Α. Λαχνίσματα
Τα λεγόμενα στην ελληνική λαογραφία Παιδικά λαχνίσματα είναι απλά ΠΑΙΔΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙΑ. Είναι σημαντικό να πούμε πως δεν υπάρχουν Λαχνίσματα… εννηλίκων!
- Λέγονται λαχνίσματα (< λαχνός), και λαγχανίσματα (από το ρήμα «λαγχάνω») και κληρωσιές, επειδή με αυτά τα τραγουδακια συνήθως έπεφτε κληρος / λαχνος, δηλ. κάποιος κληρωνόταν ή άμα του λάχαινε η τελευταία συλλαβή, τα «φυλούσε», στο κρυφτο, κυνηγούσε στο κυνηγητο, κλπ… Κι αυτό ήταν κάτι σαν ατυχία…
ή
- από το ρήμα λαχνόομαι / λαχνοῦμαι = γίνομαι χνουδωτός, πιάνω χνούδι. Διότι άδονταν μόλις το βρέφος αποκτούσε το πρώτο μαλλάκι του, το πρώτο χνούδι = λάχνη – ΠΗΓΗ: Ομ. Ἰλ. Β,219. Ὀδ. λ,320. Πινδ. Ο. 1.110. Σόλων, Ανθ. 27.6 και Στρατων AP 12.178.
Τα παιδιά έκαναν κύκλο. Κάποιος / κάποια που έκανε την «μάνα» άρχιζε το ρυθμικό τραγούδι, το λάχνισμα / λαγχάνισμα. Συνήθως αυτά ξεκινούν με την λέξη «μπουφ» και τελείωσε με την φράση «φτου και βγαίνω / βγαίνεις».
Ήταν όμως και ΠΕΡΙΠΑΙΚΤΙΚΑ τραγουδάκια.
Βεβαίως πολλάκις δεν είναι ούτε απλά, ούτε τραγουδάκια. Για να μείνουν στο συλλογικό ασυνείδητο, εκατοντάδες χρόνια, σημαίνει πως κάτι βαθύτερο κρύβουν, που το έχουμε ξεχάσει με τα χρόνια, αλλά είναι καταγραμμένο στο παλιό κύτταρο. Γι’ αυτό μερικά από αυτά ανήκουν στην σημαντική κατηγορία δημοτικών / λαϊκών τραγουδιών που λέγονται ακαταληπτα (ακαταλαβίστικα) ή μαγικά, πιστεύοντας ότι είναι ό,τι απόμεινε από παλιά ξεχασμένα ξορκια.
Άλλωστε «Συνθηματικαί ἢ μυστικαί γλῶσσαι μνημονεύονται ἀπό τὡν παναρχαίων χρόνων. Τοιαύτας, ὡς γνωστόν εἶχον, ἐν χρήσει οἱ μύσται ἐν τοῖς Ἐλευσινίοις μυστηρίοις, οἱ Ὀρφικοί, οἱ Πυθαγόρειοι καί ἂλλοι φιλόσοφοι, σοφισταί καί ἡγεμόνες, παραπέμπουν εἰς τούς Δειπνοσοφιστάς τοῦ Ἀθήναιου». (Δημ. Σάρρος γράφων «περί τῶν ἐν Ἠπείρῳ, Μακεδονία καί Θράκη συνθηματικών γλωσσών»[*]
Τα τραγούδια από παιδικές φωνές, όλες μαζί, έτσι χωρίς πρόβα, ριγμένες μέσα στην μαγεία του αυτοσχεδιασμού και του αυτοσχεδιασμού, αλλά και την ταυτόχρονη αίσθηση του κοινωνικού συνόλου και της κοινωνικοποίησης, πρέπει να είναι η μουσική υπόκρουση της αιώνιας ζωής, όποια και όπως κι αν είναι αυτή. Οι αυτοσχέδιες παιδικές χορωδίες, όταν έχουν οίστρο και κέφι, όταν ψάλλουν δηλαδή, είναι οι μόνες χορωδίες ελεύθερες στην φύση, που η ακρόασή τους δεν πρόκειται ποτέ να συνοδευτεί από κόπωση ή από κόρο.
Τα παιδιά συνηθίζουν να πειράζουν το ένα το άλλο. Και επειδή έχουν την χάρι και το τάλαντο της στιχουργίας και της ποίησης μέσα τους, η φαντασία τους οργιάζει και δημιουργεί.
Σκάρωναν στιχάκια «στο πι και φι» και για τον πιο μικρό λόγο. Μαζεύονταν γύρω από αυτόν στον οποίο το απηύθυναν, κτύπαγαν την γροθιά του δεξιού χεριού στην παλάμη του αριστερού, και του τραγουδούσαν αφιλτράριστα, αβασάνιστα, απροκάλυπτα, χωρίς λογοκρισία!
- ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
[*] Δελτίον τῆς Ἑλληνικής Λαογραφικῆς Ἑταιρείας, 1923, τ, ζ’, σελ. 521.
Για μια δεκάρα
Ένα από τα πλέον γνωστά περιπαικτικά τραγούδια των παιδιών της γειτονιάς είναι το εξής, που λεγόταν για όποιον αγόραζε κουλούρι και δεν έδινε σε κανέναν να φάει, γενικώς για τον μονοφαγά και τον τσιγκούνη:
Ο (…)[1] το καλό παιδί και τ’ άξιο παλληκάρι
γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι[2].
Και το δεκάρι το ΄δωσε και πήρε ένα σιμίτι[3]
πρωί-πρωί σηκώθηκε μ’ ένα σκατό στην μύτη…
Για όποιον πάλι ήταν τόσο μωρός, που αντί με τα χρήματά του να αγοράσει φαΐ να φάει, αγόραζε μαγειρικά σκεύη, να φάει ή να μαγειρέψει το (ανύπαρκτο) φαγί του, υπήρχε και άλλη έμμετρη ευχή, λιγότερο… βρόμικη:
Ο (…)[4] το καλό παιδί και τ’ άξιο παλληκάρι
γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι.
Και το δεκάρι το ΄δωσε και πήρε μια κουτάλα
πρωί-πρωί σηκώθηκε να φάει φασολάδα…
Το παρακάτω είναι σατυρα, γι’ αυτόν που κατόρθωνε και αγόραζε γουρούνι:
Ο (…)[5] το καλό παιδί και τ’ άξιο παλληκάρι
γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι.
Και το δεκάρι το ΄δωσε και πήρε ένα γουρούνι,
πρωί-πρωί σηκώθηκε και του ΄μοιαζε στη μούρη…
Είναι πεποίθηση του λαού, πως ο ιδιοκτήτης παίρνει την όψη του κατοικίδιου ζώου του.
…Για τρίχες
Όταν ένα παιδί κουρευόταν, και ερχόταν στο σχολείο, το κάζο περιλάμβανε εκτός από τις μεμονωμένες φάπες στο σβέρκο του και το εξής τραγουδάκι:
Κουρεμένο γίδι, ποιος σε κούρεψε;
Πήρε το μαλλί σου και σε γέλασε…
Μετά, μαζεύονταν όλοι γύρω του και φώναζαν σχεδόν ταυτόχρονα: «Σύννεφοοοο!» και η καρπαζιά έπεφτε… σύννεφο, ομοβροντία, πραγματικά σαν σύννεφο, στον φρεσκοξυρισμένο σβέρκο βεβαίως. Αυτός που τις έτρωγε δεν παραπονιόταν, γιατί ήξερε πως όπου να ΄ναι, θα πάρει εκδίκηση στο σβέρκο κάποιου άλλου, που – πού θα πάει; – θα κουρευόταν όπου να ΄ναι…
Για ένα όνομα
Εάν σε κάποιον δεν άρεσε το όνομα κάποιου, ή εάν κάποιος δεν ανταποκρινόταν σε αυτά που του έλεγε ή που του ζητούσε κάποιος, τότε ο μη λαβών ανταπόκριση σκάρωνε στιχουργήματα.
Για την βροντόφωνη Ιωάννα, φερ’ ειπείν:
Ιωάννα-Άννα πις[6] την μπάνα[7]
πις την καλαμπάνα[8] και σε λεν καμπάνα…
άλλο:
Άννα μι-λάνα κι πιτσι-λάνα
κι στην πόλι σπίτι-λη
σάρτα-φέρτα μέλε-γρή!
άλλο
Άννα-μάνα πορτοκάλα
τίνα-μάνα
άλλο
Άννα-καμπάνα
που έχεις έναν αδελφό,
κάθεσαι στο τραπέζι
και του τρως το φαγητό…
Για κάποιον μελαγχολικό ή κακόκεφο Νίκο:
Νίκο-ίκο πις την μπίκο
πις την καλαμπίκο και σε λεν καημένο σύκο…
Για κάποια φαγανή Σούλα:
Σούλα-ούλα πις την μπούλα,
πις την καλαμπούλα και σε λένε φαταούλα…
Για κάποιον Ανδρέα, που χαζοφέρνει:
Ανδρεούλη-ούλη πις την μπούλη
πις την καλαμπούλη και σε λεν χαζούλη…
Για κάποιαν που ξενητεύτκε και μεγαλοπιάστηκε:
Η κυρία Αφροδίτη
που παντρεύτηκε στην Κρήτη
πήρε άντρα υπουργό
με κολλάρο στον λαιμό!
Άλλο:
Μια γριά τσαντόγρια[9]
λάχανα μαγείρευε.
’Κεί που τα μαγείρευε
τσ’ ήρθε μία συμβουλή,
συμβουλή να παντρευτεί:
Δίνει μια του καπακιού
κι άλλη μια του τεντζεριού
φάτε κότες λάχανα
κι εσείς χήνες τα ζουμιά,
γιατ’ εγώ θα παντρευτώ
και θα σπιτονοικοκυρευτώ.
Αθώα παιδικά πειράγματα, πάντα χωρίς παρεξήγηση…
Για τους ψευδούς
Αυτοί που δεν μπορούσαν να πουν το ρο με ευκολία, πάντα ήταν αντικείμενο περιπαίγματος για τους άλλους, από αρχαιοτάτων χρόνων – θυμηθείτε πόσο δεινοπάθησε ο δεινός ρήτωρ Δημοσθένης! Και των παιδιών φυσικά. Έτσι, γύρω από αυτόν που ρωτακίζει, μαζευόταν η γαλαρία και με σκέρτσο και νάζι του τραγουδούσαν:
Τι φοβεγό, τι τγομεγό
να μη μπογώ να πω το γω!..
Άλλα
Ανεβαίν’ η Μπιρμπιλίτσα,
κατεβαίν’ η Μπιρμπιλίτσα,
ούτε τρώει, ούτε πίνει
την κοιλιά της την γεμίζει!
Άλλο, ένα που το τραγουδούσαν ρυθμικά, όταν τα «έβγαζαν»:
Έχω ένα αυτοκίνητο
που όλο-όλο τρέχει
και πού να σταματήσει;
-Στην Νέα Ορλεάνη!
Και τι χρώμα να ζητήσει;
-Κόκκινο χρώμα να ζητήσει!
Άλλο:
Ένας τέντζερης, καπιτέντζερης
με φαΐ ζεστό,
με πατάτες, με το κρέας
πι-πο-ντό!
Άλλο γι’ αυτόν που ρωτούσε συνέχεια «γιατί;» σε σημείο που να καταντούσε κουραστικός, του ανταπαντούσαν:
Γιατί, γιατί, γιατί;
Γιατ’ έχ’ η γάτα έν’ αυτί!
ή – παραλλαγή του:
Γιατί, γιατί, γιατί;
Γιατί κλαίει το γατί!
και του έλεγαν με νόημα:
Τα «γιατί» και τα «διότι»
φάγανε τον Παναγιώτη.
Άλλο:
Εν τάξει, εν τάξει, εν τάξει!
Και το ψωμί δεκάξι!
Άλλο:
Ένα – δύο – τρία
πήγα στην Κυρία
μου ‘δωσε ένα μήλο
μήλο δαγκωμένο
το ‘δωσα στην κόρη
έκανε αγόρι
το ‘βγαλε Θανάση
σκούπα και φαράσι.
Άλλο:
κουπεπέ-κουπεπέ
μακαρόνια, φρικασέ…
‘Άλλο:
ντάχτιρντί, ντάχτιρντί
λουκουμάκια στο χαρτί,
ντάχτιρντί του λέγανε
κι όλοι το παντρεύανε
Άλλο:
Ντο ρε μι φα σολ λα
μου ΄φυγε η σόλα…
Όταν έκαναν τραμπάλα τραγουδούσαν:
Τράμπα-τραμπαλίζομαι
πέφτω και τσακίζομαι
και χτυπώ το γόνα μου
και φωνάζει η νόνα μου…
Άλλο:
Ένι μένι
του του μένι ή ντου ντου μένι
Τρία ρομ ή ρω
Κάζακομ ή το κατασρό
Το κεφάλι σου ξερό
Το δικό μου μαλακό
πιφ τα λεβάντα πιφ
Άλλο:
Ο Καρακατσάνης
μπήκε στο τηγάνι
κι έφαγε τ’ αυγά!
Αυγά τηγανιτά!
Γιατί Καρακατσάνη
μπήκες στο τηγάνι
κι έφαγες τ’ αυγά;
Αυγά τηγανιτά;
Φάει τώρα μία καρπαζιά!
Άλλο, σχετιζόμενο με ήρωα άγιο:
Άη Γιώργη καβαλλάρη
με σπαθί και με κοντάρι
δώσ’ μου τα κλειδάκια σου
ν’ ανοίξω τα ματάκια σου
να δω τι έχουν μέσα:
στάρι, κριθάρι,
σπυρί, μαργαριτάρι;
Δώσ’ στην νύφη κάστανα
και στον γαμπρό καρύδι
και στην χρυσή την πεθερά
ολόχρυσο μαντίλι.
παραλλαγή:
Άη Γιώργη καβαλλάρη,
κάνε μου αυτή την χάρι,
να χτυπήσω το χεράκι
που δεν έχει λιθαράκι.
άλλο:
Κάνει κρύο, κάνει τσύφι,
για το δόλιο το κοτσύφι.
άλλο:
Έχεις μια μύτη
σαν τον νεροχύτη,
όταν την πιάνω
παίζει πιάνο,
κι όταν την αφήνω
παίζει μαντολίνο.
άλλο:
Εις πανί
σπανοί
ισπανικό ιππικό
εζωγράφισαν.
άλλο:
Ένει – μένει
τουτουμένει
τρία ρο
το κατσαρό
το κεφάλι σου ξερό
το δικό μου μαλακό.
άλλο:
Ντιν-νταν
φίλη μου καντάν
καρακάξα πετώ
προσκεφάλι μου
ρεγκό – ταγκό
κι ένα κόκκινο αυγό!
άλλο:
Ένανα – δίκανα
τσίκακα – σούσουλα
πέγκα – λέμα
σούιδι – μούιδι
τάλια – δέκα.
άλλο:
Μπραΐμ μπραΐμ
μπουλούκι ζαΐμ
σουραΐμ – σουραΐμ
μπουζούκια αραΐγ.
άλλο:
Αμ νταμ ντες
τίζι μάλι πρες
τίζι μάλι πούμπανες
αμ νταμ ντες!
άλλο:
Τρία μπαλόνια στον αέρα,
μάννα, πατέρας, γυιός. Βγες!
άλλο:
Άλα μπελάνα και μπιτσελάνα
και στην πόλι μπιτσιλί
έκατσαν οι κλέφτες να φάν’ ψουμί,
τα καραούλια χούιαζαν
μπαμ-μπουμ
του μπιλιά μου ρουφ
εσύ βγήκες!
άλλο:
Άλα μπελάνα καί μπιτσιλάνα
και στην πόλι μπιτσιλί
σύρτα φέρτα βερελίγκος
(ή: σάλτα βόλτα μπελεγρί)
άλλο:
Ανέβηκα σ’ ένα βουνό
και είδα ένα γουρούνι.
Το κοίταξα καλά-καλά
και σου ‘μοιαζε στην μούρη.
Γώ, γώ, γώ,
σύ, σύ, σύ,
το γουρούνι είσαι εσύ!
άλλο:
Άστρα νταμ
πίκι πίκι ραμ
το ψωμί το λένε νταμ
και τη γάλα Καρολίνα
και τον ποντικό σωλήνα,
που πηγαίνει στην κουζίνα
και ψοφάει από την πείνα.
άλλο:
σι Μαριώ Μαριώ[11]
σι ντορεμί μακαρό μακαρό
λέο λέο τιπ τιπ τιπ
ή
Συ Μαριώ μ’, συ Μαριώ μ’,
συ να γενείς τα δυο μ’
άλλο:
-Είσαι ένα κινεζάκι,
τρως πολύ-πολύ ρυζάκι
και πόσες κουταλίτσες;
-Πέντε.
-Μία, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε!
άλλο:
Κοπερτί το κοπερτί
τάπι τάπι ρούσι
κοπερτί το κοπερτί
τάπι τάπι γκρι.
παραλλαγή:
Ο Μπελούκος ο μπεκρής
τάπα τάπα ρούσα.
Ο Μπελούκος ο μπεκρής
τάπα τάπα γκρής.
άλλο:
Άκατα μάκατα σούκου τούμπε
Άμπελ φάντελ ντομινέ.
Άκατα μάκατα σούκου τούμπε
Άμπελ φάντελ βγε!
ή
Άκατα μάκατα σούκιτι μπε
φάμπε, φάμπε ντομινέ
άκατα μάκατα σούκιτι μπε
φάμπε, φλαμπε, βγε!
άλλο:
Α μπε μπα μπλομ
του κείθε μπλομ
α μπε μπα μπλομ
μπλιμ μπλομ.
Σαν θα πας εκεί
στην Βόρειο Αμερική
θα δεις και τον Ερμή
να παίζει μουσική[12]
μ’ ένα κόκκινο βρακί!
Όλα τα κοιτώ
σαν παιδί κουτό.
Την Ακρόπολι και τον Λυκαβηττό.
άλλο:
Μπομ μπομ πορτοκάλι
αραμπιμπιό
σα μέλι με κεφάλι
κοπελιμαντό.
Κάνουνε κάνουνε
βανταντέλα κουραζάντο
ντουμ εγώ ντουμ εγώ
μέλι τίγκι τάγκ!
άλλο:
Άβλα κατάβλα
μπέκι μπέκι
τούζα τούζα
μένε σούζα,
βήτα οχτώ
όντζο μόντζο, ζόντζο τζούφ!
παραλλαγή του:
Άβαλα μαντάβαλα
μαντόσκο σκούβαλα
ματσέγκα τσέγκα
μούζι σκούζι
ντάλια δέκα.
άλλο:
Αραβεζονί
νύφη ρεβενί
πίκο πικορό
σέλε μελεγρό.
Σάλα μάτα και παράτα
πάρε την μεγάλη στράτα.
άλλο:
Άλφα βήτα το ρορό
το κεφάλι σου ξερό.
Άλφα βήτα κόψ’ τήν πίτα,
δώσ’ μου εμένα,
φάε κι εσύ,
δώσ’ καί τής γάτας.
άλλο:
Σγούρι μπανιά
παραπάμ παμ παμ
άλλο:
Κουρμπανιά!
Παραπάμ παμ παμ!
άλλο:
Πώς την κάνουν την μπουγάδα;
Με νερό και σαπουνάδα
και μια χούφτα γαλατάδα.
αλλο:
Τζένη Καρέζη
Κώστας Κακαβάς
Αλίκη Βουγιουκλάκη
εσύ θά τα φυλάς!
άλλο:
Ραμ-ραμ τίρι-ραμ
τό ψωμί τό λένε μαμ
καί τόν πόντικα σωλήνα,
πού πηδάει στήν κουζίνα
καί ψοφάει από τήν πείνα!
άλλο:
Περνά-περνά η μέλισσα
με τα μελισσόπουλα
και με τα κλωσσόπουλα!
άλλο:
Έχω μία πάπια
πού κάνει δέκα αυγά,
έχω κι’ άλλη μία
πού κάνει δεκατρία.
άλλο:
Αμ στραμ νταμ
πίκι πίκι ραμ
πούρι πούρι ραμ
αμ στραμ νταμ!
άλλο:
Ο Αράπης του Κοκκάλα
μία κι είκοσι το γάλα.
άλλο:
Σι σι σι.
Κάτω στην Ρόδο, στο Ροδονήσι,
Τούρκος αγάπησε ένα κορίτσι.
Αυτός την θέλει, αυτή δεν θέλει
κι η μάννα η στρίγγλα της επιμένει:
«Πάρ’ τον, κορίτσι μου, έχει λίρες!».
«Όχι, μανούλα μου, έχει ψείρες!».
«Πάρ’ τον, κορίτσι μου, έχει καΐκι
και θα σε πάει Θεσσαλονίκη!
Πάρ’ τον, κορίτσι μου, θα πας με τραίνο!».
«Όχι μανούλα μου, είναι βλαμμένο!»…
άλλο:
Σι, σι, σι. Κορίτσια απ’ το νησί.
Κορίτσια μην περάσετε απ’ την οδό Σταδίου
γιατί σας περιμένουνε αγόρια Γυμνασίου.
Ο ένας λέει «σ’ αγαπώ!», ο άλλος «θα σε πάρω!»
κι ο τρίτος ο μικρότερος «στεφάνι θα σου βάλω!».
άλλο:
Χάι, χάι, χάι. Αγόρια στην Χαβάη.
Αγόρια μην περάσετε απ’ την οδό Σταδίου
γιατί σας περιμένουνε κορίτσια Γυμνασίου.
Η μια φοράει το μαγιώ, η άλλη το μπικίνι
κι η τρίτη η μικρότερη φοράει το σούπερ μίνι.
Η μία λέει «σ’ αγαπώ!», η άλλη «θα σε πάρω!»
κι η τρίτη η μικρότερη «δεν σε γουστάρω!».
άλλο:
Πρωί ο ήλιος βγαίνει
απ’ την Ανατολή,
το βράδυ κατεβαίνει
μ’ ολόχρυση στολή.
Ήλιε μου, ήλιε μου, έβγα ήλιε μου!
Πριν ο ήλιος δύσει
αφήνει προσταγή
στα άστρα, στο φεγγάρι,
να φέγγουνε στην Γη.
Ήλιε μου, ήλιε μου, έβγα ήλιε μου.
άλλο:
Από ΄να καλυβάκι τόσο δα μικρό
στο παραθυράκι «καλημέρα!» θα σας πω.
Τι ωραίος ήλιος! Τι ωραίο φως!
Τι ωραία μέρα! Τι αέρας καθαρός!
άλλο:
Ήτανε επτά, τα επτά τα κατσικάκια
παίζουνε, γελάνε, σαν τα μικρά παιδάκια.
Τους αρέσει η σκανταλιά και η φασαρία
όλη μέρα στην αυλή δεν έχουν ησυχία.
«Τοκ! Τοκ! Ανοίξτε μου. Είμαι η μαμά σας!».
«Πριτς! Είσαι ο λύκος ο κακός! Δεν θα μας γελάσεις!
Και τα λόγια σου αυτά, αλλού να τα περάσεις!».
«Μα γιατί; Γιατί; Γιατί;».
«Γιατί η μαμά μας η καλή, έχει πιο ψιλή φωνή!»…
άλλο:
Ανεβαίνω στην μηλιά
καί πατώ στην καρυδιά,
πίνω τό γλυκό κρασί
μέ τήν κούπα τή χρυσή.
- παραλλαγή:
Ανεβαίνω στην μηλιά
καί πατώ στην καρυδιά,
και φωνάζω κούι-κούι
μα κανένας δεν μ’ ακούει.
άλλο:
Ένα έξω, δύο μέσα,
τρία, τέσσερα καί πέντε,
μέσ’ στό έξι πάει καί πέφτει.
άλλο:
Τό ψωμί τό λένε παν,
καί τό κόκκαλο κοκάν,
καί τή γάτα Καρολίνα
καί τόν ποντικό σωλήνα.
άλλο:
Τι συμβαίνει; – Τι συμβαίνει
και τρεχάτη κατεβαίνει;
άλλο, για ξεματιασμα:
Φτου, σκόρδα στα μάτια σου,
πιπεριά στον κώλο σου[13],
και κρεμμύδια στην κοιλιά σου!
Για όποιον λέει συνέχει «όχι!»:
«Οχιά, οχιά,
οχιά και πλατανιά!»,
ή
«Ο γάιδαρος μεγάλη πο’ ΄χει!».
άλλο:
Τα παιδάκια του ξιφία παίζανε ξιφομαχία!
άλλο:
Όποιος έκλασε να πιει
και στην Πόλη ν’ ακουσθεί!
Να ΄ρθει ο θειος μου ο γανωτής[14]
να γανώσει, να μπαλώσει
του παιδιού τον κώλο
που έκλασε να πει…
άλλο:
Κοκορέτσι και γαρδούμπα
για να κάνω μία τούμπα…
(λαϊκό ρηθέν και από τον Καραγκιόζη)
άλλο:
Φασουλάδα τρομερή
κάθε βήμα και πορδή!
άλλο:
Σκασίλα μου μεγάλη
και δέκα παπαγάλοι!
Σκασίλα μου μικρή
και δέκα ποντικοί!
άλλο:
Μπούφλες, μπούφλες,
κόκκινες παντούφλες,
ράσια, ράσια
κόκκινα κεράσια
άλλο:
Σαλάμι αέρος,
που το τρώει ο γέρος
και πηγαίνει στο μέρος…
άλλο:
Στης ακρίβειας τον καιρό
βρήκα εγώ να παντρευτώ
και μου δώσαν μια γυναίκα
που ’τρωγε για πέντε-δέκα…
Την Δευτέρα βάζει πλύση
και την Τρίτη τα στραγγίζει
την Τετάρτη τα απλώνει
και την Πέμπτη τα μαζώνει
την Παρασκευή μπαλώνει
το Σαββάτο σιδερώνει
και την Κυριακή αλλάζει
πάλι μέσ’ στην ψείρα βράζει…
Β. Αδιάντροπα λαχνίσματα:
Αν και δεν υπάρχει ο όρος ντροπή και αδιάντροπο όταν μιλάμε για την παιδική δημιουργία και τον αυτοσχεδιασμό, το παρακάτω είναι διαλογικό τραγουδάκι, ολίγον τι τολμηρό για την εποχή του και την παιδική ηλικία:
«Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ!».
«Πού με βάζεις;»
«Σ’ έναν πύργο ψηλό
να διατάζεις!».
«Κι άμα πέσω από ΄κεί, βασιλιά μου;».
«Θα βρεθείς μέσα στην αγκαλιά μου!».
Άλλο:
Ανέβηκα στην πιπεριά
να κόψω ένα πιπέρι
κι η πιπεριά τσακίστηκε
και μου ‘κοψε το χέρι!
Δώσ’ μου το μαντηλάκι σου
το χρυσοκεντημένο
να δέσω το χεράκι μου
που είναι ματωμένο…
Ερωτικό κάλεσμα όταν πέρναγε φαντάρος:
Φάνταρε, φάνταρε, πού πας;
Πάρ’ την καραβάνα σου κι έλα να φας…
Αλλά υπάρχουν και πιο τολμηρά:
Ο πούτσαρος κι ο μούναρος τα δυο μεγάλα κράτη
εκάναν επανάσταση επάνω στο κρεβάτι!
άλλο:
Σόλων! Σόλων!
Θέλεις ψώλον;
Τον μισόν ή όλον;
Ε, χώσ’ τον όλον!
άλλο (λέγεται και σαν παροιμία):
Κρυβότανε, κρυβότανε
κι ο κώλος του φαινότανε…
άλλο:
-Στ’ αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς!
-Κι αν θέλεις μας τα ξύνεις, Γεώργιος Δροσίνης!
άλλο:
Όπου θέλεις πάνε ρώτα
το κεφάλι μπαίνει πρώτα…
άλλο:
Κλαίει, κλαίει η ζωντοχήρα:
«Αχαχούχα-αχαχούχα
άνδρα που ΄χα
και τον έχασ’ απ’ την φούχτα»…
Όταν έπαιζαν “μακριά γαϊδούρα”, έλεγαν:
Μανταλένα – Σωσωλένα
και στον κώλο σ’ μια σωλήνα
– πόσα είν’ αυτά;[10]
Για τους εβραίους
Ο λαός μας πίστευε πως πάντα οι εβραίοι έχουν κάποιο μέσον. Και πως ακόμη και μια απλή τους παρέμβαση, μπορεί να βγάλει κάποιον από μια δύσκολη θέση, ή. ακόμη-ακόμη, πιο εξεζητημένο, να τον… αναστήσει! Σε ένα παιδικό λάχνισμα, που το τραγουδούσαν όταν έπαιζαν σχοινάκι, βρίσκουμε:
Σήμερα Σαββάτο, αύριο Κυριακή,
βάλαν’ τον Κυριάκο μέσ’ στην φυλακή!
Περνάει μια οβραία με κόκκινο βρακί,
σηκώνει το ποδάρι της κι αφήνει μια πορδή!
Βγήκε ο Κυριάκος απ’ την φυλακή!
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης «Ελληνικη ανθολογια». Γ. Λεκακης «Λεξικο παραδοσεων». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.3.2013.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Μέγας Γ. «Λαογραφική Εγκυκλοπαίδεια»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Αναφέρεται το όνομα αυτού που θέλουν να πειράξουν.
[2] δεκάρι = το νόμισμα η δεκάρα, αλλά και σπανιότερα το δεκάρικο.
[3] σιμίτι = το γνωστό θεσσαλονικιώτικο κουλούρι.
[4] Αναφέρεται το όνομα αυτού που θέλουν να πειράξουν.
[5] Αναφέρεται το όνομα αυτού που θέλουν να πειράξουν.
[6] πις = παιδικής έμπνευσης ηχητικό βοήθημα, για να γίνει ο στίχος…
[7] μπάνα = παιδική ποιητική αδεία, για να δέσει με την παραπάνω αναφερόμενη Αννα…
[8] καλαμπάνα = ό,τι και η… μπάνα – βλ. σχ. παραπάνω υποσημείωση!
[9] ή μπαμπόγρια.
[10] Το έλεγαν όταν έπαιζαν «μακρυά γαϊδούρα», όταν κάποιος ανέβαινε στην ράχη κάποιου εκ των σκυμμένων και έβαζε με τα δάκτυλά του έναν αριθμό. Τότε αυτός που τον είχε στην πλάτη του έπρεπε να μαντέψει τον αριθμό αυτόν. Εάν δεν τον μάντευε, συνέχιζε η κάτω ομάδα να είναι από κάτω και να ανέχεται την άλλη ομάδα να την καβαλάει.
[11] Ή Μαριάμ, ω μαριάμ.
[12] Σε άλλη παραλλαγή το δίστιχο αυτό είχε ως εξής:
…θα δεις τον Αραπάκο να παίζει μουσική…
ή
θα βρεις και τον ελέφαντα που παίζει μουσική
μ’ ένα κόκκινο βρακί.
ή
θα βρεις τον Καραγκιόζη που παίζει μουσική.
[13] ή «και παλούκια στον κώλο σου».
[14] γανωτής ή γανωτζής.
παιδικα λαχνισματα λαχνισμα παιδικο λαικο δημοτικο τραγυδι λαικα δημοτικα τραγυδια παιχνιδι παιγνιδι παιχνιδια παιγνιδια σχοινακι αραπης κοκκαλας καραγκιοζης καρακατσανης καταλαβιστικα συνθηματικη μυστικη λεξη γλωσσα αρχαια μυστες ελευσις ελευσινα ελευσινια μυστηρια ορφικοι, Πυθαγορειοι φιλοσοφοι, σοφιστες ηγεμονες, Δειπνοσοφιστες αθηναιου Σαρρος ηπειρος, Μακεδονια Θρακη συνθηματικες γλωσσες λεξεις νταχτιρντι νταχντιρντι λουκουμακι λουκουμι χαρτι νταχ τιρντι ντιρντι παντρεια γαμος ρημα λαχνοομαι / λαχνουμαι χνουδωτος, πρωτο χνουδι βρεφος μωρο παιδι μαλλακι μαλλι λαχνη Ομηρος ιλας οδυσσεια Πινδαρος Σολων, Ανθολογια Στρατων