζειν· τὸ δὲ κῶμος παρὰ τὸ κῶ τὸ κοιμῶμαι, ἐξ οὗ καὶ κώμη τὸ χωρίον, ἢ κοιμητήριον, καὶ ἀνάπαυσις τῶν ζώων.
Μ. Ψελλος / Michael Psellus Polyhist., Theologica / “Michaelis Pselli theologica, vol. 1”, Ed. Gautier, P. Leipzig: Teubner, 1989. Opusculum 1,51:
Ἡ μὲν οὖν ἀπέναντι κώμη ἡ τοῦ καθ’ ἕκαστόν ἐστι ψυχή, πάλαι μὲν πόλις εὐτείχιστος οὖσα καὶ μεγάλη καὶ πίειρα, ἀλλ’ ὕστερον ἀφαιρεθεῖσα τὰς περιβολὰς καὶ πᾶσιν εὐεπίβατος γενομένη· ἀπέναντι δέ, ἢ ὅτι ἐκ διαμέτρου ἀπὸ τῆς κρείττονος μοίρας μετακεχώρηκε πρὸς τὴν χείρονα, ἢ ὅτι κατ’ εὐθεῖάν ἐστι ταῖς τῶν θείων σπερμάτων ὑποδοχαῖς.
Ησυχιος / Hesychius Lexicogr., “Hesychii Alexandrini lexicon, vols. 1–2”, εκδ. Latte, K. Copenhagen: Munksgaard, 1:1953; 2:1966:
ἀπὸ πτόλιος· ἀπὸ τῆς πόλεως (Δ 514) AS.
Αρχαιολόγοι και ερευνητές μέχρι σήμερα δεν έχουν βρει απομεινάρια του Περίφημου Ινδοευρωπαϊκού Πολιτισμού σε κανένα σημείο της γης. Άλλα για τον πανάρχαιο Ελληνικό Πολιτισμό υπάρχουν άφθονες αποδείξεις σε πολλά μέρη του πλανήτη μας. Εδώ βλέπουμε την προσπάθεια των ξένων Λεξικογράφων όχι μόνο να μη μας λένε την σωστή ετυμολογία των λέξεων της Αγγλικής, αλλά μας παραμυθιάζουν και με την ετυμολογία των Ελληνικών λέξεων που προσπαθούν να μας πουν ότι είναι… πρωτο-ινδοευρωπαϊκές.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 27.1.2025.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
- Ομήρου Ιλιάς
- Online Etymology Dictionary
- Ευ. Μαντουλίδης: Ετυμολογικό λεξικό Αρχαίας ΕλληνικήςLIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας - Λεξικό της Κοινής Ελληνικής
- Brent The Etymology of Greek Κώμη and related problems, Vine-University of California, Los Angeles USA.
- Πτολις / Πολις πολη Κωμη ετυμολογια Πτολεως / Πολεως πολης πολεως Κωμης Συμεωνιδης ομηρος Αισχυλος Ευριπιδης Πρωτη Ερμηνεια Λεξη λεξις αρχαια ελληνικα, ελληνικη παναρχαια Τροιης ιερον πτολιεθρον Τροιας ιερο πτολιεθρο τροια Οδυσσειας αρχικη σημασια φρουριο, καστρο οχυρωμενος τοπος, ακροπολη ακροπολις κλασσικη αρχαιοτητα πολιτικη θρησκευτικη κοινοτητα, κατοικοι αστυ παναρχαιν οικιστικη μοναδα οικισμος