Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

15.9 C
Athens
Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου, 2025

Λέξεις της Κεφαλονιάς – τα κεφαλονίτικα

ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

 Αβάντι = εμπρός Αβάκα = συνεταιρικά, μισά – μισά Αβάντα = κέρδος όχι πάντα θεμιτό, πλεονεκτική θέση Αβάρα = το τσιμπούρι που προσκολλάται και στο ανθρώπινο σώμα Αβαρία = ζημιά Αβδέλα = βδέλλα, που έκαναν αφαίμαξη Αβδέλια = οι μεντεσέδες της πόρτας Αβεντόρος = πελάτης Αβέρτα = ελεύθερα, ανοιχτά, πλούσια Αβερτοσιά = ελευθερία, ανοικτός χώρος Αβίζο = μήνυμα, παραγγελία Αβουκάτος = δικηγόρος Αγάλια = σιγά, σιγά Αγανό = πλέξιμο αραιό, γενικά αραιό ύφασμα Αγαντάρω = η αντίσταση, ψυχολογική και σωματική Αγγειό =δοχείο Αγγειό = σκεύος, συνεκδοχικά κακόβουλος άνθρωπος Αγγελόκρουξε = τρόμαξε κάποιον πολύ Αγγελώθηκα = το τσίμπημα από το αγκάθι Αγιάζω τσι ταβέρνες = μπαίνω στις ταβέρνες και μεθάω Αγιούτο = βοήθεια Αγκλέουρας = δηλητηριώδης θάμνος (κατάπιε ή βγάλε τον αγκλέουρα = σκάσε βούλωστο ) Αγκούσα = η δυσφορία που δημιουργείται από το φαγητό Αγκωνή = γωνία, του ψωμιού η γωνία Αγλοιά = αλίμονο Αγραμπαλώνομαι = σκαρφαλώνω, γατζώνομαι Αδερφοφάης = ο αδερφός που δημιουργεί προβλήματα στα αδέρφια του Αδούρητος = κάποιος ανεπρόκοπος Άζουλα = κόπιτσα του φορέματος Αηπάνου = πάνω, πχ. μου πήρε την αηπάνου μεριά, το απάνου μέρος Αϊλιακας = αναρριχώμενο φυτό με αρωματικό άνθος Αίρτα = στα προσμεισμικά σπίτια το ανώφλι της πόρτας Ακλερίτης = για αυτούς που δεν έχουν παιδιά Ακοπανιά = σε μια στιγμή Ακουρμένομαι = ακούω κάτι προσεκτικά Άκωλη = η λίμνη Άβυθος Αλάδωτος = αβάπτιστος Αλαλιάζω = ζαλίζομαι, χάνω το νου μου Αλαλιές = κουβέντες ανόητες αλαμπρατσέτα = αγκαζέ αλάργου = μακριά Αλάργου = μακριά από εδώ Αλαφιασμένος = δείχνει ανήσυχος, ξαφνιασμένος Αλεγρία = (ιτ. allegria) κέφι Αλιάδα = σκορδαλιά Αλισίβα = ελλείψει σαπουνιού, έβραζαν στάχτη για μπουγάδα Αλίτουρας = αλιτήριος Αλιφασκιά = η φασκομηλιά Αλλαξά = το γιορτινό κουστούμι Αλλαξοκωλιά = γάμοι μεταξύ συγγενών Αλλαξομουσούδιασε = κάποιος που αλλάζει όψη Αλλαχτό = σαν ξωτικό, τελείως χαζός Αλουποπορδή = άσπρο φυτό που βγάζει μια περίεργη σκόνη Αλωνάρης = Ιούλιος Αμά = κατόπιν, αργότερα Αμάδα = παιχνίδι διαδομένο, παιζόταν με μια πέτρα Αμάκα = αυτός που ωφελείται, σε βάρος του άλλου Αμόλυψε = κάποιος που διέκοψε τη Σαρακοστή Αμόντε = χαρτοπαικτικός όρος και το αρνητικό αποτέλεσμα μιας υπόθεσης. Αμορόζος < αμόρε = εραστής, αγαπητικός Αμπαδάρω = κάποιον που υπολογίζω, που λογαριάζω Αμπαντονάρω = εγκαταλείπω Αμπενοκλάδι = θανατηφόρος ασθένεια, κατάρα Άμπουλες = πίδακας νερού, μεγάλη ποσότητα Αμπώνω = σπρώχνω Αναγκαιμένος = αδύνατος Αναδεξιμιός = το βαφτιστήρι Ανάκαρα = πνοή, αντοχή, κουράγιο Ανακόλι = έμπλαστρο με φυσικά βότανα Ανάλαιμα = το φαγητό που για κάποιο λόγο διακόπηκε δυσάρεστα Ανανοήθηκε = πήρε είδηση ότι κάτι συμβαίνει Αναούλα = αηδία Αναπαμός = ανάπαυση Αναπιάζει = για το προζύμι που έχει προετοιμαστεί από το βράδυ Αναριτσιάζω = ανατριχιάζω Αναρίτσισμα = ανατρίχιασα Ανάσβολος = άβολος, ανάποδος Ανασκαμνίζομαι = χασμουριέμαι Ανασκηρίζω = κάτι που φύλαξα Ανασμίδα = το θηλυκό γουρούνι Αναφουφουλιάζω = το στρώσιμο του στρώματος με τα μαλλιά Ανεμορούφουλας = ανεμοστρόβιλος Ανεμούρι = εξάρτημα του αργαλειού Άντζα = οι γάμπες Αντίγλωσσο = για αυτούς που αντιμιλούν Αντίο μαρτσέλλο = «φέξε μου και γλίστρησα » Αντιστελώνω = η αντίσταση με τα πόδια Ανώι = το πρώτο πάτωμα Ανώρως = νωρίς Αξάγκλια = η γυναίκα που είναι αχτένιστη Αξαίνω = μεγαλώνω Αξετίμητο = κάτι που δεν έχει εκτιμηθεί Απάκιο = απάνεμο μέρος Απιδιά = αχλαδιά Απιεντισά = αδιαφορία Απίθωσε = ακούμπησέ το Απίκου = (ιτ. a picco) επί τόπου, στη θέση, έτοιμος Απίκουπα = μπρούμυτα Απικουπίζω = γυρίζω κάτι ανάποδα Απλάδα = μεγάλη ρηχή πιατέλα Άπλερο = το πρόωρο παιδί Απλύ = το ρηχό πιάτο Από κουκί = « παρά τρίχα » Απογέννι = μικρά αυγά που γεννούν οι παλιές κότες Αποδιαλεούρια = αυτά που απέμειναν Αποκάθενε = κάτω από κάτι Αποκατάρι = τα χαμηλά κλαδιά της ελιάς, ή των δέντρων Αποκλαμός = του χταποδιού το πλοκάμι Αποκολλωμένη = με τα παπούτσια στο χέρι Αποκοπή = η τελευταία μέρα του χρόνου Απομιτίστηκε = ξεχάστηκε σκυμμένος κάπου Απόμπηξη = κομμάτι ξερού ξύλου που περισσεύει Απομπούκουνα = κομμάτια ξερό ψωμί Αποπαίρνω = κατσαδιάζω Απόπερα = διάτρητο Απόρριξε = η πρόωρη γέννα, αποβολή Απόστο = εγκαίρως, πάνω στην ώρα Αποτσουτσουρωμένος = του έχουν αφαιρέσει το λόγο Άπραη = χωρίς πείρα Αραλίκια = οι ευκαιρίες κάπου να αράξεις Άραχνα = κάτι πένθιμο, μαύρα κι άραχνα Αρβάλι = το χερούλι του κουβά (σίκλου) Αργολαβία = ερωτοδουλειές Αρεσκιά = το προικοσύμφωνο Αρεστάρισμα = η σύλληψη από την Αστυνομία Αριβάρω = φτάνω Αρίδι = τρυπάνι Αρίλογας = κόσκινο που ξεχωρίζει την αίρα από το στάρι Αρμάρι = το ντουλάπι της κουζίνας. Αρνοκόπι = τα μαλλιά που κουρεύουν, των προβάτων Αρού– παρού = σκόρπια, εδώ και εκεί Αρπάδι = αυτό με το οποίο ανασύρουν τους κουβάδες από τη στέρνα Αρτάνα = παρτέρι για λουλούδια Αρτύθηκε = διέκοψε τη νηστεία Ασκολύμπρους = αγκάθια με άσπρες νόστιμες ρίζες Ασκοπούλια = τα ασκιά που γινόταν από δέρμα ζώου κι έβαζαν το λάδι στα λειτρουβιά Ασκουπουλιάζουμε = η ατσούμπαλη πτώση σαν το ασκί Ασπέτα = περίμενε Ασπροφουδιασμένα = τα άσπρα ρούχα της μπουγάδας Αστεντούε = δια ης βίας, με το έτσι θέλω, οπωσδήποτε Ασύφταος = κάποιος που δεν έφτασε στο προορισμό του Ασφελαχτός = αγκαθωτός θάμνος με αρωματικά κίτρινα λουλούδια Ατακάρω = κάνω έφοδο Ατζάρδος = τολμηρός, επιτήδειος Ατζιώνω = θυμώνω, αγριεύω Ατούρες = συμπτώματα της εγκυμοσύνης, εμετοί, κακοδιαθεσία Ατσάραντος = πουλάκι μικροσκοπικό Ατσιντέντε = ατύχημα, συμβάν Ατσούπι = ο πλαϊνός τοίχος του σπιτιού Αυγατίζω = τα κάνω περισσότερα Αυγουστέλες = οι συκιές που κάνουν το Μάιο και τον Αύγουστο σύκα Αφιδεύομαι = εμπιστεύομαι Αφόντες = αφού Αφόρια = τα ρούχα που δεν έχουν φορεθεί Αφράλα = το αλάτι που μένει το καλοκαίρι στις πέτρες Αφριάστηκε = το φτέρνισμα Άχαρος = κάποιος που δεν χάρηκε Αχνούπας = περιλαμβάνει τους καρπούς του σταριού, βρώμης κ.τ.λ. Αχρόνιαος = αναφέρεται και στην κατάρα, να μην ξεχρονιάσεις Αψίληθρας = φυτό διαδεδομένο αρωματικά αψιώνω = ανάβω από θυμό, ζεσταίνομαι Αψώθηκε = θύμωσε, έτοιμος για καυγά (ιτ. accidente)

Βαθουλοκαρυκιασμένος = τα μάτια να έχουν μαύρους κύκλους και να είναι βαθιά στις κόχες Βαϊζω = γέρνω στη μια πλευράΒαϊλεύω = περιποιούμαι, παραχαϊδεύω κάποιον Βαλλάρω = το καλό σκάψιμο του κήπου Βαντάκια = τα στοιβαγμένα ρούχα Βαραμέντε = μα το ναι, μα την αλήθεια Βαρβατσουλιά = η μυρωδιά του προβάτου σε εποχή ζευγαρώματος Βαρδαλωνίζει = γυρίζει από δω κι από κει χωρίς λόγο Βαρδάσα = είδος δαμάσκηνου μεγάλου μεγέθους (Πουρνέλα) Βαρδιόλα = παρατηρητήριο, οχυρωμένο σε σημείο με ορατότητα Βαρειοκαταρούσα = οι κατάρες οι βαριές που έλεγαν οι γυναίκες Βασταγούρι = γάιδαρος Βαστάω = κρατάω σε κακουχίες, αντέχω Βατσίνα = το εμβόλιο Βατσουνιά = πολλοί βάτοι Βελάδα = μακρύ επίσημο παλτό Βελανίδα = οι αδένες που βρίσκονται κοντά στα γεννητικά όργανα Βελέσι = μακρύ φουστάνι ή φούστα Βέλο = το τούλι που καλύπτει το πρόσωπο και στηριζόταν στο καπέλο Βεντερούγα = ραχίτιδα, καμπούρα Βεραμέντε = αλήθεια Βερβέλες = ακαθαρσίες γίδας και προβάτου Βεργέτες = τα στρογγυλά σκουλαρίκια Βεργιά = παγίδα μικρών πουλιών Βέρσο = ο τρόπος που περπατάει Βέστα = παιδικό φόρεμα, ρόμπα Βετούλι = κατσίκι χρονιάρικο Βήσαλο = κεραμίδια σπασμένα Βιζικάντι = η εκδορά Βίζιτα = η επίσκεψη βιζιτάρω = επισκέπτομαι Βινάρια = η συγκέντρωση, η εμφιάλωση, η αποθήκευση του κρασιού Βλήτρα = τα βλίτα Βλιάζω = φωνάζω από πόνο Βλύχα = το γλυφό νερό που αναβλύζει στις ακτές Βολά = μια φορά Βολιάζω = πετροβολώ κάποιον Βολιός = συγκεντρωμένες πέτρες Βολύμι = μολύβι, βολυμόπενα, μολυβοπένα Βοστυλίδι = άσπρο σταφύλι που κάνει καλό κρασίΒούλωμα = τάπωμα βουρλίζομαι = τρελαίνομαι Βουρλίζομαι = (ιτ. burlare) δαιμονιζομαι, οργιζομαι, τρελένομαι Βούσκα = μαγιάτικα σύκα Βουτσί = κρασοβάρελο Βόχτα = βοήθεια Βριτσίλα = ο ερεθισμός του δέρματος Βροντάλι = η μαρκίζα Βροντοθέροι = διαδομένο αγριόχορτο Βρωμομαρία = έντομο που εκπέμπει άσχημη μυρωδιά Βυζοπιάνω = η προσφορά γάλακτος σε μωρό από άλλη μητέρα.

Γαδένα = μικρή λεκάνη, πήλινο βαθύ σκεύος κουζίνας Γαϊδουροκυλισιά = ο χώρος που τα γαϊδούρια κυλιούνται Γαλεντόμος = ανοιχτοχέρης Γαλιουρίζει = του μωρού οι πρώτοι ήχοι Γαλούφος = αυτός που κομπλιμεντάρει Γαμπάς = χοντρό παλτό Γαργαλικάω = το γαργάλημα Γαρδέλι = καρδερίνα Γάρμπα = το στυλ, η γοητεία Γδες = κοίταξε Γεροκομειό = οι ηλικιωμένοι που θέλουν περιποίηση Γιακέτα = ζακέτα, σακάκι Γιάτσο = το πρωινό κρύο, η ψύχρα Γιορτόπιασμα = το παιδί που η μητέρα του το κατάπιασε (συνέλαβε) ημέρα γιορτής Γιωμάρα = η μουντή και η ψυχρή μέρα Γιωμένος = οξυδωμένος, μεταφορικά στρυφνός, πικρόχολος, ύπουλος Γκαινιάζω = αποκτώ, κολλώ ασθένεια Γκόνω = φουσκώνω από το πολύ φαγητό Γλίδα = λίγδα, βρωμιά Γλίνα = γλιστερό μέρος Γλυκί = μεγάλη οργή που σιγοβράζει, ψυχική ταραχή, νεύρα Γλυκοσαλίζω = κολλάω από βρωμιά Γλωσσάζεται = δεν τρώγεται κάτι Γλωσσοφαγιά = τα λόγια του κόσμου, η ζήλια Γνέθω = η διαδικασία του να γίνει το μαλλί νήμα στο αδράχτι Γνέμα = το νήμα του πλεξίματος Γνούφα = άσχημη μυρωδιά Γουλί = βότσαλο Γουλιάστρα = της πρώτης μέρας το γάλα Γουνίζει = η γκρίνια, η μουρμούρα Γούργουρας = το λαρύγγι Γουστέβελη = αυτοί που κάνουν ευχάριστη παρέα Γρέτζο = ανώμαλη επιφάνεια Γρίνα = γκρίνια Γρομπάδα = η ετοιμόρροπη λιθιά Γρόμπος = το κομπόδεμα Γρομπούλι = σκληρός όγκος στο σώμα Γροσάρει (ο καιρός) = χαλάει γίνεται απειλητικός Γρούδιασμα = το μαλάκωμα του δέρματος σε νερά Γρούζω = γρυλίζω σαν γουρούνι, μουρμουρίζω με γκρίνια Γρουμπανιά = γροθιά Γρούσπα = ρουφήχτρα.

Δαύλιακας = ο περίδρομος, πχ. έφαγε το δαύλιακα Δεβόγιος = αδιάθετος, μισοάρρωστος Δειάφι = θειάφι Δελέγκου = αμέσως, γρήγορα Δεούτελο = άχρηστος, βλάκας Δέσποτας = ο ιερέας, όχι ο Δεσπότης Δετόρος = ο γιατρός Διάβα = το μονοπάτι για ανθρώπους και ζώα Διαβατικού = περνώντας Διακονιάρης = ζητιάνος Διανεύομαι = παρατηρώ Διαόμισε = παρατήρησε περιφέροντάς το Διάουτσε = να πας στο διάολο, πχ. να πας στο διάουτσο Διασίδι = η κατασκευή, με το στιμόνι και το υφάδι στον αργαλειό Διάσονας = καλόγερος, κάλος Διάφορο = η απολαβή, η ωφέλεια, (μου έβγαλες το διάφορο), το κέρδος Διβαράτικο = χορός Πυλαρινός, και Διβατάρικος Διβόρβορο και Λιβόρβορο = πιστόλι, περίστροφο Διγκόνι = το δισέγγονο Δικάει = είναι αρκετό Δικονάρι = ψωμάκι σταρένιο ή κριθαρένιο που δίνεται στο μοναστήρι Δίλεστρο = αλεύρι από διάφορα όσπρια Διολί = βιολί Διπλάρια = τα δίδυμα Δισπεράδος = απελπισμένος Διχούλι = ξύλο που καταλήγει σε δύο άκρες Δομίζομαι = έτσι μου ‘ρχεται να κάνω κάτι Δούγα = τα κομμάτια του ξύλου που αποτελούν το βαρέλι Δραγάτης = αγροφύλακας Δραγουμάνος = διερμηνέας Δρακοντή = το φυτό χοιραύτες Δρωπίκι = το πύον Δυναμάρι = η ενίσχυση σε ρούχα ή σε κατασκευές

Εδαύτος = αυτός Εδεκεί = εκεί Εδεπά = εδώ Εδετόσος = η περιγραφή μεγέθους, πχ. έγινε το παιδί εδετόσο Εδέτσι και εγιεδέτσι = έτσι, πχ. ο σεισμός μας άφησε εδέτσι Εκειός και εφκειός = εκείνος Ελόουσου = (παραφθορά «του λόγου σου») εσύ Εματα+… = ξανά.. Εματάκατσε = ξανακάθισε Εμπασά = επισκέψεις στο σπίτι, αλλά και η είσοδος του σπιτιού Έντανε = να τα Έντηνε = να ‘τη Έντισοι = να τοι Έντοσις = να ‘τος Επιστρόφια = μετά το γάμο η πρώτη επίσκεψη του ζευγαριού στο σπίτι της νύφης Επολληώρα = πριν από αρκετή ώρα Έσκροξε = κέντρισμα, πχ. με έσκροξε η μέλισσα Έσπαλε = από πολύ παλιά, πάντοτε Ευκολαίνω = σε διευκολύνω Έφαε τ΄ατσάλια = «χάλασε τον κόσμο» Εφκείνη = αυτή Eφκειός = αυτός

Ζαβός = αυτός είναι ζαβός, ανάποδος, στριμμένος Ζαβώνω = στραβώνω κάτι Ζαχαράτo = κουφέτο Ζέμπιο = άσχημο, κακοφτιαγμένο Ζερβοκουτάλα = οι αριστερόχειρες Ζεστοφούρνι = το ζεστό ψωμί που μόλις βγήκε από το φούρνο Ζευγιά = έχω δύο ζευγές χωράφι, η επιφάνεια του χωραφιού αλλά και το ημερήσιο αλάτρεμα των βοδιών Ζευγόρνιθο = ένα ζεύγος πουλερικά, κόκορας και κότα Ζεύκι = την έκανα ζεύκι, έφαγα καλά Ζημαρίθρα = λαχανικό Ζήφτι = μουσκεμένο ζορκιά = γύμνια Ζόρκος = γυμνός Ζούπα = πρόχειρο φαγητό από ψωμί βουτηγμένο σε κρασί και λάδι Ζούπησε = με πάτησε, με συμπίεσε Ζουρλοπαντιέρα = τα ζωηρά κορίτσια, τα επιπόλαια Ζουρλός = κουρλός, τρελός Ζυγούρι = μικρό πρόβατο Ζωντανά = τα ζώα.

Ήβρεμα = το εύρημα Ήγδα = είδα Ήγλεπα = έβλεπα Ήπατα = τρόμαξα πολύ, μου κόπηκαν τα ήπατα, η έκκριση της χολής, σωθικά Ήφερα = έφερα

Θάγμα = το θαύμα Θαμπουλίζω = βλέπω λίγο, ελάχιστα διακρίνω Θανατικός = αυτός που φανατίζεται Θανατούλιδες = τα καφέ μανιτάρια, τα δηλητηριώδη Θαραπάικα = το ευχαριστήθηκα Θαυτικό = μνήμα, κοιμητήρι Θέλημα = ελαφρά δουλειά, μια εξυπηρέτηση Θεοποντή = δυνατή βροχή, κακοκαιρία Θέρμη = θερμόριο, πυρετός με ρίγη Θηλυκώνω = κουμπώνω, τυλίγω Θολοπλέω = απλώς υπάρχω Θυατέρα = η κόρη θυλικωμένος = τυλιγμένος

Ιγκάντο = η δημοσίευση μιας σχέσης, την έβγαλε στο ιγκάντο Ίγκλα = τα λουριά και τα σχοινιά που κρατούσαν το σαμάρι στη ράχη του ζώου Ιδεασμένος = με κακό προαίσθημα ιμπαράτσο = αμηχανία, δύσκολη θέση Ιντονάδος = καλοντυμένος Ισακάτου = ευθεία κάτου Ισαπάνου = ευθεία πάνω Ισαπέρα = ευθεία πέρα ισούρτο = προσβολή, βρισιά

Kοντογούνι = το κοντό παλτό Kοντοκλώτσης = αυτός που έχει κοντά πόδια Kοντόσγουρο = κοντό και παχουλό παιδί Kοντραπάντο = (ιτ. contrabbando) λαθρεμπόριο Kόντυνε = μίκρυνε Kόπανος = το ξύλο που κοπάνιζαν τα όσπρια, αλλά και τη μπουγάδα Kορδομύγα = μικρό έντομο Kορκάλι = το μικρό κρεμμύδι για φύτεμα Kορκοσουριά = σχόλια, κουτσομπολιά Kορνιόλα = μεγάλη πέτρα, για κόσμημα Kόρνος = όστρακο, αλλά και η σφυρίχτρα των αυτοκινήτων Kορύτος = τα αντικείμενα που μέσα τρώνε τα ζώα Kοτσάρω = παίρνω πάνω μου Kότσια = το κουράγιο Καβαλέτο = υπόβαθρο όπου τοποθετούσαν σανίδες και στρώμα και γινόταν κρεβάτι Καβαλιεράτο = παράσημο Καβαλίνα = κοπριά Καβελαριά = το σημείο της σκεπής που σμίγουν τα κεραμίδια από τις δύο πλευρές Καβετζάρω = περνώ τον κάβο, διαφεύγω τον κίνδυνο Κάβολε = κουνουπίδι καδηνάτσος = μεγάλος σύρτης με κλειδαριά Καδίνα = αλυσίδα, καδένα Καδινάτσο = χειροποίητος μεγάλος σύρτης Καδινέλα = σανίδες οικοδομής Κάζο = συμβάν, γεγονός (κάζο που έπαθα = δουλεία που έπαθα- του ‘καμα ένα κάζο = του σκάρωσα μια δουλεία) Κάζο = (ιτ. caso) περιστατικό, πάθημα, ατύχημα, ρεζίλι Καθήκλα = καρέκλα Καϊνέλο = η λεκάνη του νιπτήρα Κακοθάνατος = σε κακά χάλια Καλαμαντάρα = πολύ ψηλή, άχαρη Καλέστρα = έχω καλεσμένους Καλιά μου (πάω) = πάω σπίτι μου, πάω στη δουλεία μου, μεταφ. Πάω χαμένος Καλιά = πεθαίνω («πάω καλιά μου») Καλοπέσουλος = τόσο καλός μέχρι εκμετάλλευσης Κάλπης = σκάρτος Καμιζόλα = πουκάμισο γυναικείο καμούτσι = μαστίγιο, καμουτσίκι Καμουτσίκι = μαστίγιο Καμούφο = το βολάν στις ποδιές, στα φορέματα Καμπρί = άσπρο ύφασμα, χασές Κανάβι = χοντρό σχοινί Κάνε = τουλάχιστον Κανείνε = κανείς Κάνια = αρπαχτικό πουλί Κανιάζω = κλείνει ο λαιμός μου από την πολυλογία Κανκάγια = ζαρωμένη, χοντρή και άσχημη Κάνκαρο = το κρανίο, το καύκαλο Κανούλι = σωλήνες, η κάνη μονόκανου όπλου Καντάρι = στατήρας Κάνταρος = πήλινο σκεύος και μεγάλη ποσότητα, πχ. έφαγα ένα κάνταρο Καντάρω = τραγουδάω Καντήλια = η φουσκάλα από έγκαυμα Καντίνι = χορδή οργάνου και φωνή καντίνι, δλδ.. καθαρή και ωραία Καντούνι = το σοκάκι Καούνι = πεπόνι αρωματικό Κάουρας = κάβουρας Καπακίζω = διαβάζω συλλαβιστά, μιλάω σπαστά μια γλώσσα Καπέλο = το σκωτοπλέμονο του αρνιού Καπέτα = ανδρικό χτένισμα Καπέτα = φράντζα Καπίστρι = το χαλινάρι Καπονάρα = το κοτέτσι Καπόνι = τα ευνουχισμένα κοκόρια Καπριτσάρω = εκνευρίζω κάποιον Καπροδόντης = τα στραβά δόντια Καρακαηδόνα = υποτιμητική έκφραση για γυναίκες. Καραμπαμπάς = αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι, χοντρός,κ.τ.λ Καραμπάτσα = μεγάλο κεφάλι φαλακρό Καράφλας = φαλακρός Καργάρω = γεμίζω Καρδοκαϊλα = η καϊλα του λαιμού Καρίκια = οι καρποί της ψάρας, του μπιζελιού Καρικώθηκα = έκλεισε ο λαιμός μου, βράχνιασα Καρικωμένος = με πνιγμένη τη φωνή από τη βραχνάδα Κάρκανο = το φαγητό που έγινε κάρβουνο Καρονιάζω = στεγνώνει ο λαιμός μου από δίψα Καρπούζα = ο καρπός του καλαμποκιού που ψήνεται Καρτεζίνη = το τέταρτο της πίντας Καρτέρει = περίμενέ με, στάσου Καρτούτσο = το τέταρτο της πίντας Καστίγιο = μαρτύριο, παίδεμα Καταβολάδα = κάποιος που πέθανε στη ξενιτιά, αλλά και το καταγώνιασμα των φυτών Κατακλείδια = σαγόνια κατακλίδι = σαγόνι Καταπεσωμένος = ο κατάκοιτος, ο πολύ άρρωστος Κατάπιασε = συνέλαβε παιδί Καταπιόνας = οισοφάγος Καταπόρι = το στενό δρομάκι, μπροστά από το σπίτι Καταποτήρας = τι κατέβασε ο καταποτήρας σου! φαταούλας Καταρράχτης = η σκάλα που οδηγούσε στο κατώι, υπόγειο Κατελώνει = βρωμάει Κατζέλο = (ιτ. cancello) ράφι, συρτάρι κατραπακιά = καρπαζιά Κατσάμπες = πεπόνι χειμωνιάτικο Κατσαργιόλα = η κατσαρόλα Κατσιασμένη = η κίτρινη, αρρωστημένη Κατώφλιο = το σκαλί της πόρτας Καυκιά = το πέτρινο ή ξύλινο βαθουλό σκεύος που κοπανίζουν την παραδοσιακή σκορδαλιά καυτρίλια = καρβουνισμένη άκρη φυτιλιού Καφυρά = ιγμόρεια Κάψα = ζέστη Καψάλης = αναφέρεται στον Άγιο, ίσως επειδή τον έκαψαν Κάψαλο = καμένο δέντρο, αποκαΐδια Κέντρωμα = το μπόλιασμα των δέντρων Κενώνω = (παραφθορά του «εκκενώνω») βάζω φαγητό στα πιάτα Κιάκιο = σπίρτο Κιάρινε = (ιτ. chiarire) καθάρισε η φωνή της ή ο καιρός Κιντινάρι = (ιτ. centinaio) η διπλή πλεξίδα σκόρδα, που είναι εκατό Κίσσα = πτηνό με ωραία χρώματα Κλαδιές = κληματόβεργες Κλανιόλα = ο εξαερισμός του κρεβατιού Κλαούνια = κλαψουρίσματα Κλήρα = τα παιδιά, οι απόγονοι Κλινάρι = απλή αδιαθεσία, αλλά και σοβαρή αρρώστια στο κρεβάτι Κλιτσινάρια και κλωτσινάρια = τα αδύνατα πόδια Κλωνά = η κλωστή του ραψίματος Κλώστης = το αδράχτι που τυλίγουμε το νήμα του γνεσίματος Κογιονάρω = κοροϊδεύω Κογιόνι = κορόιδο Κοκκινογούλι = παντζάρι Κοκκινογούλι = παντζάρι Κοκολόγια = λίγες ελιές, όχι λάδια Κολάι = να βρούμε το τρόπο Κολάρο ή κολέτο = γραβάτα Κολέας = σύντροφος Κολεϊδάτα = πάνε μαζί Κολοσούσα = η σουσουράδα Κόλπος = συμφόρηση, ημιπληγία Κολυμπάδες = οι σπιτικιές ελιές που ξεπικρίζουν στο νερό Κόλυμπος = λιμνάζοντα νερά Κομεντόρο = (ιτ. pomodoro) ντομάτα κομοδάρομαι = ετοιμάζομαι Κομπαρίρει = κατέφθασε Κομποραχιά = ραχοκοκαλιά Κοντεζίνη = το ποτήρι του λικέρ Κορέλι = χάντρα. Κόστα = (ιτ. costa) ακτή Κουάρτο = της λίτρας το τέταρτο Κουβέλι = η κυψέλη του μελισσιού Κουγιάμπαλο = χαζός Κούγιο = πρόβατο χωρίς αυτιά Κούδα = βρακί Κουκάλισμα = γλωσσοφαγιά κούκαλο = κόκαλο Κουλούμι = σωρός χώματος μετά το πρώτο σκάψιμο των αμπελιών κούλουμο -κουλούμι = σωρός κουλουμώνω = σχηματίζω σωρό κουμεντόρι = τομάτα Κουμπάνια = προμήθεια, απόθεμα Κουντούρι = τα θερισμένα, στάχυα, όρθια Κούπωμα = καπάκι Κουπώνω = σκεπάζω Κούρβα = παλιοθήλυκο, πόρνη Κουρβουλιάζω = πιάνονται οι αρθρώσεις μου Κούρβουλο = η ρίζα του κλήματος Κουργιόζος = (ιτ. curioso) ο περίεργος Κουρλαίνω = τρελαίνω Κουρούτα = θηλυκό πρόβατο Κουρτελάδα = η άκρη του δρόμου Κούρτη = πέτρινος φράχτης Κούσαλο = ηλικιωμένος Κουσουμάρω = δένω τη σάλτσα, σιγά-σιγά Κουτάω = τολμάω Κούτουπος = αρπαγή, τσακωμός Κουτράω = συγκρούομαι, χτυπώ Κουτσοσάρωμα = λέξη υβριστική Κουτσούνες = κούκλες Κουτσουνοκάρες = αγιοβασιλιάτικες, κρεμμύδες Κουτσουρίζω = κόβω την κορυφή Κουτσοχεριάστηκα = έχασα τη βοήθεια που είχα Κουφαηδώνω = δεν ακούω καλά Κούχτιο = ξεμωραμένος γέρος Κοφίση = (αγγλ. stockfish) παστό ψάρι, συνηθίζεται σκορδαλιά Κράζω = τον έκραξε, τον κατήγγειλε Κρεπάρω = σκάω Κρισσάρα = η σήτα Κρούω = βρωμάω Κυβερνιέμαι = τα φέρνω βόλτα Κυβούρι = τάφος Κυπρί = μεγάλο κουδούνι για πρόβατα Κυρμιγκίξω = ιδιότροπη γυναίκα, σχολαστική, που προσέχει τα πάντα Κωλοτανιέμαι = τεμπελιάζω, τεντώνομαι τεμπέλικα Κωλοφωτιά = πυγολαμπίδα Κωλώνω = μετανιώνω και κάνω πίσω.

Λάου – λάου = κρυφά, σιγά-σιγά Λαουρέντες = (ιτ. laureando) βοηθός εργάτης Λάπατο = λάχανο σαν σπανάκι Λάτα = τενεκές Λεβιθόχορτο = το έδιναν βραστό στα παιδιά για την καταπολέμηση των σκουληκιών και τους πόνους της κοιλιάς Λειτουργιά = το πρόσφορο Λειψανέβατο = λειψός, μικρός, σιγά το λειψανέβατο Λείψεμε = άσε με ήσυχο Λετράτο = υποκείμενο, άχρηστος και κακόβουλος άνθρωπος Λεττόνι = ψηλός με ωραίο σώμα Λεφατσάδα = η κατσάδα Λιανό = λιγνό Λιγκόνι = μυρμήγκι Λιθιά = τοίχος με πέτρες Λιθόστρατο = κεντρικός δρόμος του Αργοστολίου Λικόμισμα = η σύνθλιψη της ελιάς για να βγει το ελαιόλαδο. Λιμασμένος = πολύ πεινασμένος Λιμοψείρι = μικρόβιο που προσβάλει τις κότες Λιμπρετάρω = ανοίγω λίγο τα παραθυρόφυλλα Λινοκόκι = σπόροι του λιναριού και κατάπλασμα Λιοβίρι = ζεστός αέρας, προσβάλει τις ελιές Λιοκόκκια = τα απομεινάρια από τη σύνθλιψη του ελαιοκάρπου Λιόκρουση = ίκτερος, χρυσή Λιόντας = ψευτοπαλικαράς, λιοντάρι Λισβός = λειψός, μικρός Λιχούτσα = λιχουδιάρα Λογάτε = π.χ, όπως, σα να λέμε Λοζός = ένας χώρος βρώμικος Λοϊδες = μαλλιά αχτένιστα Λοϊδια = μαλλιά Λόντρα = πολύ ωραία γυναίκα,(θαυμασμός) Λοξάρι = το δοξάρι Λότζα = (ιτ. loggia) η σκεπαστή προεξοχή, το υπόστεγο, θεωρείο Λουμάκι = το βλαστάρι Λούρα = η βέργα Λύμπα = πέτρινη γούρνα Λυσαντέρια = η δυσεντερία.

Μoυσκλωμένος = μουτρωμένος, κατσουφιασμένος Μαγάρα = βρωμογυναίκα Μαγάρα = κατεργάρα Μαγαρίζω = νοθεύω, λερώνω Μαγαρισιά = πονηριά, κακοψυχία Μαγαρισμένος = βρώμικος, κακόψυχος Μάγιο = εργαλείο πελεκίσματος Μαγκλαούρι = μεγάλο ξύλο με το οποίο τινάζαν τα δέντρα Μάγκος = ξύλινο, βαρύ τραπέζι Μαγκούφης = μόνος, χωρίς κανέναν, ανεπρόκοπος Μάζωξη = συγκέντρωση Μαΐστρα = ο κεντρικός ξύλινος δοκός που στήριζε το πάτωμα του ισογείου Μαϊτζέβελος = άξιος, πολύ ικανός, εύχρηστος, βολικός Μακελάρης = (ιτ. macellare) σφαγέας Μαλάθα = μεγάλο καλάθι, κοφίνι Μαλαουδιάζω = μουδιάζω Μαλαουδιασμένος = μαζεμένος, κακοδιάθετος Μαλαφράντζα = (ιτ. mal di Francia) η γαλλική αρρώστεια, σύφιλη Μαλεβράσι = αναστάτωση Μάλινο = ασθένεια, γρίπη, κακιά αρρώστεια Μαλιοκάουρας = άτομο με μακριά μαλλιά, λίγο μαζεμένο Μαλιοστούπισε = μαλλιοτράβηξε Μαλιφίτσι = (ιτ. maleficio) καυγάς, μεγάλη φασαρία Μαμούρια = υπηρέτες, δούλοι Μανέστρα = σούπα με ζυμαρικά ή ρύζι Μανοθυατέρα = μάνα και κόρη μάντα = άκρη Μάντα = η άκρη, το παραμέρισμα Μάνταλος = είδος σύρτη Μαντενούτα = ερωμένη Μάντολα = παραδοσιακό κεφαλονίτικο ζαχαρωτό Μαντραούρα = (αρχ. μανδραγόρας) μανιτάρι Μαξούρι = το εισόδημα από την ενοικίαση των προβάτων Μάρα = μαράζι Μαραγκιασμένο = μαραμένο Μαργέλι = (ιτ. margine) η ενίσχυση του στριφώματος Μαργιόλα = γυναίκα που κάνει καμώματα, ναζιάρα Μαργώνω = κρυώνω Μαρινάροι = (ιτ. marinaio) οι ναύτες Μαρμάγκα = αράχνη Μαροκιές = πετριές Μαρόκος = βράχος, κοτρώνα Μαρτιάκος = λουλούδι άγριο κίτρινο που ανθίζει την άνοιξη Μαρτουρεύω = βασανίζω. Μάρτσια φούνεμπρε = (ιτ. marcia funebre) πένθιμο εμβατήριο Μάρτσια = (ιτ. marcia) εμβατήριο Μαστέλο = (ιτ. mastello) μικρός ξύλινος κάδος Ματίζω = ενώνω Ματοχυλισμένος = γεμάτος αίματα Μαυρόγιο = τα χωράφια με μαύρα χώματα Μαυροτσούκαλο = κάποιος πολύ μαύρος Μεγάρι = μακάρι Μεδά = μήπως Μελίδια = κομμάτια Μελιδιάζομαι = τσακίζομαι Μέλιορα = (ιτ. migliore) καλύτερα Μεμάς = ο Άγιος να είναι μ’ εμάς Mαϊνάρω = (ιτ. mainare) κατεβάζω τα πανιά, φέρνω βόλτα, καταφέρνω Μέντε = (ιτ. mente) νους Μεντέρι = καναπές, ντιβάνι Μερεμέτι = μικρή δουλειά, βαρετή Μερετάρω = (ιτ. meritare) σέβομαι, εκφράζω τις ευχαριστίες μου Μέρετο = (ιτ. merito) αξιοσύνη, σεβασμός Μέρμηγκας = Κεφαλονίτικος χορός Μεροστράτη = ο δρόμος μιας ημέρας Μεσάλι = το τραπεζομάντιλο Μέσπολα = μούσμουλο Μέτελας = παραφθορά του Μεϊτλανδ, Άγγλου αρμοστή μικιάρισμα = σκοποβολή, σημάδι Μικιάρισμα = σημάδι, στόχος σκοποβολής Μιλιταριό = πολυλογία Μινούτο = (ιτ. minuto) το λεπτό της ώρας Μιόβολο = πεντάρα, οβολός μικρής αξίας Μιράκολο = (ιτ. miracolo) θαύμα Μιρακολόζο = (ιτ. miracoloso) θαυμάσιο, αξιοθαύμαστο Μισακά = μισά-μισά Μισοβέτσικο = μισότρελο Μισοφαστιδιασμένονε = ζαλισμένο, μισολιπόθυμο Μισοψιχαλισμένος = μισομεθυσμένος Μογδόνι = πέτρα μεγάλη, σκληρή που δεν κόβεται Μολαΐμησε = ηρέμησε Μολημέρι = να βρέχει όλη μέρα (σιρόκος) Μόλτο ονοράτο = (ιτ. molto onorato) μεγάλη του τιμή Μομέντο = στιγμή Μομέντο = (ιτ. momento) σε μια στιγμή Μόμολο = γελοίος, κοροϊδευτικά μαϊμού Μόμπιλε = (ιτ. mobile) η διακόσμηση, τα έπιπλα Μόνε = μονάχα, παρά Μονήρονο = η σκεπή να έχει κλίση στη μια πλευρά Μονητάρως = ολωσδιόλου Μονιά = εκεί που λουφάζουν τα άγρια ζώα Μονομερίδα = φαρμακερό φίδι Μονομηνήτικα = έχουν γεννηθεί τον ίδιο μήνα Μονόπαντο = γέρνει από τη μια πλευρά Μονοτσέμπερο = χωρίς βοήθεια, μόνος Μορογάρω = αργοπορώ Μορόπουλο = κολοκυθάκι Μόρος = (ιτ. moro) αμίλητος, σκυθρωπός, μαύρος Μοροφίντο = μεσοτοιχία, πρόχειρο εσωτερικό χώρισμα σπιτιού Μόρσα = (ιτ. morsa) μέγγενη Μοσκιά = αναρριχώμενη τριανταφυλλιά, ροζ, άσπρη Μοτάρι = πληγή, αλλά και καημός, το έχω μοτάρι στη ψυχή μου Μουζεντούρης = θύμωσε, κατέβασε τα μούτρα του Μουλιάτικο = ορφανοτροφείο για νόθα Μουλώνω = πεισματώνω, κάνω μούτρα Μουμούδι = μεδούλι, ψύχα ξηρών καρπών Μουντί = η βούρτσα του ασπρίσματος Μουντίζω = ασβεστώνω Μουρέλο = μεσαίο ξύλο για φωτιά Μούρλα = τρέλα (μουρλός = τρελός) Μουρλοκομείο = τρελοκομείο Μουρτάρι = το γουδί το μπρούτζινο μουρτόριο = κηδεία Μουρτόριο = (ιτ. mortorio) η κηδεία. Μουσκετάρω = πυροβολώ Μουσκλωμένος = κατσουφιασμένος, μουτρωμένος Μουσούδια = το σαγόνι του ζώου Μούσουλα = μύδια (επήε για μούσουλα = πνίγηκε) Μούτελι = σκόνη, τα έκανε μούτελι Μούτος = (ιτ. muto) αμίλητος Μουτρούνα = αγκάθια με φαρδιά φύλλα Μουτσούνα = προσωπείο Μπαζίνα = ο χυλός που έπηξε πολύ Μπαίγνιο = κορόιδο Μπακαλέρω = (Παναγία), εκκλησία στα Μπακαλεράτα της Πυλάρου Μπακατέλες = κακοφτιαγμένες δουλειές, αλλά και γυναίκες περαρμένης ηλικίας Μπαλιγάρω = προσπαθώ να ηρεμήσω κάποιον Μπάλλος = (ιτ. ballo) γνωστός κεφαλονίτικος χορός Μπάλος = (ιτ. palo di ferro) λοστός Μπαμπάι = μικρό έντομο Μπαμπακάς = βάτραχος Μπαμπαφίοι = κάτι χωρίς γούστο μπαμπόνι = καρούμπαλο Μπαμπόνι = καρούμπαλο Μπαμπουλωμένος = το ντύσιμό του να σκεπάζει και το πρόσωπο Μπαόρδα = το πολύ φαγητό Μπαραφούζα = αταξία, ζημιά Μπαρμπαρόσυκα = φραγκόσυκα Μπαρμπουλές = τοπικό παραδοσιακό ζαχαρωτό Μπαρμπούτα = (ιτ. barbuta) το προσωπείο, η μάσκα Μπαρμπούτσι = κακόφημο στέκι Μπάρτσα = γίδα με κέρατα Μπαρτσινέβελος = αφεντικό, επιστάτης Μπαρτσολέτες = κωμικά αστεία Μπασιά = επισκέψεις, έχω μπασιά Μπαστελάμενος = γερός, δυνατός Μπατανία = κουβέρτα αργαλειού μπατάρω = πέφτω Μπατάρω = γέρνω Μπατίδο = (ιτ. battuto) χαλασμένο, παλιό Μπατικιές = πετροβόλισμα Μπάτινα = το βερνίκι παπουτσιών Μπατούτα = (ιτ. battuta) μουσικό μέτρο Μπάχαλο = φασαρία μπεβερίνος = μπεκρής Μπεβερίνος = μπεκρής, αλκοολικός Μπεζεστένι = μεζέδες μπελέτσα = ομορφιά Μπελέτσα = (ιτ. bellezza) ομορφιά Μπελτές = ντομάτα, αλλά και το ζουμί του κυδωνιού Μπεμπεούρι = το αρνάκι, αλλά και παιχνίδι παιδί Μπερδελό = με χρώματα ζωηρά, παρδαλό Μπερετόνι = κασκέτο Μπερτόδος = (ιτ. bertoldo) ο βλάκας Μπέστιας = (ιτ. bestia) παλιάνθρωπος, παλιοτόμαρο Μπιβαδόρος = μεθύστακας, μπεκρής Μπίδι = ολόγυμνος μπικερίνι = ποτηράκι για λικέρ Μπικερίνι = (ιτ. bicchierino) ποτηράκι του λικέρ Μπιλιέτο = (ιτ. biglietto) εισιτήριο θεάτρου κυρίως Μπιομπός = γελοίος μπιρτσιλίρω = ξεκουτιαίνομαι Μπιστικός = τσοπάνης Μπιστιού = βερεσέ Μποδιακό = ποδαρικό Μποκές = μπουκέτο, ανθοδέσμη Μπόλια = πετσέτα Μπομπή = ντροπή μπόμπολας = σαλίγκαρος Μπόμπολας = σαλιγκάρι Μπομπόνι = διάσονας Μπόνα και μπόνε = (ιτ. buona) δεν είμαι καλά, πχ. δεν είμαι στα μπόνα μου, είμαι αδιάθετος Μπονόρα = νωρίς Μπόντες = (ιτ. ponte) η γέφυρα του Αργοστολίου, αλλά και κάθε γέφυρα. Μπονώρα = (ιτ. buonora) ενωρίς Μποστάνι = λαχανόκηπος Μποτέγα = (ιτ. bottega) μαγαζί όπου μπορεί να φάει κάποιος Μπότης = πήλινη στάμνα Μποτσόνι και μπότσα = μπουκάλι Μπουγάζι = το πέλαγος Μπουζάκα = είδος βατράχου Μπούζι = παγωμένο Μπουζουνάρα = μεγάλη αγάπη μπουκούνι = κομμάτι Μπουκούνι = κομματάκι Μπουνέλο = διάρροια Μπουργέτο = μαρίδα στο φούρνο Μπούρδινο = φθηνό ύφασμα Μπουρί = να ψειρίσουν τα παιδιά, κάνε μπούρι Μπουρλάρω = αστειεύομαι Μπουρμπουρέλια = όσπρια ανακατεμένα Μπουρμπουρέλω = η Παναγία που γιορτάζει της 21 Νοεμβρίου Μπουρνέλα = κορόμηλο Μπουρούκι = μπρίκι Μπούτζαρα = άχρηστα πράγματα Μπουχαρί = καπνοδόχος “Μπρε = τι κάνεις μπρε; Βρε” Μπρέκια = ζημιά, βρωμοδουλειά Μπρι = πριν Μπριτού = προτού Μπριτσιλίρω = ξεκουτιένομαι.

Ναίσκε = ναι, μάλιστα Νεγότσιο = (ιτ. negozio) παρεδώσε, εμπόριο Νεκρό = ανάλατο Νεφταρμοί = οφθαλμοί, μάτια Νια = μία Νιάζω = νιαουρίζω Νιανιάος = αυτός που έχει φωνή σαν νιαούρισμα γάτας Νιβιδιόζος = (ιτ. invidioso) φθονερός, κακόκαρδος, χαιρέκακος Νιέντε = (ιτ. niente) τίποτα Νιονιό = μυαλό Νιοφρούτι = τα πρώτα φρούτα εποχής Νιπένιο = (ιτ. impegno) τάξιμο Νισάφι = έκφραση που δηλώνει αγανάκτηση Νιτερέσι = συμφέρον Νιτερέσι = (ιτ. interesse) συμφέρον, πχ. να κοιτάζεις το νιτερέσι σου, τη δουλειά σου Νοβιτά = (ιτ. novita) κουτσομπολιά, αλλά και είδηση Νογάω = δεν νογάει τίποτε, δεν καταλαβαίνει Νόνα = γιαγιά Νότια = η υγρασία Ντακόρτο = (ιτ. daccordo) συμφωνία Ντάλε-κουάλε = δυο που μοιάζουν Ντανταρίζω = τραντάζω Ντέζω = αγκιστρώνομαι κατά λάθος Ντελίριο = (ιτ. delirio) εκτός εαυτού, παροξυσμός, παραλήρημα Ντεμέλα = μαξιλαροθήκη ντερίνα =γαβάθα Ντερίνα = σουπιέρα, γαβάθα Ντζελουδίες = βαφές, κραγιόν, πούδρες Ντολτσέτσα = (ιτ. dolcezza) η γλύκα Ντορός = ίχνη Ντούκια = άρρωστος στο κρεβάτι Ντούκουε = (ιτ. dunque) ώστε, λοιπόν Ντράβαλα = φασαρία Ντριμόνι = κόσκινο Ντρίτα = ευθεία, ίσα Ντριτάρω = ισιώνω Ντρίτος = ίσιος Ντρογάδα = αέρας και βροχή. Ντροδίζει = θόρυβος, φασαρία, ξεκουφαίνει Ντρόλακας = θόρυβος δυνατός Ντρουβέλι = σκέψεις βασανιστικές Νώμος = ο ώμος.

Ξαγιάζω = πληρώνω σε είδος, πχ. το ξάι του λιτρουβιού Ξαγκλίζω = ξεμπερδεύω μαλλιά Ξαγκρίζω = καθαρίζω προσεχτικά το σπίτι Ξαγραμπαλώνω = ξεγαντζώνω Ξαίνω = το καθάρισμα του μαλλιού πριν το γνέσιμο Ξαλαφιασμένος = κατατρομαγμένος Ξαλαφιασμένος = αναστατωμένος, κατατρομαγμένος Ξαμπελώνω = ξεφυτεύω το παλιό αμπέλι Ξαναγραβάρισε = ανακάτεψε, γύρισε το μέσα έξω Ξαναθηλικώνω = ξανατυλίγω Ξαναπούλιασμα = το φτέρωμα των πουλερικών όταν ανανεώνεται το χειμώνα Ξαπόστα = επίτηδες Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι Ξαρκής = κάνω κάτι από την αρχή Ξαστόχησα = λησμόνησα Ξεγαλίζω = βγάζω την πέτσα του δέρματος Ξέει = ξύνει Ξεκίπησα = μεταφορικά για κάποιον που έχασε τα παιδιά του Ξεκουρούποτος = με το κεφάλι χωρίς καπέλο Ξεκουτάλεμα = δοκιμή του φαγητού για να δούμε αν είναι έτοιμο Ξελάγκι = κυνήγι, κατόπι, πχ. τον πήρε ξελάγκι ξελάκου = κυνηγάω κατά πόδας Ξελεξιά = βρίσιμο και από τις δυο πλευρές, αλληλοβρίσιμο ξεμιτιστό φάσκελο = κεφαλλονίτικη μούντζα Ξεμπάχαλος = δυνατός μπάτσος, χαστούκι Ξεμπουρίζομαι = ξετρελαίνομαι, κάνω ανοησίες, συνηθίζω στις απολαύσεις Ξενοπρεδεύω = γυρίζω αλλού για ερωτοδουλειές Ξενότισμα = πλεχτό μπάλωμα στις κάλτσες, στις φτέρνες Ξενοψωμίζω = τρώω σε ξένο σπίτι Ξεντώνομαι = τεντώνομαι Ξεραθύμισε = έφαγε κάτι με ευχαρίστηση Ξεραποξυλώθηκα = κοιμήθηκα βαριά Ξερατίζω = τρώω τις ρώγες από το σταφύλι πάνω στο κλήμα Ξερέξι = κάτι εξαιρετικά ορεκτικό Ξερίχι = σταφύλι μαύρο Ξερνοβολάω = κάνω εμετό Ξεσκλίζω = σκίζω βίαια Ξεσπιρίζω = ομορφαίνω, ξεπετάγομαι Ξεστελλιάζω = διαλύω, βγάζω από τη θέση Ξεσυνερίζομαι = λαμβάνω υπόψη Ξεσυνερισιά = η άμιλλα Ξεσφαΐζομαι = πέφτω και χτυπάω, τσακίζομαι Ξετιμώνω = κουτσομπολεύω, κάνω βούκινο Ξετιμωτής = ο εκτιμητής Ξετσάνησε = είναι στα κέφια του, πήρε θάρρος Ξεχάραξε = για την κότα που κάνει αυγό πρώτη φορά Ξυγκάκι = το περιτόνιο, πχ. σιγά και μη σου βγει το ξυγκάκι Ξωκρατώ = κρατάω μούτρα σε κάποιον, σε απόσταση.

Ογκεσέ = όχι Ογκιά = υποδιαίρεση της λίτρας Ολόγρος = μουσκεμένος Ονόρε = (ιτ. onore) τιμή Όντις = όταν Ορά = ουρά Οργιό = τρεμούλα, ρίγος Οργιοστάλαχτος = πεντακάθαρος Ορμηνεύω = συμβουλεύω Ορνέλα = μεγάλο κωνικό βαρέλι Όρντινε = διαταγή Όρτα = η καλή πλευρά του φορέματος Όρτινο = (ιτ. ordine) διαταγή, εντολή Ορτοκούτσουλο = κάτι όρθιο και άχαρο Όσκε = όχι Όστρια = άνεμος νότιος, ζεστός, λίβας Ούρδου = να ορμήσεις πάνω του Οφίτσια = (ιτ. officio) προνόμια Οφίτσιο = αξίωμα στρατιωτικό, πολιτικό, εκκλησιαστικό.

Παδείρησα = ταλαιπωρήθηκα Παδέλα = (ιτ. padella) πήλινη κατσαρόλα Πάκια = νεφρά Παλαβιάρης = ανόητος, μωρός Παλαμίζω = σοβατίζω Πάλε = πάλι Παλιάτσα = μέτρο λαδιού Πανιάστηκε = πονηρεύτηκε Πάντα κι άλλη = από το ένα μέρος κι από το άλλο Παντιέρα = (ιτ. bandiera) σημαία Παπαρδέλες = ανόητες ψευτιές Παπόρι = (ιτ. vapore) βαπόρι Παπόρο = βαπόρι Παραζούζουλος = ελαττωματικός Παρακατούλια = υποδεέστερος Παρακουφάδες = έβγαλε παρακουφάδες, κουφάθηκε Παρασάνταλο = παλιοπάπουτσο Παργατάρω = παραβγαίνω, συναγωνίζομαι Παρί = αμ’ πως, παρά, μονάχα Πάρλα = (ιτ. parlare) κουβέντα Παρμένος = ακίνητος από πόνους Πάρτε διαόλοι βάγια = ασυδοσία Παρτικουλάρω = (ιτ. particolare) υπερασπίζομαι Πασέτο = μέτρο Παστόκα = (ιτ. pastocchia) ψευτιά Πάστρα = καθαρό Παταούδιασε = πάγωσε Πατέλα = πεταλίδα Πατριδί = φασαρία Πέζο = ζυγαριά, βάρος Πειρί = ο πύρος του βαρελιού Πέρα περού = πέρα-πέρα Περατζάδα = βόλτα, πέρασμα κόσμου Περατζάδες = επιδείχτηκες βόλτες Περγουλιά = (ιτ. pergola) κληματαριά Περέσι = ανοιχτό, διάπλατο Περικουλόζος = (ιτ. pericoloso) επίφοβος Πετιμέζι = μούστος πολύ βρασμένος Πέτο = στέρνο Πετρίτης = γεράκι Πετροκόριθο = σταφύλι επιτραπέζιο Πεύκι = κουρελού Πηαίνω = πάω. Πικαρισμένος = πειραγμένος Πικάρω = (ιτ. piccarsi) πειράζω Πικιώνι = κύπελλο Πινακωτή = το γινωμένο ζυμάρι το τοποθετούσαν σε ειδικό τετραγωνισμένο ξύλινο κατασκεύασμα πριν το ρίξουν στο φούρνο Πινιάτα = χάλκινο καζάνι για νερό Πινομή = για πινομή σου, για το χατίρι σου Πίντα =μονάδα για υγρά Πισάρα = φυτό για σαλάτα και όσπρια Πιστρό = παρδαλό Πιτοπούλι = το λειψό ψωμί Πίτσι = παιχνίδι που παιζόταν με δεκάρες Πιτσιλίρω = μου στρίβει, τρελαίνομαι Ποδολόγος = ένα ύφασμα, στριμμένο κατάλληλα, το τοποθετούσαν στο κεφάλι οι γυναίκες που μετέφεραν βάρη Ποδόχι = στο λινό μια γούρναπου πέφτει ο μούστος μέσα Πομποφάνειες = ανόητες επιδείξεις Πόνσο = (ιτ. polso) σφυγμός Πόντα = κρύωμα Πόντα ή πούντα = κρύωμα Ποργιά = η είσοδος Πορδόμυλος = καυγάς Πορόκλι = ο φράχτης Πορταδέλια = χειροποίητος μεντεσές Πορτόνι = (ιτ. portone) αυλόπορτα Ποστιάζω = τακτοποιώ πράγματα Πότα = πότε Πουλαροδείχνει = νεαρό άτομο που όμως δείχνει μεγαλύτερος Πούλιο = πιο Πουλιότερο = περισσότερο Πουνέντες = δυτικός άνεμος Πουντέλι = στήριγμα “Πούντηνε = που είναι αυτή; ” “Πούντοσης = που είναι αυτός; ” Πούπετα = πουθενά Πουράτζινο = νέο και άτακτο, ναζιάρικο Πουργαμέντο = (ιτ. purgante) καθαρτικό λάδι Πουρνέλι = μικρό Πουρνελιά = δαμασκηνιά Πουρνέλισε = έμεινε έγκυος πριν χρονίσει Πράματις = πραγματικά Πράτιγο = άδεια, πήρε πράτιγο-πήρε άδεια, είναι ελεύθερος Πρέδα = αγροζημιά, αλλά και ερωτοδουλειές πρεμούρα =βιασύνη Πρεμούρα = (ιτ. premura) κυρίως ανησυχία και ενδιαφέρον Πρικό = πικρό Προσμπούκι = μια μπουκιά πριν το φαγητό Πρωτολάτης = ο πρώτος γιος , αλλά κι ο πρώτος καρπός Πύργια = χωνί.

Ρακοπότηρο ή ρακογιάλι = ποτήρια για ρακί που έβγαζαν από το μούστο Ραμολιμέντο = ξεμώραμα Ραμολιμέντο = ξεμωραμένος γέρος Ράπες = τα κοτσάνια του θερισμένου σιταριού και της βρώμης Ρεβερέντσα = (ιτ. reverenza) χαιρετισμός, υπόκλιση Ρεγάλο = (ιτ. regalo) δώρο, φιλοδώρημα Ρεγουλάρω = ρυθμίζω, χειρίζομαι Ρεγουλάρω = (ιτ. regolare) κανονίζω κάτι σε μηχάνημα, ρυθμίζω Ρεμενάτα = τα καμπυλωτά των παραδοσιακών σπιτιών Ρεμέντζο = αποκούμπι Ρεμέντιο = (ιτ. rimedio) φάρμακο Ρεμπάρτα = (ιτ. ribalta) φερμουάρ Ρεμπεσκές = αλήτης Ρεντάκι = τρεχάκι Ρεντάτος = τρεχάτος Ρεντικολάρω = (ιτ. ridicolizzare) ρεζιλεύω. Ρεντικολέτσα = (ιτ. ridicolezza) ρεζιλίκι Ρεντίκολο = ρεζίλι, γελοίος Ρεουσύρω = (ιτ. riuscire) πετυχαίνω Ρέπεδο = ερείπιο, κατεστραμμένο κτίριο Ρεπόμπο = (μεταφορικά), ένα καλό μάθημα Ρεπόρτο = (ιτ. rapporto) αναφορά, έκθεση Ρεπόσο = (ιτ. riposo) με την ησυχία σου, ανάπαυση Ρεσεύω = κακομαθαίνω Ρετσέτα = συνταγή Ρεχάτι = τεμπελιά Ριγανάδα = παραδοσιακό φαγητό με βρεγμένο ψωμί, λάδι και ρίγανη Ρίμνα = ρίμα Ριπίζω = χύνω Ριπίζω = χύνω Ριπιτίδι = η διάρροια Ριφόρτσο = (ιτ. rinforzo) δύναμη, τόνωση Ρόγγισε = πήρε φωτιά Ροδέλα = είδος πυροτεχνήματος Ροζαμάπα = μεγάλο τριαντάφυλλο Ροζόλι = (ιτ. rosolio) κόκκινο ποτό που προσφερόταν στους γάμους Ροϊ = επιτραπέζιο δοχείο λαδιού με μικρή οπή Ρόιδο = ξύλινη ή καλαμένια κατασκευή όπου τοποθετούσαν το μαλλί για να το στρίψουν Ροκέλο = η ανέμη, η κουβαρίστρα Ρομαντσίνα = κατσάδα Ρομπόλα = άσπρο παραδοσιακό κρασί της Κεφαλονιάς Ρονιά = το νερό που πέφτει από τα κεραμίδια, το αυλάκι του κεραμιδιού Ρόντα = (ιτ. ronda) βόλτα, όλο ρόντα γυρίζει Ροσοπύλια = ασθένεια που γιατρευόταν με ξόρκια Ρούγκλα = μύξα Ρούγος = δρόμος Ρούδι = βουνό της Κεφαλονιάς Ρουμάνα = τα μαρούλια Ρούμπωσε = χόρτασε Ρουφιά = μια γουλιά ρουχουνίζω = ροχαλίζω Ρουχουνίζω = ροχαλίζω

Σαγιαδόρος = καδινάτσος χειροποίητος Σάγιασμα = υφαντό ύφασμα που προστάτευε τα ιδρωμένα ζώα Σάγρος = δερματοπάθεια βρεφών Σαλάγιασμα = καθοδήγηση των ζώων Σαλαμίδι, και σαλαβρίχα = σαμιαμίδι Σάλαος = θόρυβος Σάλιο στη μύτη (βάνω) = κοροϊδεύω, εξαπατώ Σαλίτζο = (ιτ. selciato) δάπεδο Σαμαροσκούτι = το ύφασμα του σαμαριού Σάματις = μήπως Σαμουτσούλα = σφυράκι Σάμψυχος = αρωματικό χόρτο για πίττα Σαράκος = μεγάλο πριόνι για δέντρα σαρτάω = πηδάω Σάρτος = (ιτ. salto) μεγάλο πήδημα Σάρωμα = σκούπα Σβέρδονας = νόθος γιος Σβιλάδα = ανεμοστρόβιλος, αλλά και έντονος κοιλόπονος Σβιντάρω = (ιτ. spinta) πειράζω κάποιον Σγαράρω = (ιτ. sgarrare) μετακινώ, βγαίνω από τη θέση Σγαρίλιος = αλάνι, μάγκας Σγαρνίζει = σκάβει Σγόμπα = (ιτ. gobba) καμπούρα Σγουριά = χτύπημα Σεγόντο = (ιτ. secondo) δεύτερη φωνή στις καντάδες Σέκιο = (ιτ. secchio) μονάδα μέτρησης υγρών, 20 πίντες Σέκο = σκληρό καπέλο Σέκος = (ιτ. secco) τον στέγνωσε ο αέρας, ξερός Σεληνιασμός = επιληψία. Σέμπρος = κοπάδια ή χτύπημα μισά-μισά, συνεταιρικά Σενιάρω = (ιτ. segnare) ταχτοποιώ Σεντούκι = μπαούλο Σεπάριο = (ιτ. sipario) αυλαία Σεράτα = (ιτ. serata) βραδινή συναυλία Σερβιτσάλια = σερβίτσια Σεριόζα = (ιτ. serioso) σοβαρά Σέστα = (ιτ. sesto) καμώματα Σεστάρισμα = (ιτ. assestare) νοικοκύρεμα Σημαμένη σαρκάλα = σπασμένο κεφάλι Σιγκούνεψε = βρώμισε Σιγουράντσα = (ιτ. sicurezza) σιγουριά, ασφάλεια Σίδαυλο = μασιά Σίκλος = κουβάς Σίκλος = (ιτ. ciclo) κουβάς Σινοπίδι = ασθένεια κηπευτικών Σιορ = κύριος (τίτλος ευγενείας) – σιόρα =κυρία Σιορπάτρης = πατέρας Σιροκολέβαντο = πολύ άσχημος καιρός Σιφερτάση = σερβίτσιο φαγητού Σίχλα = μούχλα Σκαλόπετρα = (ιτ. scolopendra) σαρανταποδαρούσα Σκαλούνι = πέτρινο σκαλοπάτι Σκαμνιά = μουριά που κάνει μεγάλα μούρα Σκανταλέτο = σίδερο με κάρβουνα Σκαντζάρω = αλλάζω, αντικαθιστώ Σκάντζια = (ιτ. scansia) ξύλινο ράφι για πιάτα Σκαπουλάρω =γλιτώνω Σκαραφόνος = μαχαιροβγάλτης, αλλά και πειραχτήρι Σκαρίζει = ωριμάζει Σκαρίκια = ευχάριστη είδηση Σκάρτο = όχι όλο, όχι πλήρες Σκαρτσούνια = μάλλινες κάλτσες Σκατζοπέρναρο = πουρνάρι άγριο με μικρά φύλλα Σκατοκουτάλα = υβριστικό για όσους σπέρνουν λόγια Σκατόψυχος = υβριστικό για πεθαμένο με κακές πράξεις εν ζωή Σκέπη = βαμβακερό μαντήλι Σκιάζομαι = φοβάμαι Σκλεπούνι = μικρό κουνούπι Σκλήθρα = μυτερό κομμάτι ξύλου Σκόρσο = τράνταγμα Σκορτσάμπουνο = χειροποίητο μουσικό όργανο από δέρμα ζώου Σκοτίδια = σκοτάδια Σκουλαμέντα = Τα αφροδίσια νοσήματα Σκούρα = (ιτ. scuro) τα παραθυρόφυλλα Σκουράντζος = ρέγκα Σκουσμάκια = δυνατές φωνές ή κλάματα σκουτέλα =μεγάλο φλιτζάνι Σκουτέλι = φλιτζάνι Σκουτί = ρούχο σκουτιά =ρούχα Σκρεμιδεύω = παίζω Σκροβοντίστηκε = έπεσε και χτύπησε Σκρούμπος = σκουμπρί Σκρόφα = (ιτ. scrofa) γουρούνα Σκρώχνει = τσιμπάει, κεντρίζει Σόμπολα = μικρές πέτρες Σοναδόρος = (ιτ. suonatore) οργανοπαίχτης Σοτανά = διάολε Σοτροπιάζει = το σεστάρει, το τακτοποιεί Σουγιέλο = λούκι Σούζο =ακίνητος Σουλάτσο = περίπατος Σούμπιτος =ολόκληρος Σουρδαλίμω = σουρλουλού Σούρδου-μούρδου = ακαταστασία Σουρούπι = ρόφημα ζεστό για γρίπη Σουρτάρα = το ζώο που πάει μπροστά και ακολουθούν τα άλλα Σουρτούκα = πανωφόρι Σουσουμιάζει = παρομοιάζει. Σούτα = γίδα χωρίς κέρατα Σοφιγάδο = πατάτες γιαχνί σπαβεντάρω = τρομάζω Σπαβέντο = (ιτ. spavento) τρομάρα Σπακάδα = επιδειχτική πόζα , καυχησιά Σπαλέτα = σάλι, κασκόλ Σπάος = σπάγγος Σπαρτσίνα = λεπτό σχοινί Σπατσάρω = (ιτ. spazzare) σκουπίζω, ξεμπερδεύω, παρατάω σπεκτάκολο = εξαιρετικό θέαμα Σπερματσέτο = κερί Σπερνά = κόλλυβα, όχι μόνο στα μνημόσυνα αλλά και στα πανηγύρια Σπετσιέρης = φαρμακοποιός Σπλομανάει = χτυπάει η καρδιά του Σποδέρνω = άνοιξε η μύτη μου Σπολάητης = εις πολλά έτη σπολέτα = φιτίλι Σπόρισε = έχει ευκοιλιότητα Σταγκωτής = γανωματής Σταλός = (ιτ. stalla) ιερό μέρος για πρόβατα Σταλώνω = ωριμάζω Στανιάρησε = (ιτ. stagnare) έγινε στέρεο, σιγουρεύτηκε Στανιό = ζόρι Στασινάρω = βιάζω, βασανίζω Σταφνισμένος = προκομμένος, μυαλωμένος Σταφυλιόνι = νόστιμο χόρτο που φυτρώνει σε αμπελώνες στελιάζω = στυλώνω, στήνω Στελομάρτιασε = στρίμωξε Στένεψη = άσθμα Στέρφα = στείρα Στιμάρω = (ιτ. stimare) εκτιμώ Στόσμιγο = ανακατωμένο αλεύρι σιταριού και κριθαριού στουπίρω = μένω έκπληκτος Στουπίρω = (ιτ. stupire) θαυμάζω Στραβοκατακλείδιασε = στράβωσε το σαγόνι Στράκωσε = πάτησε πολλές φορές το δρόμο Στρατόνι = δρόμος Στράτσο = (ιτ. strazio) παλιό κουρέλι Στριφογκώνιασε = τον στρίμωξε στρίφτουλας = σβούρα Στρίφτουλας = σβούρα Στρουμπάρα = ασθένεια των αιγοπροβάτων Συβίζω = ταιριάζω ζώα Συγκάνω = ταιριάζω απόλυτα με κάποιον Συγκάρτσελοι = φύγανε όλοι μαζί Συθέμελα = από τα θεμέλια Συλίντριχος = από τα θεμέλια Σύμασε = μάζεψε Συμπαγαδώνω = καθησυχάζω συμπούρμπουλοι = όλοι μαζί Συνέμπασα = αποθήκευσα τα προϊόντα Συνορίτες = γείτονες στα κτήματα Συνόσκαλος = συνομήλικος Συντροδή = οχλαγωγία, φασαρία Συχέριο = κοινή προσπάθεια Σφαγαριά = η Κυριακή της Αποκριάς Σφαή = σβέρκος Σφαλαγκουνιά = ιστός αράχνης Σφαλιάστηκε = έπαθε στη γέννα Σφίγκλα = καρφίτσα ραπτικής Σφόντυλας = η σπονδυλική στήλη Σφοντύλι = ξύλινο βαρίδι διάτρητο, μέρος του αδραχτιού Σωκάρδι = (αρχ. εσωκάρδιον) στηθόδεσμος, φανελάκι, εσωτερικό ρούχο Σώνω = φτάνω Σωτοβέλεσο = (ιτ. sottoveste) άσπρο μακρύ μεσοφόρι.

Τάραμα = αναστάτωση, θυμός Ταράω = κοιτάζω Ταφιάζομαι = χτυπώ από πέσιμο Τέντα- γρέντα = φαρδιά πλατειά Τζατζαμίνι = γιασεμί Τζογάρω =παίζω τυχερό παιχνίδι με χρήματα Τζόγια = (ιτ. gioia) χαρά, χαϊδευτικό «τζόγια μου» Τόμου = όταν Τζόρτζινας = είδος μεγάλης σφήκας Τόμου = αφού, όταν Τόρτσα =χοντρή λαμπάδα, μικρό μανουάλι Τραταμέντο = κέρασμα Τρατάρω = κερνάω Τρατάρω = κερνάω Τράτο = χρονικό περιθώριο Τρεματούρα = τρέμουλο Τρίτσα = ψάθινο καπέλο Τσαρκαρεύω =ψάχνω Τσερβέλο = (ιτ. cervelo) κεφάλι, μυαλό Τσέρτα = σιγουριά Τσερταμέντε = βεβαιότατα Τσίμα = (ιτ. cima) κορυφή, άκρη Τσιπουρίτης = τσίπουρο Τσουράπια = κάλτσες Τσουρλάω = πίνω.

Φαμόζος = ξακουστός Φάουσα = γάγγραινα, γκρίνια Φαρομανάω = παίζω έντονα, κάνω σκανταλιές Φαρομάνια = γλέντι έξαλλο Φαστίδιο = (ιτ. fastidio) λιποθυμία, δυσφορία Φέρμα =στέρεα, ακριβώς Φερμάρω = στερεώνω, στέκω και περιμένω Φιδόνα = ύπουλη γυναίκα Φιδοτρώομαι = ανησυχώ, μπαίνω σε υποψίες Φιόρο = λουλούδι Φιρίρω =τσουγκρίζω Φουρκισμένος = θυμωμένος Φτενός = λεπτός, στενός

Χαλέπεδο = ερείπιο Χαλίκι = πετρούλα Χάπατο = χαζός Χουμάω = ορμάω Χρεία = ανάγκη

Ψημάρα μου = δυστυχία μου

Επίσης:

αστόησα = λησμόνησα.

ατζάρδο = τόλμημα, παλληκαριά.

βικτώρια = η γνωστή αγγλικη χρυση λίρα, με την μορφή της βασίλισσας Βικτωρίας (από το 1838).

για πινομή = για χάρη κάποιου

δεκάρα δίμαρκη = παραχαραγμένη δεκάρα με την μορφή του Γεωργίου του Α΄, βασιλέως των Ελλήνων, και στις δύο όψεις, εξ ου και «δίμαρκη». Την κάλπικη αυτή δεκάρα χρησιμοποιούσαν ταχυδακτυλουργικά μικροαπατεώνες σε τυχερά παιγνίδια της εποχής. Οι μάγκες αποκαλούσαν τον βασιλιά Μάρκο, ίσως επειδή θεωρούσαν κάθε βασιλιά… μάρκα, δηλ. απατεώνα. Σημαίνει και αυτόν που κινείται στα όρια ή και εκτός της νομιμότητας.

δελέγκου = αμέσως, γρήγορα.

εδεπά = εδωπέρα.

εμουλσιόνε / emulsione = γαλάκτωμα και όρος μαγειρικής. > Εmulsionante = γαλακτωματοποιητής. Η ουσία που σταθεροποιεί (και καθιστά γαλάκτωμα) ένα ασταθές μείγμα (μείγμα όπου τα υλικά του δεν ενώνονται χημικά π.χ. λαδολέμονο).

ιναμοράτα = ερωτευμένη.

ιντρόιτο = είσοδος, χολ σπιτιού.

ινφορματσιόνα = πληροφορία.

καλιαρνέματα = φιλοφρονήσεις

καπιτάρισε = συνέβη. Με την έννοια «τους ήρθε κατακέφαλα».

κάπο ντ’ όπερα = κυριολεκτικά, κορυφαία στιγμή της όπερας. Αλλά χρησιμοποιείται και με την αντίθετη έννοια, ως κάτι το πολύ ιδιόρρυθμο και συνάμα κωμικό.

καταποδού = κατά πόδας ακολουθώντας τα ίχνη

κομφέτο = σπιτικό γλυκό, κουφέτο.

Κονσίλιο των δέκα = το τρομερό συμβούλιο των δέκα. Πανίσχυρο όργανο της Δημοκρατίας της Βενετίας, αρμόδιο για θέματα κρατικής ασφάλειας και προστασίας του πολιτεύματος.

κοσπέτος < θαυμαστικό επιφώνημα κοσπέτο, από την έκφραση κοσπέτο ντι Μπάκο (< aspetto di Baccho < του Βάκχου).

κουρλαμάρες = τρελά πράγματα.

Κρούσταλλο = κρύσταλλο

Λαγγεύω = κινούμαι ελαφρώς.

λιμπραρία < library = βιβλιοθήκη.

λιμπρετίστας = ο συγγραφεας του κειμένου (λιμπρέτου) όπερας, ο οποίος μαζί με τον συνθέτη της μουσικής είναι οι δημιουργοί του έργου. Ο όρος χρησιμοποιείται μόνον στο λυρικό θέατρο και όχι στην πρόζα.

μαζάρι = πλοκάμι χταποδιού.

μαντενούτα = η ερωμένη, της οποίας τα έξοδα έχει αναλάβει ο εραστής της.

μέντε = μυαλά.

μονσού < παραφθορά του monsieur = κύριος.

Μόντε ντι Πιετά = όρος του ελέους.

μπαταδούρος = μπρούτζινο ή σιδερένιο ρόπτρο (χτυπητήρι) εξώπορτας.

μπομπή < παραφθορά του πομπή = ντροπή. Από την εποχή που η δημόσια διαπόμπευση του καταδικασθέντος ήταν είδος ποινής.

μπριχού, πριχού = πριν.

ναπολεόνι = χρυσό γαλλικό νόμισμα (εικοσάφραγκο) επί Μεγ. Ναπολέοντα (κόπηκε 1809 – 1814), αλλά κυρίως επί Ναπολέοντα του Γ΄ (κόπηκε 1853 – 1870).

νοβιτές = νέα.

νογάω =εννοώ, καταλαβαίνω.

ντούνκουε = λοιπόν.

ξελέστατος = ατημέλητος

όντες κι όντες = πραγματικά, όντως.

ορμηνεύει = συμβουλεύει.

όσκε = όχι.

πάει α μόντε = τελειωσε άδοξα.

παπάκης = πατέρας (υποκοριστικό).

πορεύομαι = ζω, εξοικονομώ < πόρος

πορτοθουρίζω = πορτοθυρίζω = πορτογυρίζω.

πούλιο = πολύ, περισσότερο.

ρισπετάδος = άξιος σεβασμού.

ρισπέτο = σεβασμός.

σαλότο = σαλονάκι.

σέμπρος = ο επίμορτος αγρολήπτης. Ο μισθωτής κτήματος με μίσθωμα ποσοστό επί της γεωργικής παραγωγής.

σιάχνω = φτιάχνω.

σκαρίζω = εμφανίζομαι, ωριμάζω.

σπετσιέρης = φαρμακοποιός με την κυριολεκτική έννοια.

στίμα = εκτίμηση.

τάτας = πατέρας.

τεντούρα = ηδύποτο (λικέρ) σε χρήση στα Επτάνησα και την Πάτρα, με κυρίαρχη την γεύση της κανέλλας.

τζόγια = χαρά.

τόμου = όταν.

τσέρτο = σίγουρα, βέβαια.

τσιτάτο = ρητό.

φιδοτρωότουνε = την έτρωγαν τα φίδια, ανησυχούσε.

φρύγω = ξεραίνω < ομηρικό φρύγω.

φτερό = εργαλείο ξεσκονίσματος. Στην άκρη ενός μικρού στυλιαριού έδεναν διάφορα φτερά.

χλιος = χλιαρός

ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης «Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 2.2.2008.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  • «ΤΟ ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ»(*) [1] – ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ ΣΥΜΠΟΣΙΟΥ, που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Κεφαλονιάς-Ιθάκης, σε συνεργασία με το Κέντρο Ερεύνης των Νεοελληνικών Διαλέκτων και Ιδιωμάτων της Ακαδημίας Αθηνών στο Αργοστόλι – εκδ. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ – ΙΘΑΚΗΣ, Αργοστόλι, 13.10.2007.
  • Λασκαράτου Α. βιβλία, εκδ. «Περίπλους / Διον. Βίτσος».
  • Οι γλωσσικοί θησαυροί της Κεφαλονιάς: Λέξεις, ντοπιολαλιά και επώνυμα.
  • Σπαρτια.

ΑΡΧΑΙΟΠΙΝΗ ΣΤΟΙΧΕΙΑ στο ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ της ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ

Του Πέτρου Πετράτου, ανακοίνωση στο παραπάνω αναφερόμενο επιστημονικό συμπόσιο «Το Κεφαλονίτικο Γλωσσικό Ιδίωμα»:

Μπορεί μετά την επικράτηση της Ελληνιστικής Κοινής να σταμάτησε η χρήση των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων, δεν επήλθε όμως η ολοκληρωτική παύση τους στο επίπεδο τουλάχιστο της φωνητικής και του λεξιλογίου. Στη δημιουργία και καθιέρωση της Κοινής βασική υπήρξε η συνεισφορά της αττικής διαλέκτου, της οποίας μετεξέλιξη ήταν η Κοινή, αλλά σημαντική θεωρείται και η συμβολή της ιωνικής και δωρικής διαλέκτου. (1) Η γλωσσολογική, μάλιστα, επιστήμη έχει επισημάνει την ύπαρξη ποικίλων διαλεκτικών στοιχείων και άλλων αρχαϊκών, τα οποία εισχώρησαν, είτε αλλοιωμένα (φωνητικά ή μορφολογικά) είτε όχι, στην Κοινή και έφθασαν μέσα κυρίως από την προφορική παράδοση μέχρι τις μέρες μας στις τοπικές νεοελληνικές διαλέκτους και τα νεοελληνικά ιδιώματα. (2)

Η Κεφαλονιά κατά την αρχαιότητα ανήκε στη δυτική διαλεκτική ομάδα, το ανεπαρκές όμως επιγραφικό υλικό του νησιού δεν επιτρέπει τη σίγουρη κατάταξη της αρχαίας κεφαλονίτικης γλωσσικής εικόνας στη βορειοδυτική ή στη δωρική διάλεκτο, αν και επικρατέστερη φαίνεται πως είναι η δεύτερη κατηγορία (3), ενώ στο χρησιμοποιούμενο στις επιγραφές αλφάβητο απαντούν στοιχεία κορινθιακού και ευβοϊκού/χαλκιδικού αλφαβήτου. (4) Οι δωρισμοί, πάντως, και γενικότερα οι αρχαϊσμοί που παρατηρούνται μέχρι σήμερα στο κεφαλονίτικο ιδίωμα, (5) είναι λογικό να σχετίζονται με τη συγκεκριμένη διαλεκτική συμπεριφορά των αρχαίων κατοίκων του νησιού και επιβίωσαν μέσω της Ελληνιστικής Κοινής. Αυτά ακριβώς τα αρχαιοπινή στοιχεία, που ακόμη τα συναντάμε στο καθημερινό λεξιλόγιο των Κεφαλονιτών, θα παρουσιάσουμε με τη σημερινή μας ανακοίνωση. Και επειδή ο αριθμός τους είναι μεγάλος, είμαστε αναγκασμένοι να κάνουμε κάποια επιλογή. Αλλά και πάλι αυτά που θα παρουσιαστούν, θα είναι αρκετά, νομίζουμε, ώστε να μας βοηθήσουν στην αναγνώριση του υπόγειου ρεύματος που συνδέει τη σύγχρονη γλωσσική πραγματικότητα του νησιού με την αρχαιοελληνική εποχή.

Ι. Μια πρώτη «επίσκεψή» μας στο ντόπιο γλωσσάρι μας γνωρίζει πολλές αρχαιοελληνικές λέξεις, οι οποίες βέβαια εκπροσωπούν όλες τις περιόδους της αρχαίας γλώσσας. (6) Αρκετές, πάντως, είναι οι ομηρικές. Παραθέτουμε τα πιο εντυπωσιακά, ζωντανά ακόμη στα χείλη των Κεφαλονιτών, δείγματα ομηρικών λέξεων σχετικά αναλλοίωτων ή και κάποτε παραφθαρμένων:

αστροπή = κεραυνός < ομ. αστεροπή = αστραπή, κεραυνός. (7) – Βλ. την παροιμία: «Τσ’ αστροπής του χαλαστή και του τσιγκούνη τση βροντής» (Λ. 860). (8)

ατάλικος ή ταλικός = αδύνατος, φιλάσθενος, απαλός < ομ. αταλός = τρυφερός, απαλός, νεαρός, και ομ. ατάλλω = (αμετ.) σκιρτώ, πηδώ όπως τα παιδιά· (μεταβ.) ανατρέφω, θεραπεύω.

Λάση (τοπωνύμιο – πυκνόφυτη, παλαιότερα, περιοχή) < Λάσις < ομ. λάσιος = δασύς, πυκνός. (9)

λουφιάζω (= λουφάζω, ηρεμώ, κρύβομαι, δειλιάζω) < ομ. λωφάω = παύομαι, αναπαύομαι, λήγω.

μαζάρι = το πλοκάμι του χταποδιού < ομ. μαζός = μαστός.

πιχάω (= ρίχνω στάρι στο μύλο ή ρίχνω σταφίδα για να κοσκινίσει ο άλλος) < ομ. επιχέω = χύνω πάνω σε κάτι, επιχύνω. – Η πρώτη σημασία φαίνεται στην παρακάτω παροιμία: «Όποιος ξαλέθει χαίρεται, κι οπού πιχάει λυπάται» (Λ. 774).

Πύλαρος (τοπωνύμιο – ελέγχει την είσοδο στην κοιλάδα-δίοδο από το δυτικό προς το ανατολικό Ιόνιο) < ομ. πυλαωρός (πυλωρός) = ο φύλακας των πυλών < πύλη + ώρα.

τάτας και τατάς (ο) (= ο πατέρας στη νηπιακή γλώσσα) < ομ. τέττα (φιλοφρονητική προσφώνηση προς μεγαλύτερους σε ηλικία)

φρύγω – φρυγομαι = ξεραίνω -ομαι (στον ήλιο ή στη φωτιά) < ομ. φρύγω = εν πυρί ξηραίνω, «ψήνω». – Αναφέρουμε τις φράσεις: «το στόμα μου εφρύγηκε» = το στόμα μου ξεράθηκε, διψάω, «φρυμένο ψωμί», «φρυμένη σταφίδα» (ΤΣ., λ. φρύξι), καθώς και την παροιμία «Του δαμαλιού η βουνιά με το φεγγάρι φρύγεται» (Λ. 1142).

ΙΙ. Κυκλοφορούν ακόμη στο στόμα του λαού λέξεις, στις οποίες διατηρείται το δωρικό α. (10)

Α΄. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε κάποια προσηγορικά ονόματα με αυτόν το δωρισμό (11):

ακουά αντί ακοή / ακουγά αντί ακουή. (12)

βελόνα αντί βελόνη.

ζέστα αντί ζέστη.

μπόχα· το α της λ. μπόχα (= είδος αλιευτικού διχτιού // απόχη (13) < υποχή = δίχτυ που περικλείνει μέρος της θάλασσας < υπέχω = κρατώ από κάτω) (14) παραπέμπει στο συγκεκριμένο δωρισμό.

πνοά και αναπνοά / πνογά και αναπνογά αντί πνοή και αναπνοή. (15)

Β΄. Διατηρούνται και τοπωνύμια με το δωρικό τύπο:

Αράκλι < Αράκλειον / Ηράκλειον < Αρακλέας -ής / Ηρακλής. Στην κοιλάδα του Αρακλιού κατά την αρχαιότητα λατρευόταν ο Ηρακλής. (16)

Κρανιά < Κράνη < κράνα – κράνη / κρήνη. Από τους πρόποδες του λόφου, στην κορυφή του οποίου σώζεται η ακρόπολη της αρχαίας Κράνης, αναβλύζουν παλαιές πηγές πόσιμου νερού. (17)

Λανού < λανός / ληνός = κάθε κοίλωμα που έχει σχήμα κάδου ή σκάφης, σκάφη για το πότισμα των ζώων, ποτίστρα, ληνός. (18) Επειδή, κατά τη γνώμη μας, τα παρόμοια στην Κεφαλονιά τοπωνύμια με κατάληξη σε –ού δηλώνουν περιεκτικότητα (19), Λανού σημαίνει την περιοχή με τους πολλούς λανούς / ληνούς = ποτίστρες, καθώς η κοιλάδα στο συγκεκριμένο σημείο είναι αρκετά βαθουλή και άρα κατάλληλη για το πότισμα και τη συνακόλουθη ανάπαυση των ζώων. (20)

Παγά < παγά / πηγή. Στην περιοχή διατηρείται παλαιά πλούσια πηγή. (21)

Φαγιάς < φαγός / φηγός = βελανιδιά. Φαγιάς (περιεκτικό): ο τόπος με τις πολλές «φηγούς», τις πολλές βελανιδιές. Φαγιάς είναι περιοχή στη δυτική πλαγιά του Αίνου. (22)

III. Σημειώνουμε τη χαρακτηριστική περίπτωση χρονικού επιρρήματος – δωρικού κατάλοιπου:

αμά και κιαμά (< και /κι + αμά). Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα σημαίνει «έπειτα», «στη συνέχεια», «αμέσως μετά», όπως στις φράσεις: – «Έφαγα, αμά εβγήκα έξω» (ΤΣ., λ. αμά) – «Πρώτα εφτά, κιαμά οχτώ» (Λ. 756). Η λέξη αυτή είναι το αρχαίο άμα στο δωρικό του τύπο αμά, με σημασιολογική όμως διαφορά, καθώς το αρχαίο επίρρημα σήμαινε κυρίως το «συγχρόνως» και κάποιες φορές το «αμέσως», το «μόλις». (23)

  1. Επισημαίνουμε την περίπτωση της μετατροπής της αρχαίας προφοράς του υ σε ου (= u), (24) τη διατήρηση δηλαδή της αρχαίας φωνητικής αξίας του υ σε αρκετές λέξεις του κεφαλονίτικου ιδιώματος. (25) Να μερικά παραδείγματα:

κρούσταλλο (κυρίως με μεταφορική σημασία) αντί κρύσταλλο. (26)

μαρτούριο (κυρίως με τη σημασία της ταλαιπωρίας) αντί μαρτύριο.(27)

πορτοθουρίζω και πορτοθούρα (η), όπου δεύτερο συνθετικό το θούρα αντί θύρα. (28)

σούκα (τα) αντί σύκα.

τούραγνος αντί τύραννος.

  1. Διασώζονται στο στόμα του λαού ρήματα που μας έρχονται κατ’ ευθείαν από τα αρχαία χρόνια. Και οι ρηματικοί αυτοί τύποι είτε είναι ίδιοι μορφολογικά με τους αντίστοιχους αρχαίους, είτε είναι παραφθορά εκείνων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει διαφοροποιηθεί η σημασία τους. (29) Αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:

ανασκυντάω = επιπλήττω, βρίζω < αναισχυντέω = είμαι αναίσχυντος, φέρομαι με αναίδεια.

βρυάζω = πλεονάζω, πλημμυρίζω < βρύω, βρυάζω = πρήζομαι, φουσκώνω. – Βλ. τη φράση: «Τα σκουλίκια εβρύαξαν απάνου του» (ΤΣ., λ. βρυάζω).

γιώνω = οξειδώνω, δηλητηριάζω, σκυθρωπιάζω (30) // ζηλοφθονώ, κιτρινίζω, γίνομαι πελδινός, (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. γιωμάρα/γιομάρα-γιώνω-γιωμένος), και ψυχραίνομαι, παγώνω από τη συμπεριφορά κάποιου, (ΤΣ.-ΒΛ., λ. γιώνω) < ιώνω < ιός. (31). Συναντάμε την παθητική μετοχή του παραπάνω ρήματος στις φράσεις «γιωμένη μέρα» = συννεφιασμένη, μουντή μέρα, «γιωμένος καιρός» (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. γιωμάρα/γιομάρα), καθώς και το σύνθετο μαυρογιωμένος. (32)

θαραπεύω – θαραπεύομαι, θαραπάω – θαραπάομαι = ικανοποιώ ανάγκες, ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι < θαραπεύω –ομαι = θεραπεύω – θεραπομαι = υπηρετώ, λατρεύω τους θεούς, υπηρετώ, φροντίζω κάποιον, κ.ά. σημασίες. Χαρακτηριστικές είναι οι φράσεις: -«Έκατσα να φάω μα δε μ’ αφήκανε ναν το θαραπαώ [= να το ευχαριστηθώ] μ’ όσα δυσάρεστα μούπανε» (ΤΣ.-ΒΛ., λ. θαραπεύομαι). – «Το ’φαγα και θαραπάηκα [= ευχαριστήθηκα πολύ]» (Π., λ. θαραπάομαι). – «Το πολύ φαΐ αγκουσεύει [=φουσκώνει] και το λίγο θαραπεύει· και το λίγο λιγουλάκι κάνει το παιδί γεράκι» (Λ. 441).

κατελώ = καταλύω, γκρεμίζω, λιώνω < καταλύω. Αναφέρουμε την παροιμία: «Η θέρμη (ή η πίκρα) βράχους (ή πέτρες) κατελεί και τα βουνά μερώνει» (Λ. 220, 1228).

κενώνω = δημιουργώ κενό, αδειάζω < κενόω – κενώ. Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα το ρήμα αυτό χρησιμοποιείται για τη διαδικασία του σερβιρίσματος: σερβίρω (αδειάζω) το φαγητό από τη χύτρα στα πιάτα. Βλ. τις φράσεις: «(Η μάνα) εκένωσε το φαή», «κενωμένο φαή» (ΤΣ., λ. κενόνω). Έτσι, το ρήμα παίρνει και την αντίθετη σημασία: γεμίζω τα πιάτα. (33)

λαγγεύω = μόλις κουνιέμαι, σπαρταρώ, σκιρτώ < λαγγάζω = υποχωρώ. (34). Βλ. τις φράσεις: «το ψάρι λαγγεύει» = κουνιέται, είναι φρέσκο, «λαγγεύει το μάτι μου» = «παίζει» το μάτι μου, παρουσιάζουν σπασμό τα βλέφαρά μου, σημάδι ότι κάποιον θα δω (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. λάγγεμα).

μαυλάω, μαυλίζω = θηλάζω, πιπιλίζω, ξελογιάζω, παρασέρνω < μαυλίζω. – Βλ. την παροιμία: «Α δε ριπίσης σκύβαλα, δεν τσι μαυλάς τσι κότες», (Λ. 930).

μελιάζω –ομαι = διαμελίζω -ομαι, κόβω -ομαι σε τεμάχια < μελίζω < μέλος. (35) Συνώνυμο του ρήματος αυτού είναι το μελιδιάζω –ομαι < μελίδι μελειδιάζω –ομαι < μελείδι (υποκοριστικό τού:) < μέλος. Μελιδιάστηκε σημαίνει χτύπησε από πέσιμο, έγινε (μεταφορικά) κομμάτια, τραυματίστηκε σε πολλά σημεία του σώματός του και πάρα πολύ.

νογάω = εννοώ, καταλαβαίνω < νοώ. Βλ. τη φράση: «Δε νογάω γράμματα» = δεν ξέρω γράμματα, είμαι αγράμματος (Π., λ. νογάω).

πορεύομαι· εδώ με τη σημασία του ζω, προσπορίζομαι, εξοικονομώ, συντηρούμαι < πορεύομαι (με παρόμοια σημασία· βλ. Σοφ. Οιδ. Τ., 884: «ει τις […] υπέροπτα πορεύεται»). Η σημασία αυτή είναι προφανέστατη σε φράσεις της καθημερινότητας: «Αυτός είναι πορεμένος» (= οικονομημένος), «Πορέψου γι’ απόψε» (= συντηρήσου γι’ απόψε, εξυπηρετήσου γι’ απόψε), αλλά και στις παροιμίες: «Η φτώχεια θέλει πόρεψη κι η πουτανιά φτιασίδι», «Έμπα μέσα και πορέψου, κι έβγα έξω και πομπέψου» (Π., λ. πορεύομαι).

ποτάζω = έχω, κατέχω, κέκτημαι < υποτάσσω. (36). Βλ. τις φράσεις: «Δεν ποτάζω λεφτό» = δεν έχω χρήματα, «Δεν ποτάζω σκουτί» = δεν έχω σακάκι (ΤΣ., λ. ποτάζω).

πυτίζω = ραντίζω με νερό τα φορέματα ή το πάτωμα (37) < πυτίζω = φτύνω νερό από το στόμα μου.

ρεσεύω = κάνω κάποιον να αποκτήσει ελαττώματα, ιδιοτροπίες, αποκτώ ιδιοτροπίες – μτχ. ρεσεμένος = ιδιότροπος) < αιρεσεύω < αίρεσις. (38) – Βλ. τις φράσεις: «Ρεσεύω το παιδί», «Το παδί είναι ρεσεμένο».

ριπίζω = χύνω, αδειάζω, σκορπίζω < ριπίζω = χύνω, αδειάζω, ανεμίζω, κραδαίνω < ριπή = ορμή, ορμητική κίνηση. (39) – Βλ. τη φράση: «Ριπίζω το νερό», και την παροιμία: «Αν δεν ριπίσεις τα σκύβαλα, δεν τσι μαυλάς τσι κότες» (Λ. 930)

σαρμοφαωμένος μτχ. = αυτός που είναι φαγωμένος από την άλμη, την αρμύρα, ο σαπισμένος. (Αναφέρεται συνήθως στους παραθαλάσσιους τοίχους). Σε αυτή τη μετοχή διασώζεται η αρχαία λέξη άλμη με τη μορφή σάρμη (το σ αντικαθιστά τη δασεία του α). (40)

τυλώνω = γεμίζω, φουσκώνω < τυλόω – τυλώ < τύλος = εξόγκωμα του δέρματος, κάλος. – Χαρακτηριστική είναι η φράση: «Την τύλωσε (την κοιλιά του)» = τη φούσκωσε, τη γέμισε την κοιλιά του, δηλαδή έφαγε πάρα πολύ.

  1. Θα αναφέρουμε, στη συνέχεια, ρήματα κίνησης – ρήματα που δηλώνουν κίνηση με την ευρύτερη έννοια του όρου, (όχι δηλαδή μόνο τα γνωστά πηγαίνω, έρχομαι και τα παρόμοια, αλλά και ρήματα όπως παίζω, αναπτύσσομαι – των οποίων η σημασία απομακρύνεται από την τρέχουσα αρχαιοελληνική και κατεπέκταση νεοελληνική άποψη, ακριβώς για να αναδειχθεί ο σημασιολογικός πλούτος του κεφαλονίτικου ιδιώματος. Υπάρχουν ρήματα, τα οποία χαρακτηρίζουν κάποιες μορφές κίνησης με τόση σαφήνεια και τέτοια πληρότητα, που δε συναντάμε στη δημοτική γλώσσα, ή εκφράζουν τόσο λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις, που δεν τις βρίσκουμε στο συνηθισμένο καθημερινό λόγο. Αναφέρουμε τέσσερις τέτοιες συγκεκριμένες περιπτώσεις ρημάτων κίνησης:

έρκομαι < έρχομαι. Είναι από τα σπουδαιότερα ρήματα κίνησης της γλώσσας μας. Το συναντάμε στα ομηρικά κείμενα και διατηρείται μέχρι σήμερα. Σημειώνουμε χαρακτηριστικές φράσεις: – «Ήρτε στα τέμπα του» = βρήκε τους κανονικούς του ρυθμούς, (Γ.Γ.-ΤΖ., σ. 413). – «Δεν έρκεται να γελάς [= δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, είναι απρεπές], ενώ ο άλλος σου μιλεί σοβαρά», (Β./Γλ. Κ. – χφ Δ, λ. έρκομαι). (41) – «Ήρτανε στα εικοσιτέσσερα» = έφτασαν στα άκρα, ήρθαν σε πλήρη αντίθεση (αφού εξάντλησαν όλα τα περιθώρια συνεννόησης ή αλληλοϋποχωρήσεων – εξάντλησαν κατά τις συνομιλίες τους και τα 24 γράμματα του αλφαβήτου), (Γ.Γ.-ΤΖ, σ. 413). – «Έρκομαι ίσια-ίσια» = ισοφαρίζω τη ζημιά, (Γ.Γ.-ΤΖ., σ. 410). – «Το φιωρίνι έρκεται να πέση [= μοιάζει περίπου, ισοδυναμεί] σαν τρεις δραμμές», (Β./Γλ. Κ. – χφ Δ, λ. έρκομαι). Αυτές οι φράσεις είναι αναλογικοί σχηματισμοί προς εκφράσεις, στις οποίες η σημασία του ρήματος έρχομαι σχεδόν εξαφανίζεται, με αποτέλεσμα να δίνεται η εντύπωση ότι το ρήμα δεν παίζει ουσιαστικά κανένα ρόλο στη σημασιολογική λειτουργία της φράσης. – Σημειώνουμε, επίσης, τη φράση: «Έλα γεια σου!»· η προστακτική έλα στην αρχή της πρότασης δηλώνει προτροπή: εμπρός , άντε λοιπόν ή κάνε αυτό που σου λέω.

κάνω < κάμνω. Το ρήμα αυτό με τη σημασία του «κατασκευάζω», «πραγματοποιώ», «ενεργώ», «δημιουργώ» («Η αδειά κάνει τον κλέφτη», Λ. 1300) «μετακινούμαι» ή «πηγαίνω» («Κάμε παραυτού, γιατί μ’ έκαψες», Λ. 1237) ανήκει στην κατηγορία των ρημάτων κίνησης. Αποκτά, όμως, και τη σημασία του «λέγω», του «απαντώ» στη φράση: «Μου είπε να πάμε να φάμε και του κάνω δεν μπορώ», (ΤΣ., λ. κάνω). Ωστόσο, ενδιαφέρουσες είναι οι μεταφορικές σημασίες του ρήματος στις φράσεις: – «Κάμε τη ρόκα σου» = ασχολήσου, περιορίσου στην εργασία σου, στα δικά σου ενδιαφέροντα. – «Του κάνει αδειές» = τον υποβοηθάει με την απουσία του. – «Τα κάνανε καλά» = συμφώνησαν, συμφιλιώθηκαν, (Γ.Γ.-ΤΖ., σ. 433). – «Το στήθος μου κάνει γατσούλια» = βράζει το στήθος μου, είμαι κρυωμένος, (Π., λ. γατσούλι = μικρό γατάκι).

κοπιάζω < κοπιώ: Το ρήμα αυτό με τις σημασίες «καταβάλλω κόπο», «έρχομαι», «φτάνω» μπορεί να ενταχθεί στη σημασιολογική κατηγορία των ρημάτων κίνησης. Σημειώνουμε τις χαρακτηριστικές φράσεις: – «Γόνατα δεν κοπιάσουνε, κοιλιά δε θεραπεύει» (Λ. 722), δηλαδή αν δεν κουραστούν τα πόδια, δε χορταίνει η κοιλιά. – «(Για) κόπιασε στο τραπέζι μας» = έλα στο τραπέζι μας. – «Κόπιασε μέσα» = έλα μέσα, (Β./Γλ. Κ. – χφ Γ, λ. κοπιάζω). Ο τύπος κόπιασε στις παραπάνω δύο φράσεις δε συνιστά μια απλή προστακτική· εμπεριέχει το σεβασμό, δηλώνει την αγάπη και τη φροντίδα του ομιλητή προς το πρόσωπο που απευθύνεται. Νομίζουμε ότι μια τέτοια σημασία είναι άγνωστη σε άλλες διαλεκτικές περιοχές της χώρας.

σκαρίζω < σκαίρω. (42): Το ρήμα αυτό στην αρχαία ελληνική σήμαινε «πηδώ», «σκιρτώ», «χορεύω». Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα διατηρεί τρεις σημασίες: «εμφανίζομαι», «βγάζω το κοπάδι στη βοσκή» – αντίθετο του σταλίζω = φέρνω το κοπάδι στη στάνη – και «ωριμάζω, μεστώνω» (για καρπούς): – «Εσκάρισε από τη γωνιά» = μόλις φάνηκε να έρχεται από τη γωνία, ( Π., λ. σκαρίζω). – «Ο τσοπάνης εσκάρισε τα πρόβατα». – «Τζίτζικας ελάλησε, μαύρη ρώγα εσκάρισε», (Λ. 86).

σώνω < ισώνω (με σίγηση του άτονου αρκτικού φωνήεντος) < ίσος. Το ρήμα είναι λιγότερο γνωστό ως ρήμα κίνησης. Περισσότερο χρησιμοποιείται με μεταφορική σημασία. Σημειώνουμε χαρακτηριστικές φράσεις: – «Όντες εσώσαμε στο χωριό» = όταν φτάσαμε στο χωριό, (Β./Γλ. Κ. – χφ Β, λ. σώνω). – «Του χωριάτη το σκοινί μονό δε σώνει [= δε φτάνει, δεν αρκεί]· διπλό σώνει κι αβατζέρνει [= περισσεύει]», (Λ. 1298). – «Τον έκαμε να τρέχη και να μη σώνη [= να μη φθάνη εις τόπον τινά διά να σωθή]», (Β./Γλ. Κ. – χφ Γ, λ. σώνω). – «Σώνεις στο Δήμαρχο;» = ημπορείς να μεσιτεύσης εις τον Δήμαρχον περί τινος υποθέσεως και να φέρης αποτέλεσμα ευχάριστον; (Β./Γλ. Κ. – χφ Β, λ. σώνω). – «Του το ’σωσε» = του το είπε, του το πρόφτασε, το διέδωσε, του το «κάρφωσε». – «Στου χάρου τσι λαβωματιές βότανα δε χωρούνε· ούτε γιατροί που σώνουνε [= προφτάνουν], ούτ’ άγιοι που βοχτούνε» (Λ. 1280). – «Εσώθηκε ο …» = πέθανε ο …, (ΤΣ., λ. σώνομαι). – «Μου σώθηκε (το λάδι)» = μου τελείωσε (το λάδι), (Γ.Γ.-ΤΖ, σ. 422). – «Τα βάσανα τ’ ανθρώπου ποτέ δε σώνουνται [= δεν τελειώνουν]», (Λ. 1232). Όπως φαίνεται το ρήμα σώνω με τον καιρό πήρε αρκετές από τις σημασίες του ρήματος φτάνω και, επιπλέον, προσεταιρίστηκε τη σημασία του πεθαίνω (για κληρικούς κυρίως) και γενικότερα του τελειώνω.

VII. Ιδιαίτερη και αρκετά ενδιαφέρουσα κατηγορία συνιστούν τα ουσιαστικά, απλά και σύνθετα (43). Θα αναφέρουμε ενδεικτικές περιπτώσεις:

αίρεση (η) (= κακότροπη συνήθεια, ιδιοτροπία) (44) και κυρίως στον πληθυντικό αίρεσες (οι) < αίρεσις. – «Κάθε δόντι κι αίρεση», (Λ. 426). (45)

ακνιά (η) (= τεμπελιά, οκνηρία) < οκνία (= οκνηρία). – «Η ακνιά παιδί δεν κάνει, κι αν το κάμη, δεν προκόβει», (Λ. 814)

αλιάς (ο) (= ψαράς) < αλιεύς.

ανεμορριπή και κυρίως ανεμορπή (η) < άνεμος + ριπή.

– «Τσ’ ανεμορπής» = της κακιάς ώρας, (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. ανεμορπή).

– «Σύρε στην ανεμορριπή» = εξαφανίσου, (ΤΣ., λ. ανεμορπή). – «Πού στην ανεμορριπή ήσουνα;» = πού βρισκόσουν, σε ποιο άγνωστο μέρος ήσουν και δεν μπόρεσα να σε βρω; (ΤΣ., λ. ανεμορπή), ή «Πού στην ανεμορπή επήε;», (Β./Γλ. Κ. – χφ Γ, λ. ανεμορριπή). (46)

βούσυκο / βούσυκο (το) (= το μεγάλο σύκο) < βους (εκτός από την κυριολεκτική σημασία της η λέξη μεταφορικά σημαίνει καθετί το μεγάλο, το τερατώδες) (47) + σύκο. Στον Ησύχιο, ό.π., διαβάζουμε: βούσυκα = τα μεγάλα σύκα.

βρόχι (το) (= η θηλιά, η παγίδα για τη σύλληψη πουλιών) < βρόχος.

– «Χωρίς του Θεού βουλή, ούτε στο βρόχι το πουλί», (Λ. 1020).

γάνα (η) (= η μαυρίλα που προκαλεί η φωτιά στα μαγειρικά σκεύη) < γάνος (το) (= η λαμπρότητα, η στιλπνότητα) → γανόω = στιλβώνω, λαμπρύνω. Επισημαίνουμε εδώ την αλλαγή της σημασίας της λέξης: πρόκειται για την αντίθετη σημασία.

γυναικολάσι (το) (= το πλήθος των γυναικών) < γυνή + λάσιος (= πυκνός).(48) Η παραγωγική κατάληξη –λασι δηλώνει αφθονία. (49)

δομός (ο) (επικλινής έκταση χωραφιού που στο κάτω μέρος τα χώματα συγκρατούνται με φυσικό ή τεχνητό ύψωμα/ξερολιθιά) < δόμος (= σπίτι, δωμάτιο, μάντρα, τοίχος από πέτρες) < δέμω (= κτίζω, οικοδομώ).

δράγκα (η) (= η δράκα/δραξιά, η ποσότητα που περιέχεται σε μια χούφτα, μεταφορικά: η μικρή ποσότητα) < δράγμα (το) = δραξ (η) (= η ποσότητα που περιέχεται σε μια χούφτα) < δράσσομαι. – «Το κανάτι δεν έχει δράγκα [= ούτε σταγόνα] νερό», (ΤΣ., λ. δράγκα). (50)

είδουλο (το) (= η μικροκαμωμένη, συνήθως, γυναίκα) < είδωλον ή ειδώλιον (= το μικρό άγαλμα).

κακαδιά και κακαβιά (η) (= ασχήμια, κακομορφία) < κακόν + είδος. – «Τα πλούτια πάνε κι έρχονται κι η κακαδιά απομένει», (ΤΣ., λ. κακαδιά). (51)

κόθρος (ο) (= πλαίσιο κάθετο στην περίμετρο κυκλικής επιφάνειας, το στεφάνι του κόσκινου, του ταψιού, του φεγγαριού, η φλούδα του στρογγυλού τυριού, γενικότερα ο κύκλος) < κόθουρος (= για τους κηφήνες που είναι χωρίς κεντρί, χωρίς ουρά, ο κολοβός, αυτός που δεν έχει κέντρο) < κοθώ –ούς (η) (= βλάβη) + ουρά. (52) – «Έχεις γρόθο; Τρως κόθρο», (Λ. 705).

κούρος (ο) (= το κούρεμα των προβάτων) < κουρά. (53)

λαγγόνι (το) (= το πλευρό) < λαγών (η).

οργιό /οργιό (το) (= το ρίγος) < ρίγος (το), με προσθήκη ενός ο στην αρχή και εσωτερική μετάθεση του ι. Χρησιμοποιείται και ο τύπος ριο (το) < ρίγος με αποβολή του γ. (54)

ορμήνεια (η) (= η συμβουλή, η νουθεσία) < ερμηνεία.

παραστή (η) (= παραστάδα) < παραστάς –άδος (η). – «Να ’ξερ’ η πόρτα να ’λεε κι η παραστή να μίλιε [= να μιλούσε]», (Λ. 1381).

πέρονας (ο) (= χοντρό και μακρύ καρφί) < περόνη (η).

ποδόχι (το) (= πέτρινη γούρνα για τη συλλογή του μούστου κατά το πάτημα των σταφυλιών στο ληνό) < υποδοχή (η).

ποκάρι (το) (= δέσμη μαλλιών που προέρχεται από το κούρεμα προβάτου) < πόκος (ο) (= ακατέργαστο μαλλί προβάτου).

πορί (το) και ποριά (η) (= το πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος, και συγκεκριμένα η είσοδος στην αυλή του σπιτιού, η οποία κατασκευαζόταν με πέτρες) < πόρος (ο). (55)

ράπη (η) (= το στέλεχος του σταχιού που απομένει μετά το θερισμό) < ράπα (η) (= καλάμι), (56) και ραπίς (η) (= ραβδί).

ρέπεδο (το) (= τα καταγής πεσμένα συντρίμματα ενός ερειπίου) < ερείπιον + πέδον. (57) – «Δεν άφησε ρέπεδο» (= δεν άφησε ούτε τα συντρίμματα). – «Δεν του έμεινε ρέπεδο» (= τα έχασε όλα), (ΤΣ., λ. ρέπεδο).

σάψαλο (το) (= ο πολύ γέρος, ο σχεδόν άχρηστος) < σήψις (η).

σκαρδάκι (το) (= το αθώο παιδικό αλλά και ερωτικό σκίρτημα) < σκόρδαξ / κόρδαξ –κος (ο) (= άσεμνος χορός της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας // χορός με έντονες τις κινήσεις των χορευτών).

σκλήθρα (η) (= ακίδα, μικρό πελεκούδι ξύλου) < κλήθρα (η) (= είδος δένδρου). – «Κόκκινη τρίχα, διαόλου σκλήθρα», (Λ. 1181).

σταλός (ο) (= η στάνη των προβάτων, αλλά και κάθε σκιερό μέρος, όπου αναπαύονται τα πρόβατα) < στάλη (η) (= στάνη). (58) – «Πήαινε τα πρόβατα στο σταλό».

στάμα (το) (= πέτρα μες στη θάλασσα, όπου στέκονται οι ψαράδες, (ΤΣ., λ. στάμα), αλλά και ορισμένη ποσότητα ελαιόκαρπου για επεξεργασία στο λιτρουβιό)· αλλά και στάματα και στάμενα (= τα υπάρχοντα , η περιουσία) < ίστημι, θ. στα- / -«Των ακριβών [= των οικονόμων] τα στάματα, σε χαροκόπου [= σε σπάταλου] χέρια», (Λ. 861).

στέλλα (τα), στέλλες (οι) (= τα ξύλινα διχαλωτά υποστηρίγματα στα αμπέλια, (59) αλλά και τα ξύλα, με τα οποία στήριζαν τα σπασμένα κόκκαλα) < στέλιον (το), υποκοριστικό του αμάρτυρου στέλος (το) (= ο στελεός, η λαβή). (60)

στουβιά (η) (= μικρός ακανθώδης θάμνος // μεταφορικά: μαλλιά ακτένιστα και μπλεγμένα) < στοιβή (η).

σφαή (η) (= ο τράχηλος) < σφαγή (η) (: είχε και τη σημασία του τραχήλου, του μέρους δηλ. όπου έμπαινε το μαχαίρι για το σφάξιμο του θύματος).

VIII. Από τα επίθετα σημειώνουμε τις τέσσερις παρακάτω χαρακτηριστικές περιπτώσεις:

ακνός (= αδρανής, οκνηρός) < οκνός (= οκνηρός) < οκνώ (= αποφεύγω ή διστάζω λόγω φόβου, δειλίας ή οκνηρίας).

κάλοψος και το αντίθετο κάκοψος (= αυτός που βράζεται εύκολα ή δύσκολα – κυρίως για όσπρια) < καλός ή κακός + έψω (= βράζω).

ξελέστατος (= ο ατημέλητος στην ενδυμασία) < εξωλέστατος (με παραφθορά της λέξης)· εξώλης (= αυτός που έχει πάθει ολοκληρωτική καταστροφή, και μεταφορικά ο ολέθριος) < εκ + όλλυμι. (61)

χλιος (= χλιαρός, για υγρά) < χλιαρός < χλιαίνω < χλίω. – «Σ’ τσου είκοσι τραντάφυλλο, και σ’ τσου τριάντα ρόδο, και σ’ τσου σαράντα χλιο νερό, και σ’ τσου πενήντα μπόρα», (Λ. 371). (62)

  1. Πολύ ενδιαφέρον προκαλεί η πλούσια ποικιλία των επιρρημάτων. Αναφέρουμε κάποια παραδείγματα:

κάνε (= τουλάχιστο, έστω) < καν < και αν (= και αν ακόμη). – «Αν δεν έρθετε μαζή, έλα κάνε μονάχος σου», (ΤΣ., λ. κάνε). – «Δε μου το ’λεγες κάνε από πριν, να το ’χω υπ’ όψιν μου», (Π., λ. κάνε). – «Κάνε πρόβατα!» = (φράση για δήλωση ειρωνικού θαυμασμού) λίγα, όχι αξιόλογα πρόβατα, (ΤΣ., λ. κάνε).

καταποδού (= ακολουθώντας τα ίχνη, από πίσω) < κατά πόδας. – «Τον επήρανε καταποδού οι χωροφυλάκοι και δεν τον επροφτάνανε». (63)

μονιτάρως / μονιτάρου ή μονοτάρως / μονοτάρου (= ολότελα, εντελώς, διαμιάς) < μόνος + τορώς, επίρρημα του επιθέτου τορός –ά –όν (= διαπεραστικός, καθαρός, σαφής, πρόθυμος) < τείρω (= τρίβω, τρυπώ ‖ ταλαιπωρώ, βασανίζω). – «Έχω κουρλαθεί [= τρελαθεί] μονιτάρως». – «Για δες, σώθηκε [= τελείωσε] μονοτάρως το κρασί».

περικοπά (= από συντομότερο δρόμο) < περικόπτω. – «Πάμε για το χωριό περικοπά».

πικοιλιάς ή τση πικοιλιάς (= μπρούμυτα, πρηνηδόν) < επί + κοιλία. – «Τον εσμπαράρανε [= τον τουφέκισαν] κι εκείνος έπεσε τση πικοιλιάς». (64)

Ακολουθούν περιπτώσεις ουσιαστικών που λειτουργούν και ως επιρρήματα:

γόνα (το) (= γόνατο) < μεσν. γόνατον (το) < γόνυ (το). – «Η δουλειά πάει γόνα» = η δουλειά πηγαίνει πολύ καλά, προκόβει. (65) – « Χορός που επήε γόνα» = χόρεψαν πάρα πολύ. (66)

κλινάρι (το) (= κρεβάτι) < κλινάριον (το) < κλίνη (η). – «Αυτός είναι κλινάρι» = αυτός είναι στο κρεβάτι, είναι κλινήρης, κατάκοιτος λόγω αρρώστιας. – «Βάνω / ρίχνω κλινάρι» = γίνομαι πρόξενος αρρώστιας. – «Κάνω / πέφτω κλινάρι» = είμαι άρρωστος. (67)

Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι στην παραγωγή των επιρρημάτων συναντάμε την παραγωγική κατάληξη της αρχαίας ελληνικής –θεν με τη μορφή –θε, για να δηλωθεί η κίνηση από έναν τόπο:

πάνουθε (= από πάνω), κάτουθε (= από κάτω), μέσαθε (= από μέσα), εδεπάθενε (= από εδώ), (ε)κείθενε (= από εκεί), πουθενάθενε (= από πουθενά).

Τέλος, χαρακτηριστικές είναι οι παρακάτω επιρρηματικές φράσεις:

για πινομή (= για χάρη κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, για να ευχαριστήσω κάποιον) < πινομή (η) < επώνυμον. – «Ήρτα για πινομή σου» = ήρθα για χάρη σου. (68)

όντες κι όντες (= πραγματικά) < όντως και όντως. (69) – «Εκείνος είναι όντες κι όντες για καλόγηρος», είναι δηλαδή κατάλληλος να περιβληθεί το μοναχικό σχήμα, (Β./Γλ. Κ. – χφ Β).

καλιά μου, σου του, μας, σας, τους – η φράση συνεκφέρεται με ρήματα που δηλώνουν κίνηση (70) – (= πηγαίνω σπίτι μου, φεύγω, αποχωρώ)· καλιά < καλιά (η) / καλιάς –δος (η) / καλιός (ο) (= καλύβα, ξύλινη κατοικία, δεσμωτήριο, φωλιά, κοτέτσι) < κάλον (το) (= ξύλο). (71) – «Πήαινε καλιά σου» = φύγε. – «Πάμε καλιά μας» = πάμε σπίτι μας, αποχωρούμε. – «Αυτός πήε καλιά του» (= αυτός έφυγε, αποχώρησε, ή μεταφορικά: καταστράφηκε, ή πέθανε). (72)

Οι λεξιλογικοί αρχαϊσμοί, που παραπάνω αναφέραμε, πιστοποίησαν, νομίζουμε, ότι, παρά τους αιώνες που πέρασαν και τους εχθρούς που κατέκτησαν την Κεφαλονιά, η γλώσσα του λαού κράτησε σοβαρά και ποικίλα στοιχεία της αρχαίας εποχής. Με άλλα λόγια, η λαϊκή γλώσσα αποδεικνύει και στη συγκεκριμένη περίπτωση την εσωτερική συνοχή του παλαιού και του νέου πληθυσμού αυτής της γεωγραφικής ενότητας. Το θέμα, πάντως, αυτό απαιτεί βαθύτερη μελέτη και έρευνα και σε άλλες παραμέτρους του.

Και κλείνουμε με τις εξής δύο διαπιστώσεις:

  • α) πράγματι παρατηρείται μια ποικιλία στα αρχαιοπινή λεξιλογικά στοιχεία του κεφαλονίτικου ιδιώματος, τα οποία βέβαια έχουν προσαρμοστεί μορφολογικά και φωνολογικά στις απαιτήσεις του τοπικού ιδιώματος, και
  • β) οι περισσότερες, ωστόσο, από τις παραπάνω λέξεις έχουν σήμερα περιορισμένη έως μηδενική χρήση από τις νεότερες γενιές, καθώς διανύουμε, κατά τον Νικ. Ανδριώτη, την «περίοδο ισοπέδωσης» των διαλέκτων και ιδιωμάτων μέσα από την απορρόφησή τους από τη Νεοελληνική Κοινή. (73) Φαίνεται πως εκείνος ο δρόμος, που τα αρχαία χρόνια σκέπασε το διαλεκτικό πλούτο της αρχαιοελληνικής γλώσσας, για να αναδείξει την Ελληνιστική Κοινή και κατεπέκταση τη Βυζαντινή Κοινή, «ξαναπερπατιέται» στα δικά μας τα χρόνια, μέσα προφανώς σε άλλες τώρα συνθήκες, για να αποδυναμώσει τις νεοελληνικές διαλέκτους και τα νεοελληνικά ιδιώματα, που προέκυψαν μέσα από τη διαφοροποίηση της Βυζαντινής Κοινής, και συγχρόνως να στηρίξει τη Νεοελληνική Κοινή.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

  1. Βλ. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης / Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδ. Μ. Ζ. Κοπιδάκης, «Ελληνιστική Κοινή», Χρ. Χαραλαμπάκης, «Γένεση και πηγές της Κοινής», και ο ίδιος, «Κοινή και διάλεκτοι», στον τόμο Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, επιστημονική επιμέλεια Μ. Ζ. Κοπιδάκης, έκδοση του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1999, σσ. 84-93, 94-95 και 96-97 αντίστοιχα.

 

Βλ. Αγαπητός Τσοπανάκης, Συμβολές στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1983, τόμ. 1, σσ. 242, 346, τόμ. 2, σσ. 337, 365 κ.α.• Νικόλαος Γ. Κοντοσόπουλος, «Τι μένει από τις αρχαίες διαλέκτους στα νεοελληνικά ιδιώματα», ΜΕΓ, τόμ. 8 (1987), σσ. 109-121• Ι. Κ. Προμπονάς, «Αρχαία διαλεκτικά στοιχεία σε νεοελληνικά ιδιώματα. Ι. Αποκοπή των προθέσεων ανά, κατά, παρά», Λακωνικαί Σπουδαί, τόμ. 10 (1990), σσ. 71-76• ο ίδιος, «Αρχαίες διαλεκτικές λέξεις στα σημερινά ιδιώματα της Μακεδονίας», Παρνασσός, τόμ. 35 (1993), σσ. 490-497• και φυσικά βλ. N. Andriotis, Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten, Wien 1974.

Βλ. Carl Darling Buck, The Greek Dialects. Grammar, Selected Inscription, Glossary, Τhe University of Chicago Press, Chicago 1955, σσ. 12, 177-178. Πρβλ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης, Συνοπτική ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας (με εισαγωγή στην ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία), Αθήνα 1985, σσ. 95-98, όπου οι τρεις απόψεις για την ταξινόμηση των αρχαιοελληνικών διαλέκτων. Βλ. επίσης Μαριάννα Μαργαρίτη-Ρόγκα, «Δωρική διάλεκτος», στο Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, ό.π., σ. 32.

Βλ. Α. Σ. Αρβανιτόπουλος, Επιγραφική, τχ. 1ον, εν Αθήναις 1937, σσ. 50, 97• Margherita Guarducci, Η ελληνική επιγραφική από τις απαρχές ώς την ύστερη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο, μτφρ. Κ. Κουρεμένος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2008, σ. 80.

Δεν έχει μελετηθεί με επάρκεια και σε βάθος το κεφαλονίτικο ιδίωμα, όπως και τα υπόλοιπα επτανησιακά ιδιώματα. Σημειώνουμε εδώ τις μέχρι σήμερα σχετικές με το κεφαλονίτικο και ιθακησιακό ιδίωμα μελέτες αλλά και εκείνες που κάνουν λόγο γενικά για τα επτανησιακά ιδιώματα: Γιώργος Αλισαντράτος [= Γ. Γ. Αλισανδράτος], «Το Κεφαλωνίτικο ιδίωμα», Νέα Εστία, 17 (1935), σσ. 343-344• Γιώργος Γ. Αλισανδράτος, «Πρόταση για ένα Λεξικό των ιδιωματισμών της Επτανησιακής Λογοτεχνίας και της αντίστοιχης Δημώδους Γραμματείας», Πρακτικά ΣΤ΄ Διεθνούς Πανιονίου Συμποσίου, (Ζάκυνθος, 23-27 Σεπτεμβρίου 1997), τόμ. 4, έκδοση Κέντρου Μελετών Ιονίου και Εταιρείας Ζακυνθιακών Σπουδών, Αθήνα 2004, σσ. 193-200• Διον. Α. Ζακυθηνός, «Κεφαλληνίας ιστορικά και τοπωνυμικά», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος ΣΤ΄, (1929), σσ. 183-202• Χρυσούλα Καραντζή-Ανδρειωμένου, «Χαρακτηριστικά των επτανησιακών ιδιωμάτων (με βάση αρχειακό υλικό του Ι. Λ. Ν. Ε.)», Πρακτικά Συνεδρίου «Πηγές Επτανησιακής Φιλολογίας (1500-1940)», (Κεφαλονιά, 28-30 Οκτωβρίου 2006), έκδοση της Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, Αργοστόλι 2008, σσ. 105-126• Νικόλαος Γ. Κοντοσόπουλος, «Κεφαλληνιακά εθνικά ονόματα», Ονόματα, τόμ. 8 (1983), σσ. 39-43• ο ίδιος, «Επτανησιακά γλωσσογεωγραφικά. Ανάγκη περιγραφής και συγκριτικής εξετάσεως των επτανησιακών ιδιωμάτων», Λεξικογραφικόν Δελτίον, 15 (1985), σσ. 61-67• ο ίδιος, Διάλεκτοι και ιδιώματα της Νέας Ελληνικής, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000, σσ. 67-72 (:«Τα επτανησιακά ιδιώματα»)• ο ίδιος, «Πελοποννησιακό και Επτανησιακό ιδίωμα», στον τόμο Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας, επιστημονική επιμέλεια Μ. Ζ. Κοπιδάκης, έκδοση του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, Αθήνα 1999, σσ. 198-199• Νικόλαος Λιβαδάς, «Καθορισμός της ορθής γραφής και της σημασίας των εν Κεφαλληνία επωνύμων», Παγκεφαλληνιακόν Ημερολόγιον, 1938, σσ. 243-251• Παναγής Λορεντζάτος, «Η ανάμειξις και φωνητικά τινά φαινόμενα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», Αθηνά, τόμ. 16 (1904), σσ. 189-223• ο ίδιος, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», Αθηνά, τόμ. 25 (1913), σσ. 209-254• Σίμος Μενάρδος, «Περί των τοπικών επιθέτων της Νεωτέρας Ελληνικής – Τοπικά Τήνου και Κεφαλληνίας», Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών, έτος Δ΄, (1927), σσ. 332-341• Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης), Τοπωνυμικόν της νήσου Ιθάκης και επώνυμα Ιθακησίων, Εκδοτικό Τυπογραφείο, Αθήναι 1959• Χ. Γ. Πατρινέλης, «Κεφαλονίτικα επώνυμα – Ετυμολογικά και ιστορικά σχόλια», Κεφαλληνιακά Χρονικά, τόμ. 8 (1999), Αφιέρωμα στον Γεώργιο Γ. Αλισανδράτο, σσ. 172-175• Μαρία Ραυτοπούλου, «Το ιδίωμα της Ιθάκης: περιγραφή και σχόλια», Κυμοθόη, τχ. 10-11, σσ. 147-176• Μανόλης Α. Τριανταφυλλίδης, Νεοελληνική Γραμματική, τόμ. Α΄: Ιστορική εισαγωγή, Αθήνα 1938, σσ. 238-240 (:«Εφτανησιώτικα [ιδιώματα])• Ηλίας Τσιτσέλης, Συλλογή ονοματοθεσιών της νήσου Κεφαλληνίας μετά ιστορικών, τοπογραφικών και αρχαιολογικών σημειώσεων», εν Αθήναις 1877• Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, «Περί των εν Κεφαλληνία πατρωνυμικών εις –άτος», στο Γλωσσολογικαί έρευναι, τόμ. Α΄, έκδοση Ακαδημίας Αθηνών, εν Αθήναις 1980, σσ. 303-310.

Οι παρουσιαζόμενες, στη συνέχεια, λέξεις προέρχονται από αυτοτελή κεφαλονίτικα και κάποτε ιθακησιακά (αφού είναι σχεδόν κοινό το λεξιλογικό υλικό) γλωσσάρια, τα οποία παραθέτουμε κατά σειρά χρονολογική της έκδοσής τους: Ηλίας Α. Τσιτσέλης, «Γλωσσάριον Κεφαλληνίας», στα Νεοελληνικά Ανάλεκτα του «Παρνασσού», τόμ. Β΄ (1874-1876), (φωτογραφική ανατύπωση από το Βιβλιοπωλείο Διον. Ν. Καραβία, Αθήνα 1996)• Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης), Η γλώσσα της Ιθάκης. (Συλλογή γλωσσικού υλικού), Αθήνα 1950• Νίκος Δομένικος, Κεφαλονίτικοι ιδιωματισμοί (Λεξιλόγιο), εκδ. ΟΔΕΒ, Αθήνα 1982• Ρίτα Τσιντίλη-Βλησμά, Απ’ την παλιά κασέλλα, τόμ. Γ΄: Ιδιωματικό Λεξικό της Ιθάκης, εκδ. «Φήμιος»-Δημοτικές πολιτιστικές εκδηλώσεις Ιθάκης, Αθήνα 1997, (συντομογραφικά: ΤΣ.-ΒΛ.)• Διονύσης Ι. Πανταζάτος, Για να μη σβύσει η παλιά κεφαλονίτικη και θιακιά ντοπιολαλιά, χ.τ.έ. 2000, (συντομογραφικά: Π.)• Ηλίας Α. Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Γ΄: Γλωσσικά – Λαογραφικά (Από τα κατάλοιπα του συγγραφέα), γενική επιμέλεια Γεώργιος Ν. Μοσχόπουλος, Αθήνα 2003, (συντομογραφικά: ΤΣ.)• Σπύρος Γ. Γασπαρινάτος, Μαίρη Γασπαρινάτου-Τζουγανάτου, Γλωσσάριο και ιδιωματικές εκφράσεις της Κεφαλονιάς, Αθήνα 2004, (συντομογραφικά: Γ. Γ.-ΤΖ.)• Στάμος Βεντούρας, Κώστας Παΐζης, Γλώσσα και Λαογραφία της Ιθάκης, [περιλαμβάνει γλωσσάρι, ιδιωματικές φράσεις καθώς και γλωσσικές παρατηρήσεις], έκδοση Ένωσης απανταχού Ιθακησίων και Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κεφαλληνίας – Ιθάκης, Αθήνα 2007.

Για τις ομηρικές (ομ.) λέξεις λάβαμε υπόψη μας τα λεξικά: Ι. Πανταζίδης, Λεξικόν Ομηρικόν, εν Αθήναις 1921, και Π. Λορεντζάτος, Ομηρικόν Λεξικόν, Θεσσαλονίκη 1925.

Η παρένθεση παραπέμπει στο βιβλίο του Δημ. Σ. Λουκάτου, Κεφαλονίτικα γνωμικά, Αθήναι 1952, που περιλαμβάνει κεφαλονίτικες γνωμικές παροιμίες, και ο αριθμός δηλώνει την (αριθμητική) σειρά που η παροιμία έχει στο βιβλίο.

Βλ. Η. Α. Τσιτσέλης, Συλλογή ονοματοθεσιών της νήσου Κεφαλληνίας …, ό.π., σ. 24• ο ίδιος, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. 3, ό.π., σ. 166, σημ. 6: «Λάσις, μέρος πυκνώς πεφυτευμένον εν Κραναία».

Πρόκειται για τον πιο ισχυρό δωρισμό, που άντεξε στο χρόνο, γιατί ήδη από τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια ακόμη και στις δωρικές περιοχές της Πελοποννήσου «τα δωρικά είχον πλέον εκφυλισθή», Σίμος Μέναρδος, Εξέλιξις και προφορά της Ελληνικής. Τέσσερα οξφορδιανά μαθήματα, μτφρ. Ελένη Νικολακοπούλου, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Πατρών, Πάτρα 1998, σ. 63.

Ο Π. Λορεντζάτος, «Η ανάμειξις και φωνητικά τινά φαινόμενα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π., σσ. 217-218, αποδέχεται τη διατήρηση του δωρικού («αιολικού» κατά τον Λορεντζάτο) α μόνο σε κύρια τοπωνυμικά ονόματα (βλ. παρακάτω γι’ αυτά) και όχι σε προσηγορικά του κεφαλονίτικου ιδιώματος.

Βλ. G. Ν. Hatzidakis, Einleitung in die neugriechische Grammatik, Leipzig 1892, σ. 99• Η. Α. Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα., ό.π., στο λ. ακουά και ακουγά, και σημ. 2 στην ίδια σελίδα.

Ο Παναγιώτης Βεργωτής στο (ανέκδοτο) Γλωσσάριον Κεφαλληνίας, (βλ. Πέτρος Πετράτος, «Το Γλωσσάριον Κεφαλληνίας (1891/1892) του Παναγιώτη Βεργωτή», Πρακτικά του Η΄ Διεθνούς Πανιονίου Συνεδρίου (Κύθηρα,21-25 Μαΐου 2006), τόμ. IV Β, έκδοση Εταιρείας Κυθηραϊκών Μελετών, Κύθηρα 2009, σσ. 246-264), έχει καταγράψει τη λ. μποχάς (ο) = ο ψαράς που ψαρεύει με την μπόχα. (Συντομογραφικά: Β./Γλ. Κ.- χφ Γ). – Σημειώνουμε ότι στη νεοελληνική μπόχα σημαίνει τη δυσάρεστη οσμή.

Για τη σημασία των αρχαιοελληνικών λέξεων χρησιμοποιούμε το Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, των H. Liddell και R. Scott, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, χ.τ.έ. και χ.χ.

Βλ.G. Ν. Hatzidakis, ό.π. • Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. αναπνογά

Βλ. Πέτρος Πετράτος, «Από τον Ηρακλή στο Δράκοντα. Αράκλι και Στενό του Πόρου», Πρακτικά «Συνεδρίου για τα Γράμματα, την Ιστορία και την Λαογραφία της περιοχής των Πρόννων», (Πόρος Κεφαλονιάς, 8-11 Σεπτεμβρίου 2005), Πόρος-Κεφαλονιά 2007, σσ. 379-380. Βλ. επίσης Η. Α. Τσιτσέλης, Συλλογή ονοματοθεσιών της νήσου Κεφαλληνίας …, ό.π., σ. 10. Ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 216, ισχυρίζεται ότι το αρχικό Α προήλθε από αφομοίωση προς το α του άρθρου τα: το Ράκλι (στη λαϊκή του εκφώνηση), τα Ρακλεισιάνικα, το Αρακλεισιάνικο, και από εκεί το Αράκλι.

Βλ. Π. Γ. Καλλιγάς, «Ιερό Δήμητρας και Κόρης στην Κράνη Κεφαλλονιάς» Αρχαιολογική Εφημερίς, 1978, σ. 138. Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., σ. 23, αναφέρει και άλλες ετυμολογικές προσσεγγίσεις: από το «κράνη = τόξον όπερ και επί νομισμάτων φέρεται», από το «κραναή διά το τραχύ του εδάφους» ή από το γιο του Κέφαλου Κράνιο.

Στο Γλωσσάριον Κεφαλληνίας – χφ Γ, του Παν. Βεργωτή διαβάζουμε τη λ. λανός (ο) = δεξαμενή τετράγωνος ασκεπής για πότισμα κυρίως ζώων.

Συναντάμε στην Κεφαλονιά μια κατηγορία τοπωνυμίων θηλυκού γένους καταληκτικών σε –ού, όπως π.χ. Γραδού, Δριμού, Κριτονού, Λανού, Λαχού (αλλά συναντιέται και το τοπωνύμιο Λαχοί, οι) Μολού, Ποθού, κ.λπ. Στην αρχαιοελληνική με την κατάληξη σε –ούς σχηματίζονταν τοπωνυμικά περιεκτικά (πρβλ. Αλιμούς, Μαραθούς, Φοινικούς, Ψαμμαθούς κ.λπ.). Προφανώς τα παραπάνω κεφαλονίτικα σε –ού έχουν την ίδια παραγωγική διαδικασία και σημασία με τη διαφορά ότι έχει εκπέσει το τελικό -ς. Ποθού, για παράδειγμα, σημαίνει τον τόπο με τους πολλούς πόθους• στην αρχαιοελληνική πόθος (ο) είναι (εκτός από την επιθυμία κ.λπ.) κάποιο φυτό (βλ. Ησυχίου του Αλεξανδρέως [Ησ.] Λεξικόν, αναστατική έκδοση από τις εκδ. Γεωργιάδη, [Αθήνα] 1975, λ. πόθος), που το φύτευαν στους τάφους (βλ. H. Liddell και R. Scott, ό.π., στο λ. πόθος, περίπτωση III). Δεν είναι ίσως τυχαίο που στην Ποθού (στην επαρχία Παλικής) έχει εντοπιστεί αρχαίο νεκροταφείο.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 217: «[…] εκτείνεται κοιλάς το σχήμα ληνού έχουσα, Λανού καλουμένη. Εμός φίλος μ’ εβεβαίωσεν ότι ερωτήσας ποτέ τινά των αγροτών, διά τι άρα γε ούτως η κοιλάς ωνομάσθη, ήκουσε την ετυμολογίαν ταύτην (Δε βλέπεις πούναι σα ληνός;)». Και το περίεργο είναι ότι το προσηγορικό όνομα λανός δε συναντιέται στο κεφαλονίτικο ιδίωμα, ενώ υπάρχει τοπωνύμιο Παλιάληνο (το). Στη γειτονική Ιθάκη συναντάμε τα τοπωνύμια Λανός (ο) αλλά και Παλιοληνός (ο), βλ. Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης), Τοπωνυμικόν της νήσου Ιθάκης και επώνυμα Ιθακησίων, Εκδοτικό Τυπογραφείο, Αθήναι 1959, σσ. 54, 67. Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., σ. 24, ετυμολογεί τη λέξη από τα ομηρικά λάχνος (ο) = λάχνη (η) (= τρίχωση) και λαχνήεις –εσσα –εν (= δασύτριχος, δασύφυλλος).

Βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., και Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., σ. 27. Ο Σ. Μέναρδος, ό.π., σ. 63, αναφέρει το κεφαλονίτικο αυτό τοπωνύμιο ως ένα από τα λίγα στη σύγχρονη Ελλάδα τοπωνύμια, που διασώζουν το δωρικό α.

Το τοπωνύμιο αυτό συναντιέται και στην αρχαιότητα: στην Αττική και την Αρκαδία με τους τύπους Φήγεια, Φηγαιά, Φηγούς (βλ. Στέφ. Βυζάντ., Εθνικά, σ. 663) και Φηγία (Παυσαν. 8,24,2). Στην Ιθάκη συναντάμε το τοπωνύμιο Φυγάλια (τα), βλ. Σπύρος Ν. Μουσούρης (Φώτος Γιοφύλλης), ό.π., σ. 86, όπου λαθεμένα, νομίζουμε, γράφεται η λέξη με υ, ενώ το σωστό θα ήταν με η: ετυμολογική συσχέτιση με τη λ. φηγός. Αξίζει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο Νίκος Δομένικος, ό.π., έχει καταγράψει τη λ. φάως = βελανιδιά. Η γραφή με ω δεν είναι, νομίζουμε, σωστή. Γι’ αυτό, ίσως, αναρωτιέται για τη σημασία της λ. ο Δ. Πανταζάτος, ό.π., ο οποίος την «αντιγράφει» στο δικό του γλωσσάρι. Κανονικά πρέπει να γραφτεί με ο, καθώς η λ. σίγουρα προέρχεται από την αρχαία λ. φαγός / φηγός μέσα από τη διαδικασία της παραφθοράς: φάος < φαός < φαγός (δωρισμός) < φηγός. Εξάλλου, στην Κεφαλονιά συναντάμε το τοπωνύμιο Φάγος. Η ετυμολόγηση της λ. Φαγιάς από την τουρκική αγάς με παραφθορά της τελευταίας από τους Έλληνες και Αλβανούς πρόσφυγες, που εγκαταστάθηκαν στο νησί, την οποία υποστηρίζει η Νίκη Ευθυμιάτου –Κατσούνη, «Περί του τοπωνυμίου Φαγιάς», στο Αφιέρωμα στον Εθνικό Δρυμό Αίνου, έκδοση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κεφαλονιάς και Ιθάκης, [Αργοστόλι] 1998, σσ. 54-59, δεν φαίνεται πειστική.

Το κεφαλονίτικο αμά έχει και τη σημασία του «αλλά», αλλά στην περίπτωση αυτή το αμά προέρχεται από το ιταλικό ma, όπως σωστά υποστηρίζει ο Η. Α. Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, ό.π., λ. αμά, και επομένως αυτό το αμά = αλλά, είναι άλλη, ομόηχη, προφανώς, λέξη.

Η φωνητική εξέλιξη του υ ήταν από το u στο ι, βλ. Σ. Μέναρδος, ό.π., σ. 22.

Ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 219, αναφερόμενος στην περίπτωση αυτή του ου = u δεν περιορίζεται μόνο σε λέξεις που περιλαμβάνουν το υ αλλά επεκτείνει το φαινόμενο και σε λέξεις με ω (π.χ. ζούδιο αντί ζώδιο) ή με η (π.χ. ζουμιά αντί ζημιά).

«Είναι κρούσταλλο» με τη σημασία του πάρα πολύ ψυχρού, βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 219• «εγίνηκε κρούσταλλο», δηλαδή ο πεθαμένος είναι ήδη παγωμένος, (ΤΣ., λ. κρούσταλλον).

Μαρτουρεύω σημαίνει ταλαιπωρώ, τυραννώ κάποιον, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούνται και οι λέξεις μάρτυρας και μαρτυράω με τις γνωστές σημασίες τους.

Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. πορτοθουρίζω, θεωρεί άγνωστο το δεύτερο συνθετικό του ρήματος, αν και στο χειρόγραφο είχε σημειώσει αρχικά: «θύρα ή μάλλον θρους, θροέω». Εμείς πιστεύουμε ότι πρώτο συνθετικό είναι το πόρτα (ιταλικής προέλευσης) και δεύτερο το θύρα (ελληνικής προέλευσης). Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο στη νεοελληνική που και τα δύο συνθετικά μιας λέξης αποδίδουν την ίδια έννοια. Αυτό γίνεται, για να τονιστεί σε υπερθετικό βαθμό αυτό που δηλώνει η νέα, σύνθετη λέξη.

Σημειώνουμε στο σημείο αυτό ότι το κεφαλονίτικο ιδίωμα διασώζει επιπλέον κάποιους μορφολογικούς αρχαϊσμούς, όπως π.χ. κρατάει στον αόριστο το ρηματικό χαρακτήρα κ αντί για το σ της Νεοελληνικής: άφηκα, έδωκα κ.λπ.

Τις σημασίες αυτές βλ. Χριστόφ. Γ. Λάζαρης, Τα Λευκαδίτικα. Ετυμολογικόν και ερμηνευτικόν λεξιλόγιον των γλωσσικών ιδιωμάτων της νήσου Λευκάδος, Ιωάννινα 1970, στο λ. γιώνω.

Για τη σημασία και την ετυμολογία της λ. ιός βλ. H. Liddell και R. Scott, ό.π., Ησ., ό.π., και Thomas Gaisford S. T. P., Etymologicon Magnum Lexicon, φωτοτυπική ανατύπωση από τις εκδ. Πελεκάνος, [Αθήνα] 2000, στο λ. ιός.

Το τελευταίο βλ. Π. Λορεντζάτος, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π., σ. 227. Της ίδιας ετυμολογικής οικογένειας είναι και το ουσιαστικό γιότισσα (ορθά: γιώτισσα) = ο αιφνίδιος από αποπληξία ή συγκοπή θάνατος. Σημειώνουμε τη φράση «Επήε να μόρτει γιότισσα» (για κακή αγγελία ή φόβο) (ΤΣ., λ. γιότισσα), και την κατάρα «Να σώρτη / να σε πιάσει γιότισσα» (ΤΣ., Π., λ. γιότισσα).

Βλ. και Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., σ. 172, σημ. 1.

Βλ. στον Ησύχ., ό.π., λαγγεύει = φεύγει.

Οι λεξικογράφοι του κεφαλονίτικου ιδιώματος, ενώ δεν έχουν καταχωρίσει το συγκεκριμένο ρήμα – μόνο στο Ρ. Τσιντίλη-Βλησμά, ό.π., το βρίσκουμε – ωστόσο καταγράφουν τη μετοχή μελιασμένος = αυτός που νιώθει στα μέλη του, στο σώμα του ατονία (Π., Γ.Γ.-ΤΖ). Για το μελιάζω βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 215.

Βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 231.

Κατά τον Παν. Βεργωτή, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας – χφ Γ, πιτίζω σημαίνει «βρέχω τι με λεπτές ρανίδες».

Βλ. Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 228.

Σημειώνουμε εδώ την υπέροχη σύνθετη κεφαλονίτικη λέξη ανεμορπή < άνεμος + ριπή. Ο Π. Λορεντζάτος, «Ετυμολογικά και σημασιολογικά», Αθηνά, τόμ. 29 (1917), σσ. 162-163, καταγράφει τη λ. ριπιστής = σπάταλος.

Μόνο ο Δ. Ι. Πανταζάτος, ό.π., έχει καταχωρίσει αυτή τη λέξη. Ο Π. Λορεντζάτος, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π., σ. 216, υποστηρίζει ότι το αρχικό σ- προέκυψε από τα συγγενικά σημασιολογικά ρήματα σαπίζω και σέπομαι. Έχει, ωστόσο, καταγράψει τη φράση: «Σαρμοτρώει το τυρί / το ξύλο» = σαπίζει το τυρί / το ξύλο.

Διευκρινίζει, μάλιστα, ο Παν. Βεργωτής: «Με ρήματα κινήσεως και οι παλαιοί εξέφραζαν την έννοιαν του πρέποντος• προσήκω, καθήκω (καθήκον)».

Βλ. Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. σκάρος.

Για τα σύνθετα – ρήματα, ονόματα και επιρρήματα – βλ. την εξαίρετη μελέτη του Π. Λορεντζάτου, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π.

Πολύ σωστά εξηγεί ο Φαίδων Ι. Κουκουλές, Διά της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού βίου, εν Αθήναις 1922, σσ. 31-32, ότι η αρχαιοελληνική λ. αίρεση πήρε τη σημασία της «ιδιοτροπίας» κατά την εποχή των χριστιανικών αιρέσεων• έτσι, «εν Λακωνική, Αρκαδία, Ζακύνθω, Κεφαλληνία και αλλαχού αίρεσιν καλούσι την ιδιοτροπίαν καθ’ όλου, αιρετικόν τον ιδιότροπον […]».

Συνώνυμη της λέξης είναι το ρέσεμα < αιρέσεμα < αίρεσις: «Τα χάδια φέρνουνε ρεσέματα», (Λ. 437).

Ο Παν. Βεργωτής, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας – χφ Δ, έχει καταγράψει το επίθετο ανεμορρίπητος = «ερριμμένος από τον άνεμον, εκείνος τον οποίον εσυνεπήρεν ο άνεμος. Συνήθως εις την φρ[άσιν] επήε ανεμορρίπητος».

Βλ. H. Liddell και R. Scott, ό.π., στο λ. βούπαις (< βους + παις) = μεγάλο παιδί, και Ι. Πανταζίδης, ό.π., στο λ. βοώπις (< βους + ωψ) = αυτή που έχει βλέμμα βοδιού, δηλ. σταθερό και ήρεμο βλέμμα, ή αυτή που έχει μάτια βοδιού, μεγαλομάτα. Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα συναντάμε τη λ. στο νεότερό της τύπο: βουγδομάτης = «ο έχων εξέχοντας μεγάλους οφθαλμούς», (ΤΣ., λ. βουγδομάτης).

Ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σ. 212, θεωρεί ως δεύτερο συνθετικό της λέξης το έλασις.

Πρβλ. παπαδολάσι = πλήθος παπάδων, βριολάσι = πολλές και βαριές βρισιές.

Ο Δ. Ι. Πανταζάτος, ό.π., στο λ. δράγκα, έχει καταγράψει τη λ. δραγκωμένος = «ο σφιχτοχέρης, ο τσιγκούνης).

Χρησιμοποιείται και σε επιθετική μορφή: κακαδιός και κακαβιός –ιά –ιό: «Αν πάρης χίλια πέρπερα [= τα βυζαντινά υπέρπυρα, νομίσματα] και κακαβιά γυναίκα, τα χίλια πέρπερα πετούν κι η κακαβιά σού μένει», (Λ. 310).

Βλ. H. Liddell και R. Scott, ό.π., στα λλ. κόθουρος, κόλουρος, και Ησύχ., ό.π., στα λλ. κοθούριν, κόθουρος, κοθώ.

Συνεκδοχικά σημαίνει και τη χρονική περίοδο του κούρου: «Στον κούρο [= την εποχή του κούρου] θα σε πληρώσω», (ΤΣ., λ. κούρος).

Βλ. Π. Λορεντζάτος, «Ανάμειξις …», ό.π., σ. 220.

Βλ. τις σύνθετες λέξεις: πορόκλι (το) (= εκείνο το κατασκεύασμα, εκείνο το αντικείμενο με το οποίο κλείνω την είσοδο• πρόκειται κυρίως για το καπάκι, το κάλυμμα, με το οποίο κλείνουμε το φούρνο) < πόρος + κλείω, και ποροπιάνω (= πιάνω, ασφαλίζω, κλείνω πρόχειρα την είσοδο) < πόρος + πιάνω.

Βλ. Ησύχ., ό.π., στο λ. ράπα = καλάμι.

Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., θεωρεί ότι η λ. είναι σύνθετη από ρέω + πέδον.

Βλ. Ησύχ., ό.π., στο λ. στάλη = στάνη.

Τα στέλλα λέγονται και στελάρια αλλά και πουντέλια (τα) < ιτ. pedule.

Στον Ησύχ., ό.π., υπάρχει το λ. στάλικες (= οι στήλες, οι πάσσαλοι), απ’ όπου προφανώς προέρχεται το κεφαλονίτικο σταλίκια (τα) (= τα ξύλινα δίποδα των χωριάτικων κρεβατιών)• βλ. «Το Μάρτη ξύλα φύλαε, μην κάψης τα σταλίκια», (Λ. 18).

Ο Γεράσιμος Χυτήρης, Κερκυραϊκό Γλωσσάρι. Ακατάγραφες και δίσημες λέξεις, Κέρκυρα 1992 (2η έκδοση), στο λ. ξελλέστατος, θεωρεί ότι η λέξη, που στο κερκυραϊκό ιδίωμα σημαίνει τον ανήσυχο, ζωηρό, ανυπότακτο, σχετίζεται ετυμολογικά με το επίθετο έξαλλος, γι’ αυτό και τη σημειώνει με διπλό λ. Αντίθετα, ο Χριστόφ. Γ. Λάζαρης, ό.π., στο λ. ξελέστατος, παρ’ όλο που σημειώνει την ίδια παραπάνω σημασία, ετυμολογεί τη λέξη από το εξωλέστατος.

Η παροιμία αναφέρεται στην ηλικία της γυναίκας.

Βλ. Π. Λορεντζάτος, «Τα σύνθετα εν τω κεφαλληνιακώ ιδιώματι», ό.π., σ. 252. Αναφέρουμε παρόμοιας κατάληξης επιρρήματα σε –ου: μπρολαβού (= προηγουμένως) < προλαβόντως, ξελά(γ)κου (= με καταδίωξη) < εκ [= ξε]+ λακίζω («τον πήρανε ξελάκου = τον απομάκρυναν καταδιώκοντάς τον), κ.ά. Βλ επίσης το περιγιαλού (= στο περιγιάλι): «Οπού θα ταξιδέψη, περιγιαλού θα κάτση», (Λ. 1310).

Βλ. ό.π., σ. 253. Αναφέρουμε και τα συνώνυμά του: πίστομα ή ταπίστομα < επί + στόμα, και πίμυτα < επί + μεσν. μύτη, βλ. Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στα λλ. ταπίστομα, πίμυτα.

Βλ. Π. Λορεντζάτος, «Ετυμολογικά και σημασιολογικά», ό.π., σ. 159.

Βλ. Ρίτα Τσιντίλη-Βλησμά, ό.π., σ. 156, στη φράση «Επήε γόνα».

Βλ. τα όσα αναφέρει γενικότερα για την επιρρηματική χρήση του ουσιαστικού κλινάρι ο Π. Λορεντζάτος, ό.π., σσ. 160-161.

Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. πινομή, αναφέρει, επιπλέον, ότι η φράση «η πινομή σου» χρησιμοποιείται αντί του «εσύ» για λόγους λεπτότητας ή ευγένειας• κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τη φράση «η αφεντιά σου» = εσύ, βλ. ό.π., στο λ. αφέντης.

Ο Παν. Βεργωτής, Γλωσσάριον Κεφαλληνίας – χφ Β, στο λ. όντες κι όντες, σημειώνει: «Η επανάληψις [όντες κι όντες] δηλοί την υπερθετικήν έννοιαν του όντως, ως να ελέγαμεν, πραγματικότατα».

Ο Η. Α. Τσιτσέλης, ό.π., στο λ. καμιλιά, σημειώνει ότι η λέξη καλιά χρησιμοποιείται και μόνη της σε μερικά μέρη της Κεφαλονιάς και τότε σημαίνει τη φωλιά.

Στον Ησύχ., ό.π., «καλιαί: νοσσιαί [= κοτέτσια] εκ ξύλων και ξύλινά τινα περιέχοντα αγάλματα ειδώλων• δηλοί δε και σκηνήν ή οικίαν» και «καλιοί: τα ευτελή οικήματα». Ωστόσο, αξίζει να μελετηθεί η ενδιαφέρουσα προσέγγιση – ετυμολογική, σημασιολογική αλλά και σημειολογική – που γίνεται στο βιβλίο των Richard Fester, Marie E.P. Köning, Doris F. Jonas και A. David Jonas, Γυναίκα και εξουσία. Πέντε εκατομμύρια χρόνια γυναικοκρατίας, μτφρ. Δημ. Κούρτοβικ, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1984, σσ. 115-125, για την αρχέτυπη λέξη ⃰ kall και τους διάφορους τύπους-μορφές της σε πολλές γλώσσες του κόσμου, αρχαίες και σύγχρονες.

Ο Χρ. Γ. Λάζαρης, ό.π., στο λ. καλιά, επειδή, λαθεμένα κατά τη γνώμη μας, σχετίζει ετυμολογικά τη λέξη με το επίρρημα αλίως του επιθέτου άλιος –α –ον (= άκαρπος, μάταιος, ανωφελής) και με το ρήμα αλιόω-ώ (= καθιστώ κάτι άκαρπο, ματαιώνω), εξηγεί ότι οι σχετικές φράσεις («πάω καλιά μου» κ.λπ.) δηλώνουν κυρίως «δυσοίωνη» κατεύθυνση, «μοιραία πορεία», «αφανισμό». Αντίθετα, ο Γ. Χυτήρης, ό.π., στο λ. καλλιά μου, στέκεται στη θετική σημασία της αποχώρησης: «στην καλήν ώρα, στον καλό δρόμο».

«Βέβαια στη φάση αυτήν δεν πρόκειται ακόμα για μια πλήρη και οριστική διάλυση [των διαλέκτων και ιδιωμάτων]• θα υπάρξουν εξελικτικά στάδια, που τη μορφή και τη διάρκειά τους κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει, αλλά που αργά ή γρήγορα οδηγούν, με μια μοιραία βεβαιότητα, στην απορρόφηση των διαλέκτων από τη νέα Κοινή», Νικόλαος Π. Ανδριώτης, «Η γένεση των νεοελληνικών διαλέκτων», [μτφρ. του πρωτότυπου N. P. Andriotis, La genese des dialects, στο II. Langue, Litterature, Philologie, του XV Congres international d’ Etudes Byzantines, Athenes 1976, από τον Κωνστ. Μηνά], Φιλολογικά, τχ. 5, (1981), σσ. 21-22. Και όσο αφορά στις νεότερες γενιές διευκρινίζει ότι «και αυτοί ακόμα που θα ήθελαν να διασώσουν τη γλωσσική κληρονομιά των γονέων τους βρίσκονται στην ανάγκη να την αποποιηθούν, προσκρούοντας στο κοινωνικό τους επίπεδο, το οποίο, προπάντων στις μεγάλες πόλεις, αντιτάσσει την περιφρόνηση και το χλευασμό του σε κάθε γλωσσική χρήση που δεν είναι σύμφωνη με την κοινή γλώσσα».

(*) ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:

[1] Στον τόμο περιλαμβάνονται οι ανακοινώσεις:

Γ. Δανελάτου, Τα γλωσσάρια του κεφαλληνιακού και ιθακησιακού ιδιώματος, σ. 23-40.

Ε. Μαγουλά – Στ. Μπέης, Ο ρόλος του κεφαλονίτικου ιδιώματος στη διαμόρφωση της κοινής νέας ελληνικής, σ. 41-52.

Ν. Γ. Κοντοσόπουλος, Τα επτανησικά γλωσσικά ιδιώματα, σ. 53-58.

Μ. Ραυτοπούλου, Χαρακτηριστικά του ιδιώματος της Ιθάκης, σ. 59-72.

Ντ. Αντωνακάτου, Το ‘Πρακτικόν της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλληνίας’ και η Επιτομή αυτού ως γλωσσικά κείμενα, σ. 73-82.

Στ. Σ. Ζαπάντη, Ο γραπτός λόγος των νοταρίων της Κεφαλονιάς τον 16ο και 17ο αιώνα, σ. 83-90.

Γ. Α. Μαγουλάς, Η θέση της αρχαίας κεφαλληνιακής διαλέκτου μεταξύ των δυτικών (δωρικών) διαλέκτων, σ. 91-96.

Π. Πετράτος, Αρχαιοπινή στοιχεία στο καθημερινό λεξιλόγιο της Κεφαλονιάς, σ. 97-118.

Δ. Κυπριώτου – Αναστασία Ποδηματά, Τουρκικές λέξεις στο κεφαλονίτικο λεξιλόγιο. (Από το χειρόγραφο του Ευάγγελου Τσιμαράτου), σ. 119-156.

Ε. Πολλάτου, Μόνο δικά μας: κατασκευή και χρήση τοπικών εννοιών, σ. 157-172.

Ελ. Γιακουμάκη, Μορφολογικές παρατηρήσεις στο κεφαλονίτικο ιδίωμα, σ. 173-180.

Χρ. Καραντζή – Ανδρειωμένου, Προφορικότητα και λογοτεχνικότητα στην κεφαλονίτικη σάτιρα, σ. 181-204.

Θ. Πυλαρινός, Διαλεκτικά παιχνίδια της γλώσσας του Ανδρέα Λασκαράτου, σ. 205-214.

Λεξεις της Κεφαλονιας κεφαλονιτικα λεξη Κεφαλλονιας κεφαλλονιτικα ντοπιολαλια εντοπιολαλια λεξικο λεξικον ιδιωματισμοι ιδιωματισμος ετυμολογια παροιμια, παροιμιες, παροιμιωδης φραση κεφαλονιτικη γλωσσα γλωσσικο ιδιωμα κεφαλονιτικο κεφαλονιτικες λεξις διαλεκτος λεξιλογιο γλωσσαρι ΛΕΞΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟΝ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ, επτανησου ιονιου ιωνιου πελαγους επτανησος ιονιο ιωνιο πελαγος επτανησα ιονιων νησων

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ και οι «ΕΝΤΙΜΟΙ» ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ του

Του συγγραφέα Σωκράτη Β. Σίσκου Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής...

Από την αρχαία ελληνική μακαρία, το μελομακάρονο – τι συμβολίζει

Της δρ. Γεωργίας Κατσογριδάκη, διαιτολόγου – διατροφολόγου Το μελομακάρονο αποτελεί...

Σπάνιος χειροπέλεκυς Παλαιολιθικής εποχής βρέθηκε στην Αγγλία! – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Το Moreton-in-Marsh είναι μια εμπορική πόλη στην...