Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

21 C
Athens
Πέμπτη, 24 Απριλίου, 2025

Η μυκηναϊκή πολιτισμική παρουσία στο ΒΑ. Αιγαίο

Της αρχαιολόγου και νομικού Μαρίας Αν. Βέργου 

Η προοδευτική αλληλεπίδραση του ΒΑ Αιγαίου με το νότιο αιγαιοπελαγίτικο «κόσμο», κυρίως τον κρητικό, παρατηρείται κατά τη διάρκεια της ΜΕΧ και της ΥΕΧ, καθώς και με την ηπειρωτική Ελλάδα σε όλη την ΥΕΧ (Girella L. Pavuk P. σελ. 16). Στο Κουκονήσι Λήμνου διαπιστώθηκε, από την αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας μια δυναμική παρουσία μινωικών και μινωιζόντων στοιχείων (ΜΜ ΙΙΙΒ-ΥΜ Ι) ενυφασμένων στο τοπικό πολιτιστικό μόρφωμα, θέτοντας ερωτήματα για το ιστορικό σενάριο που υπόκειται στο γεγονός αυτό, αν δηλαδή πρόκειται για απλές επιδράσεις σε επίπεδο υλικού πολιτισμού, εμπορικές επαφές, εμπορείο ή μονιμότερη εγκατάσταση. Ανάλογο πολιτιστικό αμάλγαμα, και μάλιστα εντονότερο, γινόταν αισθητό λόγω των μυκηναϊκών ευρημάτων στον Κούκονο (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 45).

Α. Τοπογραφία και αρχιτεκτονική

1. Εγκαταστάσεις (τείχη, οικίες)

α. Λήμνος Κουκονήσι

Στο Κουκονήσι Λήμνου έχει εντοπιστεί πολυσήμαντος προϊστορικός οικισμός με μακραίωνη κατοίκηση από την αυγή της Πρώιμης μέχρι την Ύστερη Χαλκοκρατία, αλλά και ευκαιριακές εγκαταστάσεις κατά τους ιστορικούς χρόνους. Οι ανασκαφές ξεκίνησαν δοκιμαστικά το 1992 και συνεχίζονται συστηματικά από 1994 ως ερευνητικό πρόγραμμα Κ.Ε.Α. της Ακαδημίας Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Χρ. Μπουλώτη. Στο εξαρματοειδές πλάτωμα Κούκονος εντοπίστηκαν από την έως τώρα ανασκαφική έρευνα σαφείς οικιστικές φάσεις της Πρώιμης, Μέσης και Ύστερης Χαλκοκρατίας.

Ειδικότερα, στη «Συστάδα Α», του αποθέτη (με απόθεση πάχους 25 εκατ. περίπου και ακανόνιστης έκτασης 2 Χ 1,50 μ.) και στα νοτιοδυτικά αυτού βρέθηκε τμήμα ενός νεότερου καμπύλου τοίχου που εδράζεται στην τελευταία φάση κτίσματος του προαναφερθέντος χρονικού ορίζοντα και αποτελεί την υστερότερη σωζόμενη αρχιτεκτονική παρέμβαση στον γειτονικό χώρο, χωρίς όμως να είναι βεβαιωμένος, με τα μέχρι τώρα ανασκαφικά δεδομένα, ο συγχρονισμός του με τον αποθέτη (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 48).

Εξ άλλου, στο Μικροκαστέλλι Λήμνου έχουν αναγνωριστεί κατάλοιπα οικισμού και πιθανής τείχισης μυκηναϊκής εποχής (Cultraro σελ. 243).

β. Λέσβος

Η μακρά διαδρομή της Λέσβου από τους προϊστορικούς στους ρωμαϊκούς χρόνους αναδείχθηκε με τις έρευνες του Robert Koldeway στο τέλος του 19ου αι. και με τις ανασκαφές του W. Lamb στα τέλη του 20ου αι. στη Θερμή και στην Άντισσα, που μαζί με τις Χαλάτσες και την Κλοπεδή είναι οι πιο σημαντικές θέσεις της Λέσβου κατά την ΥΕΧ.

ι. Θερμή: Ειδικότερα, στην παραλιακή θέση της Θερμής, η ανασκαφή του Winifred Lamb και πρόσφατα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Λέσβου έφερε στο φως μία εγκατάσταση Μέσης και Ύστερης Εποχής του Χαλκού λίγα μέτρα έξω από τα τείχη της πόλης ΠΕΧ. Σύμφωνα με τα χρονολογικά δεδομένα της κεραμικής που βρέθηκε, η εγκατάσταση ΜΕΧ χρονολογήθηκε στη ΜΜ ΙΙΙ – ΥΜ Ι περίοδο, ενώ αυτή της ΥΕΧ διήρκεσε έως της πρώιμη ΥΕ ΙΙΙΑ2. Σε κάθε περίπτωση η εγκατάσταση φέρεται να καταστράφηκε από πυρκαγιά περί το 1300 πΧ, την ίδια περίοδο με την Τροία VI (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 47-48). Τα ευρήματα μαρτυρούν τον τρόπο ζωής και δίνουν στοιχεία αρχιτεκτονικής. Η ομάδα Τ των κτηρίων παρέχει έξοχο παράδειγμα αρχιτεκτονικής στην ΥΕ ΙΙΙΑ1-ΥΕ ΙΙΙΑ-2 περίοδο. Είναι μια πλατιά επιμήκης κατασκευή που συνεχίζει την παλιά παράδοση των μεγαροειδών οικιών στο σχέδιο και στην τεχνική. Διαιρείται σε διαφορετικά μέρη που εξυπηρετούν κατοίκηση, αποθήκευση και εργαστήρια με εστίες, δάπεδο με χαλίκι και δύο κυκλικούς κλιβάνους κεραμικής ενώ ιδιωτικοί κιβωτιόσχημοι τάφοι για βρέφη και μικρά παιδιά βρέθηκαν σε μικρή απόσταση από την οικία (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 49).

ιι. Χαλάτσες: Τα εκτεταμένα ερείπια της ΥΕ περιόδου που βρέθηκαν στις Χαλάτσες, στον Κόλπο της Γέρας, περιλαμβάνουν μια γωνιώδη κατασκευή ύψους 1 μ. από ογκώδεις λίθους, η οποία βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, και πιθανόν να προοριζόταν για να προστατεύει τον οικισμό από τη θάλασσα. Τα τέσσερα σπίτια που αποκαλύφθηκαν δίπλα στη θάλασσα χωρίζονταν από λιθόστρωτα μονοπάτια και ήταν διαφορετικά προσανατολισμένα από την ενδοχώρα. Ευρήματα όπως κλίβανοι, βάρη αργαλειού και χώροι που αφορούν την οικιακή παραγωγή, όπως πίθοι, παρόμοιοι με αυτούς του ΥΕ στρώματος της Άντισσας, μπορεί να συνδέονται με την αποθήκευση της αγροτικής παραγωγής (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 49).

ιιι. Κλοπεδή: Τέλος στην Κλοπεδή, ανάμεσα στους δύο Αρχαϊκούς Ναούς Α και Β βρέθηκαν τμήματα δύο ορθογώνιων δωματίων σε μικρή απόσταση το ένα από το άλλο. Βρέθηκαν κεραμικά πανομοιότυπα με αυτά της Άντισσας που τοποθετούν την θέση αυτή στην ΥΕ ΙΙΙΒ-ΙΙΙΓ περίοδο.

γ. Χίος

ι. Εμπορειός: Στο Εμπορειό της Χίου έχουν εντοπισθεί νεολιθικές θέσεις, ενώ δύο αρχιτεκτονικά στρώματα του προϊστορικού οικισμού ανήκουν στην ΥΕ περίοδο (Συριόπουλος Κ. σελ. 1258).

Η Βρετανική Σχολή των Αθηνών ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950, αρχαιολογικές έρευνες στη Χίο και ειδικότερα στην παραλιακή θέση Εμπορειός στην Νοτιοανατολική πλευρά του νησιού. Τα διατηρημένα κατάλοιπα στην επιφάνεια της ανοικοδόμητης έκτασης του Εμπορειού και η τοπογραφία της έκτασης παρείχαν ισχυρές ενδείξεις παρουσίας αρχαιοτήτων στην περιοχή. Οι συστηματικές ανασκαφές υπό την καθοδήγηση του Sinclair Hood αποκάλυψαν ένα μοναδικό αρχαιολογικό σύνολο με μακρά ιστορία και χρήσιμο υλικό για τη μελέτη της αρχαιολογίας της Χίου. Στην περιοχή του λιμανιού ανασκάφηκε προϊστορική εγκατάσταση με αδιάκοπη κατοίκηση από την Ύστερη Νεολιθική στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, και αποκαλύφθηκε ένα Ιερό Ύστερης Γεωμετρικής και Αρχαϊκής περιόδου. Οι ανασκαφές στον προϊστορικό οικισμό πραγματοποιήθηκαν υπό την γενική εποπτεία του Sinclair Hood, ενώ στο Ιερό και στον λόφο του προφήτη Ηλία από έναν νέο τότε αρχαιολόγο, τον John Boardman. Αρκετά χρόνια μετά την αρχική ανασκαφή, οι έρευνες στο Εμποριός άρχισαν εκ νέου υπό τη διεύθυνση της 20ής Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων. Η ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2002 και 2006 στο οικόπεδο Βασίλη, στην περιοχή μεταξύ του προϊστορικού οικισμού και του αρχαϊκού ιερού αποκάλυψε μεταξύ άλλων τη συνέχεια των αρχιτεκτονικών καταλοίπων του Ιερού, αλλά και αρχαϊκά γλυπτά – όπως δύο αγάλματα Κούρων – καθώς και σημαντικά δεδομένα σχετικά με την εικαζόμενη διαδοχή της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου στο Εμπορειός. Το ιερό φαίνεται να ανεγέρθηκε στα ερείπια εγκατάστασης της Μυκηναϊκής περιόδου που αποκαλύφθηκαν στο χαμηλότερο αρχαιολογικό στρώμα του οικοπέδου Βασίλη και συνδέονται βεβαιότατα με την γειτονική ΥΕ εγκατάσταση που ανέσκαψε ο Hood την δεκαετία του 1950. Κατά την ανασκαφή αυτής της περιόδου, στην κορυφή και στη δυτική πλευρά του παραλιακού λόφου, επί των αρχιτεκτονικών καταλοίπων της Πρώιμης και Μέσης Εποχής του Χαλκού, ο Hood ανέσκαψε τα κατάλοιπα μιας εγκατάστασης της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, όπου φαίνεται ότι οι Μυκηναίοι είχαν εγκατασταθεί κατά την ΥΕ ΙΙΙ Γ περίοδο. Το ΗΕ στρώμα του οικοπέδου Βασίλη το οποίο αποκαλύφθηκε σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας και συνεχίζει για περίπου 0,40 μ. επάνω από αυτήν, περιείχε αποσπασματικά διατηρημένα τείχη, κεραμική χειροποίητη ή κατασκευασμένη με τροχό στο κατώτατο επίπεδο ενώ στο ανώτερο επίπεδο παρείχε περιορισμένο αριθμό οστράκων με ζωγραφιστή διακόσμηση (Ρούγγου – Βουλιγέα σελ. 95-98).

Η οργανωμένη εγκατάσταση των Μυκηναίων τοποθετείται όχι πριν από την ΥΕ ΙΙΙ Γ, καθόσον τα ευρήματα αυτής της περιόδου στο Εμπορειός είναι πολυπληθέστερα, όπως οι σκύφοι με τις απλές κυματοειδείς γραμμές, οι χάλκινες περόνες, το χάλκινο εγχειρίδιο και η μήτρα από στεατίτη. Τα σπίτια της εγκατάστασης είχαν μεγάλα δωμάτια και ήταν κτισμένα με συγκεκριμένο πολεοδομικό σύστημα. Ο τύπος των κτηριακών εγκαταστάσεων και τα εισηγμένα προϊόντα που βρέθηκαν, αποδεικνύουν τη στενή σχέση του ΥΕ ΙΙΙ Γ Εμποριού με τις Κυκλάδες, την Εύβοια και την Κέα (Αρχοντίδου Α. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 47).

ιι. Χίος, πόλη: Στην πόλη της Χίου, ο Hood θεωρεί ότι η μυκηναϊκή εγκατάσταση της πόλης πρέπει να αναζητηθεί στη θέση του Κάστρου (Αρχοντίδου Α. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 49).

δ. Ψαρά, Αρχοντίκι: Αρχαιότητες στα Ψαρά εντοπίστηκαν το 1916 από έναν χωροφύλακα. Ο αρχαιολόγος κ. Χαριτωνίδης παρατηρεί ότι η σημασία της διαπιστώσεως έγκειται κυρίως στο ότι αυτός ο οικισμός ήταν (τότε) η βορειοανατολικότερη γνωστή μυκηναϊκή εγκατάσταση και συνδέεται πιθανώς με την προσπάθεια εξάπλωσης των Μυκηναίων στο ΒΑ Αιγαίου που αναφέρονται στις παραδόσεις για τον τρωικό πόλεμο (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 34).

Ο εκτεταμένος οικισμός ήταν χτισμένος αμφιθεατρικά στην πλαγιά του βουνώδους λόφου Καραγιάννη και εξαπλώνεται στην πεδινή έκταση έως τη θάλασσα. Ήταν οργανωμένος με οικίες χτισμένες κατά συστάδες και δρόμους στρωμένους με χώμα και λιθάρια από την παραλία. Οι οικίες είναι επιμήκη κτίσματα στον τύπο του μεγάρου, με ορθογώνια ευρύχωρα δωμάτια. Είναι χτισμένες η μια δίπλα στην άλλη και σχηματίζουν συγκρότημα σε διαφορετικά επίπεδα που επικοινωνούν μεταξύ τους με μικρές κλίμακες και λίθινα κατώφλια. Τα κτίσματα σε πολλές περιπτώσεις ήταν καθ’ ολοκληρίαν λιθόκτιστα. Τη στέγη στήριζαν κάθετα ξύλινα στοιχεία στερεωμένα σε λίθινες βάσεις, που βρέθηκαν κατά χώραν, ίσως κορμοί δένδρων που θα μετέφεραν από την πλούσια σε πευκοδάση γειτονική Χίο. Τα δάπεδα ήταν στρωμένα από πηλόχωμα ή λεπτό χαλίκι της θάλασσας, ενώ σε κάθε δωμάτιο υπήρχε μια αποθήκη με έναν τουλάχιστον πιθάρι για τη φύλαξη της σοδειάς: σιτηρά, σταφίδα, ελιές, σύκα, μέλι και κρασί. Σε όλες τις οικίες βρέθηκαν τριποδικές χύτρες για την προετοιμασία του φαγητού. Ο κεντρικός δρόμος, πλάτους 1,50 μ, με κατεύθυνση Β->Ν, διέσχιζε τις πλούσιες κεντρικές γειτονιές με τα ευρύχωρα δωμάτια ως το λιμάνι. Σημαντικότερη είναι η λεγόμενη «οικία του εμπόρου» με 8 μεγάλα πιθάρια (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 44-45).

2. Ταφές

Ταφές που χρονολογούνται κατά την ΥΕ ΙΙΙ Β περίοδο εντοπίστηκαν σε πολυάριθμες θέσεις του ΒΑ Αιγαίου.

Ειδικότερα, στα Μάκαρα της Λέσβου, από τη βραχώδη προεξοχή Κούκος, στη ΝΑ πλευρά του όρμου των Μακάρων, δίπλα στη δυτική πλευρά της εισόδου του κόλπου της Καλλονής, έχουν εντοπισθεί τύμβοι που καλύπτουν τάφους από όρθιες πλάκες. Οι τύμβοι αυτοί παραβάλλονται προς τους ΥΕ ΙΙΙ Β τάφους της Ελευσίνας και των Ψαρών

Εξ άλλου, στη Θερμή Λέσβου βρέθηκαν ιδιωτικοί κιβωτιόσχημοι τάφοι για βρέφη και μικρά παιδιά σε μικρή απόσταση από την οικία (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 49).

Παράλληλα, στις Χαλάτσες Λέσβου βρέθηκαν κιβωτιόσχημοι τάφοι επίσης σε μικρή απόσταση από τα σπίτια, όπως και στη Θερμή (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 49).

Στη Χίο, και ειδικότερα στο Εμπορειός εντοπίστηκαν δύο τάφοι από όρθιες πλάκες, ο ένας εκ των οποίων περιείχε 4 ΥΕ ΙΙΙ Β αγγεία και κεραμική από τον οικισμό επί της ΝΔ ακτής του Εμπορειού (Συριόπουλος Κ. σελ. 1125-1128).

Στο Αρχοντίκι, τέλος, των Ψαρών εντοπίσθηκαν τάφοι από όρθιες πλάκες που περιέχουν ΥΕ ΙΙΙ Β κεραμική και μικρά ευρήματα. ΥΕ ΙΙΙ (Συριόπουλος Κ. σελ. 1020-1021).

Στη θέση αυτή, η ανασκαφική έρευνα του Σ. Χαριτωνίδη αποκάλυψε το 1961 μυκηναϊκούς τάφους κοντά στη θάλασσα, χρονολογημένους στην ΥΕ ΙΙΙΒ περίοδο (1300-1190 πΧ), με σημαντικότερο έναν θολωτό τάφο. Ο Ά. Τσαραβόπουλος μαζί με μια ομάδα φιλολόγων ερεύνησε το 1983-1984 δύο τάφους και η Λ. Αχειλαρά έφερε το 1985 στο φως έναν τάφο της ΥΕ ΙΙΙΑ1-2 περιόδου (1400-1300 πΧ). Το 1997 συνεχίστηκε η σωστική ανασκαφή και ερευνήθηκαν συνολικά 163 τάφοι, μεταξύ των οποίων ένας θολωτός (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 34).

Από τη νεολιθική έως την πρωτογεωμετρική περίοδο οι άνθρωποι που έζησαν στο Αρχοντίκι χρησιμοποιούσαν τον ίδιο χώρο για την ταφή των νεκρών. η εκταταμένη μυκηναϊκή νεκρόπολη χρονολογείται από την ΥΕΙΙΒ έως την ΥΕΙΙΙΓ περίοδο (1450-1100 πΧ) και αποτελείται από κιβωτιόσχημους τάφους, εκτός από ελάχιστα δείγματα με ταφές σε πίθους. Όλοι έχουν προσανατολισμό Β->Ν εκτός από ελάχιστα παραδείγματα που έχουν προσανατολισμό Α->Δ και είναι λαξευμένοι στον μαλακό βράχο με λιθόκτιστη επένδυση και σε ελάχιστες περιπτώσεις με επένδυση από μεγάλες σχιστολιθικές πλάκες. Οι νεκροί ήταν τοποθετημένοι σε δάπεδο στρωμένο με ασπρόμαυρο χαλίκι από τη γειτονική παραλία, με το κεφάλι στον βορρά. Οι τάφοι ήταν πούσια κτερισμένοι και περιείχαν περισσότερους του ενός νεκρούς. Τα κτερίσματα των παλαιότερων ταφών βρέθηκαν συγκεντρωμένα στη βόρεια στενή πλευρά και της νεότερης ταφής γύρω από τα πόδια, στα πλευρά και στο ύψος των χεριών (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 41-42).

Ο μοναδικός έως τώρα θολωτός τάφος βρέθηκε συλημένος και ημικατεστραμμένος, ενώ στον δρόμο που ήταν καλυμμένος με μεγάλες καλυπτήριες πλάκες βρέθηκε ένας νεκρός χωρίς κτερίσματα. Τα ευρήματα του τάφου ήταν ελάχιστα αγγεία που σώθηκαν αποσπασματικά και περίαπτο από υαλόμαζα με γυναικείες μορφές. Λίγα μέτρα νοτιότερα, κατά τον άξονα του θολωτού τάφου βρέθηκε βωμός λιθόχτιστος στον τύπο της εσχάρας, καλυμμένος με στρώμα στάχτης με οστά μικρών ζώων, κυρίως πτηνών. Μεταξύ του τάφου και του βωμού αποκαλύφθηκε αποθέτης ιστορικών χρόνων, έως το τέλος του 5ου αι. πΧ, στον οποίον βρέθηκαν τοποθετημένα ανάποδα αγγεία πόσης που σχετίζονται με το κρασί, ενώ βρέθηκε κεραμική εξαιρετικής ποιότητας σε μεγάλη ποσότητα από τη Χίο, την Κόρινθο, τη Λέσβο, τη Μικρά Ασία και την Αττική, δείγματα Ηρωολατρείας (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 162)

Β. Υλικός πολιτισμός

Στο ΒΑ Αιγαίο η κεραμική, η χρυσοχοΐα, η μεταλλουργία και η σφραγιδογλυφία αναπαριστούν μια ηθελημένη επιλογή στοιχείων Μυκηναϊκού υλικού πολιτισμού που ενσωματώθηκε στην τοπική κοινωνία (Girella L. Pavuk P. σελ. 33). Για παράδειγμα κατά την ΥΕ ΙΙΙΒ, η Μυκηναϊκή κεραμική κατασκευάζεται σε τοπικό επίπεδο, ενώ η τοπική παραγωγή παρουσιάζει ιδιομορφίες, όπως η διακόσμηση με κυματιώδεις γραμμές, αλλά και η χρήση Ανατολικών σχημάτων για αγγεία με Μυκηναϊκή διακόσμηση, καθώς και ζωγραφική ματ σε καπνισμένες επιφάνειες (matt paint on burnished surfaces) (Mountjoy 1998). Η παραγωγή Μυκηναϊκών σχημάτων συνεχίζεται αλλά συμπληρώνει χωρίς να αντικαθιστά τα υπάρχοντα σχέδια (Girella L. Pavuk P. σελ.31, 35).

Στο Κουκονήσι Λήμνου διαπιστώθηκε, από την αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας μια δυναμική παρουσία μινωικών και μινωιζόντων στοιχείων (ΜΜ ΙΙΙΒ-ΥΜ Ι) ενυφασμένων στο τοπικό πολιτιστικό μόρφωμα, θέτοντας ερωτήματα για το ιστορικό σενάριο που υπόκειται στο γεγονός αυτό, αν δηλαδή πρόκειται για απλές επιδράσεις σε επίπεδο υλικού πολιτισμού, εμπορικές επαφές, εμπορείο ή μονιμότερη εγκατάσταση (Μπουλώτης Χ. σελ. 45).

1. Κεραμική

α. Περίοδοι

Στο ΒΑ Αιγαίο κεραμική μυκηναϊκής περιόδου εντοπίστηκε σε διάφορες περιοχές. Χαρακτηριστικά είναι τα πρώιμα Μυκηναϊκά όστρακα από το περιεχόμενο φρέατος που βρέθηκαν στην Πολιόχνη Λήμνου και χρονολογούνται στην ΥΕ ΙΙ περίοδο, η τοπική απομίμηση μυκηναϊκής κύλικας της Άντισσας περιόδου ΥΕ ΙΙΙ, καθώς και η τοπική κεραμική μιμούμενη ΥΕ ΙΙ πρότυπα και μικρά πιθανώς ευρήματα της ΥΕ ΙΙ περιόδου στην Θερμή Λέσβου (Συριόπουλος Κ. σελ. 873)

Επί πλέον, εντοπίστηκαν εισηγμένα μυκηναϊκά όστρακα στην Άντισσα Λέσβου και ένας ψευδόστομος αμφορέας του Μουσείου Βερολίνου μεταξύ των χωρίων Σιγρίου και Τελώνια Λέσβου που ανήκουν στην ΥΕ ΙΙΙ Α’ περίοδο, όπως επίσης και λείψανα της ΥΕ ΙΙΙ περιόδου στη Θερμή, κεραμική της ΥΕ ΙΙΙ στη συλλογή του Πανεπιστημίου Gottingen Γερμανίας από την Πύρρα Λέσβου, καθώς και τάφοι από όρθιες πλάκες που περιέχουν ΥΕ ΙΙΙ κεραμική και μικρά ευρήματα στο Αρχοντίκι Ψαρών (Συριόπουλος Κ. σελ. 1020-1021).

Τέλος κατά την ΥΕ ΙΙΙ Β’ περίοδο έχουν χρονολογηθεί όστρακα χρονολογούμενα στα τέλη της 13ης εκατονταετίας π.Χ. από τη Μύθημνα Λέσβου, λείψανα της ΥΕ ΙΙΙ περιόδου από τη Θερμή Λέσβου και κεραμική από την Πύρρα Λέσβου που βρίσκεται στη συλλογή του Πανεπιστημίου Gottingen Γερμανίας Πύρρα.

Αξίζει να αναφερθεί ότι από τη Μυτιλήνη αναφέρεται ότι προέρχονται 7 ΥΕ ΙΙΙ όστρακα του Βρετανικού Μουσείου και ένα πρωτογεωμετρικό όστρακο αττικής προέλευσης του Μουσείου Μυτιλήνης.

Στο Αρχοντίκι Ψαρών κεραμική και μικρά ευρήματα ΥΕ ΙΙΙ Β περιέχεται σε τάφους από όρθιες πλάκες.

Περαιτέρω, στη Βολισσό της Χίου εντοπίστηκε ένα όστρακο ΥΕ ΙΙΙ Β και άλλη ΥΕ ΙΙΙ κεραμική από την τοποθεσία Λευκάθια.

Επίσης στη Χίο, στα Κάτω Φανά, στο ΝΔ άκρο της Χίου, όπου βρίσκονταν οι αρχαίες Φανές, η ανασκαφή Κουρουνιώτη την περίοδο 1913-1915, και από Άγγλους αρχαιολόγους το 1934, και η επιφανειακή μετά ταύτα εξερεύνηση της θέσης, έχουν φέρει στο φως (πλην των λειψάνων ιστορικών χρόνων) και μυκηναϊκά ΥΕ ΙΙΙ Β-Γ όστρακα, μαρμάρινο ΥΕ μύκητα ξίφους, δύο πιθανά πρωτογεωμετρικά όστρακα και πενιχρά αρχιτεκτονικά λείψανα, κεραμική και μικρά ευρήματα μέσων και ύστερων γεωμετρικών χρόνων.

Τέλος, στο Εμπορειός Χίου ανασκάφηκαν δύο τάφοι από όρθιες πλάκες, ο ένας εκ των οποίων περιείχε 4 ΥΕ ΙΙΙ Β αγγεία και κεραμική από τον οικισμό που βρίσκεται επί της ΝΔ ακτής του Εμποριού (Συριόπουλος Κ. σελ. 1125-1128).

β. Τοποθεσίες

*Λήμνος

ι. Στο Κουκονήσι Λήμνου βρέθηκε διάσπαρτη Μυκηναϊκή κεραμική, και η περισυλλογή μυκηναϊκών οστράκων συνιστά αξιόπιστο δείκτη εξάπλωσης του Μυκηναϊκού στοιχείου. Τα ευρήματα είναι πολυάριθμα όστρακα (γραπτά κυρίως), αλλά και δύο τυπικά μυκηναϊκά γυναικεία ειδώλια. Η απόθεση της «Συστάδας Α» (βλ. παραπάνω) περιελάμβανε κυρίως όστρακα και τμήματα αγγείων – μυκηναϊκών αλλά και ντόπιων παραδοσιακών (αριθμήθηκαν περίπου 600), σωζόμενα σε ικανοποιητικό βαθμό, καθώς και πολυάριθμα οστά ζώων, θαλάσσια όστρεα, λίθινα εργαλεία, τρία σφονδύλια, μια μικρή δισκοειδή πήλινη αγνύθα κ.ά. (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 48).

*Λέσβος

ι. Στις Χαλάτσες, ασφαλή κριτήρια για την κατοίκηση ΥΕΧ στην περιοχή παρέχονται από μία πρόχου και μία ερυθρόμορφη κύλικα με κοντό στέλεχος και βαθύ ημισφαιρικό σώμα, χρονολογημένα στην ΥΕ ΙΙΙΑ1 και ΥΕ ΙΙΙΑ2 περίοδο αντίστοιχα, καθώς επίσης και από ένα Ψσχημο ειδώλιο της ΥΕ ΙΙΙΒ – ΙΙΙΓ περιόδου (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 49).

ιι. Στη Σκάλα Ερεσού η πρόσφατη ανασκαφική έρευνα αποκάλυψε στον χώρο κάτω από την Ακρόπολη κεραμική, ιδίως της ΥΕ ΙΙΙΒ περιόδου, που βρισκόταν στα κατώτερα αρχαιολογικά στρώματα. Επίσης ένα άβαφο κύπελλο που χρονολογήθηκε πριν την ΥΕ ΙΙΙΑ-ΙΙΙΒ περίοδο θα μπορούσε να τοποθετήσει την Ερεσό στον ίδιο χρονολογικό ορίζοντα με τη Θερμή (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 49).

ιιι. Στην Άντισσα, όστρακα που βρέθηκαν μπορούν να τοποθετήσουν την κατοίκηση στην ΥΕ ΙΙΑ1 περίοδο. Τα ερείπια που αποκαλύφθηκαν στο επίπεδο της θάλασσας μπορούν να χρονολογηθούν στην ΥΕ ΙΙΙΙΑ2-ΙΙΙΙΒ1, λόγω της παρουσίας ερυθρόμορφης υψηλόστομης κύλικας Μυκηναϊκού τύπου στο ίδιο επίπεδο. Όστρακα που αποκαλούνται βαρβαρικά σκεύη (barbarian ware) παρόμοια με αυτά του VIIb στρώματος της Τροίας είναι χαρακτηριστικά της ΥΕ ΙΙΙΓ φάσης της Άντισσας (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 49).

ιν. Αξίζει να σημειωθεί ότι στη Μυτιλήνη, ειδώλια θεάς που βρέθηκαν στο ιερό της Κυβέλης του 7ου αι. πΧ, με κυλινδρικό κορμό, υψωμένα χέρια και στεφάνι στην κεφαλή, διατηρούν τον τύπο των Μυκηναϊκών ειδωλίων που αναπαριστούν την Μητέρα Θεά (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 59).

*Χίος

Τα σπαράγματα ειδωλίων που έχουν βρεθεί και η πλαστική διακόσμηση αγγείων με ανθρώπινες μορφές απηχούν κάποιες από τις πνευματικές ανησυχίες των νεολιθικών κατοίκων της Χίου (Ντούμας Χ. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 31).

ι. Στα Λευκάδια και στον Ναγό βρέθηκαν όστρακα εισηγμένα ή απομιμήσεις

ιι. Στην πόλη της Χίου βρέθηκε κύλικα στην περιοχή Φραγκομαχαλά (Αρχοντίδου Α. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 49)

ιιι. Στον Εμπορειό, οργανωμένη εγκατάσταση Μυκηναίων όχι πριν από την ΥΕ ΙΙΙ Γ, καθόσον τα ευρήματα αυτής της περιόδου στο Εμπορειό είναι πολυπληθέστερα, όπως οι σκύφοι με τις απλές κυματοειδείς γραμμές, οι χάλκινες περόνες, το χάλκινο εγχειρίδιο και η μήτρα από στεατίτη (Αρχοντίδου Α. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 47).

Κατά την ανασκαφή υπό τον Hood (βλ. παραπάνω), το ΗΕ στρώμα του οικόπεδου Βασίλη το οποίο αποκαλύφθηκε σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας και συνεχίζει για περίπου 0,40 μ. επάνω από αυτήν, περιείχε αποσπασματικά διατηρημένα τείχη, κεραμική χειροποίητη ή κατασκευασμένη με τροχό στο κατώτατο επίπεδο, ενώ στο ανώτερο επίπεδο παρείχε περιορισμένο αριθμό οστράκων με ζωγραφιστή διακόσμηση (Ρούγγου – Βουλιγέα σελ. 95-98). Αν και η κεραμική αυτού του στρώματος δεν διατηρήθηκε, και επομένως οποιαδήποτε χρονολόγηση θα ήταν επίφοβη, ωστόσο αποκαλύφθηκαν θραύσματα από κωνικά κύπελλα, παρόμοια με αυτά που βρέθηκαν από τον Hood στα ΥΕ στρώματα του Εμποριού. Παράλληλα, μεταξύ της κεραμικής του ανώτερου στρώματος εντοπίστηκαν χαρακτηριστικά δείγματα ζωγραφιστής κεραμικής, όπως κύλικες και επίπεδες λαβές με φιδιόσχημες κυματώδεις γραμμές, που χρονολογούν το στρώμα στην ΥΕΙΙΙ Γ περίοδο. Στο σημείο του ιερού, κατά την ανασκαφή της δεκαετίας του 1950, το μοναδικό εύρημα που ο Boardman χρονολόγησε ως προμυκηναϊκό ή λίγο μεταγενέστερο ήταν ένα αγαλμάτιο με παράσταση ζώου, μάλλον αλόγου, που βρέθηκε σε έναν αποθέτη (Ρούγγου – Βουλιγέα σελ. 99).

Ο Hood δεν απέκλεισε την ύπαρξη λατρείας στο ιερό ήδη από τη Μυκηναϊκή εποχή. Βρήκε γυναικεία ειδώλια, ένα από αυτά ψίσχημο, που χρονολογήθηκαν κατά την ΥΕ ΙΙΙ Γ περίοδο, καθώς και ειδώλια ταύρου της Μυκηναϊκής περιόδου στα ερείπια του παρακείμενου προϊστορικού λόφου. Η υπόθεση του Hood περί ύπαρξης λατρείας κατά τη Μυκηναϊκή εποχή δεν πρέπει να αποκλειστεί υπό το φως των νέων ευρημάτων από το ΥΕ στρώμα του οικοπέδου Βασίλη και σε συνδυασμό με τα ευρήματα του ανώτερου στρώματος, ιδίως θραύσματα από πρωτογεωμετρικό κρατήρα, πιθανώς οινοχόη. Ίσως θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι τα ειδώλια ταύρου και οι τελετές οίνου συνδέονται με τελετές γονιμότητας και ανάγονται στη λατρεία της θήλειας θεότητας που αναγνωρίζεται ως η «Μεγάλη Θεά» (Ρούγγου – Βουλιγέα σελ. 99-102).

*Ψαρά

Στο Αρχοντίκι τα κτερίσματα των παλαιότερων ταφών βρέθηκαν συγκεντρωμένα στη βόρεια στενή πλευρά και της νεότερης ταφής γύρω από τα πόδια, στα πλευρά και στο ύψος των χεριών. Στην πολύ καλά διατηρημένη κεραμική της νεκρόπολης κυριαρχούν οι κύλικες, οι ψευδόστομοι αμφορείς, τα αλάβαστρα, οι ασκοί, οι αρύταινες και τα ρυτά. Εντοπίστηκαν επίσης γκριζόχρωμα αγγεία με τα νέα σχήματα της μυκηναϊκής κεραμικής, που συνεχίζουν ωστόσο τον παραδοσιακό τρόπο παραγωγής αγγείων της πρώιμης και μέσης εποχής του Χαλκού. Πρόκειται κυρίως για μικρά κλειστά και ανοιχτά αγγεία, ψευδόστομους αμφορείς, αλάβαστρα, κύπελλα και αρύταινες. Έχουν ανασκαφεί, επίσης, πήλινα ζωόμορφα ειδώλια, καθώς και ανθρωπόμορφα των γνωστών τύπων Φ και Ψ και δύο ομοιώματα πλοίων (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 42-43, 102-103).

Στον οικισμό αποκαλύφθηκαν επίσης τέσσερις κλίβανοι στον οικισμό και στη νεκρόπολη, χτισμένοι με μεγάλες και μικρές πέτρες της περιοχής, ενώ τα εσωτερικά τοιχώματα ήταν καλυμμένα με πηλό, στον οποίο διατηρούνται τα αποτυπώματα του κεραμέα (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 46).

2. Μεταλλουργία – Χρυσοχοΐα – Σφραγιδογλυφία

Στα νησιά η μεταλλουργία εισήχθη νωρίτερα από ό,τι στην ηπειρωτική χώρα (Ντούμας Χ. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 27). Αξίζει να σημειωθεί, ότι σφραγίσματα βρέθηκαν και στο Μικρό Βουνί στη νοτιοδυτική ακτή της Σαμοθράκης (Cultraro σελ. 243).

*Λήμνος

Βασικό κίνητρο που οδήγησε τους Μυκηναίους στη Λήμνο ήταν η επεξεργασία των μετάλλων, η οποία ήταν γνωστή για την μεταλλουργική της παράδοση, αφού εκεί τοποθετούνται τα εργαστήρια του Ηφαίστου, παράδοση που πιστοποιείται από τα ευρήματα της Πολιόχνης, της Μύρινας αλλά και του Κουκονησίου. Στο Κουκονήσι Λήμνου, στους χώρους όπου το Μινωικό στοιχείο γίνεται ιδιαίτερα αισθητό (Τομέας Β/Τομές 8 και 9), λειτουργούσαν και πολύ δραστήριες μεταλλευτικές εγκαταστάσεις. Επιπλέον η παραμονή των Αργοναυτών στη Λήμνο κατά την πλεύση τους προς την Κολχίδα για την απόκτηση του Χρυσόμαλλου δέρατος, δηλαδή χρυσού απηχεί τον ρόλο της νήσου ως ενδιάμεσου σταθμού για τέτοιου είδους επιχειρήσεις, καθώς και ως τόπου κατεργασίας των μετάλλων, αφού η ίδια η Λήμνος δεν διαθέτει μεταλλοφόρα πεδία. Κατά την ομηρική μαρτυρία (Ιλ. Η 467-475), ο βασιλιάς της Λήμνου Εύηνος διατηρούσε εμπορικές συναλλαγές με τους Αχαίους, παίρνοντας ως αντάλλαγμα για τον οίνο, μέταλλα (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ.).

*Χίος

Στη Χίο μικρά περίαπτα από λίθο, οστό ή κοχύλι προφανώς αποτελούσαν κοσμήματα συμπληρωματικά της φορεσιάς (Ντούμας Χ. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 31).

Στο Εμπορειός από τα λείψανα της περιόδου VIII ξεχωρίζει ένα αψιδωτό δωμάτιο, το οποίο από τις φολίδες και τους πολλούς πυρήνες οψιανού, που βρέθηκε στο δάπεδό του, ερμηνεύτηκε ως εργαστήριο του μαλακού αυτού υλικού (Ντούμας Χ. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 29).

*Ψαρά

Στο Αρχοντίκι, ως κτερίσματα στους τάφους εντοπίστηκαν χάλκινα όπλα (ξίφη, παραξιφίδες και μαχαίρια με οστέινες λαβές) καθώς και χάλκινα εργαλεία (σουβλιά, βελόνες και ξυράφια).

Εντοπίστηκε επίσης μεγάλη ποσότητα κοσμημάτων σε εξαιρετική ποιότητα (πολύχρωμες χάνδρες από υαλόμαζα, φαγεντιανή, κορνελίτη, μαύρο και γκριζόμαυρο στετατίτη και χρυσό καθώς και μήτρα από στεατίτη για την παραγωγή δαχτυλιδιών, και σφραγιδολίθων (110 έως το 2006) από κορνελίτη, στεατίτη, φαγεντιανή και υαλόμαζα (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 42-43).

Στον οικισμό, δυτικά της «οικίας του εμπόρου» βρίσκεται η γειτονιά των χαλκουργών, λόγω της ανεύρεσης λίθινων μητρών για την κατασκευή χάλκινων όπλων και εργαλείων φωτογραφία (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 45).

3.Αγνύθες – Κλωστοϋφαντουργία

Η Κλωστοϋφαντουργία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, ενώ είναι αξιοσημείωτη η φήμη των τεχνιτριών – υφαντριών του ΒΑ Αιγαίου, και ειδικότερα της Λήμνου, της Λέσβου και της Χίου, αλλά και των πόλεων των μικρασιατικών παραλίων, όπως της Μιλήτου και της Κνίδου.

Η μεταφορά της υφαντικής τεχνολογίας σχετίζεται με τις μετακινήσεις πληθυσμών την εποχή του Χαλκού (Τζαχίλη σελ. 19-20). Εντοπίζονται κατάλοιπα υφαντικών εργαλείων, τα οποία είναι αντικείμενα άνευ αξίας και συνεπώς δεν μπορεί να υπήρξαν αντικείμενα ανταλλαγών όπως τα αγγεία. Είναι εργαλεία, αντικείμενα χρήσης, και για να βρίσκονται σε διαφορετικές γεωγραφικές θέσεις, σημαίνει ότι μετακινήθηκαν γυναίκες, φορείς, αναμφισβήτητα της υφαντικής τεχνολογίας και επομένως πληθυσμοί (Barber 1991, κεφ.14).

Τα τεκμήρια των μυκηναϊκών ανακτόρων αναγράφουν λεπτομερειακά τις τεχνίτριες που ήρθαν από το νησί της Λήμνου, αλλά και από την Μίλητο, τα παιδιά τους, τις αμοιβές τους, το οφειλόμενο έργο, καθώς και τις προσπάθειες να τις διδάξουν τα έργα του αργαλειού.

Σε πινακίδες Γραμμικής Β της Πύλου αναφέρονται υφάντριες από την Κνίδο (kinidija), τη Μίλητο (mi-ra-ti-ja), τη Χίο (kisiwija) και τη Λήμνο (raminija) που εργάζονται στα εκεί ανακτορικά εργαστήρια (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 58, βλ. και Αρχείον Πολιτισμού “Γυναίκες Τεχνίτριες στην Πύλο”).

Ο Όμηρος επαναλαμβάνει ότι τα πιο περιζήτητα λάφυρα του πολέμου ήταν οι ωραίες και καλές υφάντρες (Τζαχίλη Ι. 1997, σελ. 20, 22-23). Ανάμεσα στις προσφορές που τάζει ο Αγαμέμνονας προς τον Αχιλλέα, για να σταματήσει την έριν του, τις οποίες κομίζει ο Οδυσσέας, είναι, να του παραδώσει και επτά γυναίκες, τις πιο όμορφες και ικανές υφάντρες της Λέσβου, μαζί με χρυσό, τρίποδες και ίππους αθλοφόρους (Ιλ. Ι269-298 «δώσει δ‘ ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας, Λεσβίδας, ἃς ὅτε Λέσβον ἐκτιμένην ἔλες αὐτός, ἐξέλεθ’, αἱ τότε κάλλει ἐνίκων φύλα γυναικών» 270-272, Τζαχίλη ό.π. σελ. 59). Η φράση μαρτυρά ότι οι γυναίκες αυτές διακρίνονταν για την εργατικότητά τους (Αναγνώστου Μ. σελ. 41). Το συμπέρασμα ότι πρόκειται για υφάντρες προκύπτει από το δεδομένο ότι κατά την εποχή εκείνη «αμύμονα έργα», σπουδαία δηλαδή για τις γυναίκες ήταν τα έργα της υφαντικής τέχνης.

Στις πινακίδες Γραμμικής Β της Κνωσού και της Πύλου περιέχονται μαρτυρίες σχετικά με την εκτροφή των κοπαδιών, π.χ. τις νομαδικές μετακινήσεις, τη λογική της σύνθεσης των κοπαδιών ανάλογα με την ηλικία, το φύλο και τον επιζητούμενο στόχο (μαλλί, αναπαραγωγή κλπ), καθώς και τις εποχικές εργασίες (Τζαχίλη ό.π. σελ. 46-47). Στα αρχεία της Πύλου (σειρά La) καταγράφονται υφάσματα και έρια, όπως φαίνεται από τα ιδεογράμματα lana και tela, αντίστοιχα των αρχείων της Κνωσού. Η La 1393 στην Πύλο καταγράφει παραλαβή υφασμάτων μετά από παραχώρηση ερίων, όπως οι αντίστοιχες πινακίδες της Κνωσού. Η σύνδεση αυτή επιτρέπει τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με την ύπαρξη εριοπαραγωγής (Τζαχίλη ό.π. σελ. 58-59).

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο Κουκονήσι Λήμνου η απόθεση της «Συστάδας Α» (βλ. παραπάνω) περιελάμβανε και τρία σφονδύλια και μια μικρή δισκοειδή πήλινη αγνύθα (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 48, 58).

Εξ άλλου στις Χαλάτσες της Λέσβου βρέθηκαν βάρη αργαλειού (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 49).

Τέλος, στη Χίο, από φωτογραφίες των ευρημάτων ανασκαφών στο Άγιο Γάλας (σημαντικό τμήμα των οποίων χάθηκαν κατά τον Β’ ΠΠ) και από τα μεταγενέστερα ευρήματα του Εμπορειού συνάγεται ότι οι κάτοικοι της Χίου ήδη κατά τη Νεολιθική περίοδο, πέρα από γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες τους, γνώριζαν επίσης να υφαίνουν (αποτύπωμα ψάθας στον πυθμένα αγγείου), να γνέθουν και να κάνουν κλωστές (πήλινα και λίθινα σφονδύλια αδραχτιού) και να κατεργάζονται την πέτρα και το κόκκαλο για την κατασκευή σκευών και εργαλείων. Σουβλιά και βελόνες ραψίματος από κόκκαλα αιγοπροβάτων μαρτυρούν εμμέσως τη χρήση δερμάτων (Ντούμας Χ. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 31).

Γ. Στοιχεία της κοινωνικής οργάνωσης

1.Τεχνική Ειδίκευση

Στο Κουκονήσι Λήμνου η απόθεση της «Συστάδας Α» (βλ. παραπάνω) περιελάμβανε και λίθινα εργαλεία (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 48).

Περαιτέρω, από φωτογραφίες των ευρημάτων ανασκαφών στο Άγιο Γάλας της Χίου (σημαντικό τμήμα των οποίων χάθηκαν κατά τον Β’ ΠΠ) και από τα μεταγενέστερα ευρήματα του Εμπορειού συνάγεται ότι οι κάτοικοι της Χίου ήδη κατά τη Νεολιθική περίοδο, πέρα από γεωργοκτηνοτροφικές εργασίες τους, γνώριζαν επίσης να κατεργάζονται την πέτρα και το κόκκαλο για την κατασκευή σκευών και εργαλείων.

2.Διατροφή

Οι περισσότερες εγκαταστάσεις στη Λέσβο βρίσκονται σε εύφορες παραθαλάσσιες περιοχές, που εξασφαλίζουν επάρκεια αγροτικών, κτηνοτροφικών και αλιευτικών προϊόντων (Κυριακοπούλου – Ρούγγου σελ. 49).

Στο Κουκονήσι Λήμνου η απόθεση της «Συστάδας Α» (βλ. παραπάνω) περιελάμβανε και πολυάριθμα οστά ζώων και θαλάσσια όστρεα (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 48). Κατά την ομηρική μαρτυρία (Ιλ. Η 467-475), ο βασιλιάς της Λήμνου Εύηνος διατηρούσε εμπορικές συναλλαγές με τους Αχαιούς, παίρνοντας μέταλλα ως αντάλλαγμα για τον οίνο που τους προμήθευε, (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 57) αφού ο οίνος ήταν βασικό προϊόν της Λήμνου, έως και σήμερα.

Από τα ανασκαφικά δεδομένα στο Αρχοντίκι Ψαρών προκύπτουν οι διατροφικές συνήθειες και οι ασχολίες των κατοίκων κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους. Η διατροφή περιελάμβανε θαλασσινά και ψάρια, που έβρισκαν άφθονα στη θάλασσα, βοοειδή και αιγοπρόβατα που έβρισκαν πλούσια τροφή στα βουνά, καθώς και όσπρια, σύκα, σταφύλια, σιτηρά, κρασί και μέλι (Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου σελ. 47).

3.Στοιχεία διοικητικής οργάνωσης

Σχετικά με τη διοικητική οργάνωση του ΒΑ κατά τη μυκηναϊκή περίοδο, τα πήλινα δισκία (roundels) και οι σφραγίδες από το Μικρό Βουνί στη νοτιοδυτική ακτή της Σαμοθράκης, μαζί με μερικά εισαχθέντα όστρακα και ένα δισκοειδές μέτρο βάρους επιβεβαιώνουν τη Μινωική παρουσία, καθώς και τη χρήση ενός διοικητικού συστήματος, η κρητική ταυτότητα του οποίου είναι αδιαμφισβήτητη (Cultraro σελ. 243).

Ως προς το ζήτημα του πολιτικού ελέγχου, από τα κείμενα (Γραμμικής Β και Χετταιακής) φαίνεται ότι πρέπει να υπήρχε κάποιου είδους ανάμιξη στο ΒΑ Αιγαίο μετά την ΥΕ ΙΙΙΑ2, καθώς αναφέρονται μετακινήσεις προσώπων από τα νησιά στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Ανατολία. Ωστόσο, από τα ευρήματα δεν προκύπτει πολιτικός έλεγχος και είναι πιθανότερο, οι «Μυκηναίοι» να ήλεγχαν συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας, χωρίς να ασκούν οποιονδήποτε πολιτικό έλεγχο στην περιοχή (Girella L. Pavuk P. σελ. 35).

Κατά μία άποψη (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 58) τον τελευταίο αιώνα του μυκηναϊκού ανακτορικού κόσμου το μυκηναϊκό στοιχείο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι επικράτησε και πολιτικά. Η επίκληση ωστόσο του ονόματος του βασιλιά Εύνηου, το οποίο αναφέρεται και στις πινακίδες Γραμμικής Β της Κνωσού (e-u-na-wo, ΚΝ As(2) 1520.9, Bk799verso.2, Dv1206.B, Np(2) 5725, Boulotis 2009, 209), δεν συνιστά ικανό επιχείρημα, δεδομένου ότι και στη Λήμνο, όπως και στην Τροία, δεν υπάρχουν ενδείξεις άλλης γλώσσας πλην της ελληνικής. Ασφαλέστερη εκδοχή ίσως να ήταν η διατήρηση της πολιτικής αυτονομίας, όπως και στη γειτονική Τροία με εμπορικές, οικονομικές και πολιτισμικές αλληλεπιδράσεις.

4.Ενδείξεις εξωτερικών επαφών

Τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, αποτελώντας αλυσίδα κατά μήκος των μικρασιατικών ακτών, οριοθετούν από δυτικά τη θαλάσσια λωρίδα, που από πολύ νωρίς αποδείχτηκε ως ο ασφαλέστερος δρόμος για τις θαλάσσιες επικοινωνίες μεταξύ βορρά και νότου, ο δρόμος που συνέδεσε την ανατολική Μεσόγειο με τον Εύξεινο Πόντο διά μέσου των στενών του Ελλησπόντου και του Βοσπόρου. Για τον λόγο αυτόν δεν είναι τυχαία η παρουσία πρώιμων οικισμών στην ανατολική ακτή των νησιών, απέναντι δηλαδή από τις μικρασιατικές ακτές. Το Ηραίο και το Τηγάνι (Πυθαγόρειο) στη Σάμο, το Εμπορειό στη Χίο, η Θερμή στη Λέσβο, η Πολιόχνη στη Λήμνο λειτούργησαν ως ασφαλή αγκυροβόλια για τα προϊστορικά σκάφη, που κινούνταν κατά μήκος του δρόμου αυτού (Ντούμας Χ. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 27).

Οι νησιώτες διαδραμάτισαν πρωταρχικό ρόλο στην ανάπτυξη του εμπορίου και συνακόλουθα στην εξέλιξη και διαμόρφωση του Αιγαιακού πολιτισμού, ενώ κατέκτησαν πολύ νωρίς τεχνικές σχετικές με τη ναυπήγηση πλοίων και τη ναυσιπλοΐα και συνέβαλαν στη σύναψη των σχέσεων και αποκατάσταση της επικοινωνίας μεταξύ του Αιγαίου και των κοινωνιών πέραν αυτού. Μέσω της ανταλλαγής αγαθών και ιδεών επιτεύχθηκε η πολιτισμική ανάπτυξη με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μεταλλουργία, η οποία εισήχθη στα νησιά νωρίτερα από ό,τι στην ηπειρωτική χώρα (βλ. Ντούμας Χ. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 27).

Στη Χίο βρέθηκαν λεπίδες από οψιανό, που μαρτυρούν τις εξωτερικές σχέσεις του νησιού (Ντούμας Χ. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 31).

Στο Εμπορειός της Χίου, ο τύπος των κτηριακών εγκαταστάσεων και τα εισηγμένα προϊόντα που βρέθηκαν, αποδεικνύουν τη στενή σχέση του ΥΕ ΙΙΙ Γ Εμπορειού με τις Κυκλάδες, την Εύβοια και την Κέα (Αρχοντίδου Α. σε «Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος» σελ. 47).

Εξ άλλου, ένα λίθινο αγγείο Μινωικής προέλευσης βρέθηκε στη Μύρινα και συνιστά απόδειξη επαφών με την Κρήτη ίσως και φυσικής παρουσίας Κρητών στο Βόρειο Αιγαίο (Cultraro σελ. 243).

Περαιτέρω, τα τεκμήρια από την Πολιόχνη και το Κουκονήσι αποδεικνύουν ότι ήταν υπήρχαν εμπορικές συναλλαγές μεταξύ του Βορείου Αιγαίου και της ηπειρωτικής Ελλάδας από το τελευταίο στάδιο της μέσης Εποχής του Χαλκού. Τα Μυκηναϊκά ευρήματα από τη Λήμνο αρχικά επιβεβαιώνουν ότι οι αρχαιότερες εισαγωγές Μυκηναίων στο Βόρειο Αιγαίο πραγματοποιούνται μεταξύ της ΥΕ Ι και ΥΕ ΙΙ και όχι ΥΕ ΙΙΙΑ2-ΙΙΙΒ1 όπως παλαιότερα πιστευόταν (Cultraro σελ. 244).

Επισημαίνεται ότι τα νησιά του ΒΑ Αιγαίου ήταν κατά την ύστερη ΠΕΧ μια σημαντική μεταλλουργική περιοχή, όπου ραφινάρονταν ο χαλκός και ο κασσίτερος, που είχαν εισαχθεί από τα ενδότερα της Ανατολίας. Πρώτα οι Μινωίτες και μετά οι Μυκηναίοι πρέπει να χρησιμοποίησαν τις καθιερωμένες εμπορικές οδούς κατά τις ύστερες ΜΕΧ και ΥΕΧ. Στην περίπτωση της Λήμνου, η Ομηρική περιγραφή «αμιχθαλόεσσαν» (Ιλ, Ω 753), δεν πρέπει να συνδέεται τόσο με την λειτουργία ορυχείων όσο με την μεταλλουργική παραγωγή που βασιζόταν σε εισηγμένο υλικό που υφίστατο επιτόπια κατεργασία (Cultraro σελ. 245).

Κατά την ομηρική μαρτυρία (Ιλ. Η 467-475), ο βασιλιάς της Λήμνου Εύηνος διατηρούσε εμπορικές συναλλαγές με τους Αχαίους, παίρνοντας μέταλλα ως αντάλλαγμα για τον οίνο που τους προμήθευε (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 57). Αυτή η μαρτυρία, η οποία ενισχύεται από την εμφάνιση μυκηναϊκής κεραμικής στις θέσεις του ΒΑ Αιγαίου και στα θεσσαλικά παράλια, μπορεί να περιγράψει την προϊστορική θέση του νησιού ως τόπου κατεργασίας μετάλλων, αλλά και ενδιάμεσου σταθμού και διαμετακομιστικού κέντρου κατά την αναζήτηση και εκμετάλλευση μετάλλων, πχ κοιτασμάτων χρυσού στη Ροδόπη και στο Παγγαίο και των «πολυμεταλλοφόρων» πηγών της Θάσου (χαλκός, μόλυβδος, άργυρος, χρυσός) (Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ. σελ. 57-58).

Συμπεράσματα

Η μυκηναϊκή παρουσία στο ΒΑ Αιγαίο εκτείνεται σε ιδιαίτερο εύρος στους περισσότερους τομείς της πολιτιστικής ζωής.

Ειδικότερα, στον τομέα της τοπογραφίας και της αρχιτεκτονικής έχουν εντοπιστεί εγκαταστάσεις (τείχη, οικίες) και ταφές μυκηναϊκής περιόδου.

Σε επίπεδο υλικού πολιτισμού, μαρτυρίες της μυκηναϊκής επιρροής συνιστούν έργα κεραμική και ειδωλοπλαστικής, μεταλλουργίας, χρυσοχοΐας, σφραγιδογλυφίας καθώς και κλωστοϋφαντουργίας.

Τέλος, ως προς την οικονομία και την κοινωνική οργάνωση, παρατηρούνται μυκηναϊκές επιρροές στην τεχνική ειδίκευση και στη διατροφή, ενώ στοιχεία διοικητικής οργάνωσης και ενδείξεις εξωτερικών επαφών μαρτυρούν την μυκηναϊκή πολιτισμική παρουσία κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

ΠΗΓΗ: Μαρίας Αν. Βέργου «Πτυχές της μυκηναϊκής πολιτισμικής παρουσίας στο ΒΑ Αιγαίο», η εργασία εκπονήθηκε στο πλαίσιο του σεμιναριακού μαθήματος Μυκηναΐκή Αρχαιολογία στο τμήμα αρχαιολογίας της φιλοσοφικής σχολής του Ε.Κ.Π.Α. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 7.4.2025.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Barber E.J.W. 1991 Prehistoric Textiles. The Development of Cloth in the Neolithic and Bronze Ages. Princeton: Princeton University Press
  • Cultraro M. 2005 Aegeans on smoke-shrouded Lemnos: A re-assessment of the Mycenean evidence from Poliochni and other sites in EMPORIA AEGEANS IN THE CENTRAL AND EASTERN MEDITERRANEAN σελ. 237-245).
  • Girella L. Pavuk P. 2016 “The nature of Minoan and Mycenean involvement in the northeastern Aegean”, Beyond Thalassocracies Understanding processes of Minoanisation and Mycenaeasation in the Aegean ed. Gorogianni E., Girella L. and Pavuk P.
  • Hood S. Prehistoric Emporio and Agio Gala, London 1981
  • Kyriakopoulou T. – Roungou K. 2020 “The Island of Lesbos from the Late Bronze Age to the Archaic Period: Trends and General Lines of Settlement Development”, Asia Minor Studien, Band 25 Urbanism and Architecture in Ancient Aiolis Proceedings of the International Conference from 7th-9th April 2017 in Çanakkale Dr Rudolf Habelt GMBH Bonn, σελ. 47-77
  • Maran J. 1992 Die Mittlere Bronzezeit Teil I – Die Deutschen Ausgrabungen auf der Pevkakia – Magula in Thessalien III, Dr Rudolf Habelt GMBH Bonn
  • Roungou K. 2020 “Das Aiolische Heiligtum von Klopedi auf Lesbos”, Asia Minor Studien, Band 25 Urbanism and Architectire in Ancient Aioliw Proceedings of the International Conference from 7th-9th April 2017 in Ḉanakkale Dr Rudolf Habelt GMBH Bonn, σελ. 291-318
  • Roungou K. – Vouligea E. Greek Emporios in Chios “The archaeological Data from the Excavations of the Last Decades” σε Rui Morais, Delfim Leão, Diana Rodríguez Pérez, Daniela Ferreira (επιμ.), Greek Art in Motion, Studies in honour of Sir John Boardman on the occasion of his 90th birthday, Archaeopress 2019, 93-105.
  • Αρχείον Πολιτισμού, Γυναίκες τεχνίτριες στην Πύλο
  • Αναγνώστου Μ. 2017 “Η Λέσβος του Ομήρου”, Αιολικά Γράμματα χρ. 47 τ. 287 σελ. 40-47
  • Μπουλώτης Χ., Καρδαμάκη Ε., Μπολώτη Τ., «Κουκονήσι Λήμνου 2013 Πρώτες παρατηρήσεις από τη μελέτη της μηκυναϊκής κεραμικής», στα πρακτικά Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου στη Ρόδο 27.11-1.12.2013με τίτλο Το αρχαιολογικό έργο στα νησιά του Αιγαίου τ. Β’ Υπ.Πο.Α. ΕφΑ Λέσβου, Γ.Γ. Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής, 2017, σελ. 45-61
  • Συριόπουλος Κ. ανατύπ. 1995, Η Προϊστορική Κατοίκησις της Ελλάδος και η Γένεσις του Ελληνικού Έθνους, Β’, Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία
  • Τζαχίλη Ι. 1997 Υφαντική και Υφάντρες στο Προϊστορικό Αιγαίο 2.000-1.000 π.Χ., Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1997, σελ. 20, 22-23
  • Χίος τ’ έναλος πόλις Οινοπίωνος, 2000, Υπουργείο Πολιτισμού
  • Ψαρά, ένας σταθμός στην περιφέρεια του Μυκηναϊκού κόσμου, Υπουργείο Πολιτισμού, Κ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων 2006

Η μυκηναϊκή πολιτισμική παρουσία στο ΒΑ. Αιγαίο βεργου πινακιδες Γραμμικη γραφη Β Πυλου πυλος υφαντρια Κνιδος kinidija Μιλητος miratija Χιος kisiwija Λημνος raminija ανακτορικο εργαστηριο Μικροκαστελλι Σιγρι Τελωνια Κατω Φανα Φανες Κυκλαδες Ευβοια Κεα Μυρινα Ομηρος Κρητη Κρητες Μινωικη εποχη Μυκηναικη εποχη μινωικος πολιτισμος αιγαιακος πολιτισμος λαοι της θαλασσας Τροια προιστορικα σκαφη πλοια νεολιθικη περιοδος πετρα κοκκαλο γεωργοκτηνοτροφικες εργασιες πηλινα λιθινα σφονδυλια αδραχτι γνεσιμο οινοχοη αγαλματιο αποθετης παρασταση ζωο θαλασσια οστρεα κλιβανος βαρος πιθος τειχιση Τοπογραφια αρχιτεκτονικη Εγκαταστασεις Τειχη οικιες Ταφες Υλικος πολιτισμος Κεραμικη Ειδωλοπλαστικη Μεταλλουργια Χρυσοχοια Σφραγιδογλυφια Αγνυθες Κλωστοϋφαντουργια Οικονομια κοινωνικη οργανωση Τεχνικη Ειδικευση Διατροφη Στοιχεια διοικητικης οργανωσης εξωτερικες επαφες εμπορικες σχεσεις Λημνος Κουκονησι Λεσβος Θερμη Χαλατσες Κλοπεδη Χιος Εμπορειος Εμπορειο Ψαρα Αρχοντικι Σκαλα Ερεσου Αντισσα Μυτιληνη Μυκηναικα ειδωλια Λευκαδια Ναγος Σαμοθρακη κοσμηματα χανδρες υαλομαζα φαγεντιανη κορνελιτη, μαυρος γκριζομαυρος στετατιτης χρυσος μητρα σφραγιδολιθοι κορνελιτης φαγεντιανη υαλομαζα χαλκουργοι λιθινες μητρες χαλκινα οπλα εργαλεια θεος Ηφαιστος Αγιο γαλα Γαλας Μικρο Βουνι Γραμμικη Β Χετταιακη Ευνηος πινακιδες Ηραιο Τηγανι Πυθαγορειο Σαμος Πολιοχνη ασφαλη αγκυροβολια προϊστορικα σκαφη Μινωιτες Μυκηναιοι εμπορικες οδοι εμπορικη οδος μυκηναικη εποχη μυκηναικος κοσμος μυκηναικος πολιτισμος κατεργασια μεταλλων ενδιαμεσος σταθμος διαμετακομιστικο κεντρο εκμεταλλευση μεταλλων μεταλλα κοιτασματα χρυσου Ροδοπη Παγγαιο πολυμεταλλοφορες πηγες Θασος πολιτιστικη ζωη Αιγαιο ΒΑ

 

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Έθιμα και πανηγύρια του άη Γιώργη – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Ο Καππαδόκης άγιος-ήρωας, γιος της αγίας Πολυχρονίας,...

Τι βλέπει κανείς από την Πάρνηθα!

Από μια από τις κορυφές της Πάρνηθος, από εκεί...

Πτηνά, βάρους 45 κιλών, ζούσαν πριν 15.000 χρόνια στο Μαρόκο και ήταν μέρος της ζωής των κατοίκων – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Τα απειλούμενα με εξαφάνιση μεγαλόσωμα πουλιά ωτίδες,...