Τα αναστενάρια: Από τους ορφικούς στους χριστιανούς
ΚΕΙΜΕΝΟ – ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ του Γιώργου Λεκάκη
Η πρώτη σχετική αναφορά αναστενάρηδων (χωρίς να ονομάζονται έτσι βέβαια) ανάγεται στους μυθικούς χρόνους της Ιφιγένειας. Οι ιερείς της Αρτέμιδος Ταυροπόλου[1], κατά τον Στράβωνα, βάδιζαν με γυμνά πόδια και πάταγαν πάνω σε ανθρακιά, χωρίς να αισθάνονται πόνο.
Τα αναστενάρια[2] είναι θρακιώτικη γιορτή, που σήμερα τελείται από πρόσφυγες:
- στο Λαγκαδά[3] Θεσσαλονίκης,
- την Μελίκη[4] Ημαθίας,
- την Μαυρολεύκη[5] Δράμας και
- την Αγία Ελένη[6] Σερρών,
- Περιστασιακά γίνονται και σε άλλες περιοχές, όπως στο συνοικισμό Μετέωρα Θεσσαλονίκης, κ.α.
Πάντα σταθερά την ημέρα εορτής Κωνσταντίνου και Ελένης.
Πρόκειται για μια γιορτή πυροβασίας, με καθαρτικό νόημα.
Ιστορικά
Η παράδοση λέει, ότι επί εποχής (Μέγα άγιου) Κωνσταντίνου (306-337) οι ορφικοί (> ορφανοί) υπήκοοί του τελούσαν προς τιμήν του τα ορφικά μυστήρια. Αυτά ήταν θρησκευτικά μυστήρια, που ο ίδιος ο αυτοκράτορας τους επέτρεψε τα συνεχίζουν ελεύθερα να τελούν. Ετσι και μετά το θάνατο και την αγιοποίησή του, οι πιστοί του συνέχισαν να τελούν στη μνήμη του αυτές τις γιορτές, στα ονομαστήρια του άγιου αυτοκράτορα.
Την πρώτη ζωντανή εικόνα μας δίνει ο Νικήτας Χωνιάτης[7] (1155/7-1217), ο οποίος τα αναφέρει με τον λαϊκό όρο ψυχάρια. Λέει, λοιπόν, σχετικά, όταν γράφει για δυο Βούλγαρους επαναστάτες, τον Πέτρο και τον Ασάν, στα τέλη του 12ου αι., “πολλούς των δαιμονοπλήκτων εξ εκατέρου γένους, αιμωπούς και διαστρόφους τας κόρας, λυσιχαίτας, και τάλλα ακριβώς διασώζοντας, οπόσα οι τοις δαίμοσι κάτοχοι διαπράττονται”.
Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης (1803) μαρτυρεί εικονοφορία και ταυτόχρονη ορειβασία εκστασιαζόμενων, αλλά όχι στην πυροβασία των αναστεναριών[8].
Περιγραφή του φαινομένου και ο Πέτκο Σλαβέικοφ (1866), έχοντας κάνει αυτοψία στα χωριά Ματσουρά[9] και Κωστί[10] και λίγο αργότερα ο Αν. Χουρμουζιάδης (1872/3)[11], πάλι με αυτοψία στο Κωστί. Το 1904-06 επιτόπια έρευνα στο Κωστί και τα γύρω χωριά έκανε και ο Βούλγαρος λαογράφος N. Arnaudoff (1917, 1914, 1961).
Το έθιμο ετελείτο ως το 1922 στα χωριά της περιφέρειας Αγαθούπολης και Βιζύης[12] της Βορειοανατολικής Θράκης.
Τα ελληνικά χωριά Αγαθούπολης Ρέσβι, Γαλαζάκι, Προβίδο[13], Κωστί, Πυργόπλο – χωριά που όταν τα επισκέφτηκε ο Χουρμουζιάδης διαπίστωσε ότι “γλώσσαν την ελληνικήν λαλούσι, κατ’ ιδιάζουσαν προφοράν εν παρατεταμένη φωνή και πλείστας αρχαιοτάτας λέξεις διασώζουσαν” – και τα βουλγαρικά Βούργαρι[14], Μούρτσοβο και Γραμματίκοβο[15] ήταν “αποκλεισμένα” σε μια κοιλάδα, την Κιορ Καζά (= Τυφλή Επαρχία), με μητρόπολη την Σωζαγαθούπολη (πλην του Πυργόπλου), που έκανε δύσκολη την επικοινωνία τους με τους άλλους. Παρά το βουλγαρικό έδαφος, όμως, “οι χοροί των αναστεναριών περιορίζονταν αρχικά μόνο από Ελληνες, αλλά μεταδίδονταν συστηματικά και αφομοιώνονταν συνεχώς από τους Βούλγαρους αποίκους των περιοχών αυτών” λέει ο Arnaudoff.
Στη Βιζύη τα χωριά αυτά ήταν ο Σοργάς, ο Αη Γιάννης, η Ματσουρά, η Πλέτσα, ο Αγιος Στέφανος, ο Πινακάς και ο Αη Γιώργης (Εβρενί) και το Αφκάρι της επαρχίας Αδριανούπολης[16].
Όλα τα παραπάνω χωριά ποτέ δεν φημίστηκαν για τις γεμάτες πιστούς εκκλησιές τους. Ακόμη και τα Χριστούγεννα, οι ντόπιοι ξυπνούσαν πρωί, διασκέδαζαν, έτρωγαν χριστόψωμο, αλλά μέσα στο ναό δεν ζύγωναν.
Στην αρχή η γιορτή δεν σχετιζόταν μόνο με τη λατρεία του αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, αλλά και με άλλους άγιους, κυρίως την αγία Παρασκευή[17], τον άγιο Παντελεήμονα και τον προφήτ’ Ηλία. Ακόμη και σήμερα, σε μερικές περιοχές γίνεται πυροβασία ανήμερα της γιορτής του αγίου Παντελεήμονα.
Το τελετουργικό
Αρχικά οι γιορτές ξεκινούσαν στις 2 και τελείωναν στις 22 Μαΐου.
Την πρώτη ημέρα τα κορίτσια (και οι γυναίκες) παίρνουν την εικόνα του αγίου Κωνσταντίνου, την πηγαίνουν έξω απ’ το χωριό, καθαρίζουν το χώρο γύρω από το αγίασμα διορθώνουν το ξύλινο παράπηγμά του, ανάβουν κεριά, θυμιατίζουν, νίβονται στο αγίασμα, ρίχνουν νομίσματα στο νερό, χορεύουν και επιστρέφουν στο χωριό.
Την τελευταία Κυριακή, πριν την 21η Μαΐου, όλα τα χωριά συγκεντρώνονταν στο Τριπόρι, στο φαράγγι του Βλάχοβου, όπου κάθε μια από τις πηγές του ανήκε και σε κάθε ένα χωριό, την οποία και έκανε αγίασμά του. Οι κάτοικοι των χωριών συγκεντρώνονταν με πομπή[18], με τη συνοδεία μουσικής. Οι άντρες θυμιάτιζαν συνεχώς τους συνεορταστές, οι οποίοι κρατούσαν ειδικές φορητές[19] στολισμένες[20] εικόνες των αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, τις οποίες ονομάζουν παππούδες και χάρες[21]. Ειδικά του αγίου Κωνσταντίνου ονομάζεται “αναστενάρικο εικόνισμα του αγίου”. Της δε αγίας Ελένης ειδικά, εικονίζει την αγία με ζωσμένο φόρεμα, το οποίο ανασηκώνει λίγο με το χέρι της, και προβάλλει το πόδι της, σαν να χορεύει[22]. Τις εικόνες αυτές τις θεωρούν κληρονομιά του άγιου. Οι σημερινές σωζόμενες αναστενάρικες εικόνες δεν είναι παλαιότερες του 1833 και ζωγραφισμένες με πολύ χονδροειδή τρόπο, λέει η βυζαντινολόγος Ά. Χατζηνικολάου. (Οι εικόνες αυτές φυλάγονται στα κονάκια[23] και θεωρούνται ιερές. Ειδικά στο κονάκι του αρχιαναστενάρη, το μεγάλο κονάκι, δεν μπαίνει κανείς).
Κάθε οικογένεια έφερνε μαζί της ένα αρνί, ψωμί και κρασί.
Στο Τριπόρι, λοιπόν, “εκεί που χόρευε και η γης”[24], όπως θυμούνται οι παλιοί, καθάριζαν τα αγιάσματα. Ο κάθε παπάς έκανε αγιασμό στο άγιασμα του χωριού του. Εκεί υπήρχε και για κάθε χωριό κι ένα πρόχειρο σπίτι, όπου τοποθετούσαν τις εικόνες του κάθε χωριού. Εκεί ξομολογιόνταν και στον αρχιαναστενάρη.
Αρχιζε το ψήσιμο των αρνιών, τα οποία πρώτα είχε ευλογήσει ο παπάς – ο οποίος έπαιρνε ως αμοιβή την πλάτη και το δέρμα. Ετρωγαν και μετά άρχιζαν οργιαστικό αντικριστό χορό, με λευκά ιερά μαντίλια – τα αμανέτια – τεντωμένα οριζόντια. Οι κινήσεις τους γίνονταν ολοένα και γρηγορότερες, ενώ τα επιφωνήματα που ακούγονταν ήταν το “εχ”, το “ιχ” και το “ουχ”. Το αποκορύφωμα ήταν να έχουν μια ταχύτητα, που λες και είχαν καταληφτεί από μανία. Τότε έπαιρναν τις εικόνες και τις κουνούσαν στον αέρα, σχηματίζοντας το σχήμα του σταυρού. Μετά ορμούσαν στον χορό των χωρικών και πρόσφεραν τις εικόνες για προσκύνημα. Κατόπιν έφευγαν για τα γύρω δάση και γυρνούσαν αργά τ’ απόγεμα, εξουθενωμένοι πια, στα σπίτια τους.
Καμιά φορά τους πιάνει το γούστρελο, νομίζουν δηλαδή ότι βλέπουν βρικόλακες. Τότε βάζουν τρία αγκάθια στα χείλια τους και βγαίνουν όλοι μαζί και κυκλώνουν μια αγέλη. Καταδιώκουν τον βρικόλακα που βλέπουν, ακόμη κι αν αυτός μπει μέσα στο νεκροταφείο. Τότε ανοίγουν τάφους και κατακαίουν σε μεγάλες φωτιές τους νεκρούς. Ετσι πιστεύουν ότι σταματούν την επιζωοτία[25].
Σ’ αυτήν την προετοιμασία αναδεικνύονταν και οι νέοι αναστενάρηδες, οι νεόφυτοι[26]. Ανάμεσα στους χωρικούς που χόρευαν, κάποιος ή κάποιοι καταλαμβάνονταν από “οργιαστικό ενθουσιασμό”. Ελεγαν τότε οι άλλοι ότι “τους έπιασε ο άγιος”, ή ότι “τους εγκαλούσε η εικόνα”. Οπως και νάχει, οι “νεοδαιμονισμένοι” άρχιζαν ξαφνικά να τρέχουν, να βγάζουν αφρούς απ’ το στόμα, να αγριεύουν, μ’ αποτέλεσμα να τους έπιαναν σπασμοί και να λιποθυμούσαν. Τότε οι άλλοι χωρικοί, τους θυμιάτιζαν μέχρι να συνέλθουν και μόλις συνέρχονταν, έπαιρναν μια εικόνα και τρέχανε κι αυτοί στα γύρω δάση και βουνά. Ηταν οι νέοι αναστενάρηδες…
Μια εβδομάδα πριν την 21η Μαΐου, όλοι οι χωρικοί συγκέντρωναν ξύλα στην κεντρική πλατεία του χωριού. Και πήγαιναν χρήματα στον αρχιαναστενάρη, ο οποίος μ’ αυτά αγόραζε τον “τέλειο” ταύρο – ηλικίας 3, 5 ή 7 χρόνων[27]. Την παραμονή, με πομπή, αποτελούμενη από τους συμμύστες με τις εικόνες, μουσικούς, άντρες με θυμιατήρια και στο τέλος τον υπόλοιπο λαό, οδηγούσαν το ζώο πίσω από το ιερό της εκκλησιάς και τον έδεναν σε ένα ορισμένο μέρος. Από το απόγιομα μαζεύονταν στο σπίτι του αρχιαναστενάρη. Επιναν πολύ. Μετά πάλι με πομπή έρχονταν στην εκκλησιά. Εμπαιναν μέσα μόνο οι αναστενάρηδες. Ο αρχηγός γονάτιζε μπροστά στα εικονίσματα του Χριστού, της Παναγίας και του αγίου Κωνσταντίνου. Την εικόνα του τελευταίου την έδινε στους αναστενάρηδες και κρατούσε για τον εαυτό του την παλαιότερη.
Μετά πήγαιναν στην πλατεία, όπου είχαν καεί τα ξύλα στην ιερή φωτιά[28] – στην οποία δεν επιτρέπεται να πέσει ούτε ένα σπίρτο, ούτε ένα αποτσίγαρο. Οι αναστενάρηδες έστηναν χορό γύρω από τα αναμμένα κάρβουνα. Πιο ανοιχτά οι υπόλοιποι χωρικοί. Ξαφνικά, ένας-ένας απ’ τους αναστενάρηδες ξέφευγαν από το χορό και πηδούσαν ξυπόλητοι μέσα στα αναμμένα κάρβουνα, όπου χόρευαν για λίγα λεπτά, και μετά ξανάμπαιναν στη σειρά τους…
Αφού τελείωνε κι αυτό, οι αναστενάρηδες επισκέπτονταν τα σπίτια του χωριού, που ήταν έτοιμα να τους φιλέψουν άφθονο φαγί και πιοτό.
Ξαναγύριζαν στην πλατεία, όπου συναντούσαν τους άλλους αναστενάρηδες και πάλι με πομπή (αναστενάρηδες, πολλές φορές οπλισμένοι, και μουσικοί) κινούσαν για το άλλο χωριό. Κανείς δεν μπορούσε να σταματήσει αυτήν την πομπή. Οι αναστενάρηδες του άλλου χωριού τους υποδέχονταν με φανούς και λαμπάδες. Τους φιλοξενούσαν – όπου επίσης επιδίδονταν σε όργια – και κατόπιν επέστρεφαν σπίτια τους.
Ανήμερα του αγίου Κωνσταντίνου, μετά τη λειτουργία, γινόταν η θυσία του ταύρου[29]. να σημειώσουμε ότι απαγορευόταν ρητά η παρακολούθηση της τελετής από παπά άλλου χωριού. Ο παπάς έκανε αγιασμό στο αγίασμα, παρουσία του αναστενάρη, ο οποίος κρατούσε την εικόνα του άγιου. Ο παπάς ευλογούσε τα σφάγια, που ήταν δεμένα στο πίσω μέρος της εκκλησίας[30]. Ο αρχιαναστενάρης έσφαζε τον ταύρο με ένα τσεκούρι. Το αίμα του ζώου έπρεπε να τρέξει προς τα θεμέλια της εκκλησιάς. Επειτα έγδερνε το ζώο, κομμάτιαζε το σφάγιο και μοίραζε τα κομμάτια σε κάθε σπίτι, μαζί με ένα κομμάτι δέρμα, όσο χρειαζόταν να γίνει ένα τσαρούχι.
Ηταν η ημέρα που… ημέρευαν οι αναστενάρηδες. Τότε όμως άρχιζαν οι χωρικοί να σφάζουν πρόβατα και να χορεύουν. Πάλι χορός γύρω απ’ τη φωτιά – όχι μέσα αυτή τη φορά – πάλι επισκέψεις στα σπίτια, εκδρομές στο απέναντι χωριό κλπ. Αυτές οι γιορτές των χωρικών κρατούσαν 8 ημέρες.
Την τελευταία ημέρα, οι αναστενάρηδες επέστρεφαν στο χωριό, πάλι με πομπή, σταύρωναν τους 4 δρόμους του με τις εικόνες και κατέληγαν στο σπίτι του αρχιαναστενάρη, όπου τους περίμενε τσιμπούσι. Αφού έτρωγαν, επέστρεφαν τις εικόνες στην εκκλησιά. Ετσι τελείωνε το πανηγύρι…
Να σημειώσουμε, ότι καθ’ όλη τη διάρκεια των τελετών μπροστά στα σπίτια των αναστενάρηδων κρεμόταν φανάρι που έκαιε συνεχώς[31] – δείγμα ιερότητας του ιδιοκτήτη του σπιτιού.
Σήμερα
Η τελετή σήμερα είναι συντομότερη. Ξεκινάει με τα προεόρτια της 20ής και τελειώνει το βράδυ της 23ης Μαΐου.
Στις 27 κάθε Οκτωβρίου[32] συγκεντρώνονται χρήματα “δι’ αγερμών”[33], για να αγορασθεί ο ταύρος, το μπικάδι[34], στις 18 Ιανουαρίου, ημέρα του αγίου Αθανασίου. Στις 17 Ιανουαρίου, του Αγίου Αντωνίου, γίνεται πυροβασία με άλογα και καβαλλάρηδες στο ισπανικό χωριό Άγιος Βαρθολομαίος.
Την παραμονή, μέσα στο κονάκι γίνεται η αγρύπνια, η προπαρασκευή των μυστών. Ανάμεσα σε εικόνες, κεριά, μανουάλια, λιβάνια στα θυμιατήρια και – καμιά φορά – το μπικάδι με αναμμένα κεριά στα κέρατά του, στέκονται οι αναστενάρηδες αυτοσυγκεντρωμένοι. Μόνο ένα τύμπανο, ταμπούρλο ή νταούλι τσακίζει τη σιγή. Και ξαφνικά, ο πρώτος οιστρόπληκτος αρχίζει να βγάζει επιφωνήματα. “Τον πιάνει τότε ο άγιος” και αρπάζει μια εικόνα και με χορευτικά θα έλεγε κανείς βήματα την γυροφέρνει σ’ όλους να την ασπαστούν.
Η κύρια εκδήλωση ξεκινάει το πρωί στο αγίασμα της αγίας Ελένης.
Οι πανηγυριστές μεταφέρουν απ’ το κονάκι του αρχιαναστενάρη τις “χάρες” και τους “παππούδες” και τις τοποθετούν σε πρόχειρα εικονοστάσια.
Στην Αγία Ελένη, το πρωί της 21ης, μετά τον όρθρο, “λειτουργούνται” οι εικόνες. Οι πανηγυριστές φέρνουν για την αρτοκλασία πέντε άρτους[39], ένα μπουκάλι κρασί, ένα μπουκάλι λάδι και ένα ποτήρι με σπόρους σταριού. Μετά πηγαίνουν στο διπλανό χωριό, με ανοιχτό αυτοκίνητο, να παραλάβουν το μαύρο μπικάδι. Ο βοσκός ασπάζεται το δεξί χέρι του αρχιαναστενάρη, ο οποίος θυμιατίζει το ζώο. Στα κέρατά του βάζουν άνθη με κόκκινη κλωστή. Κάνουν το σταυρό τους, παίρνουν το ζώο και επιστρέφουν στο χωριό τους.
Ανήμερα, οδηγούν το ζώο στο μέρος όπου θα γίνει η τελετή. Θυσιάζουν ένα πρόβατο ή ταύρο[40], που προηγούμενα είχαν στολίσει με κορδέλες, στεφάνι από λουλούδια και αναμμένα κεριά – τα ψυχοκέρια – στα κέρατά του, ενώ ο παπάς κάμει αγιασμό[41], ψάλλοντας ειδική ευχή θυσίας.
Οι καμπάνες χτυπούν. Χύνουν το αίμα του ζώου στα θεμέλια της εκκλησίας. Το κρέας και το δέρμα του μοιράζεται στα σπίτια του χωριού, που ευνόησε τον περασμένο χρόνο ο κλήρος[42]. Η κρεονομία[43] συνοδεύεται από μουσική, παιγμένη από αυλό και λύρα. Μετά το ζώο θάβεται σε λάκκο που έχει προηγουμένως υποδείξει ο αρχιαναστενάρης. Ο λάκκος αυτός βρίσκεται συνήθως κάτω στις ρίζες δένδρου, ή στα θεμέλια του ναού ή στο αγίασμα. Στη μια πλευρά του λάκκου καίει ένα ψυχοκέρι, στην άλλη τοποθετούν ένα δοχείο με αγιασμό. Το ζώο θάβεται με το κεφάλι προς τα πάνω και πάντα προσέχουν το αίμα του να ποτίσει τη γη. Υπάρχει πάντα συνοδεία μουσικής.
Το απόγιομα κάθονται σιωπηλοί πλάι στο αγίασμα, όπου “τους πιάνει ο άγιος”. Χορεύουν στο ρυθμό ενός νταουλιού[44] και πλένουν το πρόσωπό τους με το αγίασμα. Ξαναπηγαίνουν τις εικόνες στο κονάκι, ενώ συνοδεύει τώρα και η λύρα. Με την πάροδο της ώρας και όσο κρατούν τις εικόνες εκστασιάζονται όλο και πιότερο.
Στην πλατεία του χωριού ανάβουν φωτιά, με δρένια[45] ή πουρνάρια[46], αφού συγκεντρώσουν τουλάχιστον 200-400 κιλά[47] απ΄ αυτά. Απλώνουν τη θρακιά σε κύκλο. Τη φωτιά ανάβουν ειδικοί μύστες, με “τρίμετρο” ραβδί, που κατέχουν το μυστικό κληρονομικά. Μόλις η φωτιά “κάτσει” σε παχιά ανθρακιά ειδοποιούνται οι αναστενάρηδες. Σχηματίζεται η πομπή των αναστενάρηδων. Τώρα το τύμπανο βαράει δυνατά όσο ποτέ άλλοτε. Πρώτος άντρας με άσπρη λαμπάδα και θυμιατό. Ακολουθούν οι οιστρόπληκτοι αναστενάρηδες.
Και τότε συμβαίνει κάτι που συγκλονίζει τους παρευρισκόμενους και διχάζει τους επιστήμονες: Οι εκστασιασμένοι πατούν πάνω στα αναμμένα κάρβουνα, που έχουν μεγάλη θερμοκρασία, με γυμνά πόδια[48], χωρίς να καίγονται![49] Και δεν είναι μόνο το ότι δεν καίγονται μόνο αυτοί. Δεν καίγονται και τα υφάσματά τους που ακουμπούν πάνω στη φωτιά…
Εκείνη την ώρα, λένε, οραματίζονται ότι ο άγιος χύνει με τσότρα[50] νερό στην ανθρακιά κι η αγία χύνει στα πόδια τους δροσερό νερό…
Η αυτοσυγκέντρωση των μυστών εκείνη τη στιγμή είναι στο αποκορύφωμά της. Πολλές φορές έτυχε ο απλός κόσμος που συρρέει να παρακολουθήσει το φαινόμενο, αλλά και τουρίστες – ιδίως ξένοι – να ορμήξουν μέσα στη θράκα και όχι μόνο να κατακαούν, αλλά να διαταράξουν την αυτοσυγκέντρωση των αναστενάρηδων και να χαλάσει η τελετή, γιατί φυσικά οι χορευτές της θράκας δεν μπορούν να ξαναβρούν αυτή τη δύναμη. Τούτο είναι μια τρανή απόδειξη ότι δεν υπάρχει τίποτα μαγικό στην ακαΐα, παρά μόνο η σωστή προπαρασκευή και η δύναμη του νου.
“Θεία μοίρα διδομένη” θα έλεγε ο Πλάτωνας. Οι ίδιοι πάντως θεωρούν την πατρογονική πυροβασία “τάμα” τους στον άγιο, ενώ την ακαΐα “δώρο” και “διαθήκη” του άγιου σ’ αυτούς!..
Με την έκσταση ενώνεται ο θείος άγιος μαζί τους. Και οι αναστενάρηδες ταυτίζονται με τον άγιο, γιατί οι συγχορευτές τραγουδούν:
Αναψε κόσμε τη φωτιά να μπει ο Κωνσταντίνος…
Τραγουδούν επίσης:
Ο Κωνσταντίνος ο μικρός, ο Μικροκωνσταντίνος,
μικρόν τον είχ’ η μάνα του, μικρόν τον ραβωνιάζει,
μικρόν τον ήρθε μήνυμα να πάει στο σεφέρι[51]…
Νύχτα σελώνει τ’ άλογο, νύχτα το καλλιβώνει[52].
Βάν’ ασημένια πέταλα, μαλαματένιες λόθρες,
σελώνει και το βάθιο του με δεκαοχτώ κολάνια[53].
Πήδηξε καβαλίκεψε σαν άξιο παλικάρι
Σαν Αηγιώργης φάνηκε, σαν Αγιοκωνσταντίνος…
Μοιρολογούν ένα παιδί, τον Κωνσταντίνο[54], που κίνησε να πάει για κυνήγι και σπαράχτηκε από τα θηρία:
Ο Κωνσταντίνος κίνησε να πάει για κυνήγι
να φέρει ελάφια ζωντανά κι ελάφια σκοτωμένα.
Το βράδυ ήρθ’ ο πατέρας του και στη γυναίκα λέει:
“Γυναίκα πού ‘ναι το παιδί, ο γιος μας Κωνσταντίνος;”.
“Το έλουσα, το χτένισα και στη μητέρα πάει”.
Δίνει βιτσιά στ’ αλόγου του και στη μητέρα πάει:
“Μητέρα πού ‘ναι το παιδί, ο γιος μου Κωνσταντίνος;
Εχω δυο μέρες να το δω και τρεις να το φιλήσω”.
Δίνει βιτσιά στ’ αλόγου του και στη γυναίκα πάει.
“Γυναίκα πού ‘ναι το παιδί, ακόμα να γυρίσει;
Μήπως το πήρε η ξενιτιά και δεν ξαναγυρίσει;”.
Στις δεκαπέντε του Μαγιού που ανθίζει το λουλούδι
ξύπνησε η Σούσα κι άκουγε ένα πικρό τραγούδι.
“Ονειρο είδα, μάνα μου, πικρό, φαρμακωμένο,
το δόλιο τ’ αδελφάκι μου βαριά βαλαντωμένο”.
“Ονειρο ήταν κόρη μου, όνειρο θα περάσει
το δόλιο τ’ αδελφάκι σου στα ξένα θα γεράσει”.
Μια Κυριακή πολύ πρωί κάποιος χτυπά την πόρτα,
ανοίγει η Σούσα τι να δει, βλέπει τον αδελφό της.
“Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να ξαποστάσεις,
γιατί ‘σαι από την ξενιτιά βαριά βαλαντωμένος”.
“Σούσα, δεν θέλω εγώ νερό, ούτε να ξαποστάσω,
μόν’ θέλω τη μανούλα μου σφιχτά να αγκαλιάσω”.
Κάτω στον Αγιοθόδωρο, στον Αγιοκωνσταντίνο,
πανηγυρίζουν τη γιορτή του Αγιουκωνσταντίνου,
δώδεκα κάτια[55] ο χορός και δεκαοχτώ μπαλαίστρες[56],
λύκος επήρε το παιδί μέσ’ από τις μπαλαίστρες.
Και το παιδί ήταν λωλό, το τέλελα[57] το πιάνει
κι απολογήθηκε και λέει, κι αυτό το λόγο λέγει:
– Γύρισε μάνα γύρισε, στο σπίτι μας να πάεις…
Στο Κωστί λένε και το εξής, για τον Μικροκωνσταντίνο, που φονεύθηκε απ’ την μάνα του κι οι σάρκες του προσφέρθηκαν στον πατέρα του για γεύμα[58]:
Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις και το παιδί θα νάρθει.
Και στο τραπέζι κάθησε και το φαγί του ήρθε.
Και το φαγί πλογήθηκε[59] ‘πό μέσ’ από το πιάτο:
“Αν είσαι σκύλος φάγε με, λύκος κατέλυσέ με,
κι αν είσαι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησέ με”…
Ο Κωνσταντίνος φαίνεται να είναι ο αγαπημένος δημοτικός ήρωας της περιοχής. Γιατί οι καλαντάρηδες τη μέρα των Χριστουγέννων στην Αίνο της Ανατ. Θράκης τραγουδούν ένα δημοτικό τραγούδι, που λέγεται “Ο Κωνσταντάς”, που είναι ένα απ’ τα κόλεντά τους – όπως λένε στη Θράκη τα κάλαντα.
Ο Κωνσταντάς γεννήθηκε τ’ άξιο παλικάρι.
Στο χρόνο έμαθε σπαθί, στο δεύτερο δοξάρι,
στον τρίτο εκαυχήθηκε κανένα δεν φοβάται,
μηδέ Ρωμιό, μηδέ Τουρκό, μηδέ αντρειωμένο.
Ο βασιλιάς σαν τ’ άκουσε πολύ του βαροφάνη.
Τρεις έβαλε τελάληδες στη γη, στην οικουμένη,
ποιος είναι άξιος, γρήγορος, τον Κωνσταντά να φέρει.
Κανείς δεν απλογήθηκε μέσα από το παζάρι.
Ενας κοντός, κοντούτσικος, πρώτος αξάδερφός του:
“Εγώ είμαι άξιος, γρήγορος, τον Κωνσταντά να φέρω!
Δώσ’ μου χιλιάδες από ‘μπρός, χιλιάδες από πίσω,
χιλιάδες απ’ τα πλάγια μου, τον Κωνσταντά να φέρω!”.
Παίρνει χιλιάδες από ‘μπρός, χιλιάδες από πίσω,
χιλιάδες απ’ τα πλάγια του, τον Κωνσταντά να φέρει.
Στο δρόμο που πηγαίνανε Θεό παρακαλούσε:
“Θεέ μου, ας τον εύρισκα στην κλίνη να κοιμάται,
νάν’ το σπαθί του στον σπαθά[60] κι ο μαύρος του στο κείρι”.
Οπως παρακαλούσανε, έτσι πά’ και τον βρήκε
νάν’ το σπαθί του στον σπαθά κι ο μαύρος του στο κείρι
και το λιγνό του το κορμί στην κλίνη να κοιμάται.
“Βρε Κωνσταντά, βρε Κωνσταντά, ο βασιλιάς σε θέλει”.
“Και τι μου κάνει ο βασιλιάς; Και τι με θέλει ο ρήγας;
είν’ το σπαθί μου στον σπαθά κι ο μαύρος μου στο κείρι”.
και το λιγνό μου το κορμί στην κλίνη και κοιμάται”.
Πιάνουν, ράβουν τα μάτια του, εννιά κατιών μπερσίμι[61],
δένουνε και τα χέρια του, εννιά κατιών αλσίδα,
βάζουνε και στην πλάτη του του μύλου το λιθάρι.
Στο δρόμο που τον πήγαιναν πολύ τους παρεκάλει:
“Να μη με πάτε απ’ το τσαρσί[62], μήδ’ απ’ το σταυροδρόμι”.
Εκείνοι δεν τον άκουσαν, τον πάνε στο παλάτι.
Βασιλοπούλα κάθονταν ψηλά στο παραθύρι:
“Δεν σ’ είπα εγώ, βρε Κωνσταντά, πολύ να μη καυχιέσαι
και σαν το μάθει ο βασιλιάς θαρθεί να σε χαλάσει;”.
Ο Κωνσταντάς που τ’ άκουσε πολύ του βαροφάνη.
Βουρκώσανε τα μάτια του, κόβεται το μπερσίμι
τινάζει και τα χέρια του, κόβοντ’ οι αλυσίδες
τινάζει και τις πλάτες του, πέφτει και το λιθάρι.
“Ελα σπαθί μ’ απ’ τον σπαθά και μαύρε μ’ απ’ το κείρι”.
Και το σταυρό του έκαμε, τον μαύρο καβαλκεύει
Στο έμπα χίλιους έκοψε, στο έβγα δυο χιλιάδες
και στο καλό του γυρισμό αμέτρητες χιλιάδες.
Κόβει και του ξαδέλφου του τη μύτη και τ’ αφτιά του.
“Χαιρέτα μας τον βασιλιά, τον πολυχρονεμένο,
αν έχει κι άλλα πρόβατα ας στείλει να κουρέψω”.
Παράλληλα, φωνάζουν: “Τάξτε στον άγιο!”. Οι παρευρισκόμενοι κάμουν τάματα.
Φωνάζουν οι αναστενάρηδες: “Δώστε το άδικο πίσω!”. Οι παρευρισκόμενοι προσπαθούν να θυμηθούν τι αδικία διέπραξαν, για να ζητήσουν επανόρθωση.
“Στάχτ’ να γεν’” ψελλίζουν μέσα απ’ τα χείλια τους, γιατί πιστεύουν πως στη στάχτη θα αποτελειώσουν το κακό πνεύμα. Οι αναστενάρηδες δεν φεύγουν από τη θράκα εάν δεν σβήσουν εντελώς τη φωτιά με τα πόδια τους. Πολλές φορές έχει τύχει να φυσάει, η φωτιά να αναζωπυρώνεται και να προσπαθούν ως τις πρώτες πρωινές ώρες…
Οι αναστενάρηδες προφητεύουν τα μέλλοντα, ρωτώντας την εικόνα του άγιου. Λένε πως κάποτε, πριν εκπατριστούν, είδαν αίματα στα εικονίσματά τους, που έκαναν τον αρχιαναστενάρη να μαντέψει την επερχόμενη συμφορά και το διωγμό. Ο δε Δραγούλης[63] λέγεται ότι μάντεψε προ του 1940 στο μεγάλο κονάκι του “νίκη και συμφορές”.
Μετά την πυροβασία, πιάνονται και με άλλους παρευρισκόμενους και στήνουν χορό γύρω από τη σβησμένη θράκα, ένα είδος συρτού κυκλικού χορού.
Εν τέλει, ο αρχιαναστενάρης, δίνει το σύνθημα του τέλους και της επιστροφής στο κονάκι.
Επιστρέφοντας ξανατραγουδούν:
Πα’ σε πράσινο λιβάδι κάθνταν τρία παλληκάρια
την ημέρα τρων και πίνουν και το βράδυ κάνουν βίγλα[64]
κάνουν βίγλα και βιγλίζουν[65] και βιγλίζουνε τις στράτες[66]
νάβρουν Τούρκο να σκοτώσουν και Ρωμιό να ξεσκλαβώσουν…
Κάτω στον Αγιο Θόδωρο, στον Αγιο Κωνσταντίνο
πανηγυρίτσι γίνονταν τ’ αγίου Κωνσταντίνου
το πανηγύρι ήταν πολύ κι ο κόσμος ήταν λίγος…
Τότε πολλοί περίεργοι ορμούν μέσα στο χώρο όπου ήταν η ανθρακιά και εξετάζουν αν ήταν… αληθινή! Βέβαια, έκπληξη τους προκαλεί το γεγονός ότι ακόμα και στα δυο μέτρα δεν μπορούν να την πλησιάσουν, πριν σβήσει εντελώς η φωτιά. Αλλοι λένε πως οι αναστενάρηδες έχουν στην τσέπη τους δέρμα φιδιού γι΄ αυτό και… δεν καίγονται! Ασε που αυτό δεν το συνάντησα πουθενά, αλλά τι γίνεται με αυτούς που φορούν ρούχα χωρίς τσέπες λ.χ.; Αλλοι λένε ότι πριν απ΄ την πυροβασία βάζουν φωτιά σε λιβάδι με παπαρούνες κι η μυρωδιά αυτού καιόμενου φυτού τους προκαλεί αυτή την έκσταση. Αλλά τότε γιατί τότε δεν “πιάνει” αυτή η μυρωδιά και τους άλλους απλούς παρατηρητές της γιορτής; Υπάρχουν βέβαια και οι “εξυπνάκηδες”, που πιάνουν τα – σβησμένα πια – κάρβουνα με τα χέρια – οι παλάμες είναι σαφώς πιο ανθεκτικές στη μεγάλη θερμοκρασία – και λένε: “Ιδού, δεν καίνε!”. Αλλά όταν τα κάρβουνα ήταν αναμμένα τα κοίταγαν από απόσταση… Η λαϊκή φαντασία σε όλο της το μεγαλείο, που προσπαθεί με το μικρό, αυθαίρετο μυαλό της να δώσει εξηγήσεις σε ό,τι δεν κατανοεί και δεν συλλαμβάνει…
Πολλές φορές, μετά την πυροβασία ορμούν στα γύρω όρη, με μια εικόνα στο χέρι. Εκ πρώτης θα πει κανείς ότι τρέχουν να σβήσουν το καιγόμενο πέλμα τους. Δεν είναι έτσι. Είναι η ιερά ορειβασία[67]. Ξυπόλητοι τρέχουν πάνω από πέτρες και αγκάθια και όταν επιστρέφουν φωνάζουν: “Λευτερώθηκα!”. Πολλές φορές, πάλι, έχουν καταφύγει εκεί οι γυναίκες τους, οι αναστενάρισσες, και τους περιμένουν. Ο Arnaudoff διασώζει ορειβατική πομπή από το Κωστί στο Βούλγαρι, με θυμιατά, λαμπάδες και εικόνες των αγίων, Κωνσταντίνου και Ελένης, και ελληνικά τραγούδια,, ακόμα και από τους Βούλγαρους. Συνόδευαν γκάιντα και τύμπανα.
Μετά, μαζεύονται στο κονάκι όπου τρώνε το θύμα. Πριν σερβιριστεί όμως, μια πιατέλα με σταφίδες και στραγάλια κάνει το γύρο των ομοτράπεζων, οι οποίοι πρέπει να πάρουν με τα δάχτυλα και να φάνε, ενώ μια μπουκάλα ούζο γυροφέρνεται από στόμα σε στόμα, απ΄ την οποία πίνουν όλοι, χωρίς ποτήρια, αλλά απ΄ ευθείας απ΄ το στόμιο του μπουκαλιού. “Ολοι την ίδια αρρώστια έχουμε”, λένε. Μετά μια γυναίκα έρχεται με ένα κουβά και ένα δοχείο νερού και χύνει νερό στα χέρια των συντρόφων. Αυτοί, αφού τα πλύνουν, σκουπίζουν τα χέρια τους σε μια πετσέτα που τους δίνει η ίδια και τώρα πια είναι έτοιμοι να παρακαθήσουν στο γεύμα. Στη Μελίκη φτιάχνουν το κουρμπάνι με μανέστρα με κόκκινη σάλτσα. Συνοδεύεται με ελιές, χοντροκομμένο κρεμμύδι, τυρί φέτα και ψωμί.
Την επομένη η εικόνα λιτανεύεται στο χωριό.
Το πρωί της 23ης οι αναστενάρηδες επισκέπτονται διάφορα σπίτια του χωριού. Τους προσφέρονται σταφίδες[68] και οινοπνευματώδη ποτά. Τρώνε στο σπίτι ενός αναστενάρη, συνήθως του αρχηγού. Στρώνουν στρωσίδια καταγής και ένα μακρυμάντιλο, που περιλαμβάνει “κουκιά”[69], φαγητά με αποκλειστικά προϊόντα της γης[70] και μια ρουφηξιά οινοπνευματώδους ποτού[71]. Τελευταίος πίνει ο οικοδεσπότης και κάνει πρόποση: “Καλή χρονιά! Καλό μπερεκέτ’[72] στα χωράφια μας, να δώσει ο Θεός!”.
Επειτα βγαίνουν σε ορισμένα σημεία του χωριού και στήνουν κυκλικό χορό. Ανάβουν φωτιές στα σταυροδρόμια και τα τρίστρατα, γιατί από εκεί πιστεύουν ότι εισέρχονται τα κακά πνεύματα. Μια άλλη δοξασία λέει, ότι οι αεράιδες[73] στήνουν τα τραπέζια τους στα σταυροδρόμια. Παλιά έστρωναν 3-4 κόκκινα χαλιά. Τραγουδούν τον “Μικροκωνσταντίνο” και μετά οι μουσικοί παίζουν το ρυθμό της “απόλυσης”.
Με το χορό εκστασιάζονται και φεύγουν για τα γύρω βουνά. Αυτή είναι η τελευταία φάση της ανάτασης του οιστρηλατημένου αναστενάρη.
Τη νύχτα της 23ης Μαΐου γίνεται και δεύτερη εκστασιακή πυροβασία – ευλαβή προσευχή και συνάμα θυσία θα την λέγαμε – σε στενότερο κύκλο. Αυτή είναι και η σημαντικότερη πυροβασία γι’ αυτούς. Στροβιλίζονται, για να πετύχουν την ύψιστη ανάταση, τη “δίνηση των θεοφορήτων”, και ψελλίζουν κάτι ακαταλαβίστικες λέξεις, που τις λένε “σούρντικα”[74].
Οι αναστενάρηδες παραδίδουν τις εικόνες στον αρχιαναστενάρη και οι τελετές τελειώνουν.
Ο αρχιαναστενάρης
Οι αναστενάρηδες διοικούνται από τη “Δωδεκάδα”, μια ομάδα από 12 εντεταλμένους ιερουργούς, ανώτατος ιεράρχης των οποίων είναι ο αρχιαναστενάρης. Οι 12 δένονται μεταξύ τους με ιερή σιγή να μην αποκαλύψουν στους ατελέστους τα μυστικά της τελετής. Γι’ αυτό και το έργο κάθε λαογράφου-ερευνητή και μελετητή γίνεται πολύ δύσκολο.
Ο απ’ όλους σεβαστός αρχιαναστενάρης (ενίοτε δε και αρχιαναστενάρισσα) – εκλέγεται με τη σύμφωνη γνώμη όλου του χωριού – θεωρείται κάτι σαν μάγος, γιατρός, προφήτης, εξορκιστής, βροχοποιός, ιεροφάντης, μάντης του χωριού, με την έννοια που είχαν αυτά τα πρόσωπα σε πρωτόγονους λαούς. Εκλέγεται ο “αυστηρότερον και αγιώτερον βίον επιδεικνύμενος” (Χουρμουζιάδης). Δεν μεταβαίνει πολλές φορές στην εκκλησία, παρά μόνο τα Φώτα και του αγίου Κωνσταντίνου. Επίσης δεν μεταλαβαίνει ποτέ.
Οταν δε, προαισθάνεται το θάνατό του, μεταβαίνει στο κοντινότερο δάσο, χαράσσει ένα σταυρό σε κορμό μεγάλου δένδρου και ξομολογείται σ’ αυτό. Εξομολογεί ένοχους, καθαίρει ψυχές, ευλογεί νεόνυμφους, θεμελιώνει σπίτια, κλπ.
Εάν η γυναίκα του πηγαίνει συχνά στην εκκλησία την κατηγορεί ότι έχει σχέσεις με τον ιερέα.
Θεωρεί τον άγιο Κωνσταντίνο σύζυγο και όχι γιο της αγίας Ελένης, την οποία επιπλέον θεωρεί ακόλαστη, γι’ αυτό και επιτρέπει τα όργια της Αφροδίτης στη γιορτή. Είναι εντελώς ψυχρός με τα θεία και αδιάφορος.
Δίνει μεγάλη σημασία στις προλήψεις, ενώ αποδίδει την ευφορία της γης, την ευκρασία των καιρών και τον πολλαπλασιασμό των ζώων τους στην τήρηση των εθίμων τους.
Ως επίλογος
Το περπάτημα πάνω στη φωτιά και το φαινόμενο της ακαΐας αναδεικνύει πραγματικά την πίστη των αναστενάρηδων στις εικόνες και είναι άξιο βαθύτερης έρευνας.
Γι’ αυτό “η τελετή έχει και θρησκευτικό και ηθικό χαραχτήρα”, γιατί “το έθιμο είναι μεν χριστιανικό, καθ’ όσο θερμή και ενεργός πίστη προς τον άγιο Κωνσταντίνο κινεί τους λατρεύοντες”, άσχετα αν “κατ’ ουσία αποτελεί κατάλοιπο παλαιάς οργιαστικής λατρείας” (Γ. Μέγας) και “οι σημερινές τελετές παρέχουν εμφανέστατα τεκμήρια απώτατης αρχαιότητας” (Ν. Πολίτης) – σάματις είναι το μόνο;
“Η βαθιά πίστη τους τους δίνει μιαν ανεξήγητον θωράκισην ακαΐας και τους εμψυχώνει” (Θ. Μουρράης-Βελλούδιος).
Πολλοί λαογράφοι βλέπουν πίσω από τα αναστενάρια κατάλοιπα των οργιαστικών τελετών του Διονύσου. Πράγματι, οι γιορτές τελούνται σε βουνά, τις νύχτες[75], με τη συνοδεία θορυβώδους μουσικής χάλκινων κυμβάλων, από όμιλους, πομπές, όπως με τους ιερούς θιάσους των Διονυσίων.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι πρόκειται για ιεροπραξίες-δρώμενα, με θεατρικό-συμβολικό περιεχόμενο, κάτω από την πίστη των απλοϊκών χωρικών για “καλοχρονιά”, ευκαρπία, ευγονία κλπ.
Αλλωστε “ποιο είναι το κακό που εντοπίζεται δεν είναι εύκολο να καθοριστεί” (Α. Κυριακίδου-Νέστορος).
Οι εικόνες “θεωρούνται θαυματουργικές και οι χωρικοί καταφεύγουν σ’ αυτές κατά τις θλίψεις τους, εξομολογούνται, δε, ιδίως στον αρχιαναστενάρη και προσφέρουν δωρεές για τη θεραπεία τους” (Ν. Θ. Μπουγάτσος). Αλλά η εκτίμηση στους αναστενάρηδες δεν σταματάει μόνο την κυριώνυμη ημέρα Κωνσταντίνου και Ελένης: “Και σε πολλές άλλες περιστάσεις του βίου τους ζητούν οι χωρικοί τη βοήθεια και επέμβαση των αναστενάρηδων, φιλοδωρούντες αυτούς, π.χ. για τη θεμελίωση οίκου, αποκάλυψη κλεπτών, ερμηνεία ονείρων, επιδημίες και νόσους ανθρώπων ή ζώων, φόβο βρικολάκων” (Ν. Θ. Μπουγάτσος).
Τέλος, άλλα παρόμοια έθιμα, δρώμενα ανάστασης και ταυροθυσίας, απαντάμε και σε διάφορες άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως:
- στην Αρτίτσα Ηπείρου (“Ανάσταση του Ζαφείρη”),
- στο Πιτυός Χίου (“του Μακαρώνα”),
- στην Λέσβο (η θυσία του “ισναφιού[76] των ζευγάδων” και “το πανηγύρι του ταύρου” ή χαρλαμέλια[77]),
- στις Μυκήνες (“του Πεθαμένου”),
- στην Μύκονο (“του Καραντωνέλλου”),
- στην Καστανιά Στυμφαλίας Κορινθίας (“του Φουσκοδεντριού”),
- στην Αρτάκη Μικράς Ασίας (“η τρέλλα του Βαθιού[78]”),
- στην Αγία Ελένη Σερρών (“του Καλόγερου”), όπως είπαμε, κ.α.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης “Αναστενάρια, από τους ορφικούς στους χριστιανούς – Ή Πώς ο νους υπερνικά την ύλη – Μια πρώτη προσέγγιση” (απόσπ. από διδ. διατριβή). ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.4.1994.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Θεά που έφεραν από την ταυρική Σκυθία ο Ορέστης με την αδελφή του Ιφιγένεια. Κατά το μύθο, η Ιφιγένεια σώθηκε από τη θεά Αρτεμι, κατά τη θυσία του Αγαμέμνονος, προκειμένου να εξευμενισθούν οι θεοί και να φυσήξει ούριος άνεμος για την Τροία. Η θεά μετέφερε την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα. Προτού η τελευταία επιστρέψει στην Ελλάδα και γίνει ιέρεια της θεάς στη Βραυρώνα, διέδωσε τη λατρεία της στην Καππαδοκία. Και επειδή η Ταυροπόλος μεταφέρθηκε στην άλλη πλευρά της ηπείρου, μετονομάσθηκε σε Περασία. Ιερά της βρίσκουμε στα Κόμανα και τα Καστάβαλα – πόλη κοντά στα Τύανα της Καππαδοκίας. Το ιερό ήταν χτισμένο σε ορεινή περιοχή.
[2] Κατά το Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών: αναστενάρια = ανά + ασθενάριο < Ο τύπος ασθενάριο παραδίδεται για πρώτη φορά στη “Σύνοψιν Χρονικήν” (έργο ανώνυμου) – βλ. σχ. Σάθα, “Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη”, 7, 371).
Αλλη ετυμολογία θέλει τη λέξη από το καππαδοκικό επίθετο αναστενάρις (= ασθένεια + -άρις).
Ο Γ. Βιζυηνός και ο Βούλγαρος Margaritov την ετυμολογεί από το αναστενάζω-νεστενάζω.
Ο επίσης Βούλγαρος Arnaudoff από το στια (< εστία).
Τέλος, μια άλλη ετυμολογία φέρνει τα αναστενάρια από την ανάσταση > αναστανάρια.
[3] Κωμόπολη 6.000 κατοίκων, σε υψόμετρο 110 μ., περί τα 20 χλμ. ΒΑ της Θεσσαλονίκης.
[4] Κωμόπολη 3.300 κατοίκων, σε υψόμετρο 40 μ., περί τα 20 χλμ. ανατολικά της Βέροιας. Εδώ τα αναστενάρια σώθηκαν κρυφά. Πολλές χρονιές η πυρά ανάφτηκε ακόμη και μέσα στο κονάκι του αρχιαναστενάρη… Σήμερα γίνεται σε χωράφι του Σωματείου Θρακιωτών Μελίκης “Το Κωστί”, που βρίσκεται παραδίπλα στον ποταμό Κρασοπούλη.
[5] Χωριό 590 κατοίκων, σε υψόμετρο 50 μ., πάνω στην εθνική οδό Θεσσαλονίκης-Δράμας, 12 χλμ. ΝΔ της Δράμας και πριν φτάσουμε σ’ αυτήν. Στη Μαυρολεύκη τελούνταν κρυφά ως το 1943. Μετά, με ενέργειες του προέδρου της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, Α. Τανάγρα, έγινε δημόσια πυροβασία. Ακολούθησε επιστημονικός έλεγχος της ακαΐας των συμμετεχόντων, ο οποίος αύξησε το επιστημονικό ενδιαφέρον της τελετής. Συνεχίζουν σήμερα με την υποστήριξη της κοινότητας και του τοπικού Πολιτιστικού Συλλόγου.
Μετά την επιβεβαίωση και των επιστημόνων, η πυροβασία έγινε και θέμα σε κινηματογραφικές ταινίες (βλ. σχ. “Iceman”, ôïõ 1984, του Φρ. Σκέπισα, με τους Τ. Χάτον, Τζ. Λόουν, Λ. Κρουζ, κ.ά.).
[6] Χωριό 670 κατοίκων, σε υψόμετρο 15 μ., περί τα 18 χλμ. νότια των Σερρών. Το σπουδαιότερο κέντρο της αναστενάρικης λατρείας, κυρίως γιατί εκεί έγινε η ομαδική εγκατάσταση των Θρακιωτών προσφύγων απ’ το Κωστί.
[7] Βυζαντινός αξιωματούχος και ιστορικός. Από τις Χώνες της Φρυγίας.
[8] Βλ. σχ. “Χριστοήθειαν χριστιανών”, από την καταγραφή του Ε. Κουρίλλα στην “Εκκλησιαστική Ιστορία Ηρακλείας”, τ. 17 και λήμμα “Αναστενάρια” στην “Ιστορικήν Βιβλιογραφίαν Φυσικών Επιστημών”, τ. 3.
[9] Ματσουρά < Madschura.
[10] Κωστί ή Κωστλί ή Κωστή: Το μεγαλύτερο χωριό της περιφέρειας. Κέντρο σχετικής λατρείας όλων των γύρω χωριών. Ιδιαίτερη πατρίδα και του συγγενικού με τα αναστενάρια έθιμου, του “Καλόγερου”, το οποίο συναντάμε παραλλαγμένο στα υπόλοιπα χωριά, κυρίως της Βιζύης. Αντλεί το όνομά του απευθείας από τον αυτοκράτορα-άγιο, τιμώμενο εκεί, Κωνσταντίνο. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1922/3 περί τους 2.500 ήταν οι Κωστιανοί (λέγονται και Κωστηλίδες) που ξερριζώθηκαν από τον τόπο τους και εκτοπίσθηκαν στη Μακεδονία.
[11] Στον πανηγυρικό λόγο του, που εκφώνησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, το 1872.
[12] Στη Βιζύη τη Δευτέρα της Τυρινής πρόσωπο της ημέρας ήταν δυο “καλόγεροι”, η μπάμπω με το 7μηνίτικό της, δυο νύφες, δυο κατσίβελοι και δυο ζαπιέδες (ή ζαπτιέδες < τουρκ. zaptiye = χωροφύλακας). Αυτοί τραγουδούσαν κι έλεγαν άσεμνες ευχές. Δρώμενο που κι αυτό θυμίζει έντονα τα “εξ αμάξης” των αρχαίων Αθηναίων, στα αγροτικά Διονύσια, τους Χόες και τα Λήναια.
[13] Πρόβιδο ή Μπρόβιδο.
[14] Βούλγαροι, Βούλγαρι > Βούργαροι, Βούργαρι > Urgari.
[15] Μελέτες και αυτοψίες για το φαινόμενο έκανε και ο Βούλγαρος κοινοτάρχης του χωριού αυτού, Θ. Μπογιατζίεφ, το 1904 στο Προδίβο και αργότερα σε Βούλγαρι και Κωστί.
[16] Η Αδριανούπολη είναι η αρχαία Ορεστιάδα, που έχτισε ο μητροκτόνος Ορέστης. Και ο οποίος για να γιατρευτεί από τη μανία από την οποία έπασχε, κατά το χρησμό, έπρεπε να λουστεί σε συμβολή τριών ποταμών. Γράφει ο Τζέτζης:
Το πριν μικρόν πολίχνιον κλήσιν Ορεστιάδα
ο Αγαμέμνονος υιός πριν έγειρεν Ορέστης
εκεί λουσθείς γαρ ποταμοίς ιάθη της μανίας…
Στην Αδριανούπολη έγινε η μεγάλη μάχη του Μέγα Κωνσταντίνου με τον Λικίνιο, που έληξε με ήττα του δεύτερου, χάρη στην πειθαρχία των στρατιωτών του πρώτου, γιατί ο αυτοκράτορας πληγώθηκε στο μηρό.
Γι’ αυτό δεν την ξέχασε αργότερα ο αυτοκράτορας. Από εδώ οι άγγελοι πήραν τα κεραμίδια για να σκεπάσουν την Πόλη. Μαρτυράει το δημοτικό:
Οταν την θεμελιώνανε οι άγγελοι την Πόλη,
απ’ τ’ Αγιον Ορος το νερό κι από τη Χιο το χώμα,
κι από την Αντριανούπολη παίρνουν τα κεραμίδια…
[17] Στα χωριά της Κυζίκου της Μ. Ασίας τη μέρα της αγίας Παρασκευής (26 Ιουλίου) πιάνει τις γυναίκες μαιναδισμός. “Οι γυναίκες πιάνονται από το τέμπλο της εκκλησίας, χτυπιούνται στο κεφάλι και στο στήθος, ξεμαλλιάζονται και θρηνούν λέγοντας: “Αγία Παρασκευή, σώσε μας… Σώσε μας!”. Ετσι τις έπιανε η τρέλα… Μετά έπαιρναν τα βουνά. Αλίμονο στο σερνικό που θα συναντούσαν, ζώο ή άνθρωπο…”.
[18] πομπή, την λένε και τάγμα ή αδελφάτο ή νεστενάρικη γάσα.
[19] φορητές = με λαβές. Ολη η εικόνα έχει μέγεθος 30 Χ 40 εκατ. Η δε λαβή της είναι περί τα 10 εκατ.
[20] Ηταν στολισμένες βαριά, με δαχτυλίδια, σκουλαρίκια, αλυσίδες, παλιά νομίσματα κλπ. και σκεπασμένες με κόκκινη σκέπη (= ποδιά, θήκη από ύφασμα) ως το λαιμό των εικονιζόμενων αγίων, που πάνω της είχε ραμμένα πολλά μεγάλα ασημένια κουδούνια (για να διώχνουν το κακό, κατά την πανάρχαια δοξασία), καθώς και ιερούς κόμπους (για να κομποδένεται το κακό).
[21] Η χάρη απεικονίζει το ιερό ζεύγος, τον άγιο Κωνσταντίνο και την αγία Ελένη, δηλαδή, με κόκκινο χιτώνα και με ένα σταυρό στη μέση. Καλύπτονται με φύλλο χρυσού ή άργυρου. Λέει η παράδοση πως μια πλούσια Ελληνίδα, η Μακρυμαλλού, σώθηκε, χάρη στον άγιο, από τους Τούρκους κι από ευγνωμοσύνη έριξε όλα τ’ ασήμια της στην ποδιά του. Πρόκειται για τις εικόνες που κρατούν οι αναστενάρηδες στα χέρια τους και τους δίνουν δύναμη και χάρη για την πυροβασία.
[22] Η περιγραφή αυτή σε αναστενάρικη εικόνα της αγίας Ελένης δεν βρέθηκε ακόμη.
[23] κονάκι = ιδιαίτερα δωμάτια των σπιτιών, ιδιωτικά ιερά, θα λέγαμε, όπου φυλάσσονται οι αναστενάρηκες εικόνες και τα σύνεργα της τελετουργικής ζωοθυσίας: Ο πέλεκυς (τσεκούρι) και η μαχαίρα. Κι αυτό έχει την εξήγησή του: Λέει η παράδοσή τους πως ο Κωνσταντίνος όταν θέλησε να πει το μυστικό του πολέμου μάζεψε τη Δωδεκάδα του σε κονάκι κι όχι στην εκκλησιά.
[24] Θυμηθείτε τις “Βάκχες” του Ευριπίδη: “αυτίκα γα πάσα χορεύσει” (114).
[25] επιζωοτία (< επίζωον = παράσιτο σε δέρμα ανθρώπου ή και ζώου) ή επιζωτία: λοιμώδης επιδημική αρρώστια, που προσβάλλει τα ζώα.
[26] νεόφυτος = νεοφώτιστος, ένας αρχάριος, που αιτείται ή βάζει υποψηφιότητα για να γίνει μύστης, να κατανοήσει τα μυστήρια.
[27] Από την αρχαιότητα και τους πυθαγόρειους γνωρίζουμε ότι οι περιττοί (πεπερασμένοι) αριθμοί θεωρούνταν κακοί δαίμονες, σε αντίθεση με τους ζυγούς (άπειρους) που είχαν ευεργετική επίδραση. Παράλληλα, το “μονοχρονίτικο” (ενός χρόνου) δεν το δέχεται ο άγιος, ενώ το “εφταχρονίτικο” (εφτάχρονο) είναι το πλέον ευπρόσδεκτο γι’ αυτόν. Στον Ομηρο το μονοχρονίτικο είναι δεκτό: “βους ενί νηώ ήνις ηκέστας ιερευσέμεν” δηλαδή “(να τάξει της Αθηνάς) δώδεκα μονοχρονιάρικα δαμάλια αβουκέντρωτα να σφάξει αν θέλει” (“Ιλιάδα”, Ζ, 93-94, 275, 309). Βλ. σχ. και Αριστοτέλη “Τα μετά τα φυσικά”, Α, 5, 986.
“Ζυγής ηλικίας βόδι, που προσφέρει υπό ζυγό με άροτρο ή και με άμαξα, δεν θυσίαζαν, γιατί κι αυτό ήταν σαν γεωργός και των ανθρώπινων μόχθων κοινωνός” (Deurbner).
Ας δούμε όμως και τη σημασία τους στην αρχαία κινεζική παράδοση: Το γιν (= ζυγός αριθμός) είναι η γυναίκα, το αρνητικό, το παθητικό, αυτός που έχει μόνιμη κατοικία, ο αγρότης, η φυγόκεντρος δύναμη, το πνεύμα, η Γη, η Σελήνη, η νύχτα, το σκοτάδι, το κρύο, το μαύρο, το μπλε, το μοβ, κάτι υγρό, το νερό, το ελαφρύ, το πάνω, το βραδύ, το μακρύ, διάφορα φαγητά, κλπ.
Το γιανγκ (= μονός αριθμός), ο άνδρας, το θετικό, το ενεργητικό, ο νομάδας, ο βοσκός, η κεντρομόλος δύναμη, το σώμα, ο ουρανός, ο Ηλιος, η ημέρα, το φως, το ζεστό, το άσπρο, το κίτρινο, το κόκκινο, το στεγνό, η φωτιά, το βαρύ, το κάτω, το γρήγορο, το κοντό, διάφορα φαγητά, κλπ.
[28] Η φωτιά είναι ιερή και βασικό στοιχείο κάθε τελετουργίας, στις περισσότερες των θρησκειών. Κυρίως γιατί “καίει” και καθαιρεί. Σε όλα σχεδόν τα έθιμα είναι απαραίτητη. Θυμηθείτε τις φωτιές του Αη Γιάννη.
Στον Εβρο, και συγκεκριμένα στα Δίκαια, από τις 30 Ιανουαρίου έως την 1η Φεβρουαρίου γίνεται το παραδοσιακό έθιμο του Τρύφωνα, του προστάτη των αμπελιών. Σήμερα, την πρώτη ημέρα χορεύουν παραδοσιακά συγκροτήματα της περιοχής, ενώ την επομένη μεταβαίνουν στο χώρο Αμπέλια, όπου γίνεται το άναμμα της φωτιάς, που συνοδεύεται με φαγοπότι και γλέντι. Την Τρίτη και τελευταία ημέρα μεταβαίνει η πομπή στ’ Αμπέλια και γίνεται τρανό γλέντι. Περιφέρεται ο Τρύφωνας στο χωριό και το έθιμο καταλήγει στην πλατεία, όπου ανοίγει νέο γλεντοκόπι. Παλιά, στο τέλος, οι πανηγυριστές αφήνανε από τα χέρια τους πολλά περιστέρια στον αέρα. Σήμερα αφήνουν χιλιάδες πολύχρωμα μπαλόνια…
[29] Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος απαγόρεψε, στα τελευταία του, τις δημόσιες θυσίες και τις “αχρείες λειτουργίες της ειδωλολατρίας” στην Κωνσταντινούπολη. Ηταν όμως σαφής όσον αφορά την ανεξιθρησκεία. Ελεγε για τους ετερόδοξους: “Ας έχουν, αν το επιθυμούν, ναούς του ψεύδους”.
[30] Εδώ υπάρχει μια διαφορά σχετικά με τη ζωοθυσία των Ελλήνων της Καππαδοκίας, οι οποίοι έσφαζαν το θύμα πάνω σε κινητό ή ακίνητο βωμό, το λεγόμενο θάλι, το οποίο ήταν τοποθετημένο μπροστά στην Αγία Τράπεζα. Στεφάνωναν το θάλι με κισσό, αμπέλι και άνθη (καθαρά διονυσιακά φυτά) και από ένα κοίλωμα που είχε έρεε το αίμα του σφάγιου στα θεμέλια του ναού. Το ζώο μεταφερόταν στο ναό από παιδί και δενόταν στην πόρτα του. Μετά τη δοξολογία, ο θύτης το γύρναγε τρεις φορές γύρω απ’ το βωμό, ο παπάς το θυμιάτιζε και έψαλλε. Στο τέλος, με το αίμα του ζώου χάραζαν το σημείο του σταυρού στα μέτωπά τους.
Θυμίζουμε ότι στην Καππαδοκία την 21η Μαΐου του ε-Κωσταϊνου, όπως τον λέγαν, τελούσαν βροχομαγεία. Τα παιδιά μεταμφιέζονταν και έβγαιναν στους δρόμους και τραγουδούσαν:
Αγιε μ’ Κωνσταντίνε μου,
δώσ’ εδώ βροχός, δώσ’ εκεί πελός,
στα χορτάρια μας, στα στάχυα μας…
Οπως είπαμε και παραπάνω (βλ. σχ. υποσημείωση 1) μόνο στην καππαδοκική απαντάται ο τύπος ασθενάρης, απ’ όπου ετυμολογούνται τα αναστενάρια. Στην Καππαοδκία λένε πως στην τοποθεσία Τουκουάνι υπάρχει μια σπηλιά, όπου έστηναν καρτέρι οι κυνηγοί στ’ αγρίμια. Μια φορά σ’ αυτήν, διανυκτέρευσε κάποιος Παναγιώτης Ψεματάς, χειμώνα καιρό, και τα μεσάνυχτα του παρουσιάσθηκε ένας δασύτριχος υπερφυσικός άντρας-γίγαντας, ο οποίος πάτησε τη φωτιά με τα γυμνά πόδια του και την έσβησε. Ο Ψεματάς όμως, όση ώρα ο γίγαντας έσβηνε τη φωτιά, κατόρθωσε και διέφυγε και γύρισε τρομαγμένος στο χωριό του. Σε ανάμνηση της λύτρωσής του οι συγχωριανοί του οργάνωναν πυροβασίες κάθε χρόνο. Σημειώνουμε, πως κοντά στο προαναφερόμενο μέρος είναι και ο τοπικός Αγιος Κωνσταντίνος.
Ο Στράβων λέει για την Περασία (που κατά μια εκδοχή είναι τα Φάρασα): “Εν τοις Κασταβάλοις εστί το της Περασίας Αρτέμιδος ιερόν, όπου φασί, τας ιερείας γυμνοίς τοις ποσί δι’ ανθρακιάς βαδίζειν απαθείς” (ΧΙΙ,5,36).
[31] Αυτή η άσβεστη φλόγα, μας παραπέμπει στη λατρεία της άσβεστης πυράς, του θεού Ηλιου και του Μίθρα. Σύμβολο θείας λατρείας του ήταν το λιβάνι, το θυμίαμα, η αρωματική ρητινώδης αυτή ουσία, που οι οπαδοί του ζωροαστρισμού την πετούν στην “άσβεστη πυρά” των βωμών στους τόπους λατρείας τους. Υπήρχε από τον Παρθενώνα Αθηνών, έως την Αγια Σοφιά της Κωνσταντινούπολης… (Το θυμιατό της χριστιανικής τελετουργίας είναι αντίγραφο αυτής της πράξης).
Σημειώστε, ότι η 6η Ιανουαρίου ήταν η γενέθλια ημέρα του Οσιρι και του Διόνυσου. (Την πρώτη πανσέληνο του Ιανουαρίου γιορτάζεται η γέννηση του γιου του Σίμπα. Στις 10 Ιανουαρίου η εμφάνιση του θείου βρέφους των Φιλιππίνων).
Στην πατρίδα μας, στις Αγιάσες – δηλαδή την παραμονή των Φώτων – “παντρεύαν τη φωτιά” (έθιμο της Λοκρίδας). Την αφήναν να καίει στο τζάκι όλη νύχτα, βάζοντας χοντρά κούτσουρα. Το πρωί ο ήλιος έπρεπε να την βρει αναμμένη. Ετσι δεν θα μπορούσαν οι καλικάντζαροι να κατέβουν από τον μπουχαρέ, την καμινάδα. Επίσης, τα Σάββατα των Αποκριών, μόλις άρχιζε να σουρουπώνει, μαζεύονταν κατά γειτονιές κι άναβαν μεγάλες φωτιές, που τις έλεγαν χέια – κατάλοιπο διονυσιακών γιορτών, σε τόπους με πολλά αμπέλια. Τα αγόρια είχαν φροντίσει απ’ το πρωί να έχουν κόψει ξύλα – κυρίως κέδρα, γλανιές και πουρνάρια. Γύρω απ’ τη μεγάλη φωτιά έστηναν χορό. Το γλέντι κρατούσε ως αργά. Τα τραγούδια είχαν στίχους με ερωτικά υπονοούμενα και περιπαιχτικά νοήματα.
Μην ξεχνάτε εδώ, πως και το όνομα του ελληνικού θεού Ζευς (> Δευς > Δίας) κατά, μια εκδοχή, προέρχεται από τη σημιτική λέξη ζον (ή ζαβόν), η οποία στη χαλδαϊκή έγινε ντον (ή νταβόν αντίστοιχα) και σημαίνει περικυκλώ, αναφερόμενη στην τροχιά του Ηλιου. Υπάρχει και η σανσκριτική (αρχαία ινδική) λέξη ντιβ που σημαίνει “λάμπων ουρανός”. Αργότερα στα αιγυπτιακά συναντάμε τον όρο snnu, ο οποίος αναφέρεται κι αυτός στην τροχιά του ήλιου. Από τη σημιτική λέξη, ζον, πήρε το όνομά του ο ήλιος και στη σύγχρονη αγγλική (= sun, από το παλιότερό του, sunna).
Η φωτιά είναι η αρχή των όντων, δίδασκε ο Ηράκλειτος. Επέμενε στη “φωτιά που δεν σβήνει” (= ήλιος), αν και δεν είναι ταυτόχρονα αναμμένη σ’ όλα τα μέρη (απ. 30). Αν την εξαφανίσεις τότε τα πάντα εξαφανίζονται μαζί της.
Πρέπει εδώ βέβαια να σημειώσουμε ότι υπήρξαν πολλοί λαοί που η ονομασία τους έδειχνε πίστη στο φως, τον ήλιο, τη φωτιά. Τέτοιοι ήταν: Οι Φλεγύες του Φλεγύα (> φλόγα), ο πατέρας της πυρπολημένης Κορωνίδας, οι Λύκιοι της Λυκίας (> λυκαυγές, χώρα του φωτός), οι Φρύγες (> φρυκτωρία), κ.ά.
Αλλά κι άλλοι θεοί υπήρξαν ταυτισμένοι με τον Ηλιο. Οπως ο Νεβρώδ. Και ο Οσιρης. Και η Ισιδα “η γυνή η ενδεδυμένη τον ήλιο”. Και ο Ρα. Ο πρώτος τη τάξει θεός κάθε λαού ταυτιζόταν με τον Ηλιο. Ακόμα κι αυτός ο Χριστός από τους μανιχαϊστές ταυτίστηκε με τον Ηλιο. Πόλεις ολόκληρες ήταν αφιερωμένες στον ήλιο, με το όνομα Ηλιούπολη. Οι Μάγιας, οι Ινκας και οι Αζτέκοι θυσίαζαν στον Ηλιο. Οι τελευταίοι, μάλιστα πρόσφεραν τις καρδιές των θυσιασμένων ζώων στον θεό για να δυναμώσει και να εκτελέσει καλύτερα τα ημερήσια καθήκοντά του.
Οπως με τον Ηλιο ταυτίστηκε από τους αλχημιστές του 16ου – 17ου αιώνα το πρώτο τη τάξει μέταλλο, ο χρυσός. Και ακολούθησαν: Η Σελήνη με τον άργυρο, οι πλανήτες Ερμής με τον υδράργυρο, η Αφροδίτη με το χαλκό, ο Αρης με το σίδηρο, ο Δίας με τον κασσίτερο και ο Κρόνος με το μόλυβδο.
Αλλά αργότερα και διάφοροι ηγεμόνες και βασιλιάδες συμβολίζονταν με τον Ηλιο. Ο Μέγας Κωνσταντίνος πριν γίνει χριστιανός ήταν ηλιολάτρης. Ο Ιουλιανός (ο “Παραβάτης”) επεδίωκε να επιβάλει ως υπέρτατο και μόνο θεό τον Ηλιο, με δικό του σοφό ιερατείο και θεοκρατικούς κανονισμούς και οργάνωση. Ο Λουδοβίκος 14ος (1643-1715) λ.χ. λεγόταν Βασιλιάς – Ηλιος. Ηταν το σύμβολο της απόλυτης μοναρχίας, αλλά κατέστησε τη χώρα του την ισχυρότερη της Ευρώπης, ενώ ο ίδιος προστάτευε τα γράμματα, τις τέχνες και τις επιστήμες.
Μην ξεχνάτε πως ο Κωνσταντίνος καθιέρωσε την ημέρα Κυριακή ως “σεβάσμια ημέρα του Ηλιου” και την έκανε αργία για όλα – εκτός από την αγροτική εργασία, γιατί η συγκομιδή των αγρών είναι προϊόν της ουράνιας πρόνοιας, και την απελευθέρωση των σκλάβων. Θεωρούσε δε την τήρηση της πρώτης ημέρας της πλανητικής εβδομάδας ως ένδειξη σεβασμού προς τον “ανίκητο Ηλιο”. Γι’ αυτό οι χριστιανοί λάτρευαν άγαλμά του ως Ηλιο – κατά τη ρωμαϊκή παράδοση για τους αυτοκράτορες – γύρω στον 5ο αι.
Ο ήλιος συμβολίζει τη ζωντανή φωτιά. Μερικές από τις ακτίνες του, πίστευαν ότι, αναπτύσσουν τη φωτιά της ζωής σε ένα πεθαμένο σώμα, ότι μεταβιβάζουν τη γνώση του μέλλοντος στον κοιμισμένο νου και ότι διεγείρουν σε ενεργό λειτουργία μια ορισμένη ψυχική – και γενικά λανθάνουσα – ικανότητα στον άνθρωπο.
[32] Την ημέρα αυτή την λένε “Μέρα του σκλάβου”, ή “Μέρα σκλαβιάς και ξεσκλαβιάς”, όπως ακριβώς και στα αγροτικά Διονύσια της αρχαιότητας. Κυρίως γιατί την προηγούμενή της, 26 Οκτωβρίου, ημέρα του αγίου Δημητρίου, κατά το λαϊκό καλαντάρι άρχιζε το χειμερινό εξάμηνο, έληγαν οι παλιές συμβάσεις για γεωργούς και κτηνοτρόφους, και υπογράφονταν νέες.
[33] αγερμός = έρανος. Οι εντεταλμένοι μύστες, κρατώντας τα ιερά μαντίλια, αμανέτια, γυρνούν τα σπίτια του χωριού και μαζεύουν χρήματα και σιτάρι μέσα σ’ αυτά.
[34] μπικάδι = ζώο προς θυσία.
[35] σύντεκνος < συν + τέκνο = κουμπάρος.
[36] σκαρπίνι < ιταλ. scarpino = είδος χαμηλού παπουτσιού, που έφτασε να λογίζεται πολυτελείας.
[37] τζερκερζί = απ’ την Κιρκασία.
[38] τζαλκιτζής = μουσικός, οργανοπαίχτης.
[39] Στο Μαυροκκλήσι Έβρου αντί για χριστόψωμο, ζυμώνουν τη μπουγάτσα. Ενα ψωμί με τέσσερα κομμάτια ζύμη – ώστε να σχηματίσουν το σχήμα του σταυρού – και ένα νόμισμα (τον παρά) και πολύ σουσάμι, ώστε να εξασφαλίσουν πολλή σοδειά. Στην Ξάνθη στο βραδινό τραπέζι της παραμονής των Φώτων θυμιατίζουν και κόβουν το χριστόψωμο, που έχει και παρά.
Στην Αίνο και την Αδριανούπολη κόβουν ζυμωτή πίτα μετά τον αγιασμό των Φώτων. Στη Σηλυβρία Ανατ. Θράκης ζυμώνουν πρόσφορα και τα πηγαίνουν στην εκκλησία την Μεγ. Τετάρτη. Την Πεντηκοστή στην Αίνο, πάλι, φτιάχνουν γλυκό και γαλατόπιτα.
Θυμίζουμε ότι ιερά ψωμιά προσέφεραν οι αρχαίοι Ελληνες στη Δήμητρα και τον Απόλλωνα.
Να πούμε εδώ, ότι στο Ορτάκιοϊ Θράκης την Κυριακή και τη Δευτέρα της Τυρινής εβδομάδας τελούσαν τα Δημήτρια, γιορτές για την καλλιέργεια και σπορά της γης, που στην υπόλοιπη Θράκη είναι γνωστές με τ’ όνομα κιοπέκ μπέης (= άρχοντας των σκυλιών). Το έθιμο αυτό “ενείχε όλην τη σοβαρότητα και όλην την μυστικοπαθή μεγαλοπρέπειαν των αρχαίων τελετών και εορτών”, δίχως “ύβρεις, βωμολοχίας και σκώμματα” (Ν. Ροδοοίνος).
[40] Ισχύει ακόμα ο μονός αριθμός της ηλικίας του (3, 5 ή 7 χρόνων). Προσέχουν να είναι άσπρο (εκτός απ’ το Κωστί, όπου το θέλουν μαύρο), χωρίς σημάδι, ανευνούχιστο και άζευτο να ζει στα βουνά. Οταν γίνει 7 ετών ο άγιος του δίνει φώτιση να κατέβει στα λιβάδια. Το ξέρουν και το αναμένουν. Το ημερώνουν δε με τη μουσική. Διηγούνται πως πολλές φορές, στο δρόμο από τα λιβάδια στο χωριό, το ζώο ξάπλωνε κάτω και δεν ξανασηκωνόταν, παρά μόνο εάν χόρευε μπροστά του αναστενάρης. Θυμηθείτε εδώ ότι ο Βάκχος ή ο θεός Ηλιος παριστάνετο με μορφή βοός.
Ανατρέξτε στον Πυθαγόρα: “Πάντα μεν τάλλα συγχωρείν αυτόν εσθίειν έμψυχα. Μόνον δ’ αυτών απέχεσθαι αροτήρος βοός”.
Οσο για το άζευτο θυμηθείτε το αρχαίο έθιμο των Φρυγών: “Φρύγες δε εάν παρ’ αυτοίς τις αροτήρα αποκτείνη βουν, η ζημία θάνατος αυτώ” (Αιλιανός “Περί ζώων”, XII, 34.
[41] Η Εκκλησία απαγόρεψε την τέλεση αγιασμού μπροστά στον ναό, στην συγκεκριμένη γιορτή. Ετσι σήμερα τον αγιασμό κάμει ο αρχιαναστενάρης.
[42] Αν το σφάγιο είναι μικρό – κριάρι ή τράγος – δεν δένεται πίσω από το ιερό, αλλά κρατείται στο κονάκι του αρχιαναστενάρη. Το δε κρέας του μαγειρεύεται και τρώγεται σε κοινό γεύμα. Τα δε κόκαλά του απαγορεύεται να τα δώσουν στα σκυλιά. Θάβονται σε λάκκο.
Τούτο συμβαίνει όταν δεν μαζευτούν πολλά χρήματα.
Οπως στην αρχαιότητα, οικονομική στενότητα επέβαλε το ερίφιο στα Διονυσιακά.
Διηγούνται οι αναστενάρηδες, ότι ένα ελάφι κατέβαινε μόνο του κάθε χρόνο απ’ τα βουνά, για να το σφάξουν στον άγιο. Κάποτε όμως οι ντόπιοι δεν άφησαν το ζώο να ξαποστάσει κι από τότε δεν ξαναματαφάνηκε ελάφι στα αναστενάρια. Θυσίες ελαφιών απαντώνται στην Ηπειρο.
Το δημοτικό της Ακαρνανίας καταριέται τον κυνηγό που σκότωσε νεαρό ελάφι:
…Ο ήλιος την απάντησε, στέκει και την ρωτάει:
“Τι έχεις αλαφίνια μου, δεν πας κι εσύ με τ’ άλλα;”.
“Ηλιε μου, σαν με ρώτησες, να σου τ’ ομολογήσω:
Δώδεκα χρόνους έκαμα, στείρα δίχως μοσχάρι
κι από τους δώδεκα κι εμπρός απόχτησα μοσχάρι.
Το έθρεψα, τ’ ανάθρεψα, το ‘καμα δύο χρόνων
και κυνηγός τ’ απάντησε, ρίχνει και το σκοτώνει.
Ανάθεμά σε κυνηγέ, και σε και τα καλά σου,
συ μ’ έκαμες κι ορφάνεψα από παιδί κι απ’ άνδρα!”…
[43] Κρεονομία έκαναν στην Αίνο και μετά τον αγιασμό των υδάτων. Το εκκλησίασμα επέστρεφε στο ναό και ο νουνός μοίραζε κρέας και αρτίδια, σε ένα εκ των οποίων υπήρχε ασημένιος σταυρός. Οποιος τον τύχαινε, γινόταν νουνός του χρόνου.
Το έθιμο της κρεονομίας απαντάται και στη Μιγγρελία (παλιά ονομασία της Γεωργίας του Καύκασου, η αρχαία Κολχίδα). Την ημέρα του Πάσχα, ο πρίγκιπας παίρνει ένα αρνί, το κομματιάζει με τα χέρια του και το μοιράζει σ’ όλους τους αυλικούς του.
[44] Θεωρείται ιερό όργανο από αρχαιοτάτων χρόνων. Οι αναστενάρηδες λένε ότι κατά την τελετή κρούεται μόνο του, “νιώθοντας” την παρουσία του άγιου.
[45] δρένια ή δρίνια = δρύινα.
[46] Η πληροφορία ότι πατούν σε αναμμένα ξύλα ιτιάς, τα οποία καιόμενα σχηματίζουν παχιά ανθρακιά κι έτσι… δεν καίγονται τα πέλματα των αναστενάρηδων είναι εντελώς αβάσιμη και δεν την συναντήσαμε πουθενά, ούτε κανείς μας απ΄ τους μύστες της φωτιάς την επιβεβαίωσε.
[47] Στη Μελίκη Ημαθίας έχουν να λένε για μια αρχιαναστενάρισσα, που έσβηνε μόνη της ένα τόνο ξύλα!
[48] Η γυμνόποδη πυροβασία αναφέρεται και στην Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Θεός μίλησε στον Μωυσή από τη φλεγόμενη βάτο: “Μη εγγίσης ώδε. Λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου. Ο γαρ τόπος εν ω συ έστηκας γη αγία εστί” (“Εξοδος”, γ’, 5). Αλλά και από τον Στράβωνα (XII, 537, 7 και V, 226, 9). Τελεστές να πατούν και με υποδήματα ή και με κάλτσες, που επίσης δεν καίγονται, μεγαλώνουν πολύ περισσότερο το επιστημονικό πρόβλημα της ακαΐας…
[49] Ο Arnaudoff περιγράφει αλλιώς την πυροβασία στο Βούλγαρι: “Οι μαινάδες χορεύουν ξέφρενες και έξαλλες ουρλιάζοντας. Κάπου-κάπου υψώνουν τα χέρια τους προς τον ουρανό, σαν να πετάνε, και μετά τα κατεβάζουν με δύναμη στους μηρούς”.
[50] τσότρα (< τουρκ. cotra < ρουμ. cintura < ιταλ. ciotola < ελλ. κοτύλη).
[51] σεφέρι < τουρκ sefer = στράτευμα, στρατός.
[52] καλλιβώνω, καλλιγώνω < καλλίγιο = πεταλώνω υποζύγιο.
[53] κολάνι, κολάν < γαλλ. collant = ένδυμα που εφαρμόζει ακριβώς στο σώμα, εφαρμοστό ρούχο.
[54] Το τραγούδι αυτό απαντάται με ελάχιστες παραλλαγές και στη Δυτική Μακεδονία, όπου τον Κωνσταντίνο “αντικαθιστά” ο Κωστάκης.
“Ενας Κωστάκης κίνησε…”…
[55] κάτι < τουρκ. kat = πτυχή, δίπλα.
[56] μπαλαίστρα = παλαίστρα.
[57] τέλελα = ζάλη.
[58] Κι εδώ έχουμε μια παραφθορά του μύθου του Βάκχου, ο οποίος κομματιάστηκε από τους Γίγαντες, αλλά η μητέρα του, Δήμητρα, μάζεψε τα μέλη του, και τον ξανάφτιαξε νέο και σφριγηλό. Για να αναπαραστήσουν τα πάθη του, θυσίαζαν ένα ταύρο, τις σάρκες του οποίου έτρωγαν ωμές.
Στη Φρυγία έχουν παρόμοιο μύθο με τον Λυδό βασιλιά τους, τον Τάνταλο. Κάποτε, λένε, έσφαξε το γιο του, Πέλοπα, και παρέθεσε γεύμα με τις σάρκες του στους Ολύμπιους θεούς. Ηθελε μ’ αυτό τον τρόπο να δει αν οι θεοί εξαπατούνται. Οι θεοί, όμως, πράγματι ανακάλυψαν την ανομία του και τον καταδίκασαν να πεινά και να διψά ασταμάτητα στον Αδη, χωρίς να μπορεί να πλησιάσει το νερό, που έτρεχε κοντά του.
Αλλά και ο Ωρος (Ηλιος), ο γιος της Παρθένου Ισιδας, δοκιμάστηκε παρόμοια. Κυνηγήθηκε από τον μαύρο Τυφώνα, ο οποίος είχε πάρει τη μορφή φιδιού. Κομματιάστηκε κι αυτός και ανακλήθηκε στη ζωή από τη μητέρα του, η οποία και του παραχώρησε την αθανασία. Οι γιορτές του θανόντος και αναστάντος Ωρου είχαν πένθιμο χαραχτήρα, τον οποίο διαδεχόταν αμέσως ο χαρούμενος.
[59] (α)πλογούμαι = αποκρίνομαι, απολογούμαι.
[60] σπαθάς = χώρος φύλαξης σπαθιών.
[61] μπερσίμι, μπιρσίμι, μπρισίμι < τουρκ. ibrisim = μεταξωτή κλωστή.
[62] τσαρσί < τουρκ. carsi = αγορά, παζάρι.
[63] Γ. Δραγούλης ή παπούς-Δραγούλης: Θεωρείται ο “γενάρχης”, “δεσπότης” κατ’ αυτούς, των αρχιαναστενάρηδων της Μακεδονίας. Αρχιαναστανάρης της Αγ. Ελένης Σερρών μέχρι το 1945.
Ονομαστός αρχιαναστενάρης του Βούλγαρι αναφέρεται ο παπούς Εντσο.
Απ’ τις γυναίκες, αναφέρεται η Κωνσταντινιά Βλάσκαινα, η οποία έφτασε να κατέχει τη θέση αμέσως μετά τον αρχιαναστενάρη.
[64] βίγλα = (< λατ. vigilia < vigilare < viglare) σκοπιά, φυλάκιο σε περίοπτη θέση, παρατηρητήριο.
[65] βιγλίζω = φυλάω σκοπιά, ερευνώ με τα μάτια, κατοπτεύω, διακρίνω από μακριά.
[66] Ή: …κάνουν βίγλα και βιγλίζουν τους διαβάτες που περνάνε…
[67] Αυτή η πράξη παραπέμπει στην ορειβασία εικονοφορούντων βάκχων κατά την αρχαιότητα, αλλά και στα Αγριώνια και στα Νυκτέλια.
Θυμηθείτε τον Ευριπίδη: “Ω, μάκαρ όστις ευδαίμων τελετάς θεών ειδώς βιοτάν αγιστεύει και θιασεύεται ψυχάν εν όρεσσι βακχεύων οσίοις καθαρμοίσιν” (“Βάκχες”, 71-77).
[68] Η βρώση της σταφίδας, που δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ξερός καρπός αμπελιού, αναφέρεται από μυστικιστικό τάγμα ορθόδοξων αιρετικών χριστιανών της Ρωσίας ότι έχει μεταληπτική σημασία. Συνδυάζεται δε με τελετουργίες λικνοφορίας. Στο Νιχωράκι της Μαύρης Θάλασσας το Ψυχοσάββατο του Σταυρού πηγαίνουν σταφίδες, ελιές, σύκα και ζαχαρωτά ψωμάκια στο νεκροταφείο. Τα διάβαζε ο παπάς και τα μοίραζαν για την ψυχή των πεθαμένων.
[69] κουκιά = σταφίδες ανακατεμένες με στραγάλια.
[70] Συνήθως φασόλια, κρεμμύδια, ξυνόμηλα, άρτο, κ.ά.
[71] Το όλο σκηνικό θυμίζει έντονα τα έθιμα του νεκρόδειπνου. Στην Τσαντώ της Θράκης τρώνε καταγής όταν ο νεκρός είναι ακόμη στο σπίτι, την
παραμονή (= τραπέζωμα που γίνεται το βράδυ στην κάμαρα που πέθανε) και κάνουν το πικροβούκι της Παναγίας. Στη Β. Θράκη γενικά, πίνουν τα δυο πρώτα ποτήρια κρασί “εις υγείαν των ζωντανών”, ενώ το τρίτο το χύνουν καταγής “να πιουν οι πεθαμένοι”. Ρίχνουν και μια βουκιά πίσω τους “να φαν οι σχωρεμένοι”. Την Πεντηκοστή γονάτιζαν στην εκκλησιά τρεις φορές πάνω σε φύλλα καρυδιάς – δυο για να σχωρεθούν οι αμαρτίες τους και μια για να σχωρεθούν οι πεθαμένοι τους. Αυτά τα φύλλα τα φύλαγαν μετά στα σεντούκια, για να μη φάει ο σκώρος τα μάλλινα. Στη Θράκη στρώνουν κατάχαμα το πεσκίρι, 40 μέρες, τρώνε φαγί και πίνουν και κρασί. Το φαγί πρέπει να έρχεται σε επαφή με το χώμα, γιατί πιστεύουν ότι έτσι τις 40 ημέρες, που περιφέρεται ο νεκρός στον τόπο όπου απέθανε, έχει επαφή και συντρώγει μαζί τους.
Και οι ιερείς της χθόνιας Μεγάλης Θεάς, και αργότερα του Δία, Σελλοί, στη Δωδώνη δεν φορούσαν υποδήματα, για να έρχονται απ’ ευθείας σε επαφή με την μάνα-γη. Αυτήν την απευθείας επαφή επιζητούν και στο νεκρόδειπνο οι Θράκες.
Στην Κίο της Βιθυνίας στρώνουν κάτω και τραπεζομάντιλα. Τρώνε και πίνουν πάνω σ’ αυτά και κάνουν το συχώριο.
Αλλού, την πρώτη νύχτα του νεκρού, τρώνε μόνο φρούτα εποχής: Μήλα, πορτοκάλια, κυδώνια.
[72] μπερεκέτι ή μπερικέτι (< τουρκ bereket) = αφθονία, πλούτος.
[73] αεράιδα = νεράιδα.
[74] σούρντικα ή σούρβικα (< σλαβ. surd) = περιφορά των μικρών παιδιών που ψάλλουν τα κάλαντα και εισπράττουν το σχετικό φιλοδώρημα (Μακεδονία). Επίσης, σούρβες ή σουρβάσκες λένε τα ραβδιά που ετοιμάζουν απ’ την παραμονή οι καλαντάρηδες, για να τους προστατεύουν πρακτικά από τα σκυλιά, αλλά και να χτυπάνε τις πόρτες των σπιτιών – ελλείψει κουδουνιών. Μ’ αυτά ανακατεύανε τη χόβολη σε κάθε σπίτι, ακουμπούσαν τις νιόπαντρες για να “παιδοκομίσουν”, χτυπούσαν τ’ αμπάρια για νάναι πάντα γεμάτα, κλπ. Στη Θράκη τις φτιάχνουν από κρανιά. Στη Μακεδονία από βελανιδιά, καρυδιά, συκιά ή λεπτοκαρυά. Στο Διδυμότειχο τις λένε σπάθες. Θυμίζουν έντονα τα ραβδιά της Βίβλου. Και θεωρούν ότι έχουν εξαιρετική δύναμη: Εξασφαλίζουν την παραγωγή και τη γεροσύνη σ’ όλα τα άψυχα και τα ζωντανά που αγγίζανε. Λέγονται και ματσούκες, τζιόπες, παλίτσες, κολιντάσκες, τζουμάκες, γκλίτσες, σόπες, κ.ά.
[75] Θυμηθείτε ότι η χθόνια θυσία των Λοκρών προς θεούς μειλίχιους γινόταν μόνο νύχτα και οι μετέχοντες έπρεπε να φάνε το θύμα πριν την ανατολή του ήλιου (Παυσανίας, Χ, 38, 8, καθώς επίσης και σχόλια του Φρέιζερ για τον Παυσανία τ.3, σελ. 240 και τ. 5, σελ. 466). Οι νύχτες ανήκουν στους μακαρίτες, έλεγε ο Ησίοδος (“μακάρων νύκτες έασιν”).
[76] ισνάφι < τουρκ esnaf < ελλ. συναφής = συνάφι, σωματείο, συντεχνία.
[77] Στο χωριό Αγία Παρασκευή, στη γιορτή του αγίου Χαράλαμπου.
[78] Βαθύ = χωριό κοντά στην Αρτάκη Μ. Ασίας.