βάπτω,
βαπτίζω = βουτώ, βυθίζω σε οποιοδήποτε υγρό, επιχύνω, καταβρέχω, λούω, πλένω,
καθαρίζω, αντλώ, πνίγομαι, χρωματίζω, αλείφω, γανώνω, βερνικώνω,
μαλαμματοκαπνίζω, γεμίζω, βουλώνω.
Η ρίζα βαπ-,
βαφ- προέκυψε εκ της προγόνου της ελληνικής γλώσσης, της λέξης της γραμμικής β΄
po–ni–ki–jo >
φοινίκιο = το πορφυρό, που κατέληξε στους τραγικούς να σηματοδοτεί το αιμάσσον,
το αιματοβαμμένο.
Το βάφω <
βάπτω προκύπτει εκ του ρ. βω > βαίνω[1], γιατί «τρόπον γαρ τινα
βαίνει κατά του υποκειμένου το δευσοποιόν[2] χρώμα». Εκ του βάπτω το
επιβάπτω / βαπτίζω ή/και βιπτάζω[3], που σημαίνει βυθίζω, αλλά
και πλένω, λούζω. Το βαπτίζω συντάσσεται με αιτιατική. Όταν βυθίζω / βάπτω ένα
αντικείμενο (εννοείται πάντα σε υγρό), το βλάπτω κιόλας (γι’ αυτό και
υπεισέρχεται το υγρό «λ»). Αλλά και για να βάψω, πρέπει να βράσω.
Από την
πρωτο-ελληνική γραμμική β΄ και πάλι και η λέξη po–pu–re–je = (οι) πορφύρες.
Στις
«Αίθουσες της Πορφύρας» των μυκηναϊκών ανακτόρων γεννήθηκαν οι βασιλείς, εξ ου
και πορφυρογέννητοι, παράδοση που
εξακολούθησε και το Βυζάντιο. Όσα βάπτονταν από την πορφύρα της αλός ήσαν αλίβαπτα.
Ο άναξ και η άνασσα φορούσαν το πορφυρούν φοινίκιο (βαθυκόκκινο*), που προσέδιδε
κύρος και μεγαλοπρέπεια. Γιατί το φοινίκιο το παρατηρείς πάντα, το βλέπεις. Δεν
περνά απαρατήρητο. Το φοινίκιο είναι φανερό.
Σαν τον φανό που αναδίδει φωτιά, δηλαδή φάος. Πορφυρούν το πυρ (> purple = μωβ). Και με την θέρμανση προκαλούσαν
βαφή (εθερμάνθη = εβαπτίσθη). Ο άνθρωπος όταν θερμαίνεται, όταν έχει πυρετό,
είναι κόκκινος.
Η Κλυταιμνήστρα υποδέχεται τον Αγαμέμνονα φορώντας αυτό που λέμε σήμερα μπούστο / μπουστάκι. |
ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκη “Ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές”.
πρώτο κόκκινο χαλί που απλώθηκε στον
κόσμο για να υπαντήσει άνακτα, απλώθηκε από την Κλυταιμνήστρα, στην υποδοχή του
νικητή Αγαμέμνονα! «Να μου βγάλουν τα πέδιλα, τώρα που πατώ τις πανάκριβες
πορφύρες, για να μην τις φθείρω», είπε ο άνακτας. Κι η άνασσα απάντησε: «Μην
ανησυχείς, υπάρχει η θάλασσα που τρέφει διαρκώς νέα κοχύλια πορφύρας, για να βάφουμε τους τάπητες και τα ρούχα μας»[4]… Έκτοτε παντού, όπου
πρόκειται να υποδεχθούν κάποιον επίσημο, σε όποιο σημείο του πλανήτη, στρώνουν
κόκκινα χαλιά…
Απ’ το
φοινίκιο εξάγεται και η λέξη φόνος, από
τον οποίο πετάγεται βαθυκόκκινο αίμα. Από έναν φόνο προκύπτει βαθύς πόνος.
Η πορφύρα
ευρίσκεται στον βυθό, στο βάθος της θάλασσας. Γι’ αυτό και βύπτω
σημαίνει βαπτίζω δηλ. βυθίζω («εις όξος εμβαπτόμενος»). Βάπταισμα (>
βάπτισμα) ονομάσθηκε και το μυστήριο της χριστιανικής θρησκείας, επειδή – στα
ελληνικά – προκύπτει από το βάπτω (= πλένω, καθαρίζω) το πταίσμα. Ο τόπος όπου
γίνεται το βάπτισμα καλείται βαπτιστήρ / βαπτιστήριο και αρχικώς ήταν φυσικός
(ποτάμια, λίμνες), μετά τεχνικός (δεξαμενές) και εν τέλει οι γνωστές σε όλους
κολυμπήθρες στις εκκλησίες. Αβάπτιστος είναι αυτός που δεν βυθίζεται, όπως ο
φελλός. Από τα προϊόντα του βάθους, τις πορφύρες δηλαδή, προκύπτει η βαφή. Ο βαφεύς (ο βάπτης, η
βάπτρια) είναι αυτός που ποιεί κάτι φαιό («παρά το φαιό βάπτω»). Το εργαστήριό
του καλείται βαπτηρία και βαπτήριο. Ο χρησιμεύων στην βαφή λέγεται βαπτικός.
Γναφεύς αυτός που λευκαίνει τα ιμάτια και κναφεύς αυτός που ξύνει
και βάπτει τα δέρματα.
Οι αρχαίοι
μας έλεγαν «εάν μη βαπτίσωνται ουκ εσθίουσι». Σήμερα ο λαός μας εξακολουθεί να
το λέει πιο απλά: «Εάν δεν βρέξεις τον κώλο σου ψάρι δεν τρως».
«Χαλκού
βαφαί» οι βαφές με κόκκινο αίμα που προξενούσε το χάλκινο φάσγανο στο σώμα του
θύματος. «Εν σφαγαίσι βάψασα ξίφος»[5] και «φάσγανον σαρκός έβαψεν»[6]. Έτσι και βυθιζόταν το
φάσγανο στο σώμα σου, την… έβαψες
(την εσθήτα σου), φράση που έμεινε από τα αρχαία χρόνια έως σήμερα, για όποιον
είχε κακή τύχη: «Ξίφος έβαψεν»[7] ή «βαπτισθέντος του
ξίφους», κλπ.…
Γι’ αυτό το
βάφω σχετίζεται κυρίως με το πορφυρό, το κόκκινο, που μας παραπέμπει στο χρώμα
του αίματος, το σχεδόν μαυροκόκκινο[8] (καταβάπτω = κατερυθραίνω,
ποντίζω): Γι’ αυτό είναι κόκκινα τα ενδύματα:
– του άνακτος («βαπτόν ιμάτιον»),
– του αυτοκράτορος,
– του ανθυπάτου,
– των νυμφίων («για να φαίνονται»),
– το ράσο του
καρδιναλίου,
– το σήμα του Ερυθρού Σταυρού, της Ερυθράς Ημισελήνου,
– της όποιας
επανάστασης, της εξουσίας, κόκκινο
και
– το νόμισμα ισχύος, το φοινίκι[9].…
Το βάπτειν
την τρίχα ελέγετο και αφέψειν (έψω = βάφω τις τρίχες). Ο ζωμός από
βρασθείσα εντός ύδατος φυτική ουσία, καλείται αφέψημα. Αφέψω
(ιων. απέψω) σημαίνει καθαρίζω δια βρασμού, λαγαρίζω, εξατμίζω. Όταν βράζεται
φαρμακευτική ουσία, γίνεται αφέψησις.
Το βάπτω
ανάλογα του χρώματος και του αντικειμένου που έβαφε κανείς λεγόταν:
– ερεύθω (>
ερευθός, ερυθρός),
– μηλωθρώ (= βάφω κάτι σαν το ώριμο μήλο,
ρούσιο(**), βαθυκόκκινο),
– σταρώ (> σταράτος = ο σιτόχρους),
– φοινίττω / φοινίσσω / φοινίξω (= το βάφω φοινό > φοίνο > φίνο = το τέλειο, το
καλοκατεργασμένο, γιατί αυτό ήταν το τέλειο χρώμα), κλπ.
αλλά και
– κνάπτω, λογγεύω, φαρμάσσω.
Όσα βάφονταν με χολή
ήσαν χολοβάφινα. Ένα είδος βοτάνης ελέγετο βύσσος (> βύσσινο) και τα εξ αυτής
βαπτόμενα υφάσματα βύσσινα (τα υποκίτρινα, τα μεταξένια). Από ένα άλλο είδος
βοτάνης, την κάλχη (> χάλχη, χάλκη), τον κοχλία της πορφύρας, έβαφαν
επίσης πορφυρά τα ιμάτιά τους.[10] Υπήρχε και η ρίζα έγχουσα,
ένα ερυθρό ψιμμύθιο, με την οποία έβαφαν ερυθρά τα πρόσωπά τους οι γυναίκες.
Τέλος, από μια πόα με το όνομα βατραχείο έφτιαχναν την βατραχίδα, ένα πράσινο
ιμάτιο.
Βαπτός είναι ο βουτηγμένος, ο βαμμένος,
ο χρωματισμένος ή αυτός που δύναται να βουτηχθεί. Το βαπτό αντικείμενο έβαζε
χρώμα στην ζωή μας, γι’ αυτό και ελέγετο άνθινο ή ανθηρό («άνθινος
χιτών»). Τα βαπτά έρια ελέγοντο και κάλλη, όπως κάθε πορφυροειδές χρώμα,
γιατί προσέδιδε κάλλος.[11] Κάλλη ελέγοντο και οι
κέραμοι (κεραμίδια), ως κόκκινα. Από αυτήν την ελληνική λέξη οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είπαν
καλαϊνόν (ή καλλάινον) το σχετικό χρώμα.
Το βαπτό
στρώμα ελέγετο ρέγος / ρήγος[12] (ρέξαι το βάψαι και
ρηγεύς ο βαφεύς). Ο Οδυσσεύς «ρέζει τι χρώμα» = βάπτει.[13] Τα ρήγεα ήταν τα
βεβαμμένα ιμάτια. Εξ αυτού και ο ρήγας, που δύναται να φορά τα πορφυρά
ενδύματα, όπως ο άναξ.
Όλα όσα
βάφονταν με πορφύρες ήταν khro–sta = χρωματιστά. Από το «χρω το βάπτω»
(μεταχειρίζομαι την βαφή, βάφω), προκύπτει η λέξις χρόα, απ’ την οποία
προκύπτει το χρώμα (λέγεται και βαπτηρία, βαπτήριο). Η βαφή λέγεται και χρώσις / κατάχρωσις (“είσαι κάτωχρος”) και τα χρώματα βάμματα (τα βάπτρα). Και ένα πρώτο χρώμα είναι το ωχρό (ο
ώχρος > η ώχρα). Χρωματίζω σημαίνει και γέλγω (> yellow). Το ξανθό
το έλεγαν θάψινο, από το ξύλο της θάψου, με το οποίο το έβαπταν και με
το οποίο ξάνθαιναν τα μαλλιά της κεφαλής τους.[14] Γι’ αυτό και ο ποταμός
παρά του οποίου φύεται αυτό το ξύλο, εκαλείτο Θάψος, ενώ υπάρχει και ρίζα
θαψία. Το να βάφει κανείς ξανθές τις τρίχες του (εξανθίζω > εξάνθημα) ήταν
σύνηθες και οι Λάκωνες θεωρούσαν ότι τις κοσμίζει. Τις τρίχες τους έβαφαν και
οι ιερείς και οι θιασώτες της θεάς Κοτυττούς[15], οι λεγόμενοι Βάπτες, οι
οποίοι εφυκιασιδώνοντο (> φκιασιδώνονταν, επειδή κύριο συστατικό γι’ αυτό ήταν
τα φύκια).[16]
Αργότερα όμως βάπται ελέγοντο οι θηλυνθέντες «οίτινες φτυασιδόνουσι κόμην και
πρόσωπον».
Από το «χρω
το βάπτω», προκύπτει και το χρώζω, που σημαίνει χρωματίζομαι από το αίμα, αλλά
και μολύνομαι από αυτό, απόδειξις ότι οι αρχαίοι Έλληνες εγνώριζαν ότι το αίμα
μολύνει.
ΠΗΓΗ: περιοδικό ΟΔΕΓ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, Ιανουάριος, 2007.
[1] Όπως από το ρ. θω προκύπτει το
θάπτω. (AB, Sym. 31, EM 46, Etym. Gud. b 27. Orio).
[2] δεύσις, η = βαφή με ανεξίτηλα
χρώματα.
[3] Σώφρων, Επίχαρμος (fr. 175
Kaibel).
[4] Αισχ. «Αγαμ.» 945.
[5] Αισχ. «Πρ.» 863.
[6] Ευρ. «Φοίν.» 1.577.
[7] Αισχ. «Χο.» 1.011.
[8] Το βάπτεσθαι οι Αττικοί το
έλεγαν και μελαίνεσθαι και φοινικούν το μέλαν.
[9] Κόκκινο φοινίκι (pfennig) ήταν και η
υποδιαίρεσις του γερμανικού μάρκου, στα σύγχρονα προ-ευρώ χρόνια.
[10] Εξ αυτής της βοτάνης
ονοματίσθηκε και ο μάντης Κάλχας, γιατί εμάντευε τα βαθειά. Αλλά κάλχη έλεγαν
και τον κοχλία ή την έλικα του ιωνικού κιονόκρανου, που σε πάρα πολλές
περιπτώσεις ήταν βαμμένος βαθυκόκκινος.
[11] Γι’ αυτό έλεγαν κάλλαια τους
πώγωνες των αλεκτρυόνων > κάλλαια > τσάλλαια > τσαλιά, τσαούλια (στην Θεσσαλία).
[12] Έτσι έλεγαν και τον τάπητα, ίνα
τον ξεχωρίζουν από τα έρια – Ωρίων γραμμ.
[13] Επίχαρμος.
[14] Sapph. frg.
210 L.–P.
[15] Θρακική θεότης, ομοία με την
Κυβέλη, και με όμοιες άγριες ακολασίες λατρευομένη, από Έλληνες και Ρωμαίους,
ιδίως στην Κόρινθο. Οι εορτές αυτής εκαλούντο Κοτύττια και οι ιερείς της Βάπτες,
ένεκα των σε αυτές τελουμένων καθάρσεων.
[16] Συνεσ. Φαλάκρ. εγκ. 85.
(*) κόκκινος < κόκκος (λόγω της χρησιμοποιήσεως κόκκων ως βαφικής ουσίας), κούκι, φοίνιξ, ύσγινον, άλικος > λατ.
coccineus > scarlet, escarlata, κλπ. > σκαρλάτος.
(**) Ρούσιο < ρούσης (= κοκκινοτρίχης), ρούσικο (“το παιδί το ρούσκο, το ξανθομαλλούσικο”), ρωσία ρώσος, ρώσοι, ρήσος (και ο Ρήσος βασιλιάς της Θράκης), αλλά και η ομάδα αίματος ρέζους rhesus.