Του Γιώργου Λεκάκη
Το ξακουστό καϊνάρι είναι είδος ζεστού τονωτικού ροφήματος, του
οποίου η συνταγή περιλαμβάνει διάφορα μπαχαρικά, αλλά παραμένει «κρυφή».
Η προέλευσή του έρχεται μάλλον από την παναρχαία ελληνική πόλη των
Αδάνων, στα βάθη της Μικράς Ασίας[1],
όπου ήταν γνωστό για τις θεραπευτικές του ιδιότητες. Η τουρκική λέξη kaynar
σημαίνει «κάτι που βράζει», βραστό ή πράγμα που κοχλάζει[2]
και αντλεί την ετυμολογία της από το ελληνικό ρήμα καίω.[3]
Σήμερα, συνηθίζεται στην Αγιάσο Λέσβου.
Θα το βρείτε σε επιλεγμένα καταστήματα της Λέσβου.
Μοναδική συναρπαστικη γεύση.
Τρόπος Παρασκευής:
Σε ένα φλυτζάνι του τσαγιού με καυτό νερό ρίχνουμε 1/4 του κουταλιού
του γλυκού καϊνάρι.
Το ανακατεύουμε και προσθέτουμε μέλι ή ζάχαρη… και είναι έτοιμο.
Συστατικά:
Κανέλλα, γαρύφαλλο, πιπερόρριζα, πιπέρι, μοσχοκάρυδο, κάρδαμο.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης “Λεξικο των παραδοσεων”. Γ. Λεκάκης “Η αγνωστη Μικρα Ασια”. Γ. Λεκακης “Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις”. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.9.2023.
[1] Υπάρχουν πολλά χωριά στην Μ.
Ασία με το όνομα Kaynar: λ.χ. το Münik ή Münük της Görele Κερασούντος / Giresun
Πόντου και στο Çamoluk της ιδίας επαρχίας. Στην Onikişubat της επαρχίας Γερμανικείας
/ Maraş > Kahramanmaraş.
Στην Αριαράθεια – νυν Pınarbaşı της επαρχίας Καισαρείας Καππαδοκίας, κ.ά.
[2] Στην αργκό σημαίνει ό,τι εξαιρετικής
ποιότητας και την νεαρής ηλικίας γυναίκα, που ξεχωρίζει για την εξαιρετικής
ποιότητας κάλλος της.
[3] Καίω, αττ. κάω < καFύω > ρ.
καυ- > καῦμα, καῦσος, καύσων, καυνάρ, κλπ. αορ. ἔκηα (< ἔκηFα), κηώδης = αρωματικός,
από το αρωματικό ξύλο που έκαιαν (< κηFώδης > καφές), κ.ά.
> (το) καυνάκιον / (η) καυνάκη /
(ο) καυνάκης / (η) γαυνάκη > υποκορ. καυνάκιον (το) = αρχαίο παχύ επανωφόριον / πανωφόρι, που ζέσταινε
πολύ, πυκνός μανδύας, χλαίνα, σισύρα, περσικής ή
βαβυλωνιακής κατασκευής, συνήθως πορφυρούν, βαρβαρικόν φόρημα, στρώματα ή
επιβόλαια ετερομαλλή – βλ. Αριστοφ. Σφ. 1137. Ησύχ. Ζωναρ. Αρρ. Ανάβ. 6.29,8,
Πολυδ. Ζ΄,59, Casaub. εις Αθήν. 622C.
Καίω = βάζω φωτιά σε κάτι,
καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω, εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία, πυρπολώ,
καυτηριάζω, ζεματίζω κ.ά.