Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

14.2 C
Athens
Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου, 2025

Ο σιμιγδαλένιος – παραμύθι της Σκιάθου

Κόκκινη κλωστή δεμένη,

στην ανέμη τυλιγμένη,

δώσ’ της μπάτσο να γυρίσει

παραμύθι ν’ αρχινήσει…

Αρχή παραμυθιού…

Καλησπέρα της αφεντιάς σας…

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλέας κι είχε μια δυχατέρα[1]. Της έλεγε να την παντρέψει – δεν ήθελε! Της έλεγε για τον έναν, της έλεγε για τον άλλον – κανέναν δεν ήθελε! Του λέει μια μέρα: «Πατέρα, να πας να μου πά­ρεις ένα τσουβάλι μύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι κι ένα τσουβάλι ζάχαρη».

Πήγε ο πατέρας της και της τα πήρε. Κλειδώθηκε αυτή σε μια κάμαρη. Είπε: «Εγώ θα κλειδωθώ σε μια κάμαρη σα­ράντα μέρες και να μη με γυρέψετε ντιπ».

Κλειδώθηκε σε μια κάμαρη, έσπασε τα μύγδαλα, τα καθά­ρισε, τα ετοίμασε ούλα, έπιασε και ζύμωσε το σιμιγδάλι, τα μύγδαλα και την ζάχαρη και ιστόρησε έναν άνθρωπο. Αφού τον έφκιασε, κάθισε στο κεφάλι του, τον λιβάνιζε κι έλεγε: «Δεν μου μιλείς, μάτια μου; Δεν μου μιλείς, φως μου;».

Αυτά τα ΄κανε σαράντα μέρες κι έκλαιε. Στις σαράντα μέρες, της λέει αυτός: «Αχ! τι γλυκά κοιμόμουνα και με ξύ­πνησες!». Άφησε αυτή αμέσως τα κλάματα κι είχε γέλια και χαρές. Ανοίγει τις πόρτες και βγαίνει αυτός όξω. «Να, λέει, πατέρα, ποιόνα θα πάρω, κι όχι ΄κείνον που μου δίνεις».[2] Χαρά ο πατέρας της, η μάνα της! Πήγαν να κόψουν τα νυφικά, να ΄τοιμαστούν, να κάμουνε τα γάμο. Ετοιμαστήκανε, ράψανε τα ρούχα του γαμπρού, της νύφης, καλέσανε τον κόσμο, κάνανε τον γάμο, γλεντήσανε.

Τ’ ακούει ο άλλος βασιλέας, πως του τάδε βασιλέα η δυ­χατέρα έκαμε έναν… σιμιγδαλένιο και τον πήρε άνδρα, το μα­θαίνει κι η δυχατέρα του αυτουνού, και πέφτει στα μαύρα πανιά[3] να πεθάνει. Ήθελε αυτή τον Σιμιγδαλένιο για άντρα. Της λέγαν η μάνα της, ο πατέρας της: «Πού να τον βρούμε; Τον έχει ΄κείνη, που τον έχει!».

Αρρώστησε η δυχατέρα του απ’ τον καημό της. Τι να κά­μει ο πατέρας της; Συνεννοήθηκε με την γυναίκα του και εί­παν: «Να κάμουμε, γυναίκα, μια φεργάδα[4], να την αρματώσου­με και να την φορτώσουμε χρυσαφικά, γυαλικά, διάφορα».

Κάμανε την φεργάδα. Είπανε στα πλήρωμα: «Να πάτε να φουντάρετε από κάτω απ’ το σπίτι, που ΄ναι ο Σιμιγδαλένιος. Και να βάνετε άνθρωπο να παραφυλάει. Μόλις ανεβεί απάνω ο Σιμιγδαλένιος, να σκωθείτε στα πανιά, να φύγετε αμέσως. Να προσέξετε να μη σας πάρουνε χαμπάρι».

Φόρτωσε η φεργάδα, σκώθηκε, έφυγε, πήγε, φουντάρησε από κάτω απ’ το παλλάτι του Σιμιγδαλένιου. Ξυπνάν το πρωί οι δούλες, την βλέπουν, πάνε μέσα στην κυρά τους, λένε: «Αχ! κυρά, ήρθε μια φεργάδα και πάει όλος ο κόσμος μέσα και ψωνίζει. Έχει διάφορα χρυσά πράματα μέσα, γυαλικά!». Λέει αυτή τ’ αντρού της:

«Δεν πας, Σιμιγδαλένιε μου, και συ να πάρεις;».

«Τι τα θέλουμε, λέει, εμείς; Εμείς έχουμε».

«Απ’ αυτά, λέει, θέλω να πάρεις».

Δεν πήγε αυτός. Ξαναπάν οι δού­λες. Του ξαναλέει αυτή:

«Να πας, Σιμιγδαλένιε μου, να πά­ρεις γυαλικά».

«Καλά, λέει, πηγαίνω».

Σκώνεται ο Σιμιγδαλένιος, πάει, φωνάζει την βάρκα απ’ την φεργάδα. Είπανε από μέσα απ’ την φεργάδα: «Φωνάζει ο Σιμιγδαλένιος». Στείλανε την βάρκα την καλή όξω. Βγήκε η βάρκα η καλή όξω, λέει:

«Τι αγαπάς;»

«Έχετε, λέει, πράματα καλά να ψωνίσω;».

«Παραπά­νω από καλά, λένε».

Τον πήρανε τον Σιμιγδαλένιο μέσα. Με έξι κουπιά η βάρκα. Μόλις πάει μέσα, σκώθηκε η φεργάδα στα πανιά, πάει στην δουλειά της. Τον πήρανε τον Σιμιγδαλένιο, τον πήγανε στο παλλάτι τ’ αλλουνού του βασιλιά. Τον πήγαν απά­νω, του δίνει ένα νερό ή βασιλοπούλα και πίνει, κι αστόχησε την γυναίκα του. Κάθισε ΄κεί. Τον πήρε άντρα της αυτή.

Ας αφήσουμε τώρα τον Σιμιγδαλένιο με την δεύτερη την γυ­ναίκα του κι ας πάμε στην πρώτη.

Η πρώτη η γυναίκα του, σαν ήρθε το μεσημέρι, και δεν ήρθε ο Σιμιγδαλένιος να φάει, λέει: «Πού είναι ο Σιμιγδαλένιος; Στη φεργάδα;».

«Έφυγε!».

«Πού πάει;».

«Ο Κύριος ξέ­ρει!».

Άρχισε τα κλάματα η γυναίκα του κι έκλαιε. Λέει ο πα­τέρας της:

«Παιδάκι μου, μην κλαις».

«Να μην κλαίω; Τον άν­τρα μ’ θέλω!».

«Μα πού να τόνε βρούμε; Ας μη τον έστελνες να σου πάρει γυαλικά!».

«Εγώ, λέει, πατέρα, θα φύγω!».

«Μα πού θα πας, παιδάκι μου;».

«Θα φύγω!», λέει.

Σηκώθηκε κι έφυγε. Δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει. Μέρες, μερόνυχτα γυ­ρίζει. Γίνηκε αγνώριστη. Στον δρόμο, που πήγαινε, βρίσκει μια γυναίκα, με τα βυζιά της πάνιζε, με τα βυζιά της φούρνιζε.

«Α!, λέει, θεια, τι ΄ναι αυτά;» Πιάνει αυτή, της κάνει φκυάρι, της φκιάνει πανόξυλο. «Να, λέει, θεια, έτσι πανίζουν και φουρ­νίζουν».

«Ο θεός, λέει, παιδάκι μου, να στο πληρώσει το καλό που μου ΄καμες!».

«Τι καλό, λέει, να με πληρώσει ο θεός; Να με γιατρέψεις, θεια!».

«Τι γιατρειά, να σε κάμω;».

«Ποια είσαι συ;», λέει.

«Εγώ είμαι μάνα κι έχω τον ήλιο γιο!».

«Α! λέει, θεια, να καθίσω να του πω για τον Σιμιγδαλένιο».

«Ου! λέει αυτή. Να καθίσεις; Θα σε φάει!».[5]

«Ας καθίσω, λέει, θεια. Κρύ­ψε με να του πω κι εγώ τον πόνο μου!».

«Ου! λέει. Πού να σε κρύψω; Έχω τόπο;».

Άρχισε η μέρα μάζευε, έγειρε ο ήλιος.

«Άντε, λέει, να φύγεις, θα ΄ρθει ο ήλιος, να σε φάει».

«Κρύ­ψε με, λέει, θεια. Κάμ’ ένα καλό, να με κρύψεις».

Έκλαιε αύτη, την λυπήθηκε, σηκώνει την σκούπα, την έκρυψε αποκάτω.

Βασίλεψε ο ήλιος. Σηκώθηκε, πήγε στην μάνα του.

«Καλη­σπέρα, σταυρομάνα!».

«Καλησπέρα!».

«Κάπου ΄δώ, κάπου ΄κεί, κά­που ανθρωπινή ψυχή μυρίζει», λέει ο ήλιος.

«Πού να την βρω, λέει, εγώ την ανθρωπινή ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέ­λεις να με φας; Φάε με!».

«Ο θεός να μην το δώσει, μάνα», λέει αυτός.

Κατέβασε η μάνα του το ρακοκάζανο, του ΄βανε ψωμιά, φαγιά, έφαγε. Του λέει: «Παιδάκι μ’ πεινάς άλλο; Θέλεις να φας;».

«Όχι, λέει, δεν πεινώ».

«Σαν δεν πεινάς, λέει, να βγει μια, να σου πει τον καημό της. Βγες, λέει, και συ παιδάκι μ’, να πεις τον καημό σου». Βγήκε αυτή, λέει:

«Ήλιε μου, λαμπρέ-λαμπρέ και λαμπρογεμισμένε,

εδώ ψηλά που περιπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,

μην είδες τον αντρούλη μου, που ΄ναι σιμιγδαλένιος;

«Πού να τον ιδώ, χριστιανή μου, εγώ; Να πας στο Φεγγάρι, που γυρίζει όλη νύχτα. Εγώ το πρωί βγαίνω, το βράδυ έρχο­μαι. Άντε, λέει, μάνα, φίλεψέ την κι ένα καρύδι!». Της έδω­κε αυτή ένα καρύδι. Τους χαιρέτησε, σηκώθηκε, έφυγε. Έφυ­γε, πήγε στο Φεγγάρι!

Τα ίδια και του Φεγγαριού η μάνα. Μαγέρευε κι ετοίμαζε να πάει το φεγγάρι να φάει. «Άντε, λέει, να φύγεις, θα ΄ρθει το Φεγγάρι τώρα να σε φάει!».

«Δεν με κρύβεις, λέει, να πω στο Φεγγάρι τον καημό μου;».

«Πού να σε κρύψω;», λέει.

«Κρύ­ψε με, λέει, θεια, να πω κι εγώ τον καημό μου».

Ανοίγει ένα ντουλάπι, την βάνει μέσα.

Έφεξε ο θεός και πήγε το φεγγάρι:

«Κάπου ΄δώ, κάπου ΄κεί, κάπου ανθρωπινή ψυχή μυρίζει, μάνα».

«Πού να βρεθεί, λέει, δω η ανθρωπινή ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με!».

«Ο θεός, λέει, να μην το δώσει, μάνα. Έχεις τίποτα να φάω;».

«Όλα τα καλά, λέει, παιδάκι μ’». Του ΄βανε τραπέζι, κάθισε το Φεγγάρι, έφαε, ήπιε. Λέει η μάνα του: «Παιδάκι μου έφαες;». «Έφαγα!». «Να ΄χες, λέει, και μια ανθρωπινή ψυχή, την έτρωες;». «Ο θεός, λέει, να μην το δώ­σει!». «Βγες, λέει, τώρα και συ, να πεις τον καημό σου».

Βγαίνει ΄κείνη. «Καλημέρα σας!». «Καλημέρα!».

«Φεγγάρι μου, λαμπρό-λαμπρό και λαμπρογεμισμένο,

εδώ ψηλά πού περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,

μην είδες τον αντρούλη μου, που ΄ναι σιμιγδαλένιος;

«Πού να τον ιδώ εγώ; λέει. Εγώ βγαίνω από βράδυ σε βράδυ. Να πας, λέει, στ’ αστέρια, που ΄ναι πολλά. Αν δεν τον ιδεί το ένα, θα τον ιδεί τ’ άλλο. Φίλεψέ την, λέει, κι ένα μύγδαλο[6]!».

Παίρνει το μύγδαλο, σηκώθηκε η κακομοίρα, με τα μάτια κλαμένα και την καρδιά καμένη, και φεύγει. Φεύγει, πηγαίνει στ’ αστέρια, στην μάνα τους. Έκανε κι αυτή ετοιμασία, για να ΄ρθουνε να φάνε τ’ αστέρια. Την βοήθησε στο ζύμωμα, στο μαγέρεμα. Έφεξε. Λέει: «Άντε, να φύγεις τώρα. θα ΄ρθού­νε τ’ αστέρια να φάνε, και θα σε φάνε!».

«Δεν με κρύβεις, λέει, θείτσα μου, να πω τον καημό μου;»

«Ου! λέει. Πού να σε κρύ­ψω; Δεν έχω τύπο. Αν γλυτώσεις απ’ τον έναν, δεν γλυτώνεις απ’ τον άλλον!». Έκλαιε όλο αυτή, και δεν έφευγε. Ανοίγει την πόρτα, την βάνει από πίσω απ’ την πόρτα. Έρχονται τ’ αστέρια. «Καλημέρα σταυρομάνα!», λέει ο μεγάλος ο αστέρας.

«Καλώς τόνε!».

«Κάπου ΄δώ, κάπου ΄κεί, κάπου ανθρωπινή ψυχή μυρίζει!».

«Ου! λέει, παιδάκι μ’. Πού να βρεθεί ανθρωπινή ψυ­χή; Εγώ είμαι ΄δώ, η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με!».

«Ο θεός να μη το δώσει!».

Έρχονται και τ’ άλλα τ’ αστέρια: «Καλημέρα σταυρομάνα! Καλημέρα σταυρομάνα! Καλημέρα σταυρομάνα!» — ούλα τ’ αστέρια. Καθίσανε, τους έβανε τρα­πέζι, φάγανε, ήπιανε ούλα. «Να ΄χετε και μια ανθρωπινή ψυ­χή, παιδιά, την τρώγατε;». «Ο θεός να μη το δώσει!». «Βγες, λέει, εσύ τώρα, να πεις τον καημό σου». Βγήκε ΄κείνη, λέει:

«Αστέρια μου λαμπρά-λαμπρά και λαμπρογεμισμένα,

ψηλά οπού δια­βαίνετε και χαμηλά κοιτάτε,

μην είδατε τον άντρα μου, που ΄ναι σι­μιγδαλένιος;

-Που να τον ιδούμε; λέει ο μεγάλος αστέρας. Εμείς αποβραδίς βγαίνουμε και το πρωί βασιλεύουμε».

Πετάχτηκε και το μικρό τ’ αστεράκι[7] και λέει: «Εγώ, θεια, τον είδα». Του δίνει ένα μπάτσο ο μεγάλος. «Μην το χτυπάς, λέει, αστέρα μου. Άσ’ το να μου πει, γιατί έχω καημό. Πού τον είδες, λέει, παιδάκι μου;». «Στ’ άσπρα σπίτια στα χάνια!».

«Άντε, λέει, παιδάκι μ’, να με πας».

«Δεν έρχεται, λέει ο αστέρας. Δεν έχουμε ανάγκη να γίνουμε κακοί!».

«Μα ποιος θα το ξέρει; λέει. Εγώ δεν το μαρτυρώ!».

«Ε, άντε, λέει, να την πας και να ΄ρθείς. Δώστε της κι ένα φουντούκι!».

Την πή­ρε τ’ αστεράκι, την πήγε.

Σαν έφτασε, λέει στις δούλες: «Δεν λέτε της κυράς σας να μ’ αφήσει να καθίσω σ’ ένα καμαράκι; Είμαι ξένη, κι είμαι φτωχιά, αρφανή». Πήγαν οι δούλες, το είπανε. Λέει η κυρά τους: «Άντε, λέει, βάλτε την σ’ ένα παράσπιτο».

Την βάναν μέσα. Ανέβηκε, κατέβηκε ο Σιμιγδαλένιος, τον είδε αυτή. Κλειδώθηκε η κακομοίρα μέσα κι έκλαιε. Το πρωί ξημερώνει ο θεός, σπάζει το καρύδι, βγαίνει ένα χρυσό μαγκάνι, απ’ αυτά που καλαμίζουν, σαν υφαίνουν. Έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε και το μαγκάνι. Το βλέπουν οι δούλες, το λέ­νε της κυράς τους. «Άντε, λέει, πέστε της, τι γυρεύει να τ’ αγοράσουμε». Πάνε κάτω, της λένε: «Τι γυρεύεις, ν’ αγορά­σει η κυρά μας το μαγκάνι;». «Εγώ, λέει, δεν θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, ούτε τα πουλώ αυτά με λεπτά. Αυτά αξί­ζουν ένα βασίλειο».

Πήγαν οι δούλες, τα ΄παν αυτά στην κυρά τους. Λέει: «Άντε, πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε». Παν οι δούλες, την ξαναρωτούνε. Τους λέει αυτή:

«Εγώ δεν θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά,

μόνο τον Σιμιγδαλένιο, να μου δώσει μια βραδιά!».

«Για τα μούτρα της, λέει η κυρά τους, τον έχω τον Σιμιγδαλένιο;».

«Δεν τόνε δίνεις, λένε, κυρά, μια βραδιά; Τι θα πά­θει;».[8]

«Ε, άντε, λέει, φέρτε το ποτό να τον ποτίσουμε».

Πά­νε το ποτό, τον ποτίζει, κοιμήθηκε αυτός. Τον πήρανε, τον πήγανε.

Τον πήρε αυτή, έστρωσε, τον ξάπλωσε, κλειδώθηκε, στά­θηκε αποπάνω του κι έλεγε: «Δεν μου μιλείς, μάτια μου; Δεν μου μιλείς, φως μου; Δεν είμαι ΄γώ που σ’ έπλασα; Δεν είμαι ΄γώ που σε ιστόρησα;». Άκουγε αυτός, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Έφεξε ο θεός, τον πήραν απάνω. Έσκασε, πλάντα­ξε αυτή. Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δυο. Σπάζει το μύγδαλο. Βγαίνει μια χρυσή ανέμη. Κατεβαίνουν οι δούλες, την βλέπουν. «Αχ! κυρά, για σένανε κάνει αυτή η χρυσή ανέμη. «Άντε, λέει, πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε, να την πάρουμε κι αυτή». Πάνε της λένε. Λέει: «Εγώ δεν την πουλώ με λεπτά. Να μου δώσετε τον Σιμιγδαλένιο μια βραδιά ακόμα!». Την καταφέρανε πάλι οι δούλες την κυρά τους, τον πότισε αυτή με το ποτό, της τονε δώκανε. Κλει τις πόρτες, στέκεται αποπάνω του: «Δεν μιλείς, Σιμιγδαλένιε μου; Δεν μιλείς, μάτια μου; Δεν μιλείς, φως μου;» Δεν μπορούσε ΄κείνος να μιλήσει. Έφεξε ο θεός, της τόνε πήρανε πάλι. Έκλαψε αυτή, πικράθηκε. Τι να κάμει; Σπάζει και το φουντούκι. Σπάζει και το φουντούκι, βγαίνει μια χρυσή κλώ­σα με τα χρυσά τα πουλάκια.[9] Κατεβαίνουν πάλι οι δούλες, τα βλέπουν, το λένε στην κυρά τους, πάνε πάλι σ’ αυτήν, της λένε τι θέλει να τα δώσει. Γύρεψε πάλι αυτή μια βραδιά τον Σιμιγδαλένιο. Με τα πολλά πάλι την καταφέρανε να τόνε δώ­σει άλλη μια βραδιά. Παίρνει το ποτό αυτή να τόνε ποτίσει. Αυτός το κατάλαβε, και ΄κεί που έκαμνε πως θα λα το πιει, το ΄χυσε στην τραχηλιά του. Έκαμε υστέρα τον κοιμισμένο. Τον πήρανε, τον πήγανε. Κλειδώνεται αυτή. Άρχισε πάλι:

«Δεν μου μιλείς, Σιμιγδαλένιε μου; Δεν μου μιλείς, φως μου;».

«Ε, λέει ΄κείνος. Σώπα! Εσύ ποια είσαι;».

«Δεν είμαι ΄γώ η γυναίκα σου, που σ’ έπλασα;».

«Και γίνηκες έτσι;».

«Έτσι γίνηκα, λέει, γιατί σ’ έχασα και σε γύρευα να σε βρω τόσον καιρό!».

«Τώρα, λέει, να φύγουμε!».

Σκωθήκανε την νύχτα, φύγανε. Πήγανε στο παλλάτι τους.

Και ζούμε εμείς καλύτερα κι αυτοί αυτήν την τώρα.

Τα κλάματα που ΄χε αυτή, τα έχει η άλλη τώρα…

ΠΗΓΗ: Εκ του Γ. Ρήγα “Σκιάθου λαϊκός πολιτισμός”, τ. β΄. Το παραμύθι διασκεύασε για θεατρικό έργο, ο Αλ. Αδαμόπουλος. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.4.2012.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

[1] δυχατέρα, η = θυγατέρα.

[2] Και σε άλλα παραμύθια και λαϊκές παραδόσεις του λαού μας, από τα αρχαιότατα χρόνια, παραδίδεται πως το «πιο γλυκό ψωμί» είναι αυτό που θα ζυμώσεις μόνος σου κι όχι αυτό που θα σου προσφέρουν έτοιμο να το φας…

[3] «πέφτω στα μαύρα πανιά» = από την εποχή της επιστροφής του Θησέα από την Κρήτη μετά την νίκη του Μινωταύρου, ο λαός μας χρησιμοποιεί αυτήν την έκφραση για να εκφράσει κάποιον που πέφτει στα μαύρα, στην θλίψη, στο πένθος.

[4] φεργάδα, η = φρεγάτα.

[5] Πανάρχαιη δοξασία πως ο θεός Ήλιος τρέφεται με το δυνατότερο όν, για να πάρει τη ν μεγαλύτερη δύναμη.

[6] Ασθενέστερο του Ηλίου το Φεγγάρι, ασθενέστερο και το φίλεμά του!

[7] Η λύσις έρχεται και πάλι από το πιο μικρό, το πιο αδύνατο πλάσμα.

[8] Ο λαός μας λέει «ο θεός να σε φυλάει από κακούς συμβούλους».

[9] Η λύσις βγαίνει πάλι μέσα από το ασθενέστερο δώρο, που δώρισε ο ασθενέστερος εκ των δωρητών. Γι’ αυτό δεν πρέπει να αγνοούμε και να περιφρονούμε κανέναν.

σιμιγδαλενιος – Παραμυθι της Σκιαθου σιμιγδαλι παραμυθια Σκιαθος Κοκκινη κλωστη δεμενη, ανεμη τυλιγμενη, μπατσος καλησπερα αφεντια Μια φορα κι εναν καιρο βασιλεας βασιλευς βασιλιας δυχατερα θυγατρεα παντρεια γαμος τσουβαλι μυγδαλα, αμυγδαλα ζαχαρη μυγδαλο, αμυγδαλο

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Ήθη και έθιμα της αγίας Βαρβάρας – σχέση με Εκάτη, Δήμητρα και Ήρα – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Η αγία Βαρβάρα εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου....

Από την αρχαία ελληνική μακαρία, το μελομακάρονο – τι συμβολίζει

Της δρ. Γεωργίας Κατσογριδάκη, διαιτολόγου – διατροφολόγου Το μελομακάρονο αποτελεί...

Ο Ευρύαλος προσκόμισε στον Οδυσσέα συμβόλαια για το βασίλειο της Ιθάκης – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Ο Οδυσσεύς, μετά την μνηστηροφονία, επήγε στην...

ΗΘΗ και ΕΘΙΜΑ της αγίας Αικατερίνης / Εκάτης / Υπατίας – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Η μεγαλομάρτυς, κόρη του έπαρχου Κώνσταντα, γεννήθηκε...