Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

14 C
Athens
Παρασκευή, 5 Δεκεμβρίου, 2025

Λέξεις ΑΓΙΑΣΟΥ ΛΕΣΒΟΥ – τα αγιασώτικα

Ένα από τα αξιοπρόσεκτα λεσβιακά γλωσσικά ιδιώματα είναι το αγιασώτικο. Παρουσιάζει ενδιαφέρον από άποψη φωνητική, τυπολογική, λεξιλογική και σημασιολογική. Διατηρεί έως τις μέρες μας πλήθος αρχαϊσμών. Άξια σπουδής λογίζονται και τα ονόματα (τοπωνύμια, οικογενειακά, βαφτιστικά, παρωνύμια). Οι ξενικές επιδράσεις, κυρίως η ιταλική (βενετικά, γενουατικά) και η τουρκική, λόγω της στενής επαφής με τους αντίστοιχους λαούς κατά την ιστορική πορεία του νησιού, περιορίζονται κυρίως στο λεξιλόγιο και είναι επιφανειακές.

Τα τοπωνυμια της Αγιάσου δεν επηρεάστηκαν από την τουρκική γλωσσα. Τα μόνα τουρκικά τοπωνύμια που διασώθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Αγιασου είναι τα “τ’ Καδη γη βρύς’”, “Ασλάν Μπέη”, και “Χαραμιγέ”.

Χαβάρου (το) = είδος στρειδιού -μτφ. το αιδοίον της γυναίκας. Φρ. “τς μάννας του χαβάρου”. Αγνώστου ετύμου. Κατά τον Αθ. Φλώρο ίσως σχετίζεται με το ενετικό capato (= κοχυλι) και το ιταλ. cappa (= κογχυλι).

Χαβούζα (η) = δεξαμενή νερού μεγάλη. Μεγεθυντικό του χαβούζι (= δεξαμενή) [τουρκ. havuz]

Χαγιαλί (το) = είδος υφαντού τρυπητού, πολύ ωραίου και εντυπωσιακού, πρόκειται για εργασία που γίνεται απ’ την υφάντρα πάνω στο στημόνι με το χέρι και όχι με την σαΐτα. Υπάρχουν δύο λογιώ χαγιαλιά:

  • τα λεγόμενα αγιασώτικα, που είναι χρονοβόρα στην κατασκευή και δαπανηρά (τα λένε και αργομουνίτικα, επειδή θέλουν χρόνο και μεγάλη υπομονή ως να τελειώσουν) και
  • τα προσφυγικά. Το είδος αυτό το φέραν στη Λέσβο οι από την Μικρα Ασια ελθόντες πρόσφυγες μετά την μικρασιατική καταστροφή (1922). Είναι φτωχικά, συντομόφτιαχτα και φτηνά, σε αντίθεση με τα αγιασώτικα που ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Για χαγιαλιά χρησιμοποιούσαν εκλεκτής ποιότητας μαλλί και εντεύθεν και η καθαρά Αγιασώτικη παρ. «να ‘χι του μουνί μαλλιά, να του κάνουν χαγιαλιά», που λέγεται ειρωνικά για κείνους που καυχώνται πως θα κάνουν σπουδαία και δαπανηρά δημιουργήματα, ενώ δεν έχουν ούτε τα απαιτούμενα χρήματα, ούτε την τεχνογνωσία, [τουρκ. hayali (= κάτι το ονειρώδες, φανταστικό, εξαίρετο)]

Χαγιάτ’ (το) = εσωτερικός σκεπαστός διάδρομος του σπιτιού [τουρκ. hayat (= διάδρομος)]

Χαγίρ (το) = καλό, προκοπή φρ. “χαγίρ να μη δεις στς ζουγής” [τουρκ. hayir]

Χαγιρσίγς επίθ. = Χαγιρσιγης, ελεεινός, άχρηστος φρ. “ούλ’ τ’ μέρα ξαπλουμένους κάτι (= κάθεται) γιου χαγιρσίγς” [τουρκ. hayirsiz (= ανωφελής)]

Χάδι (το) = ελαφρό άγγιγμα με την παλάμη που εκδηλώνει στοργή και αγάπη φρ. “χάδια θέλου τσι φιλιά τσι ούλ’ τη νύχτα αγκαλιά” [ήχος > υποκορ. ηχάδιον > χάδι (= τραγουδάκι)] Την σημασία της θωπείας την πήρε η λ. το μεσαίωνα απ’ την ακόλουθη σκέψη. Το ηχάδι δηλαδή ο ήχος, το τραγουδάκι θωπεύει το αυτί και το χέρι όμως το ίδιο κάνει (δηλ. θωπεύει το κορμί), επομένως η θωπεία είναι ηχάδι (χάδι) και το ηχάδι είναι θωπεία και το ηχαδεύω > χαδεύω σημαίνει παράγω ήχο και θωπεύω.

Χαζανές (ο) = στρογγυλό μικρό δοχείο από λευκοσίδηρο, καλυμμένο και απ’ τις δύο επιφάνειες, αλλά με δύο μικρές τρύπες στην επάνω επιφάνεια, την μία δίπλα στην άλλη. Στην μία έβαζαν το φιτίλι και από την άλλη γέμιζαν τον χαζανέ με λάδι, το οποίο ροφούσε το φιτίλι, όταν το άναβαν, αφού τοποθετούσαν το χαζανέ μεσ’ το φανάρι με το οποίο φώτιζαν τα σκοτεινά μέρη του σπιτιού, όπως κάνουμε σήμερα με μια μπαλαντέζα (φορητή ηλεκτρική λάμπα). Με το φανάρι στο χέρι γυρίζαμε στο χωριό τις θεοσκότεινες νύχτες, όταν υπήρχε ανάγκη, να καλέσουμε λ.χ. την μαμμή. [τουρκ. hazine (= θησαυροφυλάκιο)]

Χαζιρεύγου ρ. = Χαζιρευγω / Χαζιρευω ετοιμάζω φρ. “για πού κόρ’ ιμ χαζιρεύγισι;” [τουρκ. hazirlanmak]

Χαζλαρέτα (τα) = βρίσκεται συνήθως στον πληθ. και σημαίνει τα παιχνίδια και γενικά τα χωρατά και αστεία που προξενούν ευχαρίστηση [τουρκ. haz + lar (= κατάλ. πληθ.) hazlar (= τα αστεία)]

Χάλ’ (η) = χαλι, χαλα < διχάλα, το μέρος του κορμού του δέντρου απ’ όπου ξεφυτρώνουν τα κλαδιά σχηματίζοντας είδος διχάλας. Μτφ. τα σκέλη του ανθρώπου. Ακούγεται στην Αγιάσο το ευτράπελο και αθυροστομικό ελαφρώς “Ε, Μχάλ’ / Μιχάλ’, τι τάχς μεσ’ τ’ χάλ’;” (= το γεννητικό όργανο) [(η) διχάλα, (το) διχάλι < αρχ. επίθ. δίχαλος < δίχηλος < δις + χηλή (= οπλή ίππου)]

Χαλαμπαλίκια (τα) = βλ. λ. καλαμπαλίτσια / χαλαμπαλικι / καλαμπαλικι.

Χαλάστιργια (η) = ένα τμήμα χαλασμένου τοίχου σπιτιού ή πεζούλας [μεσν. χαλάστρα (= τρύπα μέσα σε τείχος ή τοίχο) [χαλάστριγια και χαλάστιργια όπως βυζάστρα > βυζάστιργια και βυζαστριγια (με μετάθεση του ρ) (αρχ. ελλ. χαλώ)]

Χαλβαδόξλου (το) = Χαλβαδοξυλο, οι ρίζες του φυτού σαπωναρία η φαρμακευτική (νεολατινικά saponaria, λατιν. sapo (= σαπούνι) που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή του χαλβά [χαλβάς + ξύλο]

Χαλέπς (ο) = Χαλέπης ο απ’ το Χαλέπι της Συρίας καταγόμενος. Η ομιλία τους ήταν θορυβώδης και σου δημιουργείτο η αίσθηση πως μαλώναν, όταν μιλούσαν. Και τους γύφτους αργότερα τους λέγανε χαλέπηδες.

Χαλιβριγιάζου ρ. = κάνω μεγάλο θόρυβο. Φρ. “έβγα στου παναθύρ’, μούρη Σουφέλ, τσι πες στα μούρα να μη χαλιβριγιάζιν, γιατί είμι ζαμπούνσα”. Αγνώστου ετύμου. Ίσως από συμφυρμό των δύο όμοιας σημασίας λέξεων χαλεπής + βριγιός (= εβραίος) με ετυμολογική επίδραση της λ. havra (χάβρα = συναγωγή εβραϊκή, θόρυβος, φασαρία). Οι χαλέπηδες (κάτοικοι του Χαλεπίου της Συρίας) ερχόταν στην Λέσβο και στην Αγιάσο και μιλούσαν πολύ δυνατά λες και μάλωναν, ενώ συζητούσαν απλά και ήρεμα και επομένως ήταν πολύ φυσικό ο Χαλεπής να ταυτιστεί με το θόρυβο και ο εβραίος, γιατί όντως στην χάβρα των εβραίων γινόταν θόρυβος μεγάλος, εξού και η μεγάλη φασαρία αποκαλείται χάβρα [χαλεπής + βριγιός + άζω (κατάλ.) > χαλιβριγιάζου]

Χαλίτσ’ (το) = χαλίκι (μικρές πετρούλες) [μεσν. χαλίκιν < χαλίκιον, υποκορ. του αρχ. χάλιξ]

Χαλκουλόγους (ο) = μικρό κοφίνι πλεκτό από λυγαριά που χρησιμοποιείται για το μάζεμα χαλικιών, [χαλίκι + λέγω (= συλλέγω, όπως δασμολόγος (= δασμός + λέγω)]

Χαλνάρ (το) = χαλινάρι (= μεταλλικό εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του αλόγου). Μεταφ. στόμα απύλωτό, βρομόστομα. [μεταγν. χαλινάριον, υποκορ. του αρχ. χαλινός]

Χαμάδα (η) = ώριμη ελιά πεσμένη απ’ το δέντρο [χάμω (= επίρρ.) + άδα (κατάλ.)]

Χαμαλιπού (η) = η πολύ πονηρή αλεπού. Όντως η αλεπού σκύβει προς την γης διαρκώς, για να εξακριβώσει απ’ τη μυρουδιά της πατημασιάς την ύπαρξη εχθρού. Μτφ. ο πολύ πονηρός [χάμω + αλεπού > χαμαλεπού (= η αλεπού που σκύβει χάμω)]

Χαμήλουμα (το) = το λιγόστεμα στο ύψος, στην ένταση, στο ποσόν. Στην Αγιάσο και την κήλη την λένε < χαμήλουμα> [απ’ το μεσν. χαμηλώνω]

Χάμλειμμα επίρρ. = άφθονα και κατά κυριολ. εγκαταλειμμένα καταγής. Μόλο που πρόκειται για δύο λέξεις < χαμαί > + (λείμμα >, στον καθημερινό προφορικό λόγο συμπροφέρονται τάχιστα, έχασαν την αυτονομία τους, σφιχτοδέθηκαν άρρηκτα και αξεχώριστα και κατά συνέπεια την καταγράφουμε σαν να είναι μία. Φρ. “χάμλειμμα ήταν τα ξένα κουπιλούδια φέτους στου χουριό μας” (= μπόλικα…) [χαμω < χαμαί (= αρχ. επίρρ. (= καταγής) > μεσν. χάμω > χάμ’] [λείμμαατος (το) < λείπω) (= το υπόλοιπο, αυτό που απόμεινε απ’ το σύνολο) απ’ τη μετοχή παρακειμένου του λείπομαι < λελειμμένα > λείμμα]

Χάμμαλαμα επίρρ. = μεγίστη αφθονία. Και σήμερα ακούγεται απ’ τους γέρους της Αγιάσου το επίρρ. τούτο σαν μια λέξη, όπως και το χάμλειμμα, απ’ το οποίο όμως είναι παραστατικότερο και μεγαλοπρεπέστερο, λόγω του μαλάματος (= χρυσού). Φρ. “αλλ’ φουρά (= παλιότερα) παγαίναμι μι τ’ς αραμπάδις στ’ Μυτιλήνη απ’ του χουριό, σήμιρι τ’ αυτουκίνητα είνι χάμμαλαμα” [χάμ’ < χαμαί (= αρχ. επίρρ. (= καταγής) > μεσν. χάμω > χάμ’] [μάλαμα (το) (= χρυσάφι) < μεσν. μάλαμα < αρχ. μάλαγμα < μαλάσσω]

Χαμουθιός (ο) = ο Θεός που βρίσκεται στη γης, ο θεός που προστατεύει τους ανθρώπους, ο ισχυρός προστάτης κάποιου, φρ. < εχ’ Θιο μα έχ’ τσι χαμουθιό [όψιμο μεσν. χαμοθεός < χάμω + θεός]

Χαμούρα (η) = πόρνη. Κατά τον Αθ. Φλώρο απ’ το θηλυκό του λατιν. επιθ. camur – camura (= καμπύλη) (= αυτή που κυρτώνεται κατά την συνουσία)]

Χαμούρ’ (το) = το ζυμάρι. Στην Αγιάσο αποκαλούνται και οι πολτοποιημένες ελιές απ’ τις μυλόπετρες, απ’ τις οποίες θα παραχθεί με την έκθλιψη το λάδι [τουρκ. hamur (= ζυμάρι)]

Χαμουφτεριασμένος επίθ. = αυτός που έχει κατεβασμένα τα φτερά. Μεταφ. ο ξεπεσμένος οικονομικά και ηθικά. Φρ. “χαμουφτεριασμένου βλέπου του Νκόλα απί τότι που έκανι κατάσχισ’ του μαγαζί τ’ γη τράπιζα” [χάμω + φτερό]

Χαμπαρίζου ρ. = Χαμπαριζω / Χαμπαριαζω, αντιλαμβάνομαι. Εύχρηστο κυρίως στην φρ. “τούτους δεν χαμπαρίγζ’ απί λόγια” (= δεν λογαριάζει τις συμβουλές) [τουρκ. haber + καταληξη -ίζω]

Χαμπαρουλόγους (ο) = χαμπαρολόγος, είδος εντόμου που μοιάζει με το τζιτζίκι. Όταν μπει στο σπίτι ή πετά γύρω μας, θεωρείται προάγγελος κάποιας ευχάριστης ή μη είδησης [χαμπάρ’ + λέγω < τουρκ. haber]

Χάν’ (το) = χανι, πανδοχείο. Και τα συνεχόμενα δωμάτια στο πίσω μέρος της κεντρικής αγοράς της Αγιάσου, που χτίστηκαν για να εξυπηρετήσουν τους προσκυνητές, που δεκαπεντίζανε στα προπολεμικά χρόνια στην Αγιάσο, για να τιμήσουν την Παναγιά. Χάνια λέγονται και σήμερα. Χάνι λεγότανε ακόμα και το οίκημα του Δήμου Αγιάσου στην Μυτιλήνη, που βρισκότανε 30 μ. πριν απ’ τον Άγιο Συμεών και προς τ’ αριστερά του ανερχομένου απ’ την κεντρική αγορά. Στον σταύλο του χανιού έδεναν τα ζώα τους οι Αγιασώτες, που κατέβαιναν στην Μυτιλήνη, για δουλειές. Αριστερά του χανιού υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι, όπου διέμενε ο Στρ. Τσέγκος με την οικογένεια του, κάτω απ’ το οποίο υπήρχε και το καφενείο του Τσέγκου, στο οποίο ανταμώνανε οι Αγιασώτες, έπιναν το καφεδάκι τους και κατά το μεσημέρι άνοιγαν το μεσάλι τους για να φάνε το μεσημεριανό ψωμοτύρι με τομάτα και ελιές, συνήθως. Στο βάθος του οικοδομήματος υπήρχε ο στάβλος. [τουρκ. han < αρχ. ελλ. ριζα ξεν- > ξενίζω, φιλοξενία, κλπ.]

Χαντάτσ’ (το) = χαντακι, μικρή τάφρος φυσική ή τεχνητή [μεσν. χαντάκιν < χαντάκιον, υποκορ. του χάνδαξ < αραβ. khandag]

Χαντούμς (ο) = χαντουμης, ευνούχος και γενικώς κάθε ανίκανος σεξουαλικά. Πρόκειται για υβριστική και πολύ ταπεινωτική λέξη φρ. “α ρε χαντούμ’, που μλάς τσι συ”. Ο ευνούχος λογιέται δεύτερης ποιότητας άνθρωπος και δη άνδρας χωρίς ανδρικές αρετές και σεξουαλικές ικανότητες και επομένως δεν πρέπει να παίρνει μέρος στην συζήτηση [τουρκ. hadum].

Χάντρα (η) = πάρα πολύ μικρή μπαλλίτσα γυάλινη με τρύπα στο κέντρο. Χρησιμοποιείται σαν στολιστικό υλικό σε φορέματα κυρίως γυναικεία πάνω στα οποία τις κεντούσαν. Στις φυλακές, τις οποίες και συμβολίζουν, τις χρησιμοποιούσαν οι κατάδικοι για τη δημιουργία κομψοτεχνημάτων.

-Πού βρίσκιτι Κόπ’ς, ω θεια Μαριγώ;

-Χάντρις πιρνά (= περνά χαντρες = στην φυλακή) [μεσν. χάντρα, αραβ. αρχής]

Χαντράλς (ο) = χαντραλης, κείνος που κατά οποιοδήποτε τρόπο (σαν επαγγελματίας ή φυλακισμένος) σχετίζεται με τις χάντρες (βλ.λ.) Ακούγεται και ως παρατσούκλι.

Χαραγή (η) = το χάραγμα, η σχισμή με μαχαίρι, σφαγή. Φρ. “κάτσι (= κάθισε) φρόνιμα Γιουργέλ’, γιατί καμμιά μέρα θα κάνου τ’ χαραγή σ'” (= θα σε σφάξω) [μεσν. χαραγή < αρχ. ελλ. χαράσσω]

Χαραμάδα (η) = ρωγμή, σχισμάδα, διάκενο ανάμεσα σε δύο σανίδια, που δεν εφαρμόζουν ερμητικά [αρχ. χηραμίς (= κοίλωμα, χάσμα, κενό) < χαράσσω]

Χαράμ’ επίρρ. = το αδικο φρ. “χαράμι πήγαν οι κόποι μου και οι σεβτάδες μου για σένα αφιλότιμη” [τουρκ. haram].

Χαραμιγέ (ο) = λιόφυτη περιοχή στις Λάμπες (χωριό Λέσβου). Η περιοχή ήταν ιδιοκτησία του Τούρκου Γιούμπαγα, όπου είχε και το χαρέμι του [τουρκ. harem (= γυναικωνίτης) > χαρεμιγέ].

Χαραμίζω ρ. = σπαταλώ ανώφελα [χαράμι < τουρκ. haram]

Χαραμάν’ (το) = ο χαραγμένος χώρος μεσ’ τον οποίο επιτρέπεται κανείς να κινηθεί με στενή και πλατειά έννοια. Χαραμάν’, με την στενή έννοια, λέγεται η βαλβίδα ρίψεως δίσκου, σφαίρας, σφύρας, στους αγώνες στίβου. Με την πλατιά έννοια σημαίνει ότι ξεπέρασες στη διαβίωση σου τις οικονομικές σου δυνατότητες. Και ένα παιδικό παιχνίδι το λέγαμε χαραμάν’. Χαράζαμε στο χώμα ορισμένα συνεχόμενα τετράγωνα μεσ’ τα οποία μπαίναμε πηδώντας και στηριζόμενοι στο ένα πόδι. Όποιος έβγαινε έξω απ’ το τετράγωνο, έχανε [αρχ. χάραγμα > χάραμα > χαραμάν’].

Χαραμουφάς επίθ. = Χαραμοφαης, αυτός που τρέφεται χωρίς να εργάζεται και επομένως τρώει άδικα το ψωμί του άλλου [χαράμι + φάγος (απ’ τον αόρ. έφαγον του εσθίω (= τρώγω)]

Χαρανί (το) = μεγάλο καζάνι στο οποίο βράζανε νερό για την μπουγάδα. Φρ. < του τσιφάλ’ σ’ καμμιά μέρα θα στου κάνου χαρανί > (ήταν η συνηθισμένη απειλή των μαννάδων προς τα παιδιά τους με την έννοια ότι θα τους ανοίξουν το κεφάλι απ’ το ξύλο τόσο, όσο είναι το στόμιο του χαρανιού [τουρκ. hareni]

Χαράρ’ (το) = χαραρι, μεγάλο τρίχινο σακκί, ένα μέτρο στο πλάτος και ένα και μισό στο μάκρος, ειδικά φτιαγμένο για την μεταφορά της αφατσιάς (= χόρτο για τροφή των ζώων). Αγνώστου ετύμου. Ίσως απ’ το τουρκ. χαρανί (hereni).

Χαρατσιά (η) = εγκοπή που γίνεται με κοφτερό όργανο ή με χάρακα [χάρακας < αρχ. ελλ. χαράσσω]

Χαράτσια (τα) = εγκοπές που γίνονται με αιχμηρό όργανο στον κορμό της ελιάς, για να δείχνουν τον ιδιοκτήτη του δέντρου. Ο λιώνας ήταν άφραχτος και ήταν τα χαράκια τα σύνορα του κάθε κτήματος [Μεταγν. χαράκιον, υποκορ. του αρχ. ελλ. χάραξ].

Χαράτσ’ (το) = Χαρατσι, ο επί τουρκοκρατίας φόρος κατά κεφαλήν [τουρκ. Harac].

Χάρβαλου (το) = χάρβαλο, ξεχαρβαλο, κάθε τι το εξαρθρωμένο, το τελείως χαλασμένο [μεσν. χάρβαλον < χάλαβρον < επίθ. αρχ. χαλαβρός].

Χαρζάνια (τα) = λιόφυτη περιοχή κάτω απ’ τα Κεραμειά (Λέσβου). Αγνώστου ετύμου.

Χαρσλαντίζου ρ. = χαρσλαντιζω, παίρνω χαρτζιλίκι, γενικά χρήματα. Φρ. < πήρα σήμιρα τ’ σύνταξ τσι χαρσλάντ’σα > [τουρκ. Harclik (= μικρό χρηματικό ποσόν)].

Χαρταλάμ’ (το) = Χαρταλαμη, τοκάς, πόρπη στην άκρη μιας ζώνης, κυρίως δερμάτινης [τουρκ. halka (= κρίκος) + lama (= πλατύ έλασμα) ή απ’ το λατιν. carta – lamina και lamma (= φύλλο ελάσματος)].

Χάρτζ’ (το) = χαρτζι, μείγμα χώματος με ασβέστη και νερό, για χτίσιμο οίκοδομής [τουρκ. Hars (= αμμοκονίαμα)]

Χαρτζιλίκ / χαρσλίτσ’ (το) = χαρτζιλικι / χαρσλιτσι, μικρό χρηματικό ποσό που δίνω σε κάποιον για τα μικροέξοδα του. φρ. “μάννα, σήμιρα ένι δώτσεις χαρτζιλίκ’;” [τουρκ. Harclik]

Χαρχαλεύγου ρ. = Χαρχαλευγω, ψαχουλεύω, αναζητώ, ψηλαφώ. Φρ. “τι χαρχαλεύς γιε μ ούλ’ τ’ νύχτα τσι ε(ν) μ’ αφήνς νατσ’ μηθώ;”. Κατά τον Γ. Χατζηδάκη το ρ. προέρχεται απ’ το χαλή (= χηλή) με αναδίπλωση της συλλαβής < χαλ > χαλ + χαλ + εύω. Κατά τον Φ. Κουκουλέ απ’ το μεσν. καρκάλλιον (= λειρί του πετεινού), υποκορ. του καράκαλλου < λατιν. caracalla (= κουκκούλα που στέκει πάνω απ’ το κεφάλι του πετεινού)].

Χαρχάλι (το) = το λειρί του πετεινού αλλά και το περιδέραιο (βλ. χαρχαλεύγου)

Χαρχατζέλα (η) = δυσανάγνωστα γραψίματα που μηδέ οι γράψαντες δεν μπορούν να τα διαβάσουν. Αγνώστου ετύμου. Ίσως ηχοποίητη λ. που προέκυψε απ’ τον ήχο χαρ-χαρ-χαρ που ακούγεται, όταν νευρικά τραβάμε την μεταλλική πέννα πάνω στο χαρτί, γράφοντας ακαταλαβίστικες λέξεις στην προσπάθεια μας να δοκιμάσουμε, αν γράφει ή όχι η πέννα. Στον μεσαίωνα την ενέργεια αυτή την λέγαν < κονδυλίου δοκίμιον > [χαρ + χαρ + τζέλα > χαρχατζέλα (με ανομοιωτική αποβολή του ρ)].

Χασουμούν’ (το) = Χασουμουνα, αυτή που έχασε το αιδοίον της (κατά κυριολ.) και μτφ. μικροφτιαγμένη κοπέλλα και κακοφτιαγμένη που σε κάνει να αμφιβάλλεις για το φύλο της, αν δηλ. έχει αιδοίον, βασικό γνώρισμα της γυναίκας. Φρ. “έφτου του χασουμούν’ διάλιξις για γναίκα σ’;” [χάσιμο (το) (= προέκυψε απ’ το θέμα του αορίστου του χάνω) + μουνί > χασουμούν’]

Χατάς (ο) = λάθος, ζημιά. Φρ. “να σφάλεις καλά του γκάτζιλου τ’ πριβουλιού, γιε μ’, μην έμπ’ καμμιά κατσίκα τσι πάθουμι κάνε χατά τσι τραβούμι τα μαλλιά μας” [τουρκ. Hata]

Χατζημπερδιμένους επίθ. μετοχή = Χατζημπερδεμενος, ο πάρα πολύ μπλεγμένος σε μια υπόθεση, απ’ την οποία είναι δύσκολο να ξεμπλέξει. Φρ. “του Γιουργιέλ’ είνι χατζημπερδιμένου, γιατί άσκιφτα πήγι, σαν αστεία, σα χουρατά τσι αρρ’ βουνιάστσι του Μαριέλ, που έχ’ δυο αδέρφια μαχιρουβγάλτις” [χατζής + μπερδεμένος (< μπερδεύομαι, εμπλέκομαι σε δυσάρεστη υπόθεση απ’ την οποία είναι δύσκολο να απαλλαγώ)] Το α’ συνθετικό “χατζής” ως επιτατικον – ίσως διότι άπαξ και γίνει κανείς χατζής, δεν μπορεί να αποβάλει τον τίτλο του χατζή.

Χατζής (ο) = χατζης, προσκυνητής της Μέκκας και των Αγίων Τόπων [τουρκ. haci]. Κατά τον Α. Φλώρο πρόκειται για αντιδάνειο απ’ την ρίζα αγ- > αγνός, άγος, άγιος.

Χατίλ’ (το) = Χατιλι

  • ξύλινο δοκάρι που κτιζόταν μέσα στον τοίχο, πάνω στα οποία στηρίζονταν το πάτωμα
  • το δοκάρι της στέγης επάνω στα οποία καρφώνονται σανίδια για να γίνει η σκεπή που θα καλυφθεί με κεραμίδια. Κατά το λεξικό Μ. Δημητριάδη η λ. είναι τουρκ. hatil. Κατά τον Αθ. Φλώρο είναι λατιν. hastile (= το ξύλο του δόρατος, το στήριγμα). Αρχικώς σήμαινε τα δοκάρια και ύστερα τα διάκενα ανάμεσα στα δοκάρια.

Χαφτάν (το) = χαφτανι > καφτανι, το φαρδύ ράσο. Φρ. “τα χαφτάνια τ’ θέλ’ να βαστούμι” (= να τον εξυπηρετούμε). Αγνώστου ετύμου.

Χάφτω ρ. = τρώγω λαίμαργα, μτφ. πιστεύω κάτι αβασάνιστα φρ. “‘γώ δεν τα χάφτου εφτά π’ λέγς”. Ο σχολιαστής του Ομήρου Ευστάθιος (1115 – 1195 μ.Χ.) υποστηρίζει πως το αρχ. κάπτω < λατιν. capto < capio (= λαμβάνω, πιάνω με το ράμφος ή ρύγχος) το έκαναν οι < “χυδαίοι” (= αγράμματοι) χάφτω (λεξ. Δ. Δημητράκου και Σ. Βυζαντίου)

Χάχας (ο) = βλάκας, γελοίος [ηχοποίητο, από τον ήχο χα-χα που ακούγεται, όταν γελάμε]

Χάχλα (η) = ό,τι είναι ανοιχτό. Φρ. “τουν δώκα μια μι τ’ν πέτρα τσι αν’ ξα του τσιφάλ’ ιτ χάχλα”. Για να ξηράνουν τον τραχανά οι Αγιασώτες τον μετατρέπουν σε μικρές, μικρές σκαφούλες που τις λένε χάχλες, ενώ σε άλλα μέρη τον θρυμματίζουν. Αγνώστου ετύμου. [ίσως απ’ το γάγλα (= συστροφή σε σχήμα κύκλου, αυτό ακριβώς το σχήμα έχει και η χάχλα του τραχανού) > χάγλα > χάχλα (με ανομοίωση)]

Χαχλαρίζου ρ. = χαχλαριζω, κυριολεκτικώς, λέγεται για την φωτιά, στην περίπτωση που οι φλόγες του τζακιού ανεβαίνουν ψηλά απ’ τα καιόμενα, σαν δαδί, ξύλα, απ’ τις οποίες άλλες τρυπώνουν στα βάθη της καπνοδόχου και άλλες απλώνονται τριγύρα, ενώ συγχρόνως παράγεται ένας θόρυβος [ηχοποιητο, -χλ -χλ] από τα αέρια των ξύλων [χάχλα + ρίζω (= καταληξη ηχομιμητικών ρημάτων, όπως κακαρίζω, ψιθυρίζω)].

Χαψιά (η) = μπουκιά φρ. “του ψουμί που μ’ δώτσις, ε μάννα, ήταν λίγου τσι το ‘κάνα μια χαψιά” [από τον αόρ. έχαψα του ρ. χάφτω]

Χιγμπές (ο) = δισάκκι (είδος διπλού σάκκου που χρησιμοποιούν στα χωριά) [τουρκ. Haybe] βλ. λ. τσάτσ’.

Χιλουνιάρς και αχιλουνιάρς (με προθετικό α) επίθ. = Χιλουνιαρης και αχιλουνιαρης, αυτός του οποίου οι αδένες του λαιμού είναι εξογκωμένοι (αρχ. ελλ. χοιράδωση). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πίστη του λαού πως η πάθηση δημιουργείται απ’ τα ούρα της χελώνας [χιλώνα > χιλουνιάρς].

Χιρβόλ’ (το) = χιρβολη < χειρβολη < χειροβολη (< χερι + βολη), όσο χωράει μέσα στην χούφτα φρ. “δω μ’, ω θεια Λινιώ, ένα χιρβόλ τσιράσια” [μεσν. χειρόβολον < χειροβολέω -ώ (= πιάνω με το χέρι)] > Χιρβουλιά (η) = Χειρβουλια / Χειροβολια, πιάσιμο με το χέρι φρ. “τουν ίφιρα χιρ’ βουλιά” (= τον νίκησα) > Χιρβουλιάζου ρ. = Χιρβουλιαζω / Χειροβουλιαζω πιάνω με το χέρι φρ. “τουν χιρβόλιασα τσι τουν κόλλ’ σα στουν τοίχου του ψηυτοπαλλκαρά” [< χειροβολιά]

Χιριά (η) = χειρια, χερια, όσο χωράει το ένα χέρι, χούφτα. Φρ. “θέλου μια χιριά σύκα, μάννη” [μεσν. χερέα < χέριον].

Χιρκό (το) = χειρικο, εύχρηστο στη φρ. “έχου καλό χιρκό” (= άμα πάρω κάτι με το δεξι χέρι από έναν πωλητή προϊόντων, θα πάει καλά η πώληση των προϊόντων) [ουδ. του επιθ. χερικός < χέρι]

Χιρόμλους (ο) = Χιρομλος / Χερομυλος / Χειρομυλος, μύλος μικρός μεταλλικός, στρογγυλός, σχήματος βλήματος πυροβόλου και χειροκίνητος, με τον οποίο άλεθαν κυρίως τον καφέ και άλλα προϊόντα. Κάθε σπίτι είχε και ένα άλλο μικρό χειρόμυλο αποτελούμενο από δύο στρογγυλές μυλόπετρες, με τον οποίο άλεθαν το σιτάρι για τραχανά [μεσν. χειρόμυλος < χειρ + μύλος]

Χιρουμαδω ρ. = χειρουμαδω, χειρομαδώ, μαδώ κάτι με τα χέρια φρ. “άμα πας, γιε μ, στου κτήμα να μ’ φέρς κάνε καλάθ’ χιρουμαδστές ιλιές να τς παστώσου”. Μτφ. Ψαύω όλες τις ευπαθείς σεξουαλικές ζώνες της γυναίκας. Φρ. “ψες του βράδ’ ρουμνίδιασα (= στρίμωξα σ’ ένα στενό μέρος) τσιχιρουμάδ’ σα του Σουφέλ'” [χέρι + μαδάω < αρχ. χειρ]

Χισμέτ και χουσμέτ’ (το) = Χισμετι / χουσμετι, μικροεξυπηρέτηση [τουρκ. hizmet]

Χλες (ο) = ανήθικη πράξη, βρομοδουλειά φρ. “σι βλέπου, Κόπ’, σκιφτικό, μπάτσι έκανες κάνε χλε;” [τουρκ. hile (= δόλος, απάτη)]

Χλιαρουθήτσ’ (η) = θήκη των κουταλιών [αρχ. ελλ. χουλιαρι + θήκη]

Χλιμιντρώ ρ. = βγάζω κραυγή (για άλογα) [αρχ. ελλ. χρεμετίζω]

Χλιμίτζα και χλιουμίτζα (η) = ποώδες φυτό που γίνεται σαλάτα και είναι εξαίρετος μεζές για το ούζο. Το υγρό της είναι γλιστερό γι’ αυτό την λένε γλιστρίδα. Φρ. “έφαγι γλιστρίδα τσι δεν σταματά να μουρμουρίζ’ απ’ του προυί” (= λέγεται για τους φλύαρους). Αγνώστου ετύμου > Χλιμιτζουρας / Χλιμιντζουρας = ο φλύαρος.

Χλιος, χλια, χλιο, επίθ. = χλιαρός – φρ. “του νιρό στου χαρανί είνι χλιο τσι δεν καν’ ακόμα για τν μπγάδα, π’ θέλ’ καφτό νιρό” [αρχ. επίθ. χλιαρός < αρχ. ελλ. χλίω].

Χλουρασιά (η) = χλωρή τροφή των ζώων, η πρασινάδα. Μεταφ. τα ξένα αγαθά που απολαμβάνει κανείς νόμιμα – φρ. “Κουστής ήβρι πουλλές χλουρασιές κοντά του μπάρμπα τ’ τουν Αμιρικάνου τσι δεν ξικουλλά απί κουντά τ'” [μεσν. χλωρασιά < αρχ. ελλ. χλωρός]

Χλουρουκούτσ’ (το) = Χλωρο κουκκουτσι, φρέσκο, χλωρο κουκι [αρχ. χλωρός + κουκί]

Χμαίρ‘ (το) = Χμαιρι, μικρό κατσικάκι – υποκορ. χμιρέλ’ / χμιρελι – μτφ. τα αφράτα και χαριτωμένα κοριτσόπουλα [< χίμαιρα (= μυθικό τέρας των αρχαίων με κεφάλι λιονταριού, σώμα κατσίκας και ουρά φιδιού)]

Χμίζου και χυμίζω ρ. = Χμιζω και χυμιζω, ορμώ φρ. “θύμουσα μι τα βρουμιρά τ’ λόγια τσι χύμξα να τουν πνίξου” [μεσν. χουμώ < ίσως απ’ το αρχ. χύμα (= πλημμύρα) < χέω].

Χμουνκο (το) = Χειμουνκο, Χειμουνικο, καρπούζι. Διατηρείται έως τον χειμώνα, εξ ου και η ονομασία του [όψιμο μσν. χειμωνικόν, ουδέτερο του μτγν. επιθ. χειμωνικός > το χειμωνικό, Χειμων, χειμωνας].

Χνέρ (το) = χνερι, χουνερι, πάθημα, κάζο. Φρ. “σ’ έχου χνέρ'” (= θέλω να δω) φρ. < σ’ έχου χνέρ κάβουρα να πιρπατείς στα κάρβουνα > λέγεται για τους κομπορρήμονες, καυχησιάρηδες, που προβάλλουν τις ικανότητες τους. [τουρκ. huner (= δεξιοτεχνία)].

Χνόσκατου (το) = χνοσκατο, χηνοσκατο, το περίττωμα της χήνας, το οποίο κατά την αποβολή πετιέται απότομα σαν βλήμα απ’ τον πισινό της χήνας, γι’ αυτό και παρομοιάζονται με αυτό, εκείνοι που παρεμβάλλονται σε μια συζήτηση αυτόκλητοι, χωρίς να ρωτηθούν. Φρ. “βούλουσί το, ρε Γιάνν’, τσι μην πίτας σα χνόσκατου” [χήνα + σκατό] < αρχ. χην] < αρχ. σκωρ γενική σκατός]

Χνουτίζου ρ. = Χνουτιζω / Χνωτιζω, συναναστρέφομαι κάποιον, γιατί ταιριάζουν τα χνωτα μας, οι απόψεις μας, αντιλήψεις και ιδέες μας. φρ. “Γιάνν’ς τσι Βασίλ’ς ουλημερίς μαζίγυρίζιν, φαίνιτιπους χνουτίσαν” [χνοτα + ίζω (κατάλ.)]

Χόβουλ’ (η) = Χοβουλη / χοβολη, ζεστή στάχτη [μεσν. χόβολη < φόγολη < βενετ. fogolo < φουγα, φλογα, φωτια]. Κατά τον Φ. Κουκουλέ απ’ το αθοβόλι (= τόπος όπου βγάζουν τον άθο = στάχτη) > αθόβολη > θόβολη > φόβολη > χόβολη].

Χου, άκλιτο = αιτία, λόγος. φρ. “έχ’ χου γη δλειά, γι’ αυτό τσι δεν ήρτι Δήμητρας”. Αγνώστου ετύμου.

Χουγιάζου ρ. = Χουγιαζω, δημιουργώ κακές συνήθειες [τουρκ. hay + άζω] – χουι(*), χουγι.

Χουζούρ’ (το) = Χουζουρι, ανάπαυση, τεμπελιά. Φρ. “άθριπους τ’ χουζουριού δεν καν’ προυκουπή” [τουρκ. huzur]

Χούι (το) = συνήθεια και κυρίως κακή. Φρ. “εχ’ πουλλά χούγια μπαρμπα-Γιώργ’ς μα τουν αντέχ’ του Μαριγώ γη γ’ναίκα τ'” και “πρόσιχιγιε μ’ μη του χουγιάγσς του ζο > [τουρκ. huy].(*)

Χουλιάζου ρ. = Χουλιαζω, πεισματώνω. Παρ. φρ. “όπγοιους χουλιάζ’ γη τσ’ λια τ’ του βρίστσ'” – την φραση τούτη μας την έλεγαν οι μαννάδες μας στα παιδικά μας χρόνια, κάθε φορά που αρνιόμασταν να καθίσουμε στο τραπέζι (= οκλαδόν, καταγής) για φαγητό πεισματωμένοι, γιατί δεν μας κάναν το χατίρι σε κάποιο αίτημα μας. [μεσν. χολιάζω, απ’ τον αόρ. εχόλασα του χολώ, με επίδραση του χολή]

Χουλιαρουμούλαρου (το) = χουλιαρουμουλαρο, το πολύ πεισματάρικο μουλάρι. Το μουλάρι είναι πολύ πεισματάρικο και το “κοσμητικό” τούτο το προσάπτουν στους πολύ πεισματάρηδες [χουλιάζω + μουλάρι]

Χουλιουσκώ ρ. = στενοχωριέμαι φρ. “εφγι του Γιουργέλ’ ιμ στν Αυστραλία τσι χουλιόσκασα πουλύ, μα ας πα στου καλό, στν ηυτσή τ’ Θιου τσι τς Παναγιάς τσι δεν πειράζ'” [< χολή + σκω < σκάζω]

Χουματίλα (η) = Χουματιλα / χωματιλα, μυρουδιά του χώματος που αναδίνεται απ’ το κορμί κείνου που παλεύει με τη γης. μτφ. ο θάνατος. Φρ. “τούτους μυρίζ’ χουματίλα. Βγάζ’, ε βγάζ’ του μήνα” (= σ’ έναν μήνα θα πεθάνει) [χώμα + ίλα (κατάληξη οσμηρών, όπως βαρβάτος – βαρβατίλα, τράγος – τραγίλα)].

Χουμίζω ρ. βλ. χμίζου / χουμιζω / χμίζω

Χουντζιρές (ο) = χουτζιρές, το ταμείο του μαγαζάτορα (= ένα συρτάρι στο τραπέζι, όπου τοποθετεί τις εισπράξεις του ο μαγαζάτορας. Σε άλλα διαμερίσματα της Ελλάδας ένα μικρό χώρισμα στο επάνω μέρος της κασέλλας, στο οποίο τοποθετεί η νοικοκυρά μικροαντικείμενα και τα χρυσαφικά της. Στην Αγιάσο το λεν και βαρταλαμίδ’ / βαρταλαμίδι. Δεν καταγράφεται στο λεξικο του Μ. Δημητριάδη.

Χουντρόξουμπλους επίθ. = αυτός που έχει χοντρά ξόμπλια (= στολίδια) φρ. “μαρχαμάς χουντρόξουπλους, που τουν χουντρουξόπλιασιγη μάννα μ’ γη χουντρουξουπλού” (ή χουντρουκουλού). Λογοπαίγνιο που ακούγεται στην Αγιάσο, με επανάληψη της λέξης χουντρόξουμπλους. [χοντρός + ξόμπλι < μεσν. εξόμπλιον, υποκορ. του έξομπλον < λατιν. exemplum (= παράδειγμα, υπόδειγμα)]

Χουρσιά (η)= Χωρισια, το χώρισμα δύο τόπων ή φίλων, διαζύγιο. Φρ. “αν πας μουναχός ικδρουμή, να ξερς, πους θα ‘νι γη χουρσιά μας”. [< αρχ. χωρίς > χωρίζω > χωρισιά > χουρσιά]

Χουσιά (η) = χωσια, κρυψώνας, ενέδρα [μεσν. χωσία < αρχ. χώσις < χώννυμι και χωννύω (= κρύβω κάτι στο χώμα)]

Χουστό (το) = παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο η ομάδα των συμπαικτών χωνότανε σε πόρτες, ρουμνίδια, χαλάσματα, ενώ ένας τους αναζητούσε. Όποιον εύρισκε, αυτός έπαιρνε τη θέση του στο παιχνίδι [(το) χουστό = ουδέτερο του επιθ. χωστός < αρχ. χωστός < χων νύω]

Χουτζιρές (ο) βλ. λ. χουντζιρές

Χούφταλου (το) = χουφταλο, ο πολύ γέρος, άνθρωπος μικροκαμωμένος, ζαρωμένος απ’ τα γηρατειά, ώστε μπορείς να τον βάλεις στην χούφτα σου [φούχταλο > χούφταλο (με αντιμετάθεση) φούχτα + αλο (κατάλ.)]

Χουχλατσίτζου ρ. = Χουχλατσιτζω, Χουχλατσιζω, χοχλακίζω, βράζω. Φρ. < χουχλατσίζου του λάχανου για να μαλακώσ’ τσι να του κάνου γιαπράτσια > [μεσν. χοχλάζω < μεταγν. κοχλάζω < αρχ. καχλάζω < χλάζω (= κάνω θόρυβο)]

Χουχλίδ’ (το) = Χουχλίδι, μικρό όστρακο, παιδάκι [μεταγν. κοχλίδιον, υποκορ. του αρχ. κόχλος (= κοχλίας, σαλίγκαρος)] Στην Κρήτη ονομάζουν τα σαλιγκάρια χοχλιούς.

Χουχουλιάζου ρ. = Χουχουλιαζω, ζεσταίνω κάτι με την αναπνοή μου [ονοματοποιημένη λ. απ’ τον ήχο χου, χου, που ακούγεται όταν φυσάμε στις παλάμες μας, για να ζεσταθούν < χου χου + λιάζω (κατάλ.)]

Χουχούμ άκλιτο = Χουχουμι, πολύ ζεστό. Φρ. “του σπίτ’ μας σήμιρα, μάννα, είνι χουχούμ “> [ηχοποιητο, σχηματίστηκε απ’ την αναδίπλωση του ήχου χου-χου που ακούγεται όταν φυσάμε στην χούφτα μας, για να ζεσταθούν τα χέρια μας, κατά τις πολύ κρύες μέρες του χειμώνα]

Χπώ ρ. = χπω, χτυπώ. Εκτός απ’ τις πολλές έννοιες που έχει το p., στην Αγιάσο χρησιμοποιείται και με την έννοια του τρώγω. Φρ. “πουλλά τσιράσια χτύπ’ σις ψες” (= έφαγες) [κτυπώ].

Χράμ’ (το) = χραμι, κλινοσκέπασμα χειμωνιάτικο μάλλινο και δαπανηρό όσο και μία κουβέρτα. Φτιάχνεται στον σπιτικό αργαλειό. Παρ. φρ. “α σύρου του χράμ’ α φανεί ποιος είσι” λέγεται για κείνους που φροντίζουν να καλύπτουν με τον λόγο ή το χρήμα, που διαθέτουν, τα ελαττώματα τους. Για τους δεύτερης ποιότητας ανθρώπους [τουρκ. ihram]

Χρείγια (η) = το αποχωρητήριο φρ. “μεσ’ τ’ χρείγια έχου του κατουρλουτσούκαλου” [αρχ. ελλ. χρεία > χρείγια] > ανάγκη, τα χρειώδη, τα εργαλεία. Παρ. “καθ’ (να κάθεσαι) χρείγια μ’ στουν τόπους σ’, μη μι κάν’ς κακό” (= να μη δανείζεις τα πάσης φύσεως χρειώδη, εργαλεία, γιατί θα χαλάσουν οι σχέσεις σου μ’ αυτόν στον οποίο τα δανείζεις, είτε γιατί δεν θα στα επιστρέψει είτε γιατί θα στα φέρει φθαρμένα) [αρχ. χρεία > χρειγιά]

Χριγιόστ’ (το) = Χριγιοστο, το χρέος, το δάνειο. Φρ. “μ’ τα χριγιόστια που μπλέτσισι, γιε μ’, θα στα πάριν γοι τουκιστές τα πραματέλια σ'” [αρχ. χρέος > τα χρέη > το χριγιόστ’]

Χρίζου ρ. = χριζω, ασπρίζω τους τοίχους με ασβέστη. Φρ. “τώρα π’ θ’ αρρβουνιάσου τ’ κόρ’ ιμ, ούλου του σπίτ’ θα του χρίσου” [αρχ. χρίω > χρίζω]

Χτέν’ (το) = χτενι

  • εξάρτημα αργαλειού (= πλαίσιο επίμηκες ενός μέτρου στο μάκρος (περίπου) και 15 εκατ. στο πλάτος, εντός του πλαισίου έχουν σφηνωθεί ψιλά καλαμάκια το ένα δίπλα στο άλλο, ανάμεσα απ’ τα οποία περνά το στημόνι (= κλωστή),
  • ειδικά κατασκευασμένο χτένι κοκκάλινο με πολύ ψιλά δοντάκια, κατάλληλο να βγάζει απ’ το κεφάλι τις ψείρες, που αφθονούσαν στα χρόνια τα παλιά.
  • θαλασσινό κοχύλι,
  • εργαλείο κηπευτικό (= τσουγκράνα) και
  • εργαλείο για το μάζεμα της ελιάς, [μεταγν. κτένιον, υποκορ. του αρχ. κτεις – κτενός]

Χτσιάρς (ο) = Χτσιαρης, ο χτικιάρης (= φυματικός). Η φυματίωση ονομάστηκε απ’ τον λαό χτικιό, γιατί ήταν αρρώστια εκτική (= συνεχής) [εκτικός > κτικός > χτικός (με ανομοίωση) > το χτικιό > χτικ + ιάρης > χτιτσιάρης > χτσιάρ’ς]

Χύνω ρ. = αφήνω κάτι να σκορπιστεί, να χυθεί. Η φρ. (που ακούγεται στην Αγιάσο) “δεν του χύνου” σημαίνει είμαι ακμαίος, δυνατός, δεν κάνω πίσω, παρά τη μεγάλη ηλικία μου ή την αρρώστια, που με χτύπησε [μεταγν. χύνω, απ’ τον αόρ. εχύθην του αρχ. χέω]

Χύσ’ (η) = χυση, η ταχύτητα φρ. “μόλις είδα του θηρουφύλακα, δώκα ένα χύσ’ του κατήφουρου τσι στάθ’κα πλια στου χουριό Αττσική” [αρχ. η χύσις < χέω] > χύσ’ (= ροή, το χύσιμο, η ορμή)

Χώρα (η) = η πρωτεύουσα του νομού Λέσβου (= Μυτιλήνη).

Χωρατεύγου ρ. = Χωρατευγω / Χωρατεύω, κάνω αστεία πειράγματα. Παρ. “χωρατεύγουσι πανί να σι φέρου στη βουλή”, λέγεται ειρωνικά για τους πονηρούς, που προσπαθούν με τρόπους αστείους και σοβαρούς να κάνουν υποχείριους των τους βολικούς και ευάλωτους, [απ’ το χωραίτης (= κάτοικος της πόλεως) > χωραϊτεύω]

Χωρατό (το) = τα αθώα πειράγματα. Φρ. “μην κάν’ς πουλλά χουρατά στου μπαρμπαδημητρό, γιατί δεν τα σ’κών'” [απ’ το χώρα και όχι απ’ το χωριό].

Χώρσ’ (η) και συνήθως στον πληθ. γοι χώρσις = χωριση, χωρισια, τα σύνορα των ελαιοκτημάτων, τα οποία ήταν χωρίς περίφραξη – εκτός σπανίων περιπτώσεων – και τα οποία καθοριζόταν με τα χαράτσια (= βαθειές χαρακιές στον κορμό της ελιάς, που ούτε ο χρόνος δεν τα έσβηνε). Φρ. “ταχιά, Μαριγώ, π’ θα πάτι στου Καβαλάδου (= περιοχή λιόφυτη Αγιάσου), πρώτα να μαζώξιτι τς χώρσις” συμβουλεύει ο αρχηγόςτης οικογένειας, γιατί συνήθως γινόταν ένα είδος αδιευκρίνιστης κλεψιάς της ελιάς, από εκείνον που πήγαινε για λιομάζεμα σ’ ένα κτήμα του. Γιατί κανείς δεν μπορούσε να καθορίσει επακριβώς ποιες ήταν οι δικές του ελιές απ’ αυτές που είχαν πέσει καταγής στα σύνορα των λιοκτημάτων, ανακατεύονταν οι ελιές του γείτονα με τις δικές σου και άιντε να βρεις ποιες είναι δικές σου και ποιες του γείτονα [χωρίζω > χώρισ’]

Χωσιά (τα) =

  • η λ. χρησιμοποιείται στην περίπτωση που κάποιος προσπαθεί να αποφύγει να συναντηθεί με κάποιον, για πολλούς και διαφόρους λόγους. Φρ. “ταχιά θα ν’ έρτ’ γιου Γιάννς να μας καν’ παρέγια τσι συ κόρ’ ιμ Σουφέλ’ να μη μας κάνς χωσιά, επειδή δεν τουν χουνεύς”.
  • το παιχνίδι < χουστό > βλ. λ. [μεσν. (η) χωσία (= το κρύψιμο) > τα χωσιά (ουδετεροποίηση του θηλυκού με ανέβασμα του τόνου) < αρχ. χώσις < χωννύω]

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Γ. Λεκακης «Λεξικο παραδοσεων».

ΠΗΓΕΣ:

  • Αναγνώστου Σπ. “Λεσβιακά, ήτοι συλλογή λαογραφικών περί Λέσβου πραγματειών, Βιβλίον β΄: Γλωσσάριον, περιέχον πλείστας του Λεσβιακού ιδιώματος λέξεις εις τας αντιστοιχούσας της αρχαίας ημών γλώσσης αποδιδομένας, έτι δε φράσεις, παροιμίας, ευχάς, αράς, ύβρεις, προλήψεις, ήθη και έθιμα των Λεσβίων”, Μυτιλήνη, έκδ. Πανεπιστημίου Αιγαίου, 1996.
  • Παπάνης Δημ. “Παροιμίες και παροιμιακές φράσεις και λέξεις που λέγονται στην Αγιάσο Λέσβου”, εκδ. Μυτιλήνη, 1997.
  • Παπανης Γ. και Δημ. “ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣΩΤΙΚΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΥ – ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ – ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ”, έκδ. Μυτιλήνη, 2002.
  • Χρούμπ Κλεωνάντα «Το ιδίωμα της Αγιάσου: γλωσσικές στάσεις των ομιλητών του», διπλ. εργ. «Σύγχρονες τάσεις στην ανάλυση και διδασκαλία της ελληνικής», ΠΜΣ, 2021.
  • LESVOSPEN.
  • Μυτιληνια διαλεκτος.
  • Αναγνωστηριο Αγιασου.
  • περιοδικά “Αγιάσος”, “Τρίβολο” του Στρ. Παπανικόλα
  • κείμενα – έργα των: Στρ. Αναστασέλη, Β. Βλαστάρη ή Βαγιάνα, Χριστόφα Κανιμά, Μεν. Καμάτσου, Αντ. Μηνά, Γ. Μουτζουρέλη, Μιχ. Πασχαλιά, Γ. Χατζηνικολάου, κ.ά.

ντοπιολαλια εντοπιολαλια λεξεις λεξικο λεξικον ιδιωματισμοι ιδιωματισμος ετυμολογια παροιμια, παροιμιες, παροιμιωδης φραση αγιασωτικη γλωσσα γλωσσικο ιδιωμα αγιασωτικο λεσβιακο αγιασωτικες λεξις μυτιληνια διαλεκτος μυτιληνης αγιασωτικα λεξικο λεξικον λεξιλογιο γλωσσαρι ΛΕΞΙΚΟ ΑΓΙΑΣΟΥ ΛΕΣΒΟΥ αγιασιωτικα ΛΕΞΙΚΟΝ ΑΓΙΑΣΟΣ ΛΕΣΒΟΣ λεσβιακα αιγαιο μυτιληνη Αναστασελης, Βλασταρης Βαγιανας, βαπτιστικο ονομα Χριστοφας Κανιμας, Καματσος Μηνας Μουτζουρελης, Πασχαλιας Χατζηνικολαου Αναγνωστου λεσβιακα συλλογη λαογραφια περι Λεσβου πραγματεια γλωσσαριον, λεσβιακο ιδιωμα αρχαια γλωσσα φρασεις, παροιμιες, ευχη, αρα, καταρα υβρις, προληψεις, προληψη ηθη και εθιμα Λεσβιων λεσβιοι Αιγαιου περιοδικο Τριβολο Παπανικολας τοπωνυμιο τουρκικη τουρκικα Καδη η βρυση καδης Ασλαν Μπεη Χαραμιγε Ασλανμπεη Χαραμιγιε Ασλαν Μπεης Ασλανμπεης

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ και οι «ΕΝΤΙΜΟΙ» ΕΠΙΚΡΙΤΕΣ του

Του συγγραφέα Σωκράτη Β. Σίσκου Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής...

Ήθη και έθιμα της αγίας Βαρβάρας – σχέση με Εκάτη, Δήμητρα και Ήρα – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Η αγία Βαρβάρα εορτάζεται στις 4 Δεκεμβρίου....

Από την αρχαία ελληνική μακαρία, το μελομακάρονο – τι συμβολίζει

Της δρ. Γεωργίας Κατσογριδάκη, διαιτολόγου – διατροφολόγου Το μελομακάρονο αποτελεί...

Ξαρχάκος: Σχετικά με τις συναυλίες στο εξωτερικό, χωρίς την άδεια του γιου του Μ. Χατζιδάκι

Δήλωση Σταύρου Ξαρχάκου (Σχετικά με τις συναυλίες στο εξωτερικό χωρίς...