ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ, 1921:
«Θέλω να μου στείλεις 6 οκάδες βούτυρο
διά τον άρρωστον Παπάκι μου»…
Αγαπητή μου Εξαδέλφη,
Μέχρις σήμερον ματαίως περίμενα να εκτελεσθή η παραγγελία μου.
Σε είχον γράψει να μου στείλεις 6 οκάδες βούτυρο προωρισμένον διά
τον άρρωστον Παπάκι μου, λαβούσα ήδη και την σχετικήν άδεια εξαγωγής παρά του
Γενικού Διοικητού.
Τα χρήματα θα σου τα έμβαζα αμέσως με τον επιφορτισμένον να με
φέρη το βούτυρον.
Γράψε με το ταχύτερον εάν θα ημπορέσεις να εκτελέσεις την
παραγγελίαν μου αυτή.
Ο Παπάκις έχει μεγάλην ανάγκην.
Ειδάλλως να γράψω εις τον Κύριον Σεϊτανίδην όστις πιστεύω να
φροντίση να με στείλει το ποθούμενον.
Από εβδομάδος εργάζομαι εις την Διεύθυνσιν Πολιτικών Υποθέσεων,
έμειναν πολύ ευχαριστημένοι από την εργασίαν μου δι’ αυτό και με μετέθεσαν.
Γράφω πάντοτε εμπιστευτικά έγγραφα του Γενικού Διοικητού.
Έχαμεν εδώ πολύ ψύχος.
Ως εκ τούτου το στήθος μου κιάσθηκε[*] και βήχω φοβερά.
Γράψε με νέα σας.
Σε φιλώ μετ’ αγάπης και περιμένω ανυπομόνως να με γράψης εάν θα
ημπορέσης να με ευχαριστήσης το ταχύτερον.
Αθηνά Γιαννοπούλου
Εν Ανδριανουπόλει τη 19 Φεβρουαρίου 1921.
ΠΗΓΗ: Από την έκθεση “ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ της ΑΝΑΤΟΛΗΣ, ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ στην ΔΥΣΗ”, του Εθνολογικού Μουσείου Θράκης (ΕΜΘ), στο «Ίδρυμα Μιχ. Κακογιάννης». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 6.10.2024.
[*] κιάσθηκε < αρχ. ελλ. ρήμα κιάομαι, κείμαι > κείσθαι (Ησύχ.) = κοιμάμαι, ξαπλώνω / ξαπλώνομαι (> κείτεται θαμμένος, νεκρός, ενθάδε κείται), ψεύδομαι, θεσπίζομαι, καθιερώνομαι, βρίσκομαι σε μια ορισμένη κατάσταση, τοποθετούμαι, τοποθετούμαι, τοποθετούμαι, γεωγραφικά > ΠΑΡΑΓΩΓΑ: κειμήλιον, κοιμώ, κοίτη, κλπ.
< (πιθ.) μυκηναϊκή μτχ. παρακμ. ke-ke-me-na = μοιρασμένος > χεττιτ. kite, kittari (= κείται) > λατ. civis, civitas (= πολίτης, πολιτεία) > γοτθ. haims (= χωριό), κλπ.
ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ, 1921 οκα βουτυρο αρρωστος Παπακις παραγγελια οκαδες αδεια εξαγωγης εξαγωγη γενικος Διοικητης χρηματα εμβασμα αναγκη Σειτανιδης ποθουμενο Διευθυνσις Πολιτικων Υποθεσεων, εργασια εμπιστευτικα εγγραφα ψυχος στηθος κιασθηκα βηχας Γιαννοπουλου Ανδριανουπολις κιασθηκε αρχαια ελληνικα ρημα κιαομαι, κειμαι > κεισθαι Ησυχιος κοιμαμαι, ξαπλωνω / ξαπλωνομαι (> κειτεται θαμμενος, νεκρος, ενθαδε κειται, ψευδομαι, θεσπιζομαι, καθιερωνομαι, βρισκομαι τοποθετουμαι γεωγραφικα κειμηλιον, κειμηλιο κοιμω, κοιτη, μυκηναικη μετοχη παρακειμενος kekemena κεκεμενα μοιρασμενος > χεττιτικα χεταιοι χετταιοι kite, kittari κειται λατινικα civis, civitas πολιτης, πολιτεια γοτθικα haims χωριο