Μια μικρή συμβολή του ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, στο τεράστιο σαμιακό ιδίωμα της ελληνικής γλώσσης. Ενδεικτικώς αναφέρονται κάποιες λέξεις της ιδιαίτερης σαμιώτικης ντοπιολαλιάς:
αβασκανία, η και βασκανία, η: το βάσκαμα, το μάτιασμα
αβλαντίζω, καιροφυλακτώ,
αγγαρατζής, ου: αυτός που προσέφερε δωρεάν βοήθεια, σαν τεχνίτης ή γενικά αυτός που εξυπηρετούσε, χωρίς αμοιβή, κάποιον που είχε την ανάγκη της βοήθειας
αγγείο, το: βλ. αeειό
Άγιου Πνεύμα, Άγιο Πνεύμα, Ένα εκ των στοιχείων της Αγίας Τριάδος
αγιουκουσταντνάτου, του, αγιοκωσταντινάτο, νόμισμα Βυζαντινό, με την εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης
Αγιουνόρους, του, Άγιον Όρος
αγκαθάκ του Κστού (αγκαθάκι του Χριστού): θάμνος, απο τον οποίο έγινε το ακάνθινο στεφάνι του Χριστού. Λέγεται στην Σάμο, πως, όταν κοπεί, βγάζει αίμα.
αγκάθια, τα (αγκάθια): χόρτα φαγώσιμα
αγκλάκ, είδος κολοκύθας που όταν ξεραθεί τη χρησιμοποιούσαν ως ποτήρι
αγκλιά, σκεύος,
αγκουρουσαλάτα, η, αγγουροσαλάτα, σαλάτα, με αγγούρι, λάδι και ξίδι
αγουραστής, ου, αγοραστής, αυτός που αγοράζει, που πραγματοποιεί οποιουδήποτε είδους αγορά
αγριουκαρμπζά, η, αγριοκαρπουζιά, φυτό φαρμακευτικό
αγρουφύλακας, ου, αγροφύλακας -ββλ. αντραγάτς, βαρδιάνους < βαρδιανος, ντραγάτς < δραγατης
αδικουσκουτουμένους, ου, αδικοσκοτωμένος, αυτός που σκοτώθηκε άδικα, χωρίς λόγο
άδραχτους, ου, άδραχτος, αδραχτι, σιδερένιο αξόνιο της σβύγας, με το οποίο επιτυγχάνεται το γέμισμα των μασουριών με κλωστή (καλάμισμα, μασούρισμα)
αέμιμα, του, αγγέλεμα, βλ. αeέλιασμα, του
Αϊ–Αντουνιού, Αγίου Αντωνίου), έναρξη προεόρτιων των Απόκρεω
Αϊ–Βασλειού, Αγίου Βασιλείου, η Πρωτοχρονιά
Αϊ–Γιαννιού Κληδόν, Αγίου Ιωάννου Κλήδονα, βλ. Κλήδουνας
Αϊ–Θουδουράτου, Αϊ–Θοδωράτο, ενν. Ψχουσάββατου, το Ψυχοσάββατο των Αγίων Θεοδώρων. Υπάρχει και το Κριατνό (Κρεατινό) και το Τυρνό (Τυρινό) Ψχουσάββατου
Αϊ–Κουσταντνάτου (Αγιο-Κωσταντινάτο): βλ. Αγιου–Κουσταντνάτου
αιρκό, του (αερικό): κατάσταση αμπελιού κατά το αργολόγημα: «Του αμπέλ θέλ ξάνμα, για να γέν αιρκό»
ακικάτουμα (ανακάτωμα): η πράξη του ανακατώνω (βλ. ακικατώνου) | η τάση για εμετό : «Τς ούρτι ακικάτουμα κι άρχισι του ξιρατό π σταματμό δεν είχι!»
ακιμόξλα, τα (ανεμόξυλα): ξύλα που προέρχονται από κοπή ή κλάδεμα δένδρων ή στελέχη αγριόθαμνων, άρα είναι υπέργεια, χωρίς τις ρίζες. Είναι κατάλληλα για ξυλοκάρβουνα
ακιφρώνου (ανεφρώνω): συμπληρώνω, σε ύψος, τον τοίχο “πεζούλας” χωραφιού (βλ. ανέφρουμα, του)
ακιχάρασμα (αναχάρασμα): το αναμάσημα της μισομασημένης τροφής, που προσωρινά έχει αποθηκευτεί στο στομάχι ορισμένων ζώων
ακρουχουρδόκις, οι (ακροχορδόνες): θηλώματα του δέρματος, που συχνά εμφανίζονται στα χέρια. Λέγονται και γαρδαβίτσις ή καρναβίτσις
αλατουχόους, ου (αλατοχόος): βλ αλατσιρή, η
αλιβιρτίζου (αλιβερτίζω): πιθανόν προμηθεύω
αλουγουμούλαρα, τα (αλογομούλαρα): άλογα και μουλάρια μαζί
αλφή, η (αλοιφή): παρασκεύασμα, συνήθως πολτώδες, που χρησιμοποιείται για επάλειψη του δέρματος ή για επίθεση σε πληγές, στην λαϊκή ιατρική / παρασκεύασμα από ανόργανα οξείδια μετάλλων, που χρησιμοποιείται στην βαφή (μπογιά) κεραμικών αγγείων
άμαξα, η: το γνωστό ιππήλατο όχημα | ιδιότυπο έθιμο, σαν λαϊκό δικαστήριο, που συνηθίζονταν στους Βουρλιώτες
αμαραθόρζα, η (αμαραθόριζα): ρίζα του φυτού μάραθος (βλ.λ. αμάραθος), που χρησιμοποιείται σαν αφέψημα για τις λεχώνες
άμαστους, ου (άμαστος): ο κόρφος του “πανιού”, που δεν έχει ακόμα υφανθεί
Αμιβρού, η (Αλευρού) ή Άσπρη, ή Λιφκή (Λευκή) ή Μπαμπακιά (Μπαμπακιά): ονόματα γιδιών
αμπιλουκούτσουρου, του (αμπελοκούτσουρο): βλ. κουτσμπέλ
αμπόδιμα, του (αμπόδεμα): βλ. αμπόδιου
αμπουλιαστήρ’, κατσουν’, οβανάς, θκελ, εργαλεία αμπελουργου
αμυγδαλιές, οι: οι αμυγδαλές, οι γνωστοί αδένες του λαιμού
άμφια, τα: η στολή των ιερωμένων, όταν αυτοί λειτουργούν
αναθιμάτσμα, του (αναθεμάτισμα): ειδική τελετουργία, που γινόταν στο τέλος Κυριακάτικης λειτουργίας, για να αναγκαστεί ο άγνωστος εγκληματίας να ομολογήσει
αναύρυσμα ή ανεύρυσμα, του (κρασιού ή λαδιού): μαγικό συμβάν, κατά το οποίο, το λάδι ή το κρασί, στο κιούπι, αναβρύζει, δηλ. φουσκώνει, πληθαίνει. Αν παραστεί κάποιος στο φαινόμενο, δεν πρέπει να μιλήσει γιατί το υγρό χάνεται
ανέφρουμα, του (ανέφρωμα): συμπλήρωση, σε ύψος, τοίχου “πεζούλας” χωραφιού : «Οι τοίw τ αμπιλιού μας, στα Μπατζόλια, θέμκι ανέφρουμα, γιατί μπαίν wμώνας κι μι καμμιά κιρουπουντή θα φύγκι ούλα τα χούματα»
ανισιστές, ου (ανισεστές): είδος έμπλαστρου, που γίνεται από σιτάρι βρεγμένο και ξεφλουδισμένο. Το βάζουν πάνω στο κεφάλι του μωρού παιδιού όταν ανοίξει ( «κάμ ντ γκουρούπα»)
Άνξ (Άνοιξη): μια απ τις εποχές του έτους
αξίe (αξίγκι): βλ. ξίe, του και κατέβασμα, του
άπλυτους, –τ, –του (άπλυτος): ο μη πλυμένος
απόδειπνου τς σαρακουστής (απόδειπνο της σαρακοστής): εκκλησιαστική ακολουθία εσπερινή (Εσπερινός), που πραγματοποιείται την προ του Πάσχα “Σαρακοστή” και που χαρακτηριστικό της τροπάριο είναι το “Κύριε των Δυνάμεων…”, ο λεγόμενος “Δυνάμιους”
απόσταξ η (απόσταξη): η διαδικασία παρασκευής της “σούμας” με το βρασμό των “στεμφύλων”, την εξαέρωση και στη συνέχεια υγροποίηση, με ψύξη, των πτητικών αερίων, τα οποία δίνουν το αλκολούχο υγρό, την σούμα. Η διαδικασία γίνεται στην «καζανουστασά»
απουθήj, η (αποθήκη): μέρος του κατωγιού. Συνήθως το μισό «κατώι» το χρησιμοποιούσαν για στάβλιση των “χοντρών” ζώων και το άλλο μισό για αποθήκη και αχυρώνα («τσάρκου»)
απουκριάτς, ου (αποκριάτης): ο μασκαρεμένος της Αποκριάς. Βλ. και μασκαράς, μτσούνς, μπαμπόιρους, γκδουνάτους, φρατζόλ
απουσκαφή, η (αποσκαφή): ο σχηματισμός, με το σκάψιμο του χωραφιού, αυλακιού, με το απαιτούμενο βάθος κατά περίπτωση, που χωρίζει το σκαμμένο απο το άσκαφτο τμήμα
απουστήματα, τα (αποστήματα): φλεγμονή, συνήθως με πύο
απουφράδις μέρις (αποφράδες μέρες): μέρες που θεωρούνται γρουσούζικες και κατά τις οποίες πρέπει να αποφεύγουμε ορισμένες δραστηριότητες
αραβαΐσ, του (αραβαΐσι): αναμπουμπούλα, φασαρία, ανακάτωμα
αραδσμός, ου (αραδισμός): το συχνό πήγαινε-έλα (βλ.λ. αραδίζου) / στην μελισσοκομία η λ. σημαίνει την πορεία των μελισσών, από και προς την κυψέλη
αράφ του (αράφι): βλ. ράφ, του (ράφι)
Αργαζμένο < εργασμενο, καλλιεργημένο, το χωράφι που είναι έτοιμο να φυτευτεί με αμπέλια. Μεταφορικά, κάτι ολοκληρωμένο.
αργολόγημα, καλλιεργητικη εργασία
άργου, του (άργο): ο τομέας του κάθε θεριστή. Το μέρος που πρέπει να θερίσει αυτός. «Ου καθένας μπήκι στ άργου τ κι αρχίσακι να θιρίζκι»
αρμακάς = σωρός από πέτρες,
αρμαστιάτκα, τα (αρμαστιάτικα, ενν. δώρα) ή δουσίμια, τα (δοσίμια), δώρα που δίνει συνήθως η πεθερά στην μέλλουσα νύφη της
αρρώστια, η: το χάσιμο της υγείας
αρτάj, του (αρτάκι): ειδικό ψωμί που γίνεται μαζί με τον «άρτου», μικρός “άρτος”, που δίνεται συνήθως στα παιδιά, στα βαφτιστήρια, αλλά και για αμοιβή του παπά (βλ. βλουιδάj, παπαδιάτκα, παπαδκά)
Αρχάeιλους, ου (Αρχάγγελος): ο αρχηγός Αγγέλων
ασβισταλφή, η (ασβεσταλοιφή): αλοιφή που γινόταν με ασβεστόνερο και λάδι, η οποία χρησιμοποιούνταν σαν επίθεμα σε εγκαύματα
ασλαμάς, ου (πιθ. τουρκ. aşλaμa): η δαντέλα (μπιμπίλα, βλ.) που είχαν τα μεταξωτά πουκάμισα των γυναικών αλλά και το ίδιο το μεταξωτό και ποικιλμένο με τέτοιες δαντέλες πουκάμισο
Άσπρη, η: βλ. Αμιβρού, η
ασπρουπλιές, είδος εδάφους
ασπρουχόρτ, του (ασπροχόρτι): Βλ.λ. πικρουχόρτ, του
ατλά, η (πιθ. τουρκ. atλa.μa = πηδώ, πήδημα): η γάμπα, η κνήμη
ατούμπιανος / αντούβλιανος = μουμλίκι /ζώο
ατρούχιστος = άξεστος / χωρίς τρόπους,
αυγόμπλαστρου, του (αυγόμπλαστρο): έμπλαστρο με βασικό συστατικό το ασπράδι του αβγού, χτυπημένο με άλλες ουσίες. Βλ. και μπλάστρι
αυδά / αυδανά = εδώ,
βαθρακούλ του (βαθρακούλι) και βαρθακούλ, του (βαρθακούλι): μικρός βάτραχος: «Νότσι ου κιρός κι γέμσι ου τόπους βαρθακούλια»
Βαιού (Βαγιού): Βαΐων, η προ του Πάσχα Κυριακή
Βάκρα, η και Δάκρα, η: όνομα προβάτων
Βαλιουντάτις, οι (Βαλεοντάτες): διαλυμένος συνοικισμός κοντά στους Μανωλάτες
βασκανία, η: βλ.λ. αβασκανία, η
βιργωμα, τα (βεργωμα): φλεγμονή των βουβώνων («βιργώματα στα σκέλια»). Λέγεται και ακουνάj (ακονάκι)
βιρέμι, το (βερέμι, πιθ. τουρκ. vereμ): το εγκαταλειμμένο, το αδέσποτο. Ιδίως το κτήμα που δεν έχει ιδιοκτήτη
βουιδουκιφαλή, η (βοϊδοκεφαλή): κεφάλι βοδιού ή σκελετός κεφαλής βοδιού
βουργαλάj του (βουργαλάκι): μικρή βούργια
βουσκός, ου (βοσκός): αυτός που βοσκίζει ζώα. Βλ. και τσουπάνς, ου (τσοπάνης)
βουτζάς, βαρελάς, εξειδικευμένος εργάτης
Βρουντιανή, η (Βροντιανή): η Μονή του Βροντά, πάνω απ τους Βουρλιώτες
βύζαγμα, του και βύζαζμα: ο θηλασμός / βύζαγμα από παρθένα
γαλαζόχαντρα, η (γαλαζόχαντρα), ειδική αποτροπαικη χάντρα γαλάζιου χρώματος, που φοριέται σαν αποτρεπτικό του ματιάσματος ή για αύξηση του γάλατος της λεχώνας
γάφα, η, σύνεργο βοηθητικό για το φόρτωμα των βαρελιών του μούστου στο αυτοκίνητο για μεταφορά
γγυουφειλέτς, ου (εγγυοφειλέτης), αυτός που έχει υπογράψει σαν εγγυητής για λογαριασμό δανειζόμενου και που, αν ο τελευταίος δεν πληρώσει το δανειστή του, υποχρεώνεται να επιστρέψει το ποσόν με τους τόκους στο δανειστή
γδόμαλλα, τα (γιδόμαλλα), τα μαλλιά που παίρνουμε μετά το κούρεμα των γιδιών
γιαϊλάς, ου (πιθ. τουρκ. yeλ = άνεμος και yaμac = κεκλιμένος λόφος, πλευρά κεκλιμένη): ο τόπος που “βραχώνει” η γίδα για ασφάλεια, όταν αποκοπεί απ το κοπάδι (ελεγχόμενος κίνδυνος) / ξέφωτο, ψηλό μέρος για να μπορεί η γίδα να ελέγχει το χώρο μπροστά, και πίσω της να «οχυρώνεται» με απόκρημνα βράχια.
Γιαλός, ου: η πρώτη ονομασία της κατοπινής πρωτεύουσας. Της τωρινής Σάμου.
γιατακτσής, ου (πιθ. τουρκ. yatak, με προσθήκη του μορίου –cı που σημαίνει κάποιον που ασχολείται επαγγελματικά μ αυτό που κάνει): ποιμενικός σκύλος, που προτιμάει να φυλάει την κατοικία (γιατάj) του τσοπάνη, στο μαντρί, παρά να ακολουθεί το κοπάδι
γιατρός, ου: εργαλείο του αγγειοπλάστη. Μικρό ξύλινο, καμπουρωτό στέλεχος, που μπαίνει στο στόμιο στενόστομων αγγείων, για να διορθώσει τυχόν ελάττωμα στην τελευταία φάση της κατασκευής του
γιδουπρόβατα, τα (γιδοπρόβατα): κοπάδι ή κοπάδια από γίδια και πρόβατα
γινειουμουστακουσάγουνου, του (γενειομουστακοσάγονο): το τμήμα του προσώπου που περιλαμβάνει τα γένεια, το μουστάκι και το σαγόνι
γιρουντάj, του (γεροντάκι): φυτό φαρμακευτικό
γκαρδιουκόκαλου, του (καρδιοκόκαλο): το στέρνο
γκδουνάτους, ου (κουδουνάτος): ο αποκριάτης, ο μασκαρεμένος. Βλ.λ. απουκριάτς, μασκαράς, μτσούνς, μπαμπόιρους
γκένκου, του (γκένικο, πιθ. τουρκ. γκeνç: το υγιές, το στερεό: «Για να θιμιλιώσς του ντοίχου, πρέπ να σκάψς μέχρι να βρεις eένκου χούμα, άσκαφτου»
γκιαμάνια, τα (γκιαμάνια): άγονα χωράφια
γκικουνίτς, ου (γυναικωνίτης): χώρος ιδιαίτερος, στην χριστιανική εκκλησία, συνήθως στο υπερώο, όπου παρακολουθούν οι γυναίκες τη θεία λειτουργία
γκρουμνάου (γκρουμνάω): αποπατώ (Μυτιληνιοί).
γλιστριδουσαλάτα, η (γλιστριδοσαλάτα): σαλάτα με γλιστρίδα, λάδι και ξίδι
γλώσσα, η: μικρή σιδερένια τριγωνοειδής πλάκα, που τη θέρμαιναν και την χρησιμοποιούσαν για σιδέρωμα ρούχων
γντέκ, του (γιντέκι, πιθ. τουρκ. yeντek): ο ανήλικος παραγιός του τσοπάνη
γουμάρ, φόρτωμα κρασιού περίπου 100 λίτρα, αλλά και μτφορ. Ανόητος
γράδου, το, γλευκόμετρο, με το οποίο μετράνε βαθμούς γλυκύτητας (τα γραδα), αλλά και μεταφορικά εκείνος που έχει ορθή κρίση,
γρίδια, τα: τόπος άγονος
γύφτκα κάρβνα, τα (γύφτικα κάρβουνα): κάρβουνα που τα χρησιμοποιούν οι “γύφτοι” (σιδεράδες) και τα οποία είναι συνήθως πευκίτικα
Δάκρα, η και ΜΠάκρα, η: όνομα προβάτων
δάνειου, του (δάνειο): δανεισμός, συνήθως χρημάτων, με υποχρέωση επιστροφής, συνήθως με τόκο
δασουτιμάχιου, του (δασοτεμάχιο): κομμάτι δασικής έκτασης
δήμαρχους, ου, δήμαρχος.
δημουπρασία, η δημοπρασία.
διάβασμα απλό: γίνεται από παπά, σε αρρώστιες, θάνατο κλπ. > διάβασμα μεγάλο: μεγάλη ευχή που διαβάζει ο παπάς σε άρρωστο > διάβασμα ψαλτηριού: γίνεται από “αναγνώστη” όταν ο ετοιμοθάνατος αργεί να ξεψυχήσει
διακιμητήριου, του (διανεμητήριο): έγγραφο που όριζε τα της διανομής περιουσίας
διάρροια, η: ακατάσχετη ευκοιλιότητα
διάστινου, του (διάστενο): το στενό της θάλασσας ανάμεσα Σαμιοπούλα και Λιμνιονάκι
δικαστήριου, του (δικαστήριο): η δημόσια υπηρεσία που κρίνει και αποφασίζει για τελεσμένες αξιόποινες πράξεις
δικέφαλους αϊτός, ου (δικέφαλος αϊτός / αητος): σκάλισμα, σε ξύλο, του δικέφαλου αετού και η χρησιμοποίησή του για σφράγισμα ειδικών ψωμιών (άρτου κλπ.) Πβ. και σφραιστιρό
διπλόραου, του (διπλόραγο): κατσίκι θηλυκό, που γεννήθηκε με τέσσερις ρώγες
διπλουδέκατου, του (διπλοδέκατο): φόρος, που καταλογιζόταν στις κοινότητες, την εποχή της επανάστασης του 1821, από τους “προκρίτους του κοινού”
διρματουτύρ του (δερματοτύρι): δερμάτι κατσικίσιο, κατάλληλα επεξεργασμένο, στο οποίο φυλάσσονταν τυρί για όλη τη χρονιά
διφτιράj του (δευτεράκι < δεύτερος): σταμνάκι μικρού μεγέθους (προυτάj, διφτιράj΄, τριτάj)
Δουδικάπουρτου, του (Δωδεκάπορτο): παλιό κτίσμα, ερειπωμένο, με δώδεκα ανοίγματα (“πόρτες”), στην περιοχή Κουμαραδαίων
δουριά, η (δωρεά): ό,τι δίνεται με τη θέλησή μας, χωρίς αμοιβή ή αντάλλαγμα
δουσίμια,τα (δοσίμια): βλ. αρμαστιάτκα, τα
δουχείου τς νύχτας (δοχείο της νύχτας): βλ.αeειό
δωρεά, η: βλ. δουριά, η
έeυους, η (έγγυος): η γκαστρωμένη (βλ. γκαστρουμέν, η
εκκλησιασμός, ο: βλ. ικκλησιασμός, ου
εκλογές, οι: βλ. ικλουγές, οι
εμπόριο, το: βλ. ιμπόριου, του
ενέχυρο, το: βλ. αμανάτ του
ενοικίαση, η: βλ. νοίκιασμα, του
ενοίκιο, το: βλ. νοίj του
ένουχους, ου (ένοχος): αυτός που έκαμε αξιόποινη πράξη
εξώρουχο, το: βλ. ξώρχου, του
εξώστης, ο: βλ. ξώστς, ου
έπιασι (έπιασε): γκαστρώθηκε (επί γιδοπροβάτων): «Η γίδα μας έπιασι, να ιδούμι πόσα κατσκάκια θα κάμ!»
έπισι η βέργα (έπεσε η βέργα) ενν. του αργαλειού: υφάνθηκε όλο το πανί
επίσκοπος, ο: βλ. πίσκουπους, ου
επιτάφιος, ο: βλ. πιτάφιους, ου
εποχή, η: βλ. ιπουχή, η
επώνυμο. το: βλ. παράνουμα, του
εργαλεία, τα: βλ. ιργαλεία, τα
εργασία, η: βλ. δλειά, η (δουλειά)
εργασίας αμοιβή
ετοιμοθάνατος, ο: βλ. τοιμουθάνατους, ου
ευνουχισμένος, ο: βλ. μνουwσμένους, ου (μουνουχισμένος)
ευσέβεια, η: βλ. ιφσέβεια, η
ευτυχία, η: βλ. ιφτυχία, η
ζγώματα, τα (ζυγώματα): βλ. ζγκώμωτα, τα
ζέλ, του (ζέλι): βλ. eέλ, του (γκέλι)
ζίβα = σβήσε,
ζίβα = σβήσε,
ζουέμπουρους, ου (ζωέμπορος). Βλ. και ματραμπάσς, ου (ματραμπάσης)
Ζουμπουλιά, η (ζουμπουλιά): όνομα σκυλιών
ηγιμουνία, η (ηγεμονία)
ηγιμουνίδα, η (ηγεμονίδα): η γυναίκα του ηγεμόνα Σάμου
θαύμα, το: βλ. θάμα, του
θειάσου, του (θειάσο): θεραπευτικό (δροσιστικό) για τον πυρετό
θησαυρός, ου: νομίσματα χρυσά ή πολύτιμα αντικείμενα, κρυμμένα. Η θέση τους αποκαλύπτεται στο όνειρο μερικών ανθρώπων οι οποίοι, κατά τη δοξασία, πηγαίνουν κρυφά τη νύχτα και τον αποκαλύπτουν. Υπάρχουν και οι θησαυροί οι στοιχειωμένοι, που τους φυλάνε στοιχειά (σε μορφή αράπη, παπά κ.λπ.)
θιουτκό, του (θεοτικό), συνήθως στον πληθυντικό θιουτκά, τα (θεοτικά): πράξεις λατρείας, θεοτικές, στις ποίες καταφεύγουν, σε δύσκολες στιγμές (αρρώστιες, θανάτους κλπ.)
θιριάγκαθου, του (θεριάγκαθο): βλ. χιριάγκαθου, του (χεριάγκαθο)
θιρμίστρα, η (θερμίστρα): ειδικές θέσεις στον εξωτερικό τοίχο οχυρών κτηρίων (π.χ. Πύργος Σαρακίνη, στο Ηραίον Σάμου, από όπου έριχναν ζεματιστό νερό («θιρμό») απο καταχυστρα στους πολιορκητές, σε περίπτωση εφόδου
θιρσμός, ου και θέρους, ου (θέρος) και θέρσμα, του (θέρισμα): το θέρισμα
θυρίδα, η: το διάστημα το μεταξύ των καλαμιών του χτενιού, του αργαλειού της υφάντρας
ιερέας, ο: βλ. παπάς, ου
Ιησούς Χριστός, ξορκι αβασκανίας
ικκλησιασμός, ου (εκκλησιασμός): η προσέλευση στην εκκλησία και παρακολούθηση της θείας λειτουργίας
ικλουγές, οι (εκλογές): η διαδικασία εκλογής κοινοτικών αρχόντων
ιμπόριου, του (εμπόριο): η αγοραπωλησία εμπορευμάτων, με σκοπό την αποκόμιση κέρδους
ιξηνταέξ (εξηνταέξι): ο αριθμός εξηνταέξι | παιχνίδι που παίζεται με τραπουλόχαρτα
Ιούδας, ου: ο Ιούδας
ιπουχή η (εποχή)
ιργαλεία, τα (εργαλεία): όργανα με τα οποία κάνουμε κάποιες εργασίες
ιφσέβεια, η (ευσέβεια)
ιφτάκουμπου καλάμ (εφτάκομπο καλάμι): καλάμι με επτά κόμπους («γόνατα»), το οποίο έχει μαγικές ιδιότητες
ιφτυχία, η (ευτυχία)
καβάδ, του (καβάδι, απο το όνομα Κάβαδα της Καρμανίας ή από το σερβικό Kavaντ και ζιπούν (ζιπούνι): μακρύ ανδρικό φόρεμα
καβρουμάς, ου: βλ. καβουρμάς, ου
καγιόλς, ου (καγιόλης): βλ. γκαβός, ου
κάζλουμα, του (κάζλωμα ή καζίλωμα): στερέωμα, στα δυο άκρα καλαμόβεργας, ειδικού σπάγκου («καπνόσπαγους ή καζίλ»), όπου “περνιούνταν” τα φύλλα του καπνού απ την ειδική καπνοβελόνα
καζλώνου (καζλώνω): περνώ τον ειδικό σπάγκο («καπνόσπαγου ή καζίλ») στα άκρα καλαμόβεργας. Στο σπάγκο αυτό “περνούν” τα βελονιασμένα φύλλα των καπνοβέλονων, μέχρι να γεμίσει η καλαμόβεργα και να κρεμαστεί στον κριμανταλά / κρεμανταλα όπου θα λιαστούν τα καπνόφυλλα ώσπου ξεραθούν Καθαρουδιφτέρα, η (Καθαροδευτέρα): η Δευτέρα, επόμενη μέρα της Τυρινής Κυριακής, της τελευταίας Κυριακής των Απόκρεω, οπότε αρχίζει και η νηστεία για το Πάσχα
κακαουστιές, οι (κακαυγουστιές): βλ. κακαγουστιές, οι
κακιά ώρα: η ώρα της ημέρας κατά την οποία πιάνουν οι κατάρες, οι βλαστήμιες, ώρα επικίνδυνη
καλαμόβιργα, η (καλαμόβεργα): βέργα καλαμιού που χρησιμοποιούνταν για κάλυψη πρόχειρης στέγης ή, παλαιότερα, στο εσωτερικό του δώματος σπιτιού / χρησιμοποιούνταν στις καπνοκαλλιέργειες, με κατάλληλο σπάγκο στερεωμένο στα άκρα της για το πέρασμα των καπνόφυλλων, που στην συνέχεια κρεμιούνταν στους κρεμανταλάδες
καλαντάρς, ου (καλαντάρης): αυτός που λέει τα «κάλαντρα» / καλαντάρηδες
καλές κυράδις (καλές κυράδες): βλ. ακιράδα, η, νεράιδα, η
καλλισπούδς, ου (καλλισπούδης): κακαθρώπισμα, που μοιάζει με καλικάντζαρο, χωρίς να είναι τόσο έξυπνο
καλό βουτάν (καλό βοτάνι): κόνδυλος άγριου χορταριού
καλό όνουμα (καλό όνομα): συνήθως αρχαίο όνομα, που έδιναν στα παιδιά για να ξεχωρίζουν απο τα φτωχόπαιδα και τους “παρακατιανούς”
καλουκυρίτσα, η (καλοκυρίτσα): το πουλί αιγίθαλος. Βλ. καλουγριίτσα, η
καλουμανούσα, η (καλομανούσα): γίδα που δέχεται πρόθυμα βύζαγμα όχι μόνο απο τα δικά της κατσίκια αλλά κι από ξένα
καλούπ, του, «Του καλούπ τ σταμνά: τύπος από ψημένο πηλό, που χρησίμευε στο «κώλουμα»(κώλωμα) των γαβαθιών. Δηλ. στην τοποθέτηση – επικόλληση – ειδικής βάσης στο έξω και κάτω μέρος των γαβαθιών, για να μπορούν να εδράζονται
καλουπιάτκα, τα (καλουπιάτικα): η αμοιβή του καλουπιτζή, του ανθρώπου που καλουπώνει (συνήθως καπνά). Βλ. 1: 187, λ. καλουπτσής, ου
καλουσμαδιά, η (καλοσημαδιά): συμβάν τυχαίο που, από πρόληψη, θεωρείται σαν καλό σημάδι (σε αντίθεση με την «κακουσμαδιά» ή «γρουσουζά») : «Άμα xθεί κιρό, είκι γούρ, καλουσμαδιά»
καματάρκου, του (καματάρικο), ενν. δικέλλι: ειδικό δικέλλι (πβ. λ. καματιρή, η) : «Του θκέλλ ιμ είκι καματάρκου, δεν είκι ξέχουστου»
καμνιά, η (καμινιά): το σύνολο των αγγείων που χωράει το καμίνι του αγγειοπλάστη
καμπανί, του (καμπανί): παλιότερη ονομασία της μαντίλας που έβαζαν στο κεφάλι τους οι τσοπάνηδες. Μέρος της ποιμενικής στολής
καμπνουσαλάτα, η (καμπουνοσαλάτα): σαλάτα από καμπούνια, βλαστούς κρεμμυδιών – Βλ. λ. καμπούν, του
καντλέρ, του (καντηλέρι): λαμπαδίτσα από λίπος, σπαρματσέτο. Μόνο του ή πολλά μαζί, τα τοποθετούσαν στα πλουσιόσπιτα, ιδίως γιορτινές βραδιές. Τα έλεγαν και σαμντάνια – Βλ.λ. σαμντάν, του
Καπλάνα, η: ονομασία γίδας
Καπλάνς, ου (καπλάνης): όνομα βοδιο
καπναπουθήj, η (καπναποθήκη): αποθήκη καπνού. Εκεί, συνήθως, γινόταν και η πρώτη επεξεργασία του
καπνέμπουρους, ου (καπνέμπορος): ο έμπορος καπνού
κάπνισμα, του: η ενέργεια και το αποτέλεσμα του καπνίζω / το κάπνισμα μελισσιού
καπνιστήρ΄, του (καπνιστήρι): βλ. καπνουτσούκαλου, του
καπνόσπαγους και καπνόσπαους, ου (καπνόσπαγκος): ειδικός σπάγκος, που χρησιμοποιούνταν για το πέρασμα των βελονιασμένων χλωρών καπνόφυλλων από τη σιδερένια βελόνα (βλ. καπνουβέλουνα, η) στην καλαμόβεργα, μέσω του σπάγκου αυτού, ο οποίος στερεωνόταν στα άκρα της καλαμόβεργας. Όταν γέμιζε η βελόνα με καπνόφυλλα απελευθερωνόταν το ένα άκρο του σπάγκου του καλαμιού και, περνώντας το απ την τρύπα τού πίσω άκρου της βελόνας, ξεπέρναγαν τα καπνόφυλλα στο σπάγκο του καλαμιού. Όταν γέμιζε κι αυτός, τοποθετούσαν τις καλαμόβεργες σε ειδικές λιάστρες, τους “κρεμανταλάδες” (βλ.λ. κριμανταλάς, ου), για να ξεραθούν
καπνουλάς, ου: ο καλλιεργητής καπνού, ο καπνοπαραγωγός
καπνουλόους, ου (καπνολόγος) ή φσιρό, του (φυσερό): καπνιστήρι μελισσών. Ειδική συσκευή, με την οποία κάπνιζαν τα μελίσσια ώστε να ναρκωθούν οι μέλισσες για να μη κεντούν. Έτσι μπορούσαν να επέμβουν στην κυψέλη για διάφορες δουλειές (τρύγημα, καθάρισμα κλπ.) – Βλ. και λ. καπνουτσούκαλου, του
καπνουμάγαζου, του (καπνομάγαζο): χώρος όπου γινόταν η συγκέντρωση του καπνού για κατεργασία. Λεγόταν και καπναποθήκη (βλ. λ. καπναπουθήj, η). Τον συγκέντρωναν οι καπνέμποροι αφού τον αγόραζαν απ τους καλλιεργητές καπνού
καπνουφίντανα, τα (καπνοφίντανα): πρασιές ειδικές, που έσπερναν σπόρο καπνού και τον φρόντιζαν μέχρι να γίνει κατάλληλος για μεταφύτευση στο καπνοχώραφο. Βλ. και λ. βντάν του
καπνουχώρ του (καπνοχώρι): χωριό του οποίου οι κάτοικοι ασχολούνταν, σχεδόν αποκλειστικά, με την καλλιέργεια του καπνού
καπνουχώραφου, του (καπνοχώραφο): χωράφι στο οποίο καλλιεργούνταν το φυτό του καπνού. Βλ. και λ. καπνουλιά, η
Καπού–Κιχαγιάς, ου (Καπού Κεχαγιάς): ο επίτροπος του νησιού της Σάμου στην Κωνσταντινούπολη, την περίοδο του καθεστώτος προνομίων. Επενέβαινε σε περίπτωση καταγγελίας καταχρήσεων και κανόνιζε με τον αρχιερέα και τον καδή τους φόρους
Καραβίνα, η: όνομα σκυλιών των καραβιών
Καραβόπιτρα, η (Καραβόπετρα): μικρή βραχονησίδα στο νότιο μέρος της Σάμου (απέναντι απ τον οικισμό του Ποτοκακιού)
Καραμπάσς, ου (Καραμπάσης): όνομα σκυλιών
καρβνάρς, ου (καρβουνιάρης): αυτός που φτιάχνει ή πουλάει κάρβουνα
καργιά, η (καρυδιά): το δέντρο καρυδιά. Ακούγεται και «καρδιά, η». Βλ.λ. καρυά, η
καρδάj χλουρό (καρυδάκι χλωρό): πράσινο χλωρό καρύδι (άγουρο), που το φτιάνουν γλυκό κουταλιού, αλλά χρησιμοποιείται και σαν φαρμακευτικό
καρδιά, η (καρυδιά): βλ.λ. καριά, η
καρδιόρζα, η (καρδιόριζα): φυτό φαρμακευτικό
καρινάγιου, του (καρινάγιο): βλ. καρνάγιου, του
καρκάνα, η: η τρύπα στο πάνω μέρος του βαρελιού που έβαζαν μούστο
καρναβίτσα = κάλος στα χεριά,
καρπέτα, η (γαλλ. carpette < αγγλ. carpet): είδος χαλιού
καρφώματα, τα: κομμένα κλαδιά σπάρτων, τοποθετημένα κατάλληλα, που ανάμεσά τους έβαζαν τα πατημένα σταφύλια να στραγγίσουν
Καστάνς, ου (Καστάνης): όνομα βοδιών
κατηλμένους, ου (καταλυμένος): βλ. κατιλμένους
κατιλμένους, ου (καταλυμένος < καταλύω): ο νεκρός, που κατά την εκταφή του έχει καταλυθεί, έχει «λιώσ» εντελώς, έχουν μείνει μόνο καθαρά οστά
κατσαρουλκά, τα (κατσαρολικά): πολλών ειδών κατσαρόλες / γενικότερα, τα διάφορα μαγειρικά σκεύη. Βλ. κατσαρόλα
κικρόκιρου, του (νεκρόνερο): το νερό που βρίσκεται στη στάμνα του σπιτιού την ώρα που πεθαίνει άνθρωπος. Το νερό αυτό πρέπει να χυθεί και η στάμνα να ξαναγεμίσει με νερό απ τη βρύση
κικρόρχα, τα (νεκρόρουχα): τα είδη κλινοστρωμνής πάνω στα οποία πέθανε κάποιος
κιουφώτιστου, του (νεοφώτιστο): το παιδί που μόλις βαφτίστηκε
κιρκαμπάρ, του (κιρκαμπάρι): βλ. κιχριμπάρ του
κίρκους, ου (κίρκος): όνομα ζώων με κοκκινωπό χρώμα
κιρό αγιασμένου (νερό αγιασμένο): νερό που αγιάζει ο παπάς με διάφορες ευχές στην εκκλησία, την Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως, και απο αυτό παίρνουν οι γυναίκες για να φτιάξουν το προζύμι
κιφαλάρς, ου (κεφαλάρης) και καβαλάρς, ου (καβαλάρης): ο αποπάνω απ τους δυο βλαστούς, που αφήνουν οι αμπελουργοί σε κάθε βέργα κλήματος, όταν κλαδεύουν το αμπέλι (ο αποκάτω λέγεται μασκαλάρς ή πιζός.
κλειδουγάβαθου, του (κλειδογάβαθο) και ξλουγάβαθου, του ή καυκί, του (βλ. αντίστοιχα λήμματα): οικιακό σκεύος
κλητήρας, ου: δημοτικός υπάλληλος, που έκανε συνήθως και χρέη κήρυκα (βλ. ντιλάλς, ου), φοροεισπράκτορα κ.λπ.
κοινουνία, η (κοινωνία): σύνολο ανθρώπων, κατοίκων ορισμένου τόπου: «Δε ντρέπισι βρέ! Δε σκέφτκις πώς θα βγεις ζντ eοινουνία ύστιρα απ αυτά πού καμις;» | κοινωνική οργάνωση / κοινωνικές τάξεις / κοινωνικές σχέσεις
Κόρμπα, η: όνομα γίδας
κουjjνόια, η (κοκκινό-γαια): είδος γης χωραφιού. Γη αργιλώδης με χρώμα κοκκινωπό
κουβαλαμάς, ου: κατηγορία φύλλου καπνουλιάς (καπνού), κατά τη σειρά ωρίμανσης. Είναι μεταξύ «τσαλτί» και «ούτσαλτι»
κουζάj του (κοζάκι, πιθ. τουρκ. kozak [IZ 305]): πρόχειρη καρότσα ξύλινη, με επένδυση του πυθμένα από λαμαρίνα (για να μη σκορπίζεται ο καρπός) στην οποία φόρτωναν τα δεμάτια του θερισμένου σιταριού και τα κουβαλούσαν στα μεγάλα αλώνια για αλώνισμα. Η εργασία αυτή λεγόταν «κουζάκιασμα»
κουκιουμτουσαλάτα, η (κουκιομυτοσαλάτα): σαλάτα από τρυφερές μύτες («άκρις») κουκιάς
κουκμαντό (κουκμαντό) και ξλουγάβαθου (ξυλογάβαθο): οικιακό σκεύος
Κουκουσιλιάρς, το χαλάζι που καταστρέφει τα σταφύλια. Μεταφορικά, ο κουτσομπόλης.
κουλάντσα, η (κωλάντσα, πιθ. απο το κώλος): εκείνο το κομμάτι του κορμού, που μένει μετά το κόψιμο του δέντρου. Δηλ. το υπόγειο τμήμα του (ρίζωμα) και μικρό κομμάτι υπέργειο
κουλλτσίδα, η, έλικα των βλαστών των κλημάτων και μεταφορικά αυτός που επιβάλλει την παρουσία του σε μια παρέα,
κουλουκούριμα, του (κωλοκούρεμα): το πρώτο απ τα δυο ετήσια κουρέματα των προβάτων, το οποίο γίνεται στα οπίσθια του προβάτου, γύρω απο την ουρά
κούριμα, του (κούρεμα): το κόψιμο των μαλλιών | το κούρεμα των γιδοπροβάτων (πβ. κουρά, η)
κουρκούδιαλος = κροκόδειλος
κουρκουδιαλόσκατου, του (κορκοδιαλόσκατο): τα περιττώματα είδους σαύρας που λέγεται κουρκούδιαλους
κουρκουδιαλότουπους, ου (κορκοδιαλότοπος): άγονος, βραχώδης τόπος, μη καλλιεργήσιμος, που μόνο «κουρκούδιαλ» ζουν (βλ.λ. κουρκούδιαλους, ου)
κουρκουμπίν, κουρκουμπίνι = καρπός κυπαρισσιού,
κουρούπκου, του (κουρούπικο): ποικιλία σιταριού, του οποίου το στάχυ είναι χωρίς άγανο (χωρίς “μαλλιά”). Λέγεται και καμπέρα
Κουρούτα, η και Κουτσουκέρα, η: ονομασία γίδας
κουσκινσά, η (κοσκινισιά < κόσκινο): ποσότητα κοσκινιζόμενου καρπού, που χωράει μέσα στο κόσκινο
κουσκουσέλ, του (κοσκοσέλι): βλ. κουκουσάλ (κουκουσάλι)
κουσκουσιλιάρς, ου (κοσκοσελιάρης) ενν. καιρός: καιρός που συνήθως ρίχνει χαλάζι, «κουσκουσέλ»
Κουτσουκέρα, η και Κουρούτα, η: Βλ. Κουρούτα, η
κουτσουρότσαπα, η και στινή, η (στενή): τσάπα με στενή “γλώσσα” και πίσω μέρος που καταλήγει σε μικρό τσεκούρι («πσουκόπ» = πισωκόπι), κατάλληλη για εκθαμνώσεις όπου το ρίζωμα (κούτσουρο) των θάμνων προορίζεται συνήθως για το καρβουνοκάμινο («καμίν»)
κούφια, η: γυναίκα ξεπαρθενεμένη
Κουφνάκι, το καλάθι μεταφοράς σταφυλιών. Μεταφορικά, εκείνος που δεν διαθέτει σταθερότητα.
κόφα, η(3): είδος ξύλινου, κυλινδρικού, όρθιου βαρελιού, που οι “δούγες” του ήταν ίσιες και όχι καμπυλωτές και οι οποίες “δενόταν” περιφερειακά με γερά μεταλλικά “τσέρκια”. Μαζί με το “αδράχτι” (ξύλινο ή μεταλλικό) έκαναν την “πρέσα” (στυπτήριο, πιεστήριο) για το στύψιμο των σταφυλιών
κρασέμπουρους, ου (κρασέμπορος): ο έμπορος κρασιών πριν γίνει η Ένωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Σάμου. Οι έμποροι αυτοί συγκέντρωναν τα σταφύλια ή το μούστο των παραγωγών και τους πλήρωναν με τιμή που καθόριζαν οι ίδιοι
κρασουχώρια, τα (κρασοχώρια): χωριά, που κύριο προϊόν τους έχουν το κρασί
Κριατνό, του (Κρεατινό < κρέας) ενν. Σάββατο: ένα από τα τρία “ψυχοσάββατα” («Κριατνό, Τυρνό, Αϊ-Θουδουράτου»), που κάνουν κόλλυβα για ανάπαυση της ψυχής των νεκρών
κριββατουκάμαρ, η κρεβατοκάμαρη
Κριμιζί–Κιουι (Κρεμεζί-Κιοϊ < τουρκ. Κόκκινο Χωριό): το χωριό Παγώντας, εξ αιτίας των σπιτιών του, που έπαιρναν το χρώμα το κοκκινωπό του αργιλοχώματος, απο τα δώματά τους, τα οποία ξεπλένονταν με τις βροχές του χειμώνα
κσαντιανός, ου (κουσαντιανός) ενν. καιρός: ανατολικός καιρός, που η κατεύθυνσή του είναι απ το Κουσάντασι (παράλια Μικρασιατική πόλη απέναντι απο την Σάμο)
κταλουθήj, η (κουταλοθήκη): ειδική θήκη των κουταλοπίρουνων
κτηματίας, ου: αυτός που έχει ιδιόκτητα κτήματα
κτηνουτρουφή, η (κτηνοτροφή): βλ.λ. γέμ, η
Κυρ–Μέντιους, ου (Κυρ-Μέντιος): ονομασία “χοντρών” ζώων, ιδίως γαϊδουριών
κυψέλη, η: βλ.λ. κβέλα, η και γκβέλα, η
Λάια, η Λάγια): ονομασία προβάτων
λαχνός, ου: ο κλήρος, η κλήρωση. Συνήθως γινόταν σε περιπτώσεις που οι κληρονόμοι ακίνητης περιουσίας δε συμφωνούσαν στο μοίρασμα
λαχταρτζής, ου: ο αχόρταγος, ο ταμαχιάρης (βλ.λ. ταμαχιάρς, ου) : «Ου Στέλιους δεν είκι λαχταρτζής στου jνήγ, θα τφικήσ μουναχά κείνα π τ χρειάζντι, όw παραπάν»
λιανουτράγδου, του (λιανοτράγουδο): τραγουδάκια που λεγόταν συνήθως σε συγκεντρώσεις σπιτικής εργασίας, όπως το πάστρεμα σιταριού κλπ.
λιφκή, η (Λευκή): ονομασία γίδας. Βλ. Αμιβρού
λουβουδιά, η: είδος αγριοχόρταρου
μαειρέματα, τα (μαγειρέματα): οι καρποί που σπέρνονται, καλλιεργούνται, θερίζονται και τρώγονται μαγειρεμένοι. Βλ. και μαείριμα, του
μακρουβύζα, η (μακροβύζα) και καλαμουβύζα, η (καλαμοβύζα): ονομασίες γιδιών – Βλ. και καλαμουβύζα, η
μακρουκαλλούσα, η (μακροκαλλούσα): φυτό φαρμακευτικό, για το κατούρημα
μαντραούρα η, ο μανδραγόρας
μαξούλ, το σύνολο της παραγωγής. Μεταφορικά, το συσσωρευμένο χρήμα.
μαρτυρία, η: μαγική ενέργεια που γινόταν για να καταστήσουν κάποιον ανίκανο να μαρτυρήσει κάτι που είδε ή κάτι που ξέρει (πβ. στουματουδένου)
μασκαλάρς, ου (μασκαλάρης < μασχαλάρης < μασχάλη): ο δεύτερος, ο χαμηλότερος βλαστός, απ τους δυο που αφήνει ο αμπελουργός όταν κλαδεύει το αμπέλι. Λέγεται και «απιζός» ή «πιζός» (βλ.λ.). Ο πρώτος, ψηλότερα, λέγεται «κιφαλάρς» ή «καβαλάρς» (βλ.λ.)
μασλαμπής, ου (μασλαμπής): βλ. το σωστό μαλσαμπής, ου
μάτουρα, ξεκούντνα, τα στάδια ανάπτυξης του φυτού και του καρπού
Μαυρόρουσα, η ή Μαυρόρσα, η: ονομασία γιδιών απ το χρώμα των μαλλιών τους. Βλ. και Ρουσόμαυρ, η
Μιγάλ Παρασκιβή (Μεγάλη Παρασκευή): η Παρασκευή της Μεγάλης Εβδομάδας
Μιγάλ Πέφτ (Μεγάλη Πέμπτη): η Πέμπτη της Μεγαλοβδομάδας
Μιγάλ Σαρακουστή (Μεγάλη Σαρακοστή): περίοδος νηστείας προ του Πάσχα
Μιγάλου διάβασμα (μεγάλο διάβασμα): το “διάβασμα” που έκανε, στο σπίτι του ετοιμοθάνατου, ο παπάς
Μιγάμις Απόκριις (μεγάλες Αποκριές): οι δυο Κυριακές των Απόκρεω, η «Κριατνή» και η «Τυρνή» αλλά και το διάστημα που μεσολαβεί
μικανίτσα, η (λεκανίτσα): μικρή λεκάνη, σκεύος οικιακών χρήσεων
Μικρασία, η (Μικρά Ασία): κυρίως η Τουρκία, τα απέναντι της Ελλάδας παράλια (βλ. και Πέρα)
Μικρασιάτις, οι (Μικρασιάτες): οι έλληνες κάτοικοι της Μικράς Ασίας ή, μετά την καταστροφή, οι πρόσφυγες απ τη Μικρά Ασία
μιταξουκίναρου, του (μεταξοκίναρο): ύφασμα, συνήθως υφασμένο στον αργαλειό, με μετάξινη κλωστή και με τον “ποταμό” (κινάρ, του) των μεταξωτών υφαντών (μιτάξ, του)
μλουμάνα, η (μυλομάνα): εκεί που αρχίζει το μυλαύλακο. Βλ. μλαύλακου, του
μοίρασμα, του: η πράξη του “μοιράζω” / μοίρασμα ξερών καρπών κατά το θάνατο
μόρσα, η: ξυλουργικό εργαλείο για ειδικές τομές
μουμλίκ / μουμλίκι = ζώον / βλαμμένο,
μπακράτσι = κουβάς,
μπαλκάμια, είδος εδάφους
μπάστιο = βάρος στο στήθος/δύσπνοια,
μπατέρνω = γέρνω (γνώστη έκφραση: τον παίρνω και μπατέρνω),
μπιλουνιαστής, ου (μπελονιαστής): αυτός που “μπελονιάζει” (βελονιάζει), ιδιαίτερα τα καπνόφυλλα, μετά το «κίρντισμα»
μπιστάω = κοπανάω κάτω νευριασμένος, μπιστάω την μπάλλα
μπούκ, του (το μπούκι): το στεγνό και δυσκολόσκαπτο χώμα (Άμπελος). Βλ. μπινιάς, ου (ο)
μπούκνες, ποικιλία σύκων που ευδοκιμεί ίσως μόνον στην Σάμο
μπουτουβάγια = πλημμύρα,
μπουτσινάρι = λάστιχο ποτίσματος, πέος, μακρύ αντικείμενο κτλ,
μπουτσκαρύδ / μπουτσκαρύδι = τρυφερό βλαστάρι, κουκκουνάρι
Μσκουρόμπαρτζα, η (Μουσχουρόμπαρτζα): ονομασία γίδας, απ το χρώμα της
μυζήθρα, η: βλ. μζήθρα, η
νοίj, του (νοίκι): η καταβολή μισθώματος για χρήση αγαθού
νοίκιασμα, του: μίσθωση για χρήση αγαθού
νταντί / νταντίκος = δύναμη / σφίχτης,
ντγάνα, η (τηγάνα): μεγάλο τηγάνι, σιδερένιο, για ειδικές χρήσεις, όπως το ψήσιμο λουκουμάδων
ντόλι = πράγμα (λολοντόλι = παλιοπράγμα – υποτιμητικά),
Ντούζκο, το πυκνό αμπέλι. Μεταφορικά, ο δυνατός άνθρωπος.
Ξεκαζανίζου, βγάζω τα τσίπουρα από το καζάνι. Μεταφορικά, σχολιάζω αρνητικά, κουτσομπολεύω.
Ξεκούντνα, τα όψιμα σταφύλια. Μεταφορικά, εκείνος που έχει ελλιπή ανάπτυξη ή νόηση.
όργανα, τα και πιχνίδια, τα (παιχνίδια): ομάδα παικτών μουσικών οργάνων, που προσκαλούνται και παίζουν σε διασκεδάσεις και πανηγύρια
ουλουκουστίδ (ολοκοστίδι) επίρρ.: υπερβολικό τρέξιμο, με προτροπή με κατάλληλο χειρισμό μας, του αλόγου ή του ζώου που καβαλάμε (ακούστμα)
ουργανουπαίχτς, ου (οργανοπαίχτης): αυτός που ανήκει σε ομάδα μουσικών που παίζουν σε πανηγύρια, γάμους κλπ. Βλ. και πιχνιδιάτουρας, ου
πάλα, η: βλ. μπάλλα, η
παλιαβουρός, ου: παλιός στάβλος “χοντρών” ζώων ή τόπος συγκέντρωσης αυτών τα μεσημέρια του καλοκαιριού βλ σβουρός, ου
παλιουκκλησά, η (παλιοεκκλησιά): παλιά ερειπωμένη εκκλησιά ή τοπωνύμιο (από παλιά εκκλησία)
Παρασκιβή, η (Παρασκευή): ημέρα της εβδομάδας
Πασκαλιάζου (πασκαλιάζω): βλ. πασκάζου
παστρέματα, τα: οι πετρίτσες, οι αγριόσποροι και τα χώματα που υπάρχουν στο σιτάρι (ή στα όσπρια) και ξεδιαλέγονται πριν τούτο γίνει άλεσμα (άμισμα, του) για τον μύλο. Βλ. απουπάτια, τα, απουκουσjνίδια, τα, κότσαλα, τα
Πάσχα: η εορτή της Αναστάσεως του Χριστού, η Λαμπρή (βλ. Λαμπρή, η)
Πασχάζου (πασχάζω, απο το Πάσχα): βλ. πασκάζου
πήργια, η (ή πιθ. πύργια, η) και πηργιά: χωνί μεταλλικό με τρύπες (κόσκινο), απο το οποίο περνάει (σουρώνεται) ο μούστος που αδειάζουν απο το δερμάτι μεταφοράς στο βαρέλι, για να γίνει κρασί
πιτρόσκαλα, η (πετρόσκαλα): πέτρινη σκάλα
πιφκόξλα, τα (πευκόξυλα) ή πιφκίτκα ξύλα (πευκίτικα ξύλα): ξύλα πεύκου, που γίνονται συνήθως κάρβουνα στο καρβουνοκάμινο
πιφκουτσίγκανα, τα (πευκοτσίγκανα): τα ξερά φύλλα (βελόνες) του πεύκου. Βλ. τσίγκανα, τα και τσιγκανίδια, τα
πόστις, οι (πόστες) και απουλταριές, οι (απολυταριές): μακριοί βλαστοί “υποκείμενου” (άγριου) κλήματος αμπελιού, πάνω στο οποίο θα μπολιαστεί το ήμερο κλήμα. (αμουλταριά, η)
πουδηλή, η (ποδηλή): ονομασία γίδας
πρόγαλου, του (πρόγαλο): γάλα που κρατάνε κατά το τυροκόμημα για να κάμουν την μυζήθρα
προυβατάρς, ου (προβατάρης): ο ιδιοκτήτης ή ο βοσκός προβάτων
προυβατόμαλλου, του (προβατόμαλλο): το μαλλί του προβάτου
προυβιτζό, του (προβεντζό): πρόχειρο οικιακό πατητήρι (παττήρ, του)
προυξινίδ, του (προξενίδι) και προυξινουλόι, του (προξενολόγι): το προξενιό. Βλ. και προυξινιό, του
προυξινουλόι, του (προξενολόγι): βλ. προυξινιό, του
πύργια, η: βλ. πήργια, η
πυρηνουτρήφτς, ου (πυρηνοτρίφτης) αρρώστια του καρπού της ελιάς, που προκαλείται από ένα έντομο. Βλ. και δάκους, ου
πυτιρό, του (πυτερό): βλ. πτιρό, του
ραζέν, του (ραζένι): είδος άγριου κλήματος, πάνω στο οποίο μπολιάζεται ήμερη ποικιλία
ρόιαζμα, του (ρόγιαζμα): μίσθωση εργασίας, συνήθως ετήσια [λ. ρουιάζου]. Βλ. και ρόγα, η
σαδώ / σακεί / σαπάν / σακάτ / σαπέρα < εις / ίσα εδώ / εκεί / απάνω / κάτω / πέρα= τα 5 σημεία του ορίζοντα,
σαπουκαιά, η (σαπο – καγιά): σαπιόπετρα, είδος σχιστολιθικής γης. Βλ. και καιά, η
σαστκάρς, ου (σαστικάρης): άνθρωπος που αναλαμβάνει, κατόπιν συμφωνίας, να διεκπεραιώσει μια δουλειά εργολαβικά, όχι μεροκάματο. Βλ. και σαστκό, του
σελέδις, τα μεγάλα κοφίνια με συγκεκριμένη χωρητικότητα σταφυλιών.
σιδιρουκαιά, η (σιδερο – καγιά): σχιστολιθικό πέρτωμα. Βλ. και σαπιουκαιά, η και καιά, η
σιναπίδι, ασθένεια του φυτού. «Θα σ’ φάει του σναπίδ’ = θα αρρωστήσει ο αμπελώνας. Μεταφορικά, ο επηρεασμός της υγείας από τις άσχημες σκέψεις και το άγχος.
σκάλαθρους, ου (σκάλαθρος): είδος μικρού θάμνου
σκάρσμα, του (σκάρισμα): η βόσκηση του κοπαδιού. Βλ. σκαρίζουκαι σκάρους, ου
σκύλλα, η (3) ή κριμμίδα, η (κρεμμύδα) ή μπότσκας, ου (μπότσικας): βλ. μπότσκας, ου
σμάj, του (πιθ. τούρκ.): ρυάκι, χαντάκι, χείμαρρος
σούιλου = ο σωλήνας του νεροχύτη
σπάουμα, του (σπάγωμα < σπάγκος): τα νωπά φύλλα καπνού, αφού περαστούν σε ειδικές βελόνες («μπιλόνιασμα»), μετά περνιούνται σε ειδικό σπάγκο («καπνόσπαους») που το ένα άκρο του είναι μόνιμα δεμένο στην άκρη καλαμόβεργας («βέργα») το δε άλλο αφήνεται ελεύθερο μέχρι να γεμίσει όλο το μάκρος του σπάγκου από βελονιασμένα φύλλα καπνού. Έπειτα δένεται στην άλλη άκρη της βέργας, η οποία πάει στον κρεμανταλά («κριμανταλά») για να στεγνώσουν και να ξεραθούν τα φύλλα του καπνού. Βλ. και κάζλουμα, του
σταυρουστάφλου, του (σταυροστάφυλο): το σταφύλι που είναι θρεμμένο, με μεγάλες παραφλίδες σε σχήμα Τ
στέργου (στέργω): υπακούω, συναινώ
στινά, τα (στενά): ενδυμασία πιο σύγχρονη, που αντικατάστησε την μέχρι τότε τυπική ενδυμασία των βρακοφόρων. Ήταν η ευρωπαϊκή ενδυμασία, με παντελόνι κι όχι βράκα. Βλ. και τσιτουμένα, φράeκα
στμουνάρ, του (στημονάρι): ο στήμονας. Βλ. και στμόν, του
στουματόwλου, του (στοματόχειλο): το σύνολο στόματος και χειλιών
στουματόδιμα, του (στοματόδεμα): βλ. στουματουδένου
στράκουμα, του (στράκωμα): το κόλλημα της ρίζας νεοφυτεμένου αμπελιού
στρακώνου (στρακώνω): κολλάω, ριζώνω. Βλ. και στραγκώνου, σταγκώνου
στράνιους, ου (στράνιος, πιθ. ιταλ. straνo [ΜAΝ 2225]): ο δύσκολος άνθρωπος, ο άκαμπτος χαρακτήρας: «Ου Παναής είκι στράνιους άθρουπους, δε ντου βάζ κάτ εύκουλα»
στραύλιστρου, του (συντραύλιστρο): βλ. σδαύλιστρου, του
συνοικέσιου, του (συνοικέσιο): βλ. προυξινιό, του / προξενειο
σύνουρου, του (σύνορο): το κοινό όριο
σύντικνους, ου (σύντεκνος): ο κουμπάρος
σφιρίδιου, του (σφαιρίδιο): μολυβένια μικρή σφαίρα, που την έριχναν στην κάλπη οι εκλέκτορες
σφυριχτράj, του (σφυριχτράκι): μικρή σφυρίχτρα (Βλ. και σφουρίχτρα, η)
τζουμπές, ου: βλ. τσουμπές, ου
Τίμιου ξύλου (Τίμιο ξύλο): κομμάτι ξύλου, προερχόμενο από τον Τίμιο Σταυρό, πάνω στον οποίο σταυρώθηκε ο Χριστός
Τιτάρτ, η (Τετάρτη): βλ. Τιτράδ, η
τοιμουθάνατους, ου (ετοιμοθάνατος): αυτός που πεθαίνει
τραβάκα = ταβάνι, σκεπή
τραπιζουμάντλου, του (τραπεζομάντιλο): ειδικό κάλυμμα του τραπεζιού
τσακαλίνα, η: είδος σταφυλιού (λογάδι). Πβ. λουγάδ, του
τσαρπάλ, του (τσαρπάλι): βλ. παρτσάλ, του
τσαρπάλουμα, του (τσαρπάλωμα): παρτσάλωμα, τρύπημα δερματιού μεταφοράς μούστου, από παρτσάλι. Βλ. και παρτσάλουμα, του
τσιντό, του: είδος χορού
τσιπές, ου: μέρος γυναικείας ενδυμασίας
τσούκα, η (πιθ. ιταλ. zucca = τέντζερης ΑΝΔΡ. 383): βράχος μεγάλος, απομονωμένος τοπωνύμιο. Βλ. και τσκάλ, του
τσούλι = χαλάκι της πόρτας,
τσουμπές, ου και τζουμπές, ου (πιθ. τουρκ. cüppe ΑΝΔΡ. 364): μακρύ πανωφόρι
τσουράπι = κάλτσα,
Τυρνό Σαββάτου (Τυρινό Σάββατο): το “ψυχοσάββατο” πριν την Τυρινή Κυριακή (την τελευταία της Αποκριάς). Συνολικά έχουμε τρία «ψχουσάββατα», το «Αϊ-Θουδουράτου», το «Κριατνό» και το «Τυρνό». Σε όλα κάνουν κόλλυβα για ανάπαυση των ψυχών των πεθαμένων
ύψουσ, η (ύψωση): η ύψωση του Σταυρού, δηλ. της εικόνας του Σταυρού. Βλ. και ύψουμα, του
φάλαγκα, η: ξύλινο εργαλείο, που χρησίμευε για το τέντωμα φρέσκου (νωπού) δερματιού, το οποίο μετά από κατεργασία χρησιμοποιούνταν σαν μέσο μεταφοράς υγρών (λαδιού, μούστου κ.λπ.)
φισάj, του (φεσάκι): ειδικό μικρό, κόκκινο φεσάκι, που φορούσαν οι γυναίκες στο κεφάλι κάτω απ το τσεμπέρι. Ήταν χωρίς φούντα και είχε ραμμένο στην εσωτερική του επιφάνεια μικρό μεταλλικό ή καλαμένιο σταυρουδάκι
φλαχτό, του (φυλαχτό): κάτι που μας φυλάει από κάθε κακό
φουρνάj, του (φουρνάκι): μικρός φούρνος | ειδικό μικρό φουρνάκι, που το χρησιμοποιούσαν οι αγγειοπλάστες για να ψήνουν το “μολύβι” σε μεγάλη θερμοκρασία, ώστε να οξειδώνεται και να μπορεί να τριφτεί σε σκόνη, οπότε μαζί με άλλα υλικά («μουρτασάν, στουρνάρ») να κάνουν τις μπογιές για το βάψιμο («μουλύβουμα») των αγγείων
φτάμουρφ, η (εφτάμορφη < επτά + όμορφη): πανέμορφη
χαρτουγόμαρου, του (χαρτογόμαρο): πλασματικό (κλεψιμαίικο) γομάρι σταφυλιών, που πληρωνόταν στον παραγωγό – αγωγιάτη, σε συνεννόηση με τον διορισμένο από το συνεταιρισμό παραλήπτη των σταφυλιών, προς όφελος (παράνομο) και των δυο
χαρχακιάς, ου: τόπος γεμάτος μικρές πέτρες, χαλίκια (πβ. αρμακάς, ου)
χράβαλα, τα και γράβαλα, τα: βράχια με σχισμάδες και κουφάλες. Βλ. και γράβαλα, τα
ψηφουφόρους, ου (ψηφοφόρος): αυτός που έχει δικαίωμα ψήφου και ψηφίζει
ψχουγουνιός, ου (ψυχογονιός): ο γονιός που έχει παιδιά υιοθετημένα. Βλ. και ψχουπατέρας, ψχουμάνα
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 4.5.2007. Επεξεργασία Γ. Λεκάκης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Βαλεοντής Κ. (καθ.) ιστολόγιο “Τα Σαμιώτ’κα”. – ΔΙΑΒΑΣΤΕ περισσότερα ΕΔΩ.
- Δημητρίου Ν. Α. «Λαογραφικά της Σάμου – Λεξικό του Σαμιακού Γλωσσικού Ιδιώματος» τ. 6, 7. Και Δημητρίου Αλκ. πρόσθετου τόμος Ευρετήριο και Συμπλήρωμα στα Λαογραφικά της Σάμου του Ν. Δημητρίου, Αθήνα, 2002.
- Ζαφειρίου Μεν. «Το Γλωσσικό Ιδίωμα της Σάμου», Αθήνα, 1995. Φωνητική, μορφολογία, τοπωνύμια, ονοματολογία σε εικόνες, γλωσσάριο με ετυμολογικές παρατηρήσεις.
- Σταματιάδης Επ. «ΣΑΜΙΑΚΑ΄, τ. Ε, Αθήνα, 1966.
- Τζαννετής Κ. «Γλωσσάριο του Μαραθόκαμπου Σάμου», Θεσσαλονίκη, 1996.
νησος σαμος ΣΑΜΟΥ γλωσσαρι ΛΕΞΙΚΟΝ Σαμιακης διαλεκτου ΛΕΞΙΚΟ Σαμιακη διαλεκτος προφορα σαμιακες λεξεις γραμμα j, Λεξεις της σαμου σαμιωτικα λεξη ντοπιολαλια εντοπιολαλια λεξικο λεξικον ιδιωματισμοι ιδιωματισμος ετυμολογια παροιμια, παροιμιες, παροιμιωδης φραση γλωσσα γλωσσικο ιδιωμα σαμιωτικες λεξις διαλεκτος λεξιλογιο γλωσσαρι ΛΕΞΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟΝ αιγαιου πελαγους αιγαιο πελαγος