Του Δημήτρη Συμεωνίδη JP, δημοσιογράφου / ανταποκριτού Ε.Σ.Ε.Μ.Ε.
(Ένωση Συντακτών Ευρωπαϊκών Μέσων Ενημέρωσης)
Τα αγγλικά λεξικά για τη λέξη freeze αντί να κάνουν σωστή ετυμολογία και να δηλώσουν ότι προέρχεται από την Ομηρική λέξη φρίξ, μας παραμυθιάζουν ως συνήθως και μας λένε ότι έχει «ινδοευρωπαϊκή» ρίζα, σανσκριτική, παλαιοσκανδιναβκή, πρωτογερμανική, παλαιονορβηγική, ολλανδική… Αποφεύγουν να μας πουν την ελληνική ρίζα της λέξης.
Η ομηρική ελληνική λέξη φρίξ – φρίσσω – φρίττω έχει δώσει, από τον αστείρευτο θησαυρό της γλώσσας μας, και σε άλλες γλώσσες να φτιάξουν λέξεις με την ρίζα αυτής της λέξης φρίξ > φρικ > φριτ, όπως της Αγγλικής, Γαλλικής, Λατινικής και Γερμανικής…
Οι Γάλλοι στο ετυμολογικό λεξικό τους που αναφέρει όλες τις λέξεις που προέρχονται από την ελληνική γλώσσα[1] το λένε καθαρά ότι η λέξη frisson, που σημαίνει φρίκη, προέρχεται από την αρχαία Ελληνική λέξη φριξ…
Ομήρου Ιλιάς, Η,63:
φηγῷ ἐφ’ ὑψηλῇ πατρὸς Διὸς αἰγιόχοιο
ἀνδράσι τερπόμενοι· τῶν δὲ στίχες εἵατο πυκναὶ
ἀσπίσι καὶ κορύθεσσι καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι.
οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ
ὀρνυμένοιο νέον, μελάνει δέ τε πόντος ὑπ’ αὐτῆς,
Η 65τοῖαι ἄρα στίχες εἵατ’ Ἀχαιῶν τε Τρώων τε ἐν πεδίῳ.
απόδοση Κ. Δούκας:
Σὲ ὑψηλὴ βαλανιδιὰ τοῦ πατρὸς Διός του αἰγιδοφόρου,
Μὲ τοὺς ἄνδρες τερπόμενοι. Ἐκεῖνοι στιχημένοι ἤταν πυκνά,
Μὲ τὶς ἀσπίδες καὶ τὶς περικεφαλαῖες καὶ τὰ ἔγχη νὰ τρικυμίζουν
Καθὼς ὁ Ζέφυρος σκορπάει φρίκη πάνω στὸν πόντο,
Ὅταν πρωτοφυσήξη, και μελανιάζει ὁ πόντος ἀπ’ αυτήν,
ἔτσι στιχημένοι κάθονταν Ἀχαιοὶ καὶ Τρῶες στὸ πεδίον.
Ευ. Κ. Κοφινιώτη: Ομηρικόν Λεξικόν
Φρίξ, φρικός, φριχ = φρῖκα, φρικίασις, ἰδιὼς ἡ ἐλαφρὰ κίνησις τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης (Ομ. Ἡ,63), ἐπί τῆς ἐπιφανείας τῆς θαλάσσης ἐπιχεῖται φρικίασις διά τῆς ἐξεγέργεως τοῦ Ζεφύρου «μέλαινα»
Φρίσσω
φρίσσω, ει, ουσι, άόρ. ἔφριξεν, ξας, πρκ. πεφρίκασι, υίαι —
α’) ἀνορθοῦμαι, φρίσσω «φάλαγγες, στίχες, μάχη» Δ,282, Η,62, περί σταχυοφόρων ἀρουρῶν Ψ,599.
β’) φρικιῶ ἀνατριχιάζω· · το «νῶτον, λοφιήν» είναι αίτ. τής ἀναφοράς κατά τα νῶτα, τήν λοφιάν, κάλλιον ὅμως (έν Ν 473 και τ 446) τό ρ μεταβ. = ἵστησι τήν χαίτην ύπεράνωθεν’ Ήσύχ. τάς τρίχας όρθοῖ τοῦ νώτου, ἤγουν ἐγείρει
γ’) μεταφ. Λ 383 – δεδοίκασι, Ω,775 = βδελύττονται.
Κ. Δούκας: Λεξικόν Διεθνών Λέξεων του Ομήρου: Φρίξ (frix) φρικίασις, ἀνατριχίλα > le frisson = ρῖγος, frissonnement = ρῖγος,, frissonant = φρίσσωv, frissoner = ἀνατριχιάζω, ριγῶ.
Δημ. Στεργίου Λεξικό – Ομηρικές λέξεις βλάχικου λόγου: Φρίκα = φρίκη. Η λέξη έχει ομηρική ρίζα: «οίη δε Ζεφύροιο εχεύσατο πόντο έπι φριξ = ο Ζέφυρος όταν σηκώνεται και σκουραίνει (απλώνεται φρίκη) στο πέλαγος», Ιλιάς Η,63.
LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας: φρίξ, γεν. φρικός (φρίσσω)· I. ρυτίδωση μιας ομαλής επιφάνειας· ελαφρύς κυματισμός που δημιουργήθηκε από την πνοή του ανέμου πάνω στην ήρεμη επιφάνεια της θάλασσας, Λατ. horror, σε Ομήρ. Οδ.
- II. ανατριχίλα, ανόρθωση, λέγεται για τα μαλλιά, σε Βάβρ.
- φρῖξαι, απαρ. αορ. αʹ του φρίσσω.
- φριξοκόμης, -ου, ὁ (κόμη), αυτός που έχει ανορθωμένα μαλλιά, σε Ανθ. > Φριξος.
φρίσσω, αττ. φρίττω (√ΦΡΙ Κ), μέλ. φρίξω, αόρ. αʹ ἔφριξα, παρακ. πέφρῑκα· με ποιητ. μτχ. πεφρίκοντες, σε Πίνδ.
I. 1. γίνομαι ανώμαλος ή κυματοειδής στην επιφάνεια, ορθώνομαι, Λατ. horrere, λέγεται για χωράφι με στάχυα, σε Ομηρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για τη γραμμή στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα μαλλιά ή τη χαίτη, ορθώνομαι, αναταράσσομαι, σε Ησίοδ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., φρίσσειν λοφιήν, ανασηκώνει τη χαίτη των μαλλιών του, σε Ομήρ. Οδ.· φρίσσω νῶτον, σε Ομήρ. Ιλ.· χαίταν, σε Αριστοφ. 2. φρίσσοντες ὄμβροι, όπως το horrida grando του Βιργ., σε Πίνδ. 3. ἄσθματι φρίσσων πνοάς, αναπνέει με αγωνία, λέγεται για κάποιον που μόλις πεθαίνει, στον ίδ.
II. χρησιμοποιείται για το αίσθημα του ρίγους, όταν το δέρμα κάποιου συστέλλεται και δημιουργείται αυτό που λέμε ανατριχίλα, ή όταν τα μαλλιά σηκώνονται· 1. από την επίδραση του κρύου, τρέμω, σε Ησίοδ. 2. από την επίδραση του φόβου, τρέμω, ταράζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., τρέμω μπροστά σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· πέφρικα Ἐρινὺν τελέσαι, τρέμω στη σκέψη της πραγματοποίησης (της εμφάνισής της), σε Αισχύλ.· ομοίως με δοτ., ἐρετμοῖς φρίξουσιν, θα ταραχτούν από τη θέα των κωπηλατών, σε Χρησμ. παρ’ Ηροδ.· επίσης με μτχ., πέφρικα λεύσσων, ταράχτηκα από το κοίταγμα (τη θέα), σε Αισχύλ.· με απαρ., φοβάμαι να κάνω κάτι, σε Δημ. 3. ανατριχιάζω από υπερβάλλουσα χαρά, σε Σοφ.
On Line Ετυμολογικό Λεξικό[2] – μετάφραση από τα Αγγλικά από τον Δ. Συμεωνίδη
παγώνω (v.): αλλοίωση του freese, friese, από τη μέση αγγλική fresen, από την παλαιά αγγλική freosan (απαρέμφατο) “turn to ice” (class II ισχυρό ρήμα; αόριστος χρόνος freas, μετοχή froren), από την πρωτο-γερμανική *freusan “to freeze” (πηγή επίσης των ολλανδικών vriezen, παλαιών σκανδιναβικών frjosa, ΠαλαιοΝορβηγική frjosa, “free, Γερμανικά” Γοτθικά frius “frost”), από το πρωτο-γερμανικα *freus-, ισοδύναμο με τη ρίζα PIE *preus- “πάγω”, επίσης “να καίω” (πηγή επίσης σανσκριτικά prusva, λατινικά pruina “hoarfrost”, ουαλικά rhew “frost”, σανσκριτικά prustah “καμένα”, αλβανικά prus “αναμμένα κάρβουνα”, Latin pruna).
Για τον καιρό, “να είσαι αρκετά κρύος για να παγώσεις”, 13c. Η έννοια «να χαθώ από το κρύο» είναι γ. 1300. Η μεταβατική αίσθηση “σκληραίνει σε πάγο, πήζει σαν από παγετό” που καταγράφηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 14ου αιώνα. μεταφορική έννοια τέλη 14 αιώνα., “make hard or unfeeling.” Το αμετάβατο σημαίνει “γίνομαι άκαμπτος ή ακίνητος” που επιβεβαιώθηκε από το 1720. Η έννοια του “διορθώνω σε ένα ορισμένο επίπεδο” είναι από το 1933. των περιουσιακών στοιχείων, “make non-transactable,” από το 1922. Το Freeze frame είναι από το 1960, αρχικά “μια σύντομη Frozen Shot μετά το Jingle για να δοθεί αρκετός χρόνος για Change over στο τέλος μιας T.V. “Commercial”. ” [“ABC of Film & TV,” 1960].
Ελληνικά:
Φρίττω ή φρίσσω (ανατριχιάζω, τρέμω) Θ. φρικjω, φριτ, φρίκη, κλπ.
Λατινικά:
- frigeo = φρίττω
- frigero = αναψύομαι Θ. frig.
- frigidarius = ψυκτήριος
- frigus = ρίγος, ψύχος
Ιταλικά:
- freddare = ψύχω
- frigidita = ψυχρότητα
- frizzare = τσούζω
- frizzante = δριμύς
- freddo = παγωμένο
- freddezza = ψυχρότητα
- fresco = δροσερός
- frescura = δροσιά
- freshezza = δροσιά
Γαλλικά:
- effrayer = φρίττω
- effrayant = φρικτός
- frisson = φρίκη
- frissonner = φρικιώ
- affreux = φρικτός
- frémissant = = φρικτός
- frais = δροσερός
- fraicheur = δροσερότητα
Αγγλικά:
- to freeze = παγώνω
- frightful = φρικτός
- fright = φρίκη
- refregeration = διάψυξη
- refregerator = ψυγείο
- fresh = δροσερός
- fret = έξαψη
Γερμανικά:
- frieren = ριγώ
- furchten = φοβούμαι
- erfrischung = δρόσισμα
Αρχαίες Πηγές :
- Lexica Syntactica, Lexicon syntacticum (e cod. Laur. 59,16) (4286: 003) “Lessico sintattico Laurenziano”, Ed. Positano, L.M., Arco Magrì, M. Naples: Libreria Scientifica Editrice, n.d.. 75,2:
τὰ κατ’ ἐπέκτασιν φόβου λαμβανόμενα αἰτιατικῇ, οἷον Δέδοικα, Φρίττω, Τρέμω. - Ετυμολογικο Γουδιανο / Etymologicum Gudianum, “Etymologicum Graecae linguae Gudianum et alia grammaticorum scripta e codicibus manuscriptis nunc primum edita”, επιμ. Sturz, F. W. Leipzig: Weigel, 1818, Repr. 1973. 464, 36:
Πεφρικὼς, φρίττων, πεφοβημένος. - Ιω. Χρυσοστομος / Joannes Chrysostomus Scr. Eccl., In decem virgines [Sp.] (2062: 234); MPG 59. Vol 59, pg 529, ln 66:
Ἀπήντησαν αἱ φρόνιμοι, συνεισῆλθον τῷ νυμφίῳ, καὶ ἐκλείσθησαν αἱ θύραι. βʹ. Φρίττω, τὸ γενόμενον ἐνθυμούμενος· τρέμω, τὸ συμβὰν τοῖς γυναίοις ἀστόχημα διηγούμενος. - Ι. Πωλος / Julius Pollux Gramm., Onomasticon “Pollucis onomasticon, 2 vols.”, Ed. Bethe, E. Leipzig: Teubner, 9.1:1900; 9.2:1931, Repr. 1967; Lexicographi Graeci 9.1–9.2. 5,122,4:
καὶ τὰ ῥήματα φοβοῦμαι, ὀρρωδῶ ὀκνῶ κατοκνῶ, δέδια δέδοικα, εὐλαβοῦμαι, ἐκπέπληγμαι, φρίττω, τρέμω ἐπτόημαι ἐξεπτόημαι, συνέσταλμαι, τεθορύβημαι, τετάραγμαι, ἐξέστηκα. - Απολλωνιος Δυσκολος / Apollonius Dyscolus Gramm., De constructione Part 2, vol. 2,415,1:
ἔστι δὴ οὖν καὶ ἡ προκειμένη σύνταξις ἐν πλήρει λόγῳ καθισταμένη οὕτω τρέμω διὰ σέ, φεύγω διὰ σέ· ὁ αὐτὸς λόγος καὶ ἐπὶ τοῦ φρίσσω, φοβοῦμαι καὶ τῶν ὁμοίων.
Σχόλιον
Καιρός είναι οι γλωσσολόγοι μας να εκδώσουν ένα πλήρες λεξικό με όλες τις Ελληνικές Λέξεις που οι Άγγλοι και άλλοι μας κρύβουν ότι έχουν ελληνική ρίζα, και να σταματήσουν να μας λένε τα γνωστά παραμύθια τους όπως αγνώστου ετύμου ή σανσκριτικής προέλευσης ή το πιο ωραίο… ινδοευρωπαϊκής προέλευσης.
ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 21.3.2025.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Θησαυρός Ελληνικής Γλώσσας ( TLG)
- Κ. Δούκας: Λεξικόν Διεθνών Λέξεων του Ομήρου
- Ευ. Κ. Κοφινιώτης: Ομηρικόν Λεξικόν
- LIDDELL & SCOTT – Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
- Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec
- On Line Etymology Dictionary
- Στεφ. Κουμανούδης Λεξικόν Λατινοελληνικόν
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Dictionnaire étymologique des mots françois dérivés du grec: FRISSON, s. m. de φρίκη (phrïki),.horreur, tremble-anent, dérivé de φρίξ (phrix), le bruit, le frémissement de la mer. De là Frissonnement; et Frissonner, en grec φρισσέειν (phrisséin), se hérisser, avoir peur.
[2] On Line Etymology Dictionary: freeze (v.): alteration of freese, friese, from Middle English fresen, from Old English freosan (intransitive) “turn to ice” (class II strong verb; past tense freas, past participle froren), from Proto-Germanic *freusan “to freeze” (source also of Dutch vriezen, Old Norse frjosa, Old High German friosan, German frieren “to freeze,” and related to Gothic frius “frost”), from Proto-Germanic *freus-, equivalent to PIE root *preus- “to freeze,” also “to burn” (source also of Sanskrit prusva, Latin pruina “hoarfrost,” Welsh rhew “frost,” Sanskrit prustah “burnt,” Albanian prus “burning coals,” Latin pruna “a live coal”). Of weather, “be cold enough to freeze,” 13c. Meaning “perish from cold” is c. 1300. Transitive sense “harden into ice, congeal as if by frost” first recorded late 14c.; figurative sense late 14c., “make hard or unfeeling.” Intransitive meaning “become rigid or motionless” attested by 1720. Sense of “fix at a certain level” is from 1933; of assets, “make non-transactable,” from 1922. Freeze frame is from 1960, originally “a briefly Frozen Shot after the Jingle to allow ample time for Change over at the end of a T.V. ‘Commercial.’ ” [“ABC of Film & TV,” 1960].
αγγλικη λεξη freeze παγωνω αρχαια ελληνικη ομηρικη γλωσσα φρικη Θεατρικη Μασκα φρικης 3ος αιωνας πΧ Πριηνη παλιο παλαιο Μουσειο αλτες Βερολινου Βερολινο γερμανιας