Του Γιώργου Λεκάκη
Το συνθετικό ερι-, όταν
προστίθεται μπροστά από επίθετα, επιτείνει το περιεχόμενο και την έννοια της
λέξεως που έπεται…
Έτσι ο ἐρίμυκος (‑ον) είναι ο εκβάλλων δυνατό
μυκηθμό, δυνατό βουητό, ο εριβόας, ο μεγαλόφωνος (ο μεγάλως μυκών)… Καμμιά φορά
αναφέρονται και οι θεοί ως ερίμυκες.
Διότι,
μύκος, μυκηθμός, μύκημα, μύκησις (ρ. μυκάομαι / μυκώμαι, μύζω, μύγιω, μυκώ >
μυκώμενος) είναι η βοή βοών, φωνή των βόων / βοδιών, των ταύρων και γενικά των βοοειδών,
αυτό που λέμε μούγγρισμα… Παραπλήσια του μυκηθμού ήταν η βούμυκος βοή[1]…
Κι αυτό γιατί είναι φωνή που εκβάλλεται / εκφέρεται από τους μυκτήρες (τα
εκατέρωθεν της ρινός τμήματα > μύτης)[2].
Αλλά
επί αψύχων είναι ο υπόκωφος ήχος των κυμάτων, γενικώς η υπόκωφος βοή, η
αντήχηση, ο τριγμός, η βοή του σεισμού, ο κρότος της βροντής… «Πύλαι μύκον
ουρανού» = ήχησαν (Ομ. «Ιλ.» Ε)… Ερίμυκος
η βοή του τυφώνα, της βροντής…
Ερίμυκος, ερίδουπος (>
ερίγδουπος)…
Ερίμυκος και ερύγμηλος, ο φωνητικός.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ, ΕΔΩ.
Ερίμυκος ημέρα ήταν η 8η
εκάστου μηνός, η οποία ήταν αφιερωμένη στον Ενοσίχθονα Ποσειδώνα. Θυσίαζαν
κάπρο και βου (βλ. Ησίοδ., Πλούτ.).
![]() |
| Ο Ευρώτας και η Λακεδαιμονία, σε αρχαίο ψηφιδωτό, του 4ου αι μΧ, που ευρέθη στην Αντιόχεια της Ανατολίας. |
Εριμύκους έλεγαν κάποιους
ορμητικούς ποταμούς. Τον ποταμό Ευρώτα της Λακωνίας τον έλεγαν και Βώμυκο,
γιατί ο ήχος του έμοιαζε τρομακτικός, σαν τον μυκηθμό… Εκεί που «μύκησαν» οι
Γοργόνες, καταδιώκουσες τον Περσέα, το μέρος αυτό ονομάσθηκε Μυκάλη[3], στην
ιωνική ακτή έναντι της Σάμου, όπου το Πανιώνιον, θρησκευτικό κέντρο και έδρα
του κοινού των Ιώνων, με σημαντικό ιερό αφιερωμένο στον Ελικώνιο Ποσειδώνα,
προς τιμήν του οποίου διοργανώνονταν εορτές από τους Ίωνες, τα Πανιώνια (βλ.
Ηρόδ.)… Εκεί που «εμυκήσατο η βους» για την κτίση των Θηβών Βοιωτίας, κατά
χρησμόν του Απόλλωνος, ο τόπος ονομάσθηκε Μυκαλησσός… Όσοι κατέβαιναν στο
Τροφώνιον άντρον αισθάνονταν τους μυκηθμούς (των βοών) και γι’ αυτό προσέφεραν
βου, δηλ. ένα είδος πλακούντα (άρτο) σε σχήμα βοδιού… – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ.Λεκάκης «Οι 88 πόλεις της αρχαίας Βοιωτίας».
Η λέξη ἐρίμυκος απαντάται το
πρώτον τον 8ο π.Χ. αιώνα. Για «εριμύκους βους / βόες» μιλά ο Όμηρος. Στην
δε ελληνική γραμματεία συναντάται 47 φορές.
Τέλος, το ελληνικό ρήμα
μυκώμαι έδωσε λέξεις για τα… μουγγρητά των ξένων: Mugir, muggire, mugghio, mugio, mugissement, mugido, muhen, κλπ.
ΠΗΓΗ: TLG. Μέγα Ετυμ. Λεξ.
Δημητράκου. Γ. Λεκάκης «Ταξείδια με τις λέξεις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 2.6.2021.
[1] Οι Έλληνες είχαν άλλη λέξη για την φωνή κάθε ζώου: Λ.χ. γρύλισμα / γρυλισμός η των χοίρων / υών, γρύλλισμα των γρύλλων, βληχή των
προβάτων, μηκή των ελαφιών και των αιγών, χρεμετισμός των ίππων, φρύαγμα των ίππων και
ημιόνων («η δια των μυκτήρων άγρια ηχή»), ωρυγή των λύκων, κλπ.
[2] Εκ των μυκτήρων > η μύξα, το μυκόνιο (το γλισχρό)
> μυκώνιος γείτων = ο γλισχρός γείτονας, κλπ. Αλλά και η Μύκονος, διότι εκεί
πάντα φυσά, σαν από τους μυκτήρες βοών. Ακόμη και σήμερα είναι γνωστή ως «νησί
των ανέμων»…
[3] Πριν ελέγετο Μελία, ίδρυμα των πρωτοελλήνων Καρών.
