Του Γιώργου Λεκάκη
Τα δοκίμια ανήκουν στην μεγάλη κατηγορία των δημοτικών μας τραγουδιών, που λέγονται παραλογές ή της ξενητειάς ή πολλές φορές στα γαμοτράγουδα.
Το δοκίμι (δοκιμασία) ήταν ένας άθλος ή αγώνας που βάζει στους επιδόξους μνηστήρες:
- η «πανώρια» (= πανωραία, πεντάμορφη) και «πλούσια» αρχοντοπούλα-νύφη, ή.
- η σύζυγος για να πειστεί ότι ενώπιόν της έχει τον επί χρόνια ξενητεμένο άνδρα της και όχι κάποιον που θέλει να την ξεγελάσει, ως άλλη Πηνελόπη, αφού το τέχνασμα το πρωτοσυναντάμε στην «Οδύσσεια» του Ομήρου (π,245 – 253) και στην ελληνική μυθολογία. [Μεγάλη κατηγορία των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών «Ο γυρισμός του ξενητεμένου»], ή
- ο πατέρας ή ο αδελφός της, προκειμένου να την υπανδρέψει με κάποιον μνηστήρα.
Οδυσσέας και Πηνελόπη, έργο του Fr. Primaticcio, 1563.
Τελικώς, νικητής της δοκιμασίας της είναι ο πιο αδικημένος απ’ την ζωή, ένας ψυχογιός.
Το δοκίμιν της αγάπης
Σαρανταδυό αρχοντόπουλα μια κόρην αγαπούσαν,
κόρη πανώρια κι όμορφη και στα φλωριά χωσμένη.
Κι όλοι νεκαλεστήκανε μια μέρα για να πάνε.
Γεμίζου οι στάβλοι νάλογα, τα παραθύρια σέλλαις,
και τα πορτοπαράθυρα σκάλαις και χαλινάρια.
Στρώνει την τάβλα να γευτούν πολλώ λογιώ τραπέζι.
«Τρώτε και πίνετε άρχοντες, κι εγώ σας αφηγούμαι:
Μέσα στο περιβόλι μου, στη μέση της αυλής μου,
μάρμαρο νέχει ο αφέντης[1] μου, δοκίμιν[2] της αγάπης,
κι όποιος βρεθή και πιάση το, κι οπίσω του το ρήξη,
εκείνος είναι ο άντρας μου κι εγώ είμαι η ποθητή του!».
Κι ούλοι μονοσυνάγουνται[3], κι ούλοι το δοκιμάζουν.
Κι ένας το παίρνει δάχτυλο[4], κι άλλος μούτε καθόλου,
και της Μαρίας ο ψυχογιός[5], τ’ άξιο παλληκάρι,
μονοχεριάρι[6] το πιάσε κι οπίσω του το ρίχτει…
«Εγώ είμαι, κόρη, ο άντρας σου κι εσύ ΄σαι η ποθητή μου!».
Άλλη παραλλαγή:
Εκατοδυό αρκοντόπουλλα μιά κόρην αγαπούσι,
ενούς, ενούς ετάσσετο φιλί και μιαν εσπέρα
ούλοι ‘μονολαΐστησαν και υπάσιν ουλ’ άλλαι.
Στρώνει των τάβλα να ‘ευτού, πολλώ λογιώ τραπέζι.
–«Τρώτε και πίννετ’, άρκοντες, κι εγιώ νά σας ΄φτιούμαι
μάρμαρον εχ’ αφέντης μου, δοκίμι της αγάπης,
κι όποιος βρεθή και πιάση το κι οπίσω του το ρίξη
εκείνος είν’ ο άντρας μου κι εγώ η ποθητή του».
9 Κι ούλοι μονοσυνάουτται κι ούλλοι το ικιμάτζου.
Κι ένας το παίρνει δάκτυλο κι άλλος μήτ΄ καθόλου
κι ένας κουτρούλλης, κουτρουλλιός, ψειριάρης, κασσιδιάρης,
μονοχεριάρι το ‘πιασι κι οπίσω του το ρίχτει.
-«Εγώ ‘μαι, κόρη, ο άνδρας σου κι εσύ ‘σ’ η ποθητή μου».
-«Αν επλανειούμουν σε κοντούς κι αν ήθελα τις μαύρους,
ήθελε να ‘ν’ η ρύμη μου τα σούσσουλα ‘εμάτη».
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκάκης “Ανθολογια Ελληνικης ποίησης”. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.8.2011.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Σπυριδάκης Γ. Κ. “Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια”, εν Αθήναις 1962.
- Ιωάννου Γ. “Παραλογές”, Αθήνα, 1983.
- Σκαρτσής Σ. Λ. “Το δημοτικό τραγούδι”, Αθήνα, 1986.
- Κακριδή Ελ. Ι. «Η διδασκαλία των Ομηρικών επών», Αθήνα 1988.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] αφέντης, ο = ο πατέρας.
[2] δοκίμιν, το = η δοκιμή, ο άθλος, ο άγων. Η δοκιμασία στον έρωτα πέρασε και στο λαϊκό μας τραγούδι:
Δοκιμασία,
κάνε μου μια ετούτο έχει σημασία
και πάρ’ την λέξι που ζητάς για να σου πω
και κοίτα μόνη σου να δεις αν σ’ αγαπώ…
(Γ. Σταματάκης)
[3] μονοσυνάγονται = συνάγονται επί ταυτώ, για τον ίδιο / μόνο σκοπό.
[4] Δηλαδή «ο ένας το κινεί / το σηκώνει απόσταση ενός δακτύλου», δηλαδή σχεδόν καθόλου.
[5] Σε άλλες παραλλαγές «της χήρας ο Γιαννάκης», ή «ένας κοντός», ή «ένας κασσιδιάρης». Γενικά, πάντως κάποιος μη ευνοημένος από την ζωή ή την φύσι.
[6] μονοχεριάρι (επίρ.) = δια της μιας χειρός, «με το ένα χέρι», ένδειξις δυνάμεως.