ΚΟΙΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΦΑΡΑΣΩΝ – ΠΟΝΤΟΥ
αβ (άλλο), πλέον, πιά. – άλλο.
’άβι(1) τό, λαβή. – λάβι τό, μίσχος.
άλειμμά το, βούτυρο. – αλειμμαν το, βούτυρο.
αλία(1) φωνή. – λαλία.
αμνάω ορκίζομαι. – ομνώ, ορκίζομαι. < όμνυμι.
ανοιχτάρ’ το, κλειδί. – ανοιγάρ’.
απός ο, αλεπού. – αλεπός ο.
αρούμαι (ιλαρούμαι), θεραπεύομαι. – ’λαρούμαι(2).
ατά, αυτή. – ατέ.
’αχτώ(1) (λακτίζω), κλωτσώ. – λαχτώ, κλωτσώ. < λακτώ, λάκτισμα, κλπ.
- ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ για τα ΦΑΡΑΣΑ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ, ΕΔΩ.
βένετος, γαλάζιος – ακριβώς το ίδιο.
βζήνω(3), σβήνω. – ακριβώς το ίδιο.
’βό το, αυγό. – ωβόν, αυγό < ωόν.
βράδι, ουρά. – ουράδιν, ουράδι, ουρά.
βρεσή η, βροχή. – ακριβώς το ίδιο.
‘γάζει(4) (αυγάζει = φέγγει). – αυγίζω, λευκαίνω.
γατιαίνω – ακριβώς το ίδιο. Στα καππαδοκικά, κολλώ,
γουΐ, το, γουβί / γούβα, λάκκος. – γουΐν τό, λάκκος, πηγάδι.
γουτνί, τό, είδος μεταξωτό ύφασμα. – κουτνίν το.
δάκνω, δαγκάνω. – δάκνω, δάκω. δαγκάνω.
δεβαίνω περνώ. – ακριβώς το ίδιο. < βαίνω > δερβενι.
δεβοσύνα, διαβολιά. – δεβολσύνα, διαολιά.
δότσι το, δοκάρι. – δόκι το, δοκάρι.
δώμας ο, ταράτσα. – ακριβώς το ίδιο.
έργο το, δουλειά. – εργον το, δουλειά.
ετσείνος(5) (αυτοπαθ.) – εκείνος, εκείνον, τον εαυτό του.
ετσεινώ’(5) τουν δικά τους. – εκεινού, είναι δικά του.
ευσή(6) η, προσευχή. – ακριβώς το ίδιο.
ζυγώρι το, λωρι του ζυγού. – ζυγολώρι το.
θεούς, δίχως. – θεώς.
καμμία ποτέ. – καμμίαν ποτέ.
’κανεί(2) (ικανεί), αρκεί. – ακριβώς το ίδιο.
καρακώνω, κλειδώνω. – ακριβώς το ίδιο. Στα καππαδοκικά, σφαλώ.
Καρβώνι, κάρβουνο – ακριβώς το ίδιο.
καρμάνα – ακριβώς το ίδιο. Στα καππαδοκικά, κλωθάρα.
κατζί το, λόγος. – καλατζή η, λόγος.
κατινώνω, καθαρίζω. – καταινίζω.
κνήθω, κνηθομαι, ξυνω, ξυνομαι. – κνέσκω κνεσομαι, ξύνω, ξύνομαι.
’κνώ βαρυέμαι – οκνώ, βαριεμαι.
Κόντζορος ο, Φεβρουάριος. Κούντουρος ο, Φεβρουάριος.
κοντάω ρίχνω. – κανώνω ρίχνω.
κοτσίν το, σιτάρι. – κοκκί, το, σιτάρι.
κόφας ό, κόρφος. – κόφλος κόρφος.
κρούω χτυπώ. – ακριβώς το ίδιο.
κώθω, γυρίζω, επιστρέφω. – κλώθω, επιστρέφω > κλωθογυριζω
- ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΛΕΞΙΚΑ, ΕΔΩ.
’λαχτόρι(7) τό, πετεινός. – αλαχτόρι. < αλέκτωρ. – Στα καππαδοκικά, κοκονιός / κοκκονιός.
’λιμέζω αρμέζω. – αλιμέγω.
’λυκός αρμυρός. – αλυκός, αρμυρός < αλυκη.
μαγαράς ο, σπηλιά. – μαγαρά, σπηλιά < μαγάρα.
μαθόπωρο τό, φθινόπωρο. – μοθόπωρος ό, φθινόπωρο.
μαναχός μόνος. – ακριβώς το ίδιο.
μαχανάς ο, αφορμή. – μαχανά, αιτία.
μέτρον, ημέτερον, δικό μου. – εμέτερα, δικά μας.
μία, μια φορά. – ακριβώς το ίδιο.
‘μόν(8) (εμόν), δικό μου. – εμόν, δικό μου.
μυτής ο, μύτη. – μυτί το, μύτη.
ξεσύνω, χύνω. – ξύνω, χύνω.
‘ξεμυτίζω, κάνω κάτι μυτερό. – ‘ξυμυτώνω, κάνω κάτι μυτερό.
όηλος ο, ήλιος. – ήλος ο, ήλιος.
όvτινα, ποίον, οποιονδήποτε. – οτοποίος ο, δείνα.
όνσουνους, οποιουδήποτε. – όσουνους, οποίου.
ορτόν το, αλήθεια. – ορθία η, αλήθεια.
ούβο τό, σούρβο. – ούβα, η, σούρβο. < αρχ. ελλ. όον > σόρβον, σούρβο, σορβιά, σουρβιά, αβγαριά η = η αγριοκυδωνιά (λατ. sorbus).
παρκαμίνα ή, γωνία, εστία. – παρκαμίνι το, εστία. < παρα + καμινι
πεγάϊδι τό, βρύση. – πεγάδ’ το, βρύση. < πηγαδι
πλεθύνω, αυξάνω. – ακριβώς το ίδιο. < πληθαίνω
’πέσου, μέσα. – απές και απέσου, μέσα.
’πιτάζω, επιτάζω, διατάσσω. – ακριβώς το ίδιο.
πλερούμαι, τελειώνω. – ακριβώς το ίδιο. < πληρουμαι
’πνώνω(9), κοιμούμαι. – υπνάζω, νυστάζω.
ποίκω (θα-να), κάνω. – ποίω, κάνω. < ποιώ.
ποράδι(10) το, ποδάρι. – ποράδι τό, ποδάρι.
ποταμίζομαι, πνίγομαι σέ ποταμό. – ακριβώς το ίδιο.
ράμμα τό, σκοινί. – ακριβώς το ίδιο.
’ρνίθι(11) τό, κόττα. – ακριβώς το ίδιο.
ρουσί, τό, ραχί, βουνό. – ρασίν < ράχη. Στα καππαδοκικά, βουνί.
’ρτιαίνω, ορθώνω, διορθώνω. – ακριβώς το ίδιο.
σέτρον, δικό οου. – σέτερα δικά σας.
σίδι – ακριβώς το ίδιο. Στα καππαδοκικά, ιτέα < ιτιά.
σοινίκι το, χοινίκι. – σοινίκιν
σον, δικό σου. – ακριβώς το ίδιο.
σπήλος τό, σπήλαιο. – σπήλον.
’στέρου(9), κατόπι. – ύστερ’
’στον(11) τό, κόκκαλο. – ΄στούδιν < οστόν, οστούδι.
στουράτσι το, στύραξ, είδος δέντρου. – στουράκι, ραβδι.
στριγγώ, φωνάζω, καλώ. – ακριβώς το ίδιο.
στσεύη τα, αγγεία. – σκευά < σκεύη.
σωρεύω, μαζεύω. – σερεύω.
ταράζομαι, ανακατεύομαι μέ άλλους. – ακριβώς το ίδιο.
τατάς – ακριβώς το ίδιο. Στα καππαδοκικά, βαβάς.
τουφάνκι το, τουφέκι. – τιφάγγ’.
τζο (ουκί) δεν. – ουτσέ (στα Σουρμενα), αλλαχού δεν > τσ’, τσου.
τσακώνω, τσακίζω, χαλώ. – ακριβώς το ίδιο.
τσιπ, όλοι, εντελώς. – ακριβώς το ίδιο.
τσισσός ο, κισσός. – κισσάδ’.
τσοπί το, κήπος. – κεπί.
τσονβάιδι το, κοιλάδα. – κοιλάδι
υιό / υιός ο, γιός. – ακριβώς το ίδιο.
φέγγος ο, φεγγάρι. – ακριβώς το ίδιο.
φοβάς, φοβητσιάρης. – φοβέας
φοσσί το, λάκκος. – ακριβώς το ίδιο.
‘φότες(7), όταν. – ΄φοτι < απ’ όταν.
φτείρι το, ψείρα. – φτείρα
φτένω (φτειάνω), κάνω. – φτάνω = κάνω.
χάνομαι, πεθαίνω. – ακριβώς το ίδιο.
χάνω, χαλνώ. – χάνω = καταστρέφω,
Χορτόης ο, ο μηνας Ιούνιος.- Χορτοθερτς.
‘χράδι το, αχλάδι. – αχράδ’.
χώρα η, ξένος. – ακριβώς το ίδιο.
χωρώτοι, χωρικοί. – χωριώτοι
ωτι, ‘ τι(12), το, αυτί. – ωτιν, ‘ τιν
ΠΗΓΗ: Ν. Π. Ανδριώτης «Το γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων», Coll. De l’Inst. Francais d’Athenes, archives de mousique populaire et de folklore d’ Asie Mineure dirigees par madame Merlier, Αθηνα, 1948. Σχόλια, σημειώσεις Γ. Λεκάκης. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.4.2008.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Γ. Λεκάκη:
(1) παραλειψη του αρχικου λαμδα
(2) παραλειψη του αρχικου ιωτα.
(3) αντιμετάθεση του σβ > βσ > βζ.
(4) παραλειψη του αρχικου δίφθογγου αυ.
(5) τσιτακισμός.
(6) τροπή του χ σε σ.
(7) παραλειψη του αρχικου αλφα
(8) παραλειψη του αρχικου εψιλον
(9) παραλειψη του αρχικου υψιλον
(10) από την λ. πορεια – (3) αντιμετάθεση του ρ > δ.
(11) παραλειψη του αρχικου ομικρον
(12) παραλειψη του αρχικου ωμεγα.
ΚΟΙΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΦΑΡΑΣΩΝ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ και ΠΟΝΤΟΥ ΛΕΞΙΣ ΦΑΡΑΣΑ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ ΠΟΝΤΟΣ ΛΕΞΗ καθομιλουμενη κοινη ελληνικη ιδιαιτερη ντοπολαλια διαλεκτος καππαδοκικη ποντιακη γλωσσαρι ΛΕΞΙΚΟΝ καππαδοκικης ποντιακης διαλεκτου ΛΕΞΙΚΟ προφορα λεξεις Λεξη εντοπιολαλια ντοπιολαλια τοπιολαλια λεξικο λεξικον ιδιωματισμοι ιδιωματισμος ετυμολογια γλωσσα γλωσσικο ιδιωμα λεξις λεξιλογιο ΛΕΞΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟΝ καππαδοκικα φαρασωτικα φαρασωτικη ποντιακα