Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

8.7 C
Athens
Σάββατο, 22 Μαρτίου, 2025

Η «αγγλική» λέξη moon = σελήνη είναι αρχαία ελληνική και μάλιστα ομηρική…

Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.

(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)

Το όνομα της Σελήνης δηλώνει το σέλας, το φως, όχι το άπλετο φως του πρωινού, αλλά τον ηδύ φωτισμό που συντροφεύει την Νύκτα. Η Σελήνη ονομάζεται και Μήνη, όνομα από το οποίο παράγονται οι λέξεις μην (= μήνας, έμμηνος ροή, κ.ά. – ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΠΕΡΙ ΣΕΛΗΝΗΣ, ΕΔΩ.

Από την λέξη μην = σελήνη,

  • > μηνίσκος = μισοφέγγαρο, μηνοειδής εντομή, οτιδήποτε έχει τέτοιο σχήμα ημιοσέληνου, διάταξη μάχης με σχήμα ημισελήνου
  • > μιναρές,
  • > αλλά και το “αγγλικό” moon = σελήνη.
  • > κάλυμμα που ετίθετο στο κεφάλι των ανδριάντων, για να τα προστατεύει από τις κουτσουλιές των πουλιών
  • > κόσμημα με μηνοειδές σχήμα, κ.ά.
Η θεά Ρέα με όλες τις φάσεις της Σελήνης Σε σφραγιδόλιθο που βρέθηκε στην Αγία Τριάδα στην νεκρόπολη της Τραγάνας Φθιώτιδος Αρχαιολογικό Μουσείο Αταλάντης

Διαφορετικές Ονομασίες για την ΣελήνηDifferent Names for the Same Thing: The MoonAll Things Pertaining to the Moon:

Ancient Greek

  • σελήνη – the moon, full moon
  • μήνη – the moon
  • νουμηνία – the new moon, first of the month
  • ἀσέληνος – moonless,
  • σκοτομήνη – a moonless night
  • διχόμηνις – at the full moon
  • σεληνάζω – to be moonstruck

Latin:

  • lūna, ae – the moon
  • interlūnis, e – at the new moon
  • illūnis, e – moonless, without moonlight
  • lūnula, ae – a little moon (an ornament worn by women)
  • lūnātus, a, um – half-moon-shaped, crescent-shaped
  • sēmestris, e – the full moon (technically, it means semi-monthly)
Σελήνη και ο βασιλιάς της Ήλιδος Ενδυμίων Λεπτομέρεια από οροφογραφία της Ny Γλυπτοθήκης Carlsberg στην Κοπεγχάγη Δανίας

LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας:

μήνη, ἡ (μήν), φεγγάρι, Σελήνη, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.

ON Line Etymology Dictionary – μετάφραση από τα αγγλικά από τον Δ. Συμεωνίδη:

φεγγάρι (n.): “ουράνιο σώμα που περιστρέφεται γύρω από τη γη κάθε μήνα,” μεσα αγγλικά mone, από την:

  • παλαιοαγγλική mona,
  • πρωτογερμανική *menon– (πηγή επίσης παλαιοσαξονικού και παλαιουψηλογερμανικού mano, παλαιοφρισιανό mona, γερμανικό Mond,
  • παλαιοσκανδιναβικό mani, δανέζικο maane,
  • ολλανδικό maan,
  • γοτθικό menamoon“,
  • από το PIE (επίσης, του μηνός) “moonsk” μήνας;”
  • Αβεστ. ma, περσικό mah, αρμενικό mis “μήνας”.
  • Ελληνικά mene “φεγγάρι“, άνδρες “μήνας”,
  • λατινικά mensis “μήνας”,
  • παλαιοεκκλησιαστικά σλαβονικά meseci, λιθουανικά mėnesis “σελήνη, μήνας”
  • Παλαιά ιρλανδικά mi, ουαλικά mis, βρετονικά miz “μήνας”,
  • από τη ρίζα *me- (2) “στο μέτρο” σε σχέση με τη φάση του καθολικού χρόνου και του φεγγαριού.

Αρσενικό ουσιαστικό στα παλιά αγγλικά. Στα ελληνικά, τα πλάγια, τα κελτικά και τα αρμενικά οι συγγενείς λέξεις σημαίνουν πλέον μόνο «μήνας». Το ελληνικό σελήνη (λεσβιακά σελάνα) είναι από το selas “φως, φωτεινότητα (των ουράνιων σωμάτων).” Τα παλιά Σκανδιναβικά είχαν επίσης tungl “φεγγάρι” (“αντικαθιστώντας το mani στην πεζογραφία” – Buck), προφανώς μια παλαιότερη γερμανική λέξη για το “ουράνιο σώμα”, συγγενής με το γοτθικό tuggl, το παλιό αγγλικό tungol “ουράνιο σώμα, αστερισμός”, άγνωστης προέλευσης ή σύνδεσης. Εξ ου και η Παλαιά Νορβηγική tunglfylling “lunation”, tunglœrr “τρελλό” (επίθ.).

 On Line Etymology Dictionary

moon (n.): “heavenly body which revolves about the earth monthly,” Middle English mone, from Old English mona, from Proto-Germanic *menon- (source also of Old Saxon and Old High German mano, Old Frisian mona, Old Norse mani, Danish maane, Dutch maan, German Mond, Gothic mena “moon”), from PIE *me(n)ses- “moon, month” (source also of Sanskrit masah “moon, month;” Avestan ma, Persian mah, Armenian mis “month;” Greek mene “moon,” men “month;” Latin mensis “month;” Old Church Slavonic meseci, Lithuanian mėnesis “moon, month;” Old Irish mi, Welsh mis, Breton miz “month”), from root *me- (2) “to measure” in reference to the moon’s phases as an ancient and universal measure of time. A masculine noun in Old English. In Greek, Italic, Celtic, and Armenian the cognate words now mean only “month.” Greek selēnē (Lesbian selanna) is from selas “light, brightness (of heavenly bodies).” Old Norse also had tungl “moon” (“replacing mani in prose” – Buck), evidently an older Germanic word for “heavenly body,” cognate with Gothic tuggl, Old English tungol “heavenly body, constellation,” of unknown origin or connection. Hence also Old Norse tunglfylling “lunation,” tunglœrr “lunatic” (adj.).

The Ancient Greek word for moon is Μήνη – μετάφραση στα ελληνικά από τον Δ. Συμεωνίδη:

Η ελληνική λέξη μήνη (mēnē) σημαίνει και την Σελήνη και τον σεληνιακό μήνα. Αντιπροσωπεύει τη θηλυκή μορφή του παλαιότερου αρσενικού ουσιαστικού μήν (mēn), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από τον πλάγιο κορμό της ινδοευρωπαϊκής λέξης *meh₁nōt («φεγγάρι· μήνας»). Από την ίδια λέξη προέρχεται και το όνομα του φρυγικού θεού της σελήνης Men.

English: The Greek word μήνη (mēnē) means both the Moon and the lunar month. It represents the feminine form of the older masculine noun μήν (mēn), which in turn derives from the oblique stem of the Indo-European word *meh₁nōt (“moon; month”). The name of the Phrygian moon-god Men derives from the same word.

Αρχαίες Πηγές:

Τα Ορφικά – Ευχή προς Μουσαίον – απόδοση: Σπ. Μαγγίνα

Μάθε λοιπόν, Μουσαίε, την μύηση την πολυσέβαστη, την προσευχή, που είναι βέβαια για σε η προσφορώτερη απ’ όλες. Ώ, Δία βασιλία και Γή και ουράνιες φλόγες καθαραί του Ηλίου, και της Σελήνης το ιερόν φως και όλα τα άστρα

Αρχαίον Κείμενον:

Μάνθανε δή, Μουσαῖε, θυηπολίην περισέμνην, εὐχήν, ἣ δή τοι προφερεστέρη ἐστὶν ἁπασέων. Ζεῦ βασιλεῦ καὶ Γαῖα καὶ οὐράνιαι φλόγες ἁγναὶ Ἠελίου, Μήνης θ’ ἱερὸν σέλας Ἄστρα τε πάντα

Όμηρος Ιλιάς / Ilias 19, 374 – απόδοση Ι. Πολυλά:

…που έριχνε πέρ’ αναλαμπήν ως στρογγυλό φεγγάρι.
Και ως όταν στους θαλασσινούς μακρόθεν από όρος

φέγγει φωτιά που άναψαν στην στάνην οι ποιμένες,
αλλά στο μέγα πέλαγος τους σέρν’ η ανεμοζάλη
μακράν από τους ποθητούς· παρόμοια στον αιθέρα
έφθαν’ η λάμψη της καλής ασπίδος του Αχιλλέως.
Εσήκωσε κι εφόρεσε την περικεφαλαίαν

Αρχαίον Κείμενον:

εἵλετο, τοῦ δ’ ἀπάνευθε σέλας γένετ’ ἠΰτε μήνης.

ὡς δ’ ὅτ’ ἂν ἐκ πόντοιο σέλας ναύτῃσι φανήῃ

καιομένοιο πυρός, τό τε καίεται ὑψόθ’ ὄρεσφι

σταθμῷ ἐν οἰοπόλῳ· τοὺς δ’ οὐκ ἐθέλοντας ἄελλαι

πόντον ἐπ’ ἰχθυόεντα φίλων ἀπάνευθε φέρουσιν·

Αισχύλος Τραγωδια Προμηθεύς Δεσμώτης, 797 – απόδοση: Ι. Γρυπάρη:

κυκνόμορφες, μονόδοντες, µ’ ένα μονάχα µάτι και για τίς τρεις των, πούδε του ήλιου αχτίδες ποτέ τίς βλέπουν, ουδέ της νυχτιάς φεγγάρι. Κ’ οι ανθρωπομίσητες κοντά τρείς αδερφές των οι φτερωτές και φιδοπλόκαµες Γοργόνες,

Αρχαίον Κείμενον:

τρεῖς κυκνόμορφοι, κοινὸν ὄμμ᾽ ἐκτημέναι, μονόδοντες, ἃς οὔθ᾽ ἥλιος προσδέρκεται ἀκτῖσιν οὔθ᾽ ἡ νύκτερος μήνη ποτέ. πέλας δ᾽ ἀδελφαὶ τῶνδε τρεῖς κατάπτεροι, δρακοντόμαλλοι Γοργόνες βροτοστυγεῖς, 

Etymologicum Magnum, Etymologicum magnum, Kallierges 586, 42:

Μήν: Ὡς παρὰ τὸ Κέφαλος γίνεται Κεφαλὴν, κῶλος κωλὴν, μέγιστος μεγιστὴν καὶ μεγιστὰν, οὕτως καὶ παρὰ τὸ μεῖος μειήν· καὶ κατὰ συγκοπὴν – μήν· ἀφ’ οὗ καὶ μήνη ἡ σελήνη.

Ετυμολογικό Γουδιανό / Etymologicum Gudianum, 391,37:
Μήνη, ἡ σελήνη
, ἀπὸ τοῦ μὴ μένειν ἐν ταὐτῷ, ἀλλὰ  ποτὲ μὲν μειοῦσθαι ποτὲ δὲ αὐξάνεσθαι, ὡς ἐκλεί πειν· ἢ παρὰ τὸ ἐλαττοῦσθαι.

Etymologicum parvum quod vocatur”, επιμ. Pintaudi, R., Istituto Editoriale Cisalpino, Μιλάνο, 1973, Testi e documenti per lo studio dell’antichità 42, 53,1:
Μήνη· ἀπὸ τοῦ μὴν μηνός, ἢ ἀπὸ τοῦ μήνις· αὕτη γὰρ τὸ πάθος αὐξάνουσα διὰ τῆς ὑποστακτικῆς ὑπάρξεως.

Επίλογος

Πάλι λοιπόν, έχουμε για μια ελληνική λέξη, την Μήνη = Σελήνη, που είναι Ορφική και Ομηρική να μας παραμυθιάζουν τα διάφορα Λεξικά, ότι είναι αρχαία Νορβηγική, Δανική, ΠρώτοΓερμανική, ΠαλαιοΑγγλική, Γοτθική, Ινδοευρωπαϊκής ρίζας, Σανσκριτική, ΠαλαιοΙρλανδική…

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 11.3.2025.

Βιβλιογραφια:

  • Ευαγγέλου Κ. Κοφινιώτη: Ομηρικόν Λεξικόν
  • Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας (TLG)
  • On Line Etymology Dictionary
  • LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
  • Αισχύλου Προμηθεὺς ∆εσμώτης σε απόδ. Ι. Γρυπάρη
  • Ορφικά

αγγλικη λεξη moon σεληνη αρχαια ελληνικη ομηρικη ετυμολογια ορφικη  θεα Ρεα φασεις Σεληνης σφραγιδολιθος Αγια Τριαδα, νεκροπολη Τραγανα Φθιωτιδος Αρχαιολογικο Μουσειο Αταλαντης ΙΝ Αγιας Τριαδας, νεκροπολις Φθιωτιδας Αρχαιολογια Αταλαντη φθιωτιδα φθιωτις ονομα Σεληνης σελας, φως, απλετο πρωινο ηδυς φωτισμος Νυκτα νυχτα Μηνη, μην μηνας, εμμηνος ροη ρυση εμμηνα λεξις μηνισκος μισοφεγγαρο, μηνοειδης εντομη, μιναρες, αγγλικο ημισεληνος σχημα διαταξη μαχης μαχη καλυμμα κεφαλι ανδριαντας προστασια κουτσουλια πουλι κοσμημα μηνοειδες σχημα νουμηνια ασεληνος σκοτομηνη διχομηνις σεληναζω σεληνιαζω σεληνιαζομαι βασιλιας ηλιδος, ηλις ηλιδα ηλεια Ενδυμιων οροφογραφια Ny Γλυπτοθηκη καρλσμπεργκ Carlsberg Κοπεγχαγη Δανιας δανια 

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα