Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP
Δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Η λέξις δερβένι παράγεται από την λέξη δέρη που σημαίνει λαιμός > βλ. περιδέραιον – και το ρήμα βαίνω: περπατώ. Τα βουνά δεν διασχίζονται στην κορυφή τους, αλλά στον λαιμό / αυχένα τους. Όταν ΔΕΡΗΝ ΒΑΙΝΕΙΣ τότε σε αρπάζει ο.. δερβέναγας για να πληρώσεις διόδια, διότι σου την έχει στημένη (πάντοτε υπήρχαν ληστές σε στενά μέρη). Αυτή η ετυμολογία αποδεικνύει ότι η λέξη δερβένι είναι αρχαιοτάτη ελληνική και μάλιστα ορφική και όχι τουρκικη και πρέπει να γράφεται με αι (Δερβαίνι).
ΟΡΦΙΚΑ – ΛΙΘΙΚΑ – Orphica, Lithica, 619
Ἀλλ’ οἶος πάντων προφερέστατος, εἴ κέ μιν εὕρῃς
εἶδος ἔχοντα δαφοινὸν ἀμαιμακέτοιο λέοντος·
τῷ καί μιν προτέροισι λεοντο δέρην ὀνομῆναι
ἥνδανεν ἡμιθέοισι, κατάστικτον σπιλάδεσσι
πυρσῇσιν λευκαῖς τε, μελαινομέναις χλοεραῖς τε.
ΓΡ. ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ– Lexica In Opera Gregorii Nazianzeni, Lexicon in carmina, e cod. Paris, Coislin. 394) «Λεξικὰ τῶν ἐπῶν Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μετὰ γενικῆς θεωρήσεως τῆς πατερικῆς λεξικογραφίας», 49, 1, επιμ. Kalamakis D. εκδ. Papadakis, Αθηνα, 1992: δέρην· τὸν τράχηλον
Ιδού λένε τα Λεξικά:
- Centre for the Greek Language
δερβένι το: (λαϊκότρ.) στενή ορεινή διάβαση. [λόγ. επίδρ. στη λ. ντερβένι < τουρκ. dervent -ι (αποβ. του τελικού [t] ;)]
Δερβένι
- Στενή δίοδος ανάμεσα σε δύο βουνά, λόφους ή κορυφές, στενωπός, στενοποριά, στενωσιά,
- αυχένας: ορεινός αυχένας
- διάσελο: “στα διάσελα της Ρούμελης και στου Μοριά τους κάμπους” (Κ. Παλαμάς), αναμεσάδα, αναμεσαριά
- κλεισούρα < κλεισώρεια: βαθειές / στενές / άγριες / γραφικές κλεισώρειες
- δερβένι > ντερβένι: “πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα δερβένια” (δημ. τραγ.).
Το τοπωνύμιο Δερβένι το βρίσκουμε σε:
- ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ (Αρκαδία, Αχαΐα, Κορινθία[1]),
- ΗΠΕΙΡΟ (Μέτσοβο),
- ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ (Θεσσαλονίκη, Αξιούπολη),
- ΣΤΕΡΕΑ Φθιώτιδα (Δερβέν Φούρκα).
Δερβένι > ντερμπεντέρης
Αυτές οι δύο λέξεις,πού αποτελούν στοιχεία τού νεοελληνικού λεξιλογίου, έχουν προ πολλού θεωρηθεί δάνειο από την τουρκική. Η πρώτη, ντερβένι (δερβένι, δερβένια, Δερβενάκια κτλ.) θεωρείται ότι προέρχεται από την τουρκική dervent (βλ. Ετυμολογικό Λεξικό της κοινής Νεοελληνικής, του καθηγητή Ν. Π. Ανδριώτη, λ.«δερβένι» – «ντερβένι»). Τα δερβένια ήσαν φυσικά και στρατηγικής σημασίας περάσματα,τα οποία συνήθως ήλεγχε η εκάστοτε εξουσία. Κατά την διάρκεια της οθωμανοκρατίας ο αρχηγός της φρουράς των Δερβενίων ελέγετο Δερβενετζής η Ντερβενετζής [> Δερβεντζής η Ντερβεντζής]. Με αυτά τα στοιχεία ταυτότητας της λέξης Δερβένι, Ντερβένι, Dervent, μπορούμε να ψηλαφίσουμε την ετυμολογία της.
Αν υποθέσουμε ότι η πρωταρχική λέξη ήταν Dervent, όπως διασώζεται στην τουρκική,τότε το δεύτερο συνθετικό vent στην αρβανίτικη επίσης, σημαίνει τόπος, έδαφος καί είναι αντίστοιχο προς την ομηρική έδος (ρίζα Fed-) = τόπος στον οποίο κάθεται κανείς, τόπος, θέσις (> έδρα, έδρανο, βάδισμα – βαδίζω). Από εδώ η λέξη έδρανον, εδώλιο, έδρα κλπ.(βλ. Ετυμολογικό Λεξικό Ι. Σταματάκου καί J. B. HOFMANN). Ώστε Dervent = «τόπος-θύρα,τόπος διόδου».
Από την αρβανίτικη (= πελασγική ελληνική) και η αλβανική εκδοχή (βλ. Λεξικό αλβανο-ελληνικό Ν. GJINI «derven-i» = δερβένι) > derë + ven, όπου ven = πηγαίνουν, πορεύονται, βαδίζουν (από αρχαιοελληνικό «βαίνω») καί η έννοια είναι «θύρα – δίοδος», δια της οποίας μεταβαίνουν από έναν τόπο στον άλλο.
Η δεύτερη ντερμπεντέρης, θεωρείται επίσης δάνειο από την τουρκική derbeder = αλήτης (στο ίδιο).
Σχόλιον: Πρέπει κάποτε οι ετυμολόγοι να κάνουν σωστή μελέτη και να εκδοθούν λεξικά με σωστή ετυμολογία. Δυστυχώς όμως την γλώσσα την σκοτώνουν οι σημερινοί καθηγητές που δεν γνωρίζουν την Ελληνική γλώσσα…
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 3.5.2025.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
- Ορφικά Κείμενα
- lexigram.gr
- Β. Γεωργιάννης: Μικρή Εγκυκλοπαίδεια.
ΣΗΜΕΙΩΣΙΣ:
[1] Ο Ηλ. Ηλιόπουλος, ο δημοσιογράφος, μου έγραψε τα παρακάτω για την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Δερβένι Κορινθίας μετά από τηλεφωνική συζήτηση που είχαμε: «Το δικό μου Δερβένι σε κάποια περίοδο είχε ονομασθεί ΣΤΕΝΟΠΟΡΟΝ (= ΣΤΕΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ), ΑΚΤΑΙΟΝ (= ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΚΤΗΣ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΗΣ) και δεν ξέρω γιατί επικράτησε το ΔΕΡΒΕΝΙ, ίσως γιατί από την ρίζα των δύο λόφων μέχρι την θάλασσα υπήρχε μια λωρίδα εδάφους πεδινή ως πέρασμα περίπου 100 – 150 μ.».
ελληνικη λεξη δερβενι τουρκικη αρχαια ελληνικα δερβεναγας ετυμολογια ντερμπεντερης Ηλιοπουλος, Κορινθιας Κορινθια Κορινθος ΣΤΕΝΟΠΟΡΟΝ ΣΤΕΝΟΠΟΡΟ ΣΤΕΝΟΠΟΡΟΣ ΣΤΕΝΟΣ ΠΟΡΟΣ ΣΤΕΝΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΚΤΑΙΟΝ ΑΚΤΑΙΟ ΑΚΤΗ λοφος λωριδα εδαφος πεδινη περασμα