Του Γιώργου Λεκάκη
Βασκανία / βασκανίη λέγεται η κακή επίδραση / μαγεία, μέσω ενεργειας, σε κάποιον άνθρωπο, ζώο, δένδρο, φυτό ή αντικείμενο, η κακολογία, ο φθόνος. Μπορεί να συμβεί με διάφορους τρόπους. Και η κατάρα του βάσκανου ανθρώπου. – ΠΗΓΗ: Πλάτ. Φαίδ. 95Β, Δημ. 311.8. Καλλ. Ἐπ. 22.
Πιο ευαίσθητα στην βασκανία είναι τα αθώα μικρά παιδιά, και οι αθώοι και άκακοι άνθρωποι και από τα ζώα τα άλογα. Οι Ρωμαίοι είχαν ειδική θεά για να προστατεύει τα παιδιά από το κακό μάτι, την Cumina.
Τάρταρε χθόνιε καὶ Βασκανία χθονία – ΠΗΓΗ: P IV 1451.
Ετυμολογείται από το ρήμα φάσκω > βάσκω, βάσκειν < βάζω (λόγια, κακή ενέργεια σε κάτι), βάξις = λόγος > λατ. fascinus / fascinum / fascis = δέσμη, φασκιά, μία μαγική τελετή, κατά την οποία το θύμα δενόταν σφιχτά.
Είδη βασκανίας
- η γητειά (< γοητεία), το βάσκανο με άσκηση γοητείας από γόη. Ασκείται κυρίως με την (εξωτερική ή εσωτερική) ομορφιά.
- το μάτιασμα με βασκανία. Ασκείται μόνο με τα μάτια. Λέγεται και θιάρμισμα (ρ. θιαρμίζω) / φτάρμισμα / φθάλμισμα < οφθάλμισμα < οφθαλμός, όμμα (ομμάτ’ στον Πόντο). Στην Κρήτη τον οφθαλμό τον λενε φταρμό. Το βλέμμα αυτό θεωρείται κακό («πονηρό / κακό μάτι τον είδε»).
Λέει το δημοτικό:
«Νιός-γέρος σε λιμπίζεται όταν περνάς στηθάτη
για τούτο βάλε φυλαχτό μη σ’ αβασκάνει μάτι».
Στην αρχαία Ελλάδα έλεγαν: “δυσμενὴς καὶ βάσκανος ὁ τῶν γειτόνων ὀφθαλμός” [Αλκίφρ. 1.18] που λέγεται ακόμη από τους σύγχρονους Έλληνες: Ο θεός να σε φυλάει από κακό γείτονα. Στην Κρήτη λένε μια παροιμία: «Κάλλια να σε φάει θεριού μπούκα, παρά ανθρώπου αμμάτι».
Στην αγαθοποιό λαϊκή μαγεία αναφέρονται:
Γιατροσόφι για την βασκανία: «στο θυμιατήρι μαζύ μέ το θυμίαμα ρίχνεται καί σκόνη ελαφοκεράτου καί λιβανίζουμε τόν ασθενή» (πάτερ-Γυμνάσιος).
αβασκαίνω: Ματιάζω, βλέπω κάποιον κοιτάζοντάς τον με ζήλεια ή φθόνο. Παροιμιώδεις φρασεις: «Φτου σου, να μην αβασκαθείς!», «Φτου σου, να μη σε βασκάνω / ματιάσω!», «Φτύσ’ το, να μην το ματιάσεις!», «φτύσ’ τον κόρφο σου!» και μάλιστα τρις (επιβίωση από την αρχαιότητα: «ίνα μη βασκαθώ, τρις εις εμόν έπτυσα κόλπον» – ΠΗΓΗ: Θεοκρίτου Ειδύλλια 6,14. Το φτύσιμο / σάλιο θεωρείται αντιβασκανικό. Από διάφορα και πολλά άτομα επί γης, χρησιμοποιείτο ως πότισμα χωραφιού, για την μαγική αποτροπή της βασκανίας. – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟΤΡΟΠΑΪΚΑ, ΕΔΩ.
αβάσκαμα, το: Το μάτιασμα, η βασκανία. Αλλιώς κακό μάτι.
αβάσκαντος, ο: αμάτιαστος, αφθάρμιστος < φθαρμός / φθαλμος = οφθαλμός.
αβασκαντής / βασκαντής, ο: Ο άνθρωπος που έχει την ιδιότητα να ματιάζει.
αβασκαντούρι / βασκαντούρι, το: Κάθε αντικείμενο (λ.χ. είδος θαλάσσιου οστράκου, απεικόνιση ματιού κλπ.) που αποτρέπει την βασκανία. Και άγριο βότανο που χρησιμοποιείται κατά της βασκανίας.
βαούρα, βαβούρα, η: βουή / βοή, ο ὄχλος – ΠΗΓΗ: Δημ. 348.24. Λέγεται και με την έννοια της βασκανίας («κακή βαούρα», «η βαούρα του κόσμου») – στην Κάρπαθο[1] Δωδεκανήσων.
βάσκανος, βασκαντήρ, ο: φθοροποιός, μοχθηρός, δυσφημιστικός, υβριστικός, φθονερός, συκοφάντης, μάγος, γόης, δαίμων, ζηλιάρης, δύσκολος, φαύλος, άδικος, φιλοκατήγορος, μάγος (“που ασκεί το κακό μάτι” Αρισταίνετος 1.25.29). Υπάρχει και υπερθετικός βαθμός: βασκανώτατος. Επίθετο του θεού Άδη. – SB 6295.3, και 12222,5 (3ος / 4ος μ.Χ.). Η βάσκανος γυναίκα θεωρείτο μάγισσα > αγγλ. witch, κλπ.
βασκαντούρης: αυτός τον οποίο δεν τον πιάνει βασκανία ή για τον οποίο ευχόμαστε να μη βασκαθεί.
βασκαντήρι / βασκαντούρι / αβασκαντούρι, το: Κάθε αντικείμενο που έχει την ιδιότητα να αποτρέπει την βασκανία. Στα βασκαντήρια (αντιβασκάνια) συγκαταλέγονται:
- τα ονοματισμένα / βαπτισμένα σε αγιασμένο νερό ή καθαρό νερό πηγής. Στην Ζάκυνθο κατά την τελετή του αγιασμού των υδάτων των Φώτων, στην εκκλησία οι πιστοί «βάπτιζαν»… νεράντζια τα οποία στην συνέχεια διατηρούσαν και τα χρησιμοποιούσαν ολοχρονίς σε διάφορες μαγικοθεραπευτικές ενέργειες στην οικία τους, όπως κατά της βασκανίας[2], κ.ά.
- βασκανοχάρτι, είδος φυλακτού, ένα χαρτί στο οποίο είναι γραμμένη η ευχή κατά της βασκανίας ή άλλες αποτροπαϊκές φράσεις, όπως λ.χ. Ιησούς Χριστός νικάει κι όλα τα κακά σκορπάει.
- η επίδειξις ή θέα ή πιάσιμο γεννητικών οργάνων (αληθινών ή ομοιωμάτων) καθώς και το ξύσιμο αυτών (ιδίως των όρχεων ή του πισινού).
- η δαγκάνα / δαγκανάρι του κάβουρα (η οποία έχει την ικανότητα να δαγκώσει και να βγάλει το κακό μάτι),
- το κάλυμμα είδους οστρακοειδούς (γνωστό ως «μάτι της Παναγίας» ή «μάτι της θάλασσας», με χρώμα λευκό και ροδιού, που σχηματίζει μάτι-σπείρα),
- το προβασκάνιο, αποτροπαϊκό αντικείμενο, σαν φυλακτό, που έχουμε κοντά μας για αποτροπή της βασκανίας.
- ο σταυρός,
- το σκόρδο (το μονοκώλινο / μονογούλλινο, με μια μόνο σκελίδα. Ισχυρό αντιβασκάνιο. Το τοποθετούσαν και σε φυλακτά). Γνωστή η αποτροπαϊκή φράση «σκόρδα και παλούκια» (στα μάτια σας) ή «φτου, σκόρδα στα μάτια σας και παλούκια στην κοιλιά σας και πιπεριά στον κώλο σας» (Θεσπρωτίας Ηπείρου). Τα παλούκια ως αιχμηρά βγάζουν / βλάπτουν ή καταστρέφουν το βάσκανο μάτι.
- το φάσκελο, η μούντζα, η γνωστή υποτιμητική χειρονομία. Ο αντίχειρας, που εξέχει, «βγάζει» το κακό μάτι. Οι χειρονομίες συνοδεύονταν και με μαγικές φράσεις όπως: «Εις την κεφαλήν σοι», «Και συ», «Έρρε», «Προσκυνώ Αδράστειαν». – ΠΗΓΗ: Πλάτ. Ευθ. 6,283.
- το βασκάνιον (= φυλακτό, κυρίως με άγιο / τίμιο ξύλο). Στα αρχαία χρόνια είχαν σχήμα φαλλού. Φοριέται κατάσαρκα ή κρεμιέται. Στην Δωρίδα το φυλακτό κατά της βασκανίας λέγεται ντάσκα, και περιέχει λιβάνι, σκόρδο, τρίχες αρκούδας[3], κόκκινη κλωστή κ.ά. Εξωτερικώς διακοσμείται με χάντρα και έναν κεντημένο σταυρό. Ο κατασκευαστής ή ο σωθείς από ένα τέτοιο, του ελέγετο ντασκας.
- η χάντρα (και δη η γαλάζια εντός της οποίας εικονίζεται μάτι / ματάκι),
- η χοιρίνη / το γουρουνάκι, το: είδος μικρού κογχυλιού, αιδοιόσχημου, το οποίο χρησιμοποιείται ως αποτρεπτικό κατά της βασκανίας, σε ανθρώπους και ζώα. Πολλοί έβαζαν «γουρουνάκια» στο μέτωπο αλόγων κλπ. Η αντίληψη επιβιώνει από την αρχαιότητα με την χοιρίνη = κογχυλι (χοίρον και δελφάκιον έλεγαν και το αιδοίο).
και άλλα αντικείμενα.
βασκαντής, ο: Αυτός που έχει την ιδιότητα να βασκαίνει / ματιάζει ή που έχει «το κακό μάτι» («υπό πονηρού οφθαλμού τήκεται το σώμα…» – βλ. άγιος Βασίλειος, ο οποίος έγραψε ιδιαίτερο λόγο και ευχή κατά της βασκανίας). Τέτοιος θεωρείται:
- ο μισόκαλλος, αυτό που μισεί το κάλλος
- ο σμιχτοφρύδης [σύνοφρυς] / η σμιχτοφρύδα: “Ο σμιχτοφρύδης αβασκαίνει και βουνό”, λένε.
- ο άνθρωπος με ανοιχτόχρωμα μάτια,
- ο σαββατογεννημένος / η σαββατογεννημένη, που πιάνει κάθε κατάρα του,
- ο λιγούρης (που λιγουρεύεται / λιμπίζεται), ο σαλιάρης,
- ο τσιγγάνος / η τσιγγάνα,
- ο φθονερός, κ.ά.
Άλλες σχετικές λέξεις: βασκαίνω, βασκανοσύνη / βασκοσύνη, βασκευτης, βάσκιος, βασκαντικός, κλπ.
Φυτά κατά της βασκανίας:
- Απήγανος, ο: Φαρμακευτικό φυτό, που διαθέτει και μεταφυσικές ιδιότητες: Θεωρειται φάρμακο κατά της Βασκανίας). “βασκανίας φάρμακον τὸ πήγανον” – ΠΗΓΗ: Ἀριστ. Προβλ. 20.34. Οι σπόροι του φυτού χρησιμοποιούνται και σε φυλακτά. Παροιμιώδης η φράση: «Ξορκισμένο με τον απήγανο». Ο απήγανος όταν φυτεύεται, ονοματίζεται κιόλας, δηλ. του δίνεται το όνομα αυτού που θα φυλάει.
- Βασκανθήρα / βασκαντήρα, βασκαντούρα, η: Το φυτό πύρεθρο / αιματόχορτο (Poterium sanguisorba). Καιόμενο αναδίδει καπνό, ο οποίος βοηθά στην απαλλαγή από τη βασκανία. Χρησιμοποιείται από τους εμπειρικούς γιατρούς ως αιμοστατικό.
Ξεμάτιασμα
ξεβασκαίνω: Ξεματιάζω, ακυρώνω την βλαπτική δύναμη του ματιάσματος με πρακτικούς μαγικούς χειρισμούς και επωδές (ξόρκια).
ξεβάσκαμμα, το: Το ξεμάτιασμα, η ακύρωση του ματιάσματος με επωδές.
ξεβασκαντής, ο: αυτός που ξέρει να ξεματιάζει / ξεβασκάντρα, ξεματιάστρα, η: αυτή που ξέρει να ξεματιάζει.
Το ξεμέτρημα ήταν τρόπος επιβεβαίωσης και λύσης της βασκανίας. Όταν κάποιος ματιαζόταν έκοβαν έναν σπάγγο ίσα με το μπόι του. Με το σωστό ξεμάτιασμα, ο σπάγκος αυτός ξαναμετριόταν και δεν ήταν όσο μήκος είχε πριν, αλλά λιγότερο! Το ίδιο συμβαίνει και με την απαρίθμηση των 9 οπών[4] του σώματος, που δεν ανακαλούνται σωστά επί ματιάσματος. (Με το μάτιασμα πιστεύεται ότι κλείνει μία ή περισσότερες τρύπες του σώματος, συνήθως τα μάτια, τα αυτιά ή τα ρουθούνια – όραση / ακοή / όσφρηση).
ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑΤΑ
Ο τελευταίος στίχος από τον ορφικό ύμνο της Αρτέμιδος είναι το αρχαιότερο ξεμάτιασμα: πέμποις δ’ εἰς ὀρέων κεφαλὰς νούσους τε καὶ ἄλγη / πέμψε στις κορφές των ορέων τις νόσους και τα άλγη! Έμεινε παροιμιώδης στα χείλη του ελληνικού λαού, μέχρι σήμερα! Η ξεματιάστρα ως άλλη ιέρεια, λέει με προστακτική για το “κακό μάτι” να πάει: “στα όρη, στ’ άγρια βουνά”!!! – ΔΙΑΒΑΣΤΕ το ΕΔΩ.
Κυριώτερο υλικό για το ξεμάτιασμα είναι το ελαιόλαδο, το νερό και το μοσχοκάρφι.
Είχα μία αγελάδα που την έλεγαν Αρμάδα.
Πήγε κάτω στο λιβάδι την είδε ο ταύρος και την μάτιασε.
Είθε όλα τα κακά να σκορπιστούν στους πέντε ανέμους.
Αμήν αμήν αμήν
(Επί τρεις φορές)
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης «Λεξικο παραδοσεων». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 1.5.2018.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Γυμνάσιος π.
- Λεκακης «Ταματα και αναθηματα».
- Ρηγάτος Γ. Α. «Λεξικό ιατρικής λαογραφίας», εκδ. Βήτα, 2005.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Στην Κάρπαθο ο βάσκανος λέγεται Γιαλλουάς / Γιαλλουβάς (καρπαθιακό ιδίωμα) = αυτός που κάνει κακό. Από το κακοποιό πνεύμα (από την αρχαιότητα ακόμη), την Γελλώ [αιολ. Γέλλω] που έγινε Γιλλού, Γιαλλού, Γυλού, κλπ.
Στην Κάρπαθο, το γελλουϊκό / γελλουδικό είναι το κακό, που προκαλεί η Γελλού. Φράση από καρπαθιώτικο ξόρκι για την βασκανία: «Φύε κακό γελλουϊκό / νέικο τσ’ αντρίστικο / γέρικο τσαι νιο / ξένο τσαι εκό…» – ΠΗΓΗ: Μ. Μιχαηλίδης-Νουάρος, «Λαογραφικά Σύμμικτα Καρπάθου», τ. Α’, 1932, σελ. 391).
- Η Γελλώ ήταν εἶδος λάμιας ἢ φαντάσματος, ὅπερ ὑπετίθετο ὅτι ἀφήρπαζε τὰ μικρὰ παιδία (ήταν παιδοφιλωτέρα), πνίγουσα τὰ βρέφη καὶ τὰς λεχοὺς ἐνοχλοῦσα, εἴδωλον της Ἐμπούσης (“τὸ τῶν ἀώρων τῶν παρθένων“) – δηλ. εκείνων που γεννούσαν ενώ δεν ήταν η ώρα τους. Δαίμων (“τὰ νεογνὰ παιδία φασὶν ἁρπάζειν”). – ΠΗΓΗ: Ζηνοβ. 3.3. Ησύχ., Λεξικο ΣΟΥΔΑ. Σχ. Θεοκ. 15.40γ. Σαπφὼ 52. Erinn. SHell. 401.41 στο ZPE 25.1977.113. Cyran. 2.40.37, cf. 2.31.21.
Στην Χίο ως κακοποιά πνεύματα έχουν τις Μελιγάνες, που αρπάζουν ή βλάπτουν τα παιδιά, τα οποία δεν έχουν σαραντίσει. Για προστασία των παιδιών κρεμούν στο λίκνο τους εικόνες, σταυρούς και αντιβασκάνια. Δεν αφήνουν έξω από το σπίτι ρούχα ή αντικείμενα των παιδιών μετά την δύση του ηλίου. Για θεραπεία καλούνται οι ιερείς για «διαβάσματα» / δηλ. για να διαβάσουν το βασκανοχάρτι – ΠΗΓΗ: Μ. Βολάκης, «Οι Ολύμποι Χίου», Χίος, 1980).
[2] Τα αγιασμένα νεραντζια προσέφεραν θεραπεία στην ελονοσία, την κεφαλαλγία, τον πόνο των νεφρών, το οίδημα των όρχεων, αλλά και το «χτύπημα» από νεράιδες και ξωτικά, το αμπόδεμα κ.ά.. Τα σατυρίζει στο ποίημά του «Τα τρία νεράντζια» ο Ν. Κουτούζης – ΠΗΓΗ: Γ. Ρηγάτος, «Ιατρολαογραφικές αποτυπώσεις σε ζακυνθινά σατυρικά στιχουργήματα», «Θητεία», τιμητικό αφιέρωμα στον Μ. Μερακλή, Αθήνα, 2002.
[3] «εκείνοι οπού έσυρον τας αρκούδας, εκρεμούσαν από την κεφαλήν και από όλον το σώμα των ζώων αυτών βαμμένα τινά σχοινιά, και κουρεύοντες από τας τρίχας των αρκουδών, έδιδον ταύτας με τα βάμματα εις τους ανθρώπους, διά να τα έχουν ως φυλακτά, εμποδιστικά ασθενείας και βασκανίας οφθαλμών» – ΠΗΓΗ: Νικόδημος Αγιορείτης (1749-1809) «Πηδάλιον νοητής νηός». Η στ’ Οικουμενική Σύνοδος (κανών 61) όρισε καθαίρεση των κληρικών και 6ετή αφορισμό για τους λαϊκούς, οι οποίοι έδιναν στις γυναίκες δεμάτια από μεταξένια («σηρικά») νήματα, υφασμένα με τρίχες αρκούδας ή και πουγκιά ως εγκόλπια κατά της βασκανίας.
[4] Μάτια, αυτιά, ρουθούνια, στόμα, αιδοίον, πρωκτός. – ΔΙΑΒΑΣΤΕ: Γ. Λεκακης: “Ο κοσμος του 9”.
Βασκανια / βασκανιη κακη επιδραση / μαγεια ανθρωπος, ζωο, δενδρο, φυτο αντικειμενο, κακολογια, φθονος Πλατων καταρα βασκανος Ταρταρος Ταρταρα χθονιος βασκανεια χθονια επιγραφη ετυμολογια βασκανιας ρημα φασκω > βασκω, βασκειν < βαζω λογια, κακη ενεργεια βαξη βαξις = λογος λατινικα fascinus / fascinum / fascis = δεσμη, φασκια μαγικη τελετη, θυμα σφιχτο δεσιμο ειδη βασκανιας γητεια γοητεια, βασκανο ασκηση γοητειας γοης εξωτερικη εσωτερικη ομορφια ματιασμα ματια θιαρμισμα θιαρμιζω) / φταρμισμα / φθαλμισμα < οφθαλμισμα < οφθαλμος, ομμα Ποντος Κρητη φταρμος βλεμμα πονηρο ελληνικο δημοτικο τραγουδι Νιος γερος λιμπιζομαι στηθατη γυναικα με μεγαλο στηθος στηθη βυζι βυζια μαστος φυλαχτο αβασκανω ματι αρχαια Ελλαδα δυσμενης γειτονας Αλκιφρων αρχαιοι ελληνες θεος φυλαξη κακος γειτονες παροιμια Καλλια θεριο μπουκα, αμματι αγαθοποιος λαικη μαγεια θυμιατηρι θυμιατο θυμιαμα σκονη ελαφοκερατου λιβανισμα λιβανι ασθενης πατερ Γυμνασιος λαυριωτης ελαφοκερατο ελαφι κερατο αβασκαινω ματιαζω, βλεπω κοιταζω ζηλεια ζηλια φθονος παροιμιωδης φραση Φτου σου, να μην αβασκαθεις φτουσου, βασκανω / ματιασω Φτυνω κορφος τρις επιβιωση αρχαιοτητα βασκαθω τρεις φορές τρια 3 πτυνω πτυω κολπος Θεοκριτος φτυσιμο / σαλιο αντιβασκανικο ποτισμα χωραφι μαγικη αποτροπη ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΚΑ αποτροπαικο αποτροπαικα αβασκαμα, αβασκαντος, αματιαστος, αφθαρμιστος οφθαλμοι αβασκαντης / βασκαντης, ιδιοτητα αβασκαντουρι / βασκαντουρι, ειδος θαλασσιο οστρακο, απεικονιση ματιου αγριο βοτανο βαουρα, βαβουρα, βουη βοη οχλος εννοια κακη κοσμος Καρπαθος Δωδεκανησων Δωδεκανησου Δωδεκανησα βασκανος, βασκαντηρ, φθοροποιος, φθορα μοχθηρος, μοχθηρια δυσφημιστικος, δυσφημιση υβριστικος, υβρις φθονερος, φθονος συκοφαντης, συκοφαντια μαγος, γοης, δαιμων, δαιμονας ζηλιαρης, δυσκολος, φαυλος, αδικος, αδικια φιλοκατηγορος, Αρισταινετος υπερθετικος βαθμος βασκανωτατος επιθετο επιθετα θεου αδη θεος αδης 3ος / 4ος αιωνας μΧ γυναικα γυνη μαγισσα αγγλικα βασκαντουρης ευχη βασκαντηρι / βασκαντουρι / αβασκαντουρι, αποτροπη βασκαντηρια αντιβασκανια αντικειμενα ονοματισμενο / βαπτισμενο ονομα βαπτιση αγιασμενο νερο καθαρο πηγης Ζακυνθος τελετη αγιασμος των υδατων υδωρ εθιμα Φωτων, φωτα θεοφανεια εκκλησια πιστος βαφτιση νεραντζι νερατζι μαγικοθεραπευτικη ενεργεια θεραπευτικη θεραπεια οικια θεραπευτης βασκανοχαρτι, φυλακτο χαρτι ευχη αποτροπαικες φρασεις επιδειξις επιδειξη θαα πιασιμο γεννητικα οργανα ωομοιωμα ξυσιμο ορχεις πισινος κωλος δαγκανα / δαγκαναρι καβουρι καβουρας ικανοτητα δαγκωμα καλυμμα οστρακοειδες της Παναγιας θαλασσας χρωμα λευκο ροδι σχημα σπειρα προβασκανιο, φυλαχτο, σταυρος, σκορδο μονοκωλινο / μονογουλλινο, μονοκολινο μονογουλινο, σκελιδα φυλακτα σκορδα παλουκια ματια παλουκι κοιλια πιπερια Θεσπρωτια Ηπειρος αιχμηρο καταστροφη φασκελο, μουντζα, μουτζα υποτιμητικη χειρονομια αντιχειρας, βγαζει ματι χειρονομιες μαγικη κεφαλη ερρε Προσκυνω Αδραστειαν Προσκυνηση Αδραστεια βασκανιον βασκανιο αγιο / τιμιο ξυλο αρχαιο φαλλος κατασαρκα κρεμαστο Δωριδα ντασκα, τριχα αρκουδας αρκουδα κοκκινη κλωστη διακοσμηση κεντημενος κεντημα κατασκευαστης ντασκας μπλε χαντρα γαλαζια ματακι χοιρινη γουρουνακι, κοχυλι κογχυλι αιδοιοσχημο ζωα γουρουνι μετωπο αλογο ιππος αντιληψη χοιρος χοιρον χοιρο δελφακιον δελφακιο αιδοιο αιδοιον βασκαντης πονηρο σωμα αγιος μεγας Βασιλειος, λογος μισοκαλλος, μισος καλλος σμιχτοφρυδης συνοφρυς σμιχτοφρυδα βουνο ανοιχτοχρωμα σαββατογεννημενος / η σαββατογεννημενη, ημερα σαββατο λιγουρης λιγουρα σαλιαρης, τσιγγανος / η τσιγγανα, φθονερος, βασκαινω, βασκανοσυνη / βασκοσυνη, βασκευτης, βασκιος, βασκαντικος, φυτα φυτο απηγανος φαρμακευτικο μεταφυσικες ιδιοτητες μεταφυσικη φαρμακο κατα της Βασκανιας φαρμακον πηγανον πηγανο αριστοτελης σπορος φυλακτα Ξορκισμενο με τον απηγανο φυτευμα ξορκι επωδος βασκανθηρα / βασκαντηρα, βασκαντουρα, πυρεθρο / αιματοχορτο Poterium sanguisorba καπνος απαλλαγη εμπειρικος γιατρος ιατρος αιμοστατικο γιατροσοφι γιατροσοφια ξεματιασμα ξεβασκαινω Ξεματιαζω, ακυρωνω βλαπτικη δυναμη πρακτικος μαγικος χειρισμος επωδες ξορκια ξεβασκαμμα, ακυρωση ματιασματος ξεβασκαντης, ξεβασκαντρα, ξεματιαστρα, ξεμετρημα επιβεβαιωση λυση σπαγγος μποι σπαγκος απαριθμηση εννεα 9 τρυπες ανακαλεσμα τρυπα αυτι ρουθουνι οραση / ακοη οσφρηση Λεξικο παραδοσεις ρηγατος ιατρικη λαογραφια Γιαλλουας / Γιαλλουβας καρπαθιακο ιδιωμα κακοποιο πνευμα Γελλω αιολικα Γελω Γιλλου Γιαλλου Γυλου Γιλου Γιαλου Γυλω γελλουικο / γελλουδικο Γελλου καρπαθιωτικο Φυε κακο γελουικο νεικο τσαι και αντριστικο / γερικο τσαι νιο / ξενο τσαι εκο Μιχαηλιδης Νουαρος, Λαογραφικα Συμμικτα Καρπαθου λαογραφια λαμια φαντασμα αρπαγη μικρων παιδιων μικρο παιδι παιδοφιλωτερα πνιγμος βρεφος λεχω λεχωνα ενοχληση ειδωλον ειδωλο εμπουσα αωρος παρθενος δαιμων νεογνο Ζηνοβιος Ησυχιος Λεξικον ΣΟΥΔΑ. Σχολια Θεοκριτου σαπφω Χιος κακοποια πνευματα Μελιγανες, Μελιγανα σαραντισμα προστασια παιδια λικνος εικονα σταυροι αντιβασκανικο σπιτι ρουχα ρουχο δυση ηλιου ιερεας διαβασμα Βολακης Ολυμποι Χιου αγιασμενο νερατζια ελονοσια, κεφαλαλγια, πονος νεφρο οιδημα ορχις χτυπημα κτυπημα νεραιδα ξωτικο αμποδεμα σατυρα ποιημα Κουτουζης Ιατρολαογραφικα ζακυνθινα σατυρικα στιχουργηματα αρκτος κεφαλι βαμμενο σχοινι κουρεμα τριχες βαμμα ανθρωποι εμποδιστικα ασθενεια Νικοδημος Αγιορειτης 18ος 19ος μχ Πηδαλιον νοητης νηος 6η Στ Οικουμενικη Συνοδος καθαιρεση κληρικος κληρος 6ετης αφορισμος λαικος, γυναικες δεματι μεταξι σηρικο νημα υφασμα πουγκι εγκολπιο ματια, αυτια ρουθουνια, στομα, αιδοιον, πρωκτος Ρωμαιοι ειδικη θεαινα κουμινα Cumina Ιησους Χριστος νικαει κι ολα τα κακα σκορπαει ελαιολαδο, μοσχοκαρφι λαδι αγελαδα αρμαδα λιβαδι ταυρος κακα σκορπισμα 5 πεντε ανεμοι αμην τρεις φορες τρις στιχος ορφικος υμνος της Αρτεμιδος αρτεμης θεα αρτεμη αρτεμις αρχαιοτερο ξεματιασμα πεμπω ορος κεφαλη νουσος αλγη / πεμψε κορυφη ορη νοσος αλγος παροιμια παροιμιωδης φραση επιβιωση ελληνικος λαος ξεματιαστρα ιερεια, προστακτικη κακο ματι ορη, στ’ αγρια βουνα