Του Γιώργου Λεκάκη
Επίκουρος σημαίνει ο βοηθός, ο σύμμαχος, από τον Όμηρο ακόμη.
Αλλά στα μυκηναϊκά υπάρχει η λέξις kowo / kowa = κόρη / δωρ. και αιολ. κόρα / κούρα / ιων. κούρη / δωρ. βοιωτ. κώρα, η θυγατέρα, η φροντίστρια > αγγλ. care, λατ. και ιταλ. cura, κλπ.
- > λέμε κάνω κούρα = φροντίζω την υγεία μου, κλπ.
- > κουρεύω / κουρεύομαι = φροντίζω την κόμμωσή μου.
- > η ρίζα κορ- / κερ- έγινε και σερ > σερίφης (αγγλ.: sheriff), αυτός που φροντίζει μια πολιτεία, κλπ. κλπ.
Η αρχική σημασία της λέξεως «επίκουρος» στον Όμηρο και τον Ηρόδοτο ήταν για στράτευμα. Ενώ στον Θουκυδίδη και γενικά στην Αττική χρησιμοποιείται για να δηλώσει τόσο τα μισθοφορικά στρατεύματα, όσο και γενικά όποιον βοηθά, προστατεύει. Έμεινε έτσι να σημαίνει τον προστάτη, τον κηδεμόνα, τον κύριο, όποιον προφυλάσσει ή απαλλάσσει από κάτι, όποιον μπορεί να ενισχύσει, όποιον / ό,τι προάγει κάτι, όποιον συντρέχει, κλπ.
Ο Επικούριος Απόλλων επήρε αυτό το επίθετο, διότι συνέτρεχε ως επίκουρος / επικουρία στον θανατηφόρο λοιμό. Ο σπουδαιότερος ναός τους ήταν στις Βάσσες Φιγαλείας (τότε Αρκαδίας της νυν Μεσσηνίας). Η διακόσμησή του είναι κλεμμένη και βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο! – Πότε θα επαναπατρισθεί;
Κούρος είναι και ο δρομαίος. Η λέξις κούρος / κουρώ έδωσε και την λατινική λέξη curro (= τρέχω), ιταλ. correre, γαλλ. courir, κ.ά. Ο Γιάννης Κούρος είναι θρυλικός Έλληνας δρομέας, ο οποίος είναι και Αρκάς!!!
Παράγωγα: ἐπικουρέω -ῶ (= βοηθῶ), ἐπίκουροι (= μισθωτοί στρατιῶτες), ἐπικουρία (= βοήθεια), ἐπικούρημα (= βοήθημα), ἐπικούρησις (= βοήθεια), ἐπικουρητέον, ἐπικουρικός, δυσεπικούρητος (= δυσκολοβοήθητος), ἀνεπικούρητος, ενώ όλοι οι Έλληνες συνταξιούχοι γνωρίζουν το… επικουρικό βοήθημα…
Αλλά όχι μόνον η λέξις κούρος είναι μυκηναϊκή, αλλά και η λέξις επίκουρος!
Στα δεδομένα της Γραμμικής Β υπάρχει η λέξις e-pi-ko-wo στα κειμενα της Πυλίας (o-ka texts – περίπου 1200 π.Χ.).
Είναι το γλωσσικό προηγούμενο, λοιπόν, της επίσης ελληνικής λέξης ἐπίκουρος, η οποία σημαίνει αυτός που είναι «ἐπί + κόρϝος» (στον κόρφο μου).
Κόρφος είναι η αγκαλιά, το στήθος, οι μαστοί, ένα αγαπημένο μέρος, που μας τρέφει, μας βοηθά να μεγαλώσουμε, να επιβιώσουμε [> κόλφος, κόλπος > κόλπος της θάλασσας, η αγκαλιά της θάλασσας]. Ακόμη το θυμάται ο λαός μας όταν λέει τις παροιμίες:
- «εκτρέφεις φίδι στον κόρφο σου» (= περιθάλπτεις σε ευαίσθητο σημείο έναν αγνώμονα)
- «ούτε ψύλλος στον κόρφο του» (με κανέναν τρόπο δεν θα ήθελε κάποιος να έχει την τύχη του».
- Η «γυναίκα τοῦ κόρφου» είναι η σύζυγος.
- «Βάζω τὸ χέρι στὸν κόρφο», δηλ. στο στήθος, στην καρδιά, αποφασίζω κατά συνείδηση.
Αυτός ο κόρφος είναι και κουρος = φροντιστής, συντρέχτης. Και στην κορφή / κορυφή της εκτίμησής μας.
Στις αρχές της αρχαϊκής περιόδου, αυτός ο παλαιότερος μυκηναϊκός όρος επίκουρος αντικαταστάθηκε από μια νέα την λέξη σύμμαχος, που περιέγραφε καταλληλότερα μια στρατιωτική σχέση, που δέσμευε την μια ελληνική πόλη με μια άλλη.
Αυτά τα συμπεράσματα υποστηρίζονται από την πρώιμη επική χρήση, την ιστορική γλωσσολογική ανάλυση και την πλήρη μελέτη των εν λόγω κειμένων της Γραμμικής Β.
Αυτή η νέα ετυμολογία έχει ενθαρρυντικούς αρχαιολογικούς συσχετισμούς και αποτελεί παράδειγμα της σημασίας και των ευρειών εφαρμογών των κειμένων της Γραμμικής Β για την αναδόμηση της ελληνικής προϊστορίας και κοινωνίας και την κατανόησή μας για την επική παράδοση.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: K. Mahoney «Mycenaean e-pi-ko-wo and alphabetic Greek ἐπίκουρος revisited», de gruyter brill, 24.7.2018. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 30.7.2018.
ΠΗΓΗ: Γ. Λεκακης «Λεξικό των παραδοσεων».
ΠΗΓΕΣ: Ομ. Ἰλ. Φ.431 και Ὕμν. εἰς Ἄρη 9.
- Αριστοφ. Ἱππ. 1319. Εὐρ. Ὀρ. 211 και Ἠλ. 138. Ἡρόδ. 1.64, 6.39. Θουκ. 3.67, 6.58. Ξεν. Ἑλλ. 7.1,12 και Κύρ. 7.5,61 και Απομν. 4.3,7. Πινδ. Ο.137. Πλάτωνος, Πολ. 414Β, 415Α, 545D και Συμπ. 189D. Σοφ. Ο.Τ. 496.
Επικουριος Απολλων αρχαια λεξις κουρος / επικουρος Αρχαιοτατη ελληνικη μυκηναικη Επικουρος Απολλωνας θεος Επικουρος θεος Απολλωνας λεξη αρχαια μυκηναικα βοηθος, συμμαχος, ομηρος kowo / kowa κοβο κοβα κορη / δωρικα αιολικα κορα / κουρα / ιωνικα κουρη βοιωτικα κωρα, θυγατερα, φροντιστρια αγγλικα care, λατινικα ιταλια cura, φροντιζω υγεια κουρευω / κουρευομαι κομμωση σεριφης sheriff πολιτεια, ομηρικη Ηροδοτος στρατευμα Θουκυδιδης αττικη μισθοφορικο στρατευματα, βοηθεια προστασια προστατης, κηδεμονας, κυριος, προφυλαξη απαλλαγη ενισχυση συντρεχω επιθετο, συντρεχτης επικουρια θανατηφορος λοιμος κουρος δρομαιος λεξγ κουρος / κουρω λατινικη τρεχω, ιταλικη τρεξιμο γαλλικα courir, επικουρεω επικουρω βοηθω επικουροι μισθωτος στρατιωτης επικουρια επικουρημα βοηθημα επικουρησις επικουρηση επικουρητεον, επικουρητεο επικουρικος, δυσεπικουρητος δυσκολοβοηθητος ανεπικουρητος, αρχαιοι ελληνες συνταξιουχος μυκηνες Γραμμικη γραφη Β epikowo κειμενο Πυλια πυλος 13ος αιωνας 1200 πΧ γλωσσικο προηγουμενο, ελληνικη επι + κορfος κορφος αγκαλια, στηθος, μαστος τροφη επιβιωση κολφος, κολπος θαλασσα λαικη παροιμια φιδι περιθαλπτω ευαισθητο σημειο οφις αγνωμονας αγνωμων ψυλλος κορφο τυχη γυναικα συζυγος χερι στηθος, καρδια αποφαση συνειδηση φροντιστης, φροντιδα φροντις κορφη κορυφη εκτιμηση αρχαικη περιοδος εποχη παλαιοτερος μυκηναικος ορος αντικατασταση συμμαχος, στρατιωτικη σχεση, πρωιμη επικη χρηση, επος ιστορικη γλωσσολογικη αναλυση ετυμολογια αρχαιολογια συσχετισμος σημασια εφαρμογη αναδομηση προιστορια κοινωνια επικο παραδοση αλφαβητικη αλφαβητο ομηρου ιλιας υμνος εις αρη αρης Αριστοφανης Ευριπιδης Ξενοφων Πινδαρος Πλατωνας, Πλατων Σοφοκλης σπουδαιοτερος ναος Βασσες βασες Φιγαλεια Αρκαδια Μεσσηνια διακοσμηση κλεμμενη καρχαιοκαπηλια Βρετανικο Μουσειο επαναπατρισμος