Ένας Γέρος, του Κ. Π. Καβάφη
Ανάλυση
του ποιήματος
από τον Δημήτρη Συμεωνίδη
δημοσιογράφο / ανταποκριτή
Ε.Σ.Ε.Μ.Ε. (Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών
Μέσων Ενημέρωσης)
Ένας γέρος
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμμένος στο τραπέζι κάθετ’ ένας γέρος·
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς
συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την
καταφρόνια
σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
που είχε και δύναμι, και λόγο, κι εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νιώθει, το
κοιτάζει.
Κι εντούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τί διάστημα μικρό, τί διάστημα
μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πώς τον εγέλα·
και πώς την εμπιστεύονταν πάντα – τι τρέλα! –
την ψεύτρα που έλεγε· «Αύριο. Έχεις πολύν
καιρό.»
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
…Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.
[1894, 1897*]
Ανάλυση
Το ποίημα γράφηκε το 1901. Είναι γραμμένο
σε έξι στροφές και έχει ομοιοκαταληξία. Ομοιοκαταληκτούν οι δύο πρώτοι στίχοι
κάθε στροφής και ο τρίτος της μιας στροφής με τον τρίτο της άλλης.
Ο
Καβάφης αν και ήταν 31 ετών όταν έγραψε το ποίημα μας δίδει μια εικόνα των
γηρατειών .Το ποίημα το συνέθεσε τον Οκτώβριο του 1894. Βασίσθηκε στην φαντασία
του το πως μπορεί να αισθάνεται ένας γέροντας. Τον Δεκέμβριο του 1897 το ποίημα
δημοσιεύεται στο Εθνικόν Ημερολόγιον του έτους 1898 με τίτλο «Ehu Fugaces» (Οάτιος, Ωδές, ΙΙ, 14)
που σημαίνει «αλίμονο, φευγαλέα».
Αρχίζει
το ποίημα με το να μας λέει ότι ο άνθρωπος αυτός μόνος σε μια γωνιά του
καφενείου είναι σκυμμένος σε μια εφημερίδα ένδειξη ότι δεν έχει παρέα και ότι
νοιώθει καταφρονημένος. Επίσης μας δίδει το μήνυμα ότι δεν έχει κοινωνικές
επαφές, άλλωστε στην σημερινή εποχή που ζούμε οι περισσότεροι άνθρωποι ζουν
μόνοι τους όταν φθάσουν σε μια ηλικία και ιδίως όταν έχουν χάσει το σύντροφό
τους και τα παιδιά τους τους έχουν εγκαταλείψει για πολλούς και διαφόρους
λόγους.
Μας
λέει ότι πρέπει να ζήσουμε κάθε στιγμή της ζωής μας, να απολαύσουμε τις χαρές
της ζωής και προπάντων να έχουμε όνειρα και ελπίδα. Είναι αλήθεια ότι κάθε
στιγμή που περνάει δεν μπορεί να γυρίσει πίσω και γι’ αυτό πρέπει να ζήσουμε
χωρίς αναβολές για ότι έχουμε να επιτελέσουμε, ιδίως όταν έχουμε όλες τις
δυνάμεις μας. Ο χρόνος μας στον πλανήτη γη είναι περιορισμένος και πρέπει να
νοιώθουμε ως Τουρίστες περαστικοί που πρέπει να απολαύσουμε την ζωή εδώ και
τώρα.
Σκέπτεται
πως τώρα είναι αργά και πως η φρόνηση τον ξεγέλασε με το να μη ζήση την ζωή του
όταν είχε τις δυνάμεις του εμπόδιο ήταν η σύνεση που τον εμπόδιζε να ζήσει τα
όνειρά του ήταν λανθασμένη άποψη και έχασε τις ευκαιρίες στην ζωή του. όταν
είχε δυνάμεις του. Η φρόνηση του έλεγε «Έχεις πολύ καιρό ακόμη». Αυτό μου
θυμίζει την ρήση «Ες Αύριον τα Σπουδαία».
Έφυγε
όλη η νεότητα θυσιάζοντας την χαρά της ζωής.
Έχουμε
και το ποίημά του « Η Μονοτονία» που μας φανερώνει τον πεσιμισμό του
Μονοτονία
Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι —
οι όμοιες στιγμές μάς βρίσκουνε και μας
αφήνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλον μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει·
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη
μοιάζει.
[1898, 1908*]
Και
τώρα στο γέρμα της ζωής θεωρεί την γνώσι του άμυαλη. Και τώρα βλέπει με
διαφορετικό μάτι τις χαμένες ευκαιρίες και κοροϊδεύει την μοίρα του Και
τελειώνει το ποίημα λέγοντας ότι ζαλίστηκε και αποκοιμιέται ακουμπισμένος στο
τραπέζι του Καφενείου.
Ο
Καβάφης δείχνει τον πεσιμισμό του γιατί είναι αποδεδειγμένο ότι ένας άνθρωπος μπορεί
στην Τρίτη ηλικία να είναι παραγωγικός και ίσως να δημιουργήσει αριστουργήματα
λόγω της εμπειρίας στην ζωή, γιατί οι παρορμήσεις έχουν καταλαγιάσει. Και όμως
ο Καβάφης βλέπει μόνο την φθορά του σώματος και τις ψυχές να υπομένουν και να
βρίσκονται κλεισμένες στο σώμα που είναι ανήμπορο και που θέλουν να ζήσουν
ακόμα.
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης (1863-1933)
(Ατελών ποιημάτων)
Οι ψυχές των γερόντων
Μες στα παλιά τα σώματά των τα φθαρμένα
κάθονται των γερόντων οι ψυχές.
Τί θλιβερές που είναι οι πτωχές
και πώς βαριούνται την ζωή την άθλια που
τραβούνε.
Πώς τρέμουν μην την χάσουνε και πώς την
αγαπούνε
οι σαστισμένες κι αντιφατικές
ψυχές, που κάθονται – κωμικοτραγικές –
μες στα παλιά των τα πετσιά τ’ αφανισμένα.
[1898, 1901*]
Ο Καβάφης έγραψε και ποιήματα για τον
θάνατο
Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τακίτου
Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τακίτου
Είν’ ασθενής ο αυτοκράτωρ Τάκιτος.
Το γήρας του δεν ηδυνήθη το βαθύ
τους κόπους του πολέμου να αντισταθεί.
Εις μισητόν στρατόπεδον κατάκοιτος,
εις τ’ άθλια τα Τύανα – τόσο μακράν! –
την φίλην ενθυμείται Καμπανίαν του,
τον κήπον του, την έπαυλιν, τον πρωινόν
περίπατον – τον βίον του προ έξ μηνών. –
Και καταράται εις την αγωνίαν του
την Σύγκλητον, την Σύγκλητον την μοχθηράν.
[1897*]
Δέησις
Η «Δέησις» δημοσιεύτηκε το 1898 και είναι
ένα από τα 154 ποιήματα του Κ. Π. Καβάφη (1863-1933), που ο ίδιος ο ποιητής
θεώρησε ότι τον ικανοποιούν απόλυτα και τα συμπεριέλαβε στο επίσημο σώμα της
ποίησής του· γι’ αυτόν το λόγο τα αποκαλούμε «αναγνωρισμένα».
Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.-
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει
στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί
καιροί-
και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Αλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,
η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που
περιμένει.
Τα δάκρυα
των αδελφών του Φαέθοντος
Τα αποκηρυγμένα ποιήματα
Ως φως εν ύλη, ως διαφανής
χρυσός ο ήλεκτρος είναι ο τιμαλφής. –
Ότε απαίσιος δύναμις εμμανής,
φθονούσα τον Φαέθοντα, εκ κορυφής
τον κατεκρήμνισε των ουρανών,
αι αδελφαί του ήλθον μελανείμονες
εις το υγρόν του μνήμα, τον Ηριδανόν,
κι ημέραν, νύκτα έκλαιον αι τλήμονες.
Κι εθρήνουν μετ’ αυτών όλ’ οι θνητοί
την ματαιότητα ονείρων υψηλών.
Ω τύχη άσπλαχνος, ω μοίρα μισητή,
έπεσε ο Φαέθων εκ των νεφελών!
Εντός των ταπεινών μας εστιών
ας ζήσομεν ολιγαρκείς και ποταποί·
εκβάλομεν τους πόθους εκ των καρδιών,
ας παύσει πάσα προς τον ουρανόν ροπή.
Έκλαιον πάντοτε αι δυστυχείς,
έκλαιον του Φαέθοντος αι αδελφαί,
κι επί εκάστης του Ηριδανού πτυχής
αντανεκλώντο αι ωχραί αυτών μορφαί.
Εν άκρα συγκινήσει τα σεπτά
δάκρυα των νυμφών εδέχετο η γη
και εθησαύριζεν. Ως δ’ έγιναν επτά
ημέραι, κι η ογδόη έλαμψεν αυγή,
εις αιωνίαν παρεδόθησαν
στιλπνότητα τα κλαύματά των τα πολλά
κι εις ήλεκτρον λαμπρόν μετεμορφώθησαν.
Ω λίθε εκλεκτέ! ω δάκρυα καλά!
Θρήνος γενναίος, θρήνος ζηλευτός,
μεστός αγάπης και μεστός μαρμαρυγής –
τίμιαι αδελφαί, με δάκρυα φωτός
εκλάψατε τον κάλλιστον νέον της γης.
Μεταφράσεις των ποιημάτων στα
αγγλικά
Monotony
One monotonous day is followed
by another monotonous, identical day. The same
things will happen, they will happen again —
the same moments find us and leave us.
A month passes and ushers in another month.
One easily guesses the coming events;
they are the boring ones of yesterday.
And the morrow ends up not resembling a morrow
anymore.
The Souls Of Old
Men
Inside their worn, tattered bodies
sit the souls of old men.
How unhappy the poor things are
and how bored by the pathetic life they live.
How they tremble for fear of losing that life, and how much
they love it, those befuddled and contradictory souls,
sitting -half comic and half tragic-
inside their old, threadbare skins.
An Old Man
At the noisy end of the café, head bent
over the table, an old man sits alone,
a newspaper in front of him.
And in the miserable banality of old age
he thinks how little he enjoyed the years
when he had strength, eloquence, and looks.
He knows he’s aged a lot: he sees it, feels it.
Yet it seems he was young just yesterday.
So brief an interval, so very brief.
And he thinks of Prudence, how it fooled him,
how he always believed – what madness –
that cheat who said: “Tomorrow. You have plenty of
time”.
He remembers impulses bridled, the joy
he sacrificed. Every chance he lost
now mocks his senseless caution.
But so much thinking, so much remembering
makes the old man dizzy. He falls asleep,
his head resting on the café table.
The Tears of Phaeton’s Sisters
Like in matter, like diaphanous
Gold, is precious amber –
When an awful ,frantic power
Envying hurled headlong
from the pinnacle of heaven
his sisters came dressed in mourning
to the watery grave of Endanus
and day, night, the wretched ones wept.
And all mortals lamented with them
The vanity of soaring dreams
O pitiless fortune, O hateful destiny,
Phaeton fell headlong from the clouds
Within our humble hearths
Let us live lowly and contended with little;
Let us drive out the yearnings from our hearts
Let every bent heavenward cease.
The wretched ones were forever weeping,
Phaeton’s sisters were weeping
And in each of the folds of the Eridanus,
their pale faces were mirrored.
Moved to the extreme ,the earth
Received and treasured the reverend tears
Of the sisters. But as seven days went by
And the eighth dawn brightened
Their many weeping’s
gave way to eternal brilliance
and were transformed into lustrous amber
O choice stone! O good tears
Noble lamentation, envied lament,
full of love and full of sparkle
honourable sisters with tears of light,
you wept for the finest young man on earth.
Translated by R. Dalven
PRAYER
The ocean took a sailor to its bed.
His mother, unaware that he’s dead,
lights a tall candle for temperate weather,
for his quick return, that they can be together,
and always to the wind she cocks her ear.
But while she prays, hopeful yet in fear,
the icon of Mary listens, grave and sad,
knowing she’ll never see the son she had.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 24.7.2024.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
– Αρχείο Καβάφη (Ίδρυμα Ωνάση).
– Καβάφης Κ. Π. «Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος. Τα αποκηρυγμένα
ποιήματα και μεταφράσεις (1886 – 1898)», επιμ. Γ. Π. Σαββίδης, εκδ. Ίκαρος, 1983.
– Ιλινσκάγια Σ. «Κ. Π. Καβάφης – Οι δρόμοι προς τον ρεαλισμό στην ποίηση
του 20ου αιώνα».
– Λαβανίνι Ρ. «Ατελών ποιημάτων», εκδ. Ίκαρος.
– Τσίρκας Στρ. «Ο Καβάφης και η εποχή του», εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1971.
– Cavafy.
– Poem Hunter.