Αντίγραφα της αρχαίας χύτρας υπάρχουν σε πολλά μουσεία της Ευρώπης, αλλά σε κανένα της Ελλάδος και φυσικά σε κανένα της Θράκης, που την γέννησε!
Του Γιώργου Λεκάκη
Ανακαλύφθηκε στο τυρφωρυχείο Raevemose (Fuchs Moor), βόρεια της Borremose της Γιουτλάνδης, κοντά στο Gundestrup στην Δανία στις 28 Μαΐου 1891.[1] Η «Cauldron (= καζάνι, χύτρα, λέβητας) του Gundestrup» – γνωστή ως «χύτρα του Γκούντεστρουπ» – είναι το μεγαλύτερο και καλύτερο παράδειγμα αργυροχοΐας της ρωμαϊκής Εποχής του Σιδήρου[2]! Έχει διάμετρο 69 εκατ., ύψος 42 εκατ. και βάρος λίγο πιο κάτω από 9 κιλά![3] Παρά το γεγονός ότι ανακαλύφθηκε στην Δανία, η ποιότητα κατασκευής και η εικονογραφία στο σκεύος δείχνουν ότι δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια, από Θράκες[4] τεχνίτες, για λογαριασμό “κελτικών” φυλών (των Σκορδίσκων / Scordisci[5]) ή, για “κελτο-σκυθικών” (των Βαστάρνων / Bastarnae). Και όντως σχετίζεται στενά με άλλα θρακικά ασημένια έργα τέχνης. Το ασήμι, άλλωστε, δεν ήταν ένα κοινό υλικό στην κελτική τέχνη, και σίγουρα όχι σε αυτή την κλίμακα. Πάντως η ακριβής ημερομηνία και ο ακριβής τόπος του εργαστηρίου παραγωγής του εξακολουθούν αβέβαια…

Σήμερα εκτίθεται στο Εθνικό Μουσείο της Δανίας. Το σκεύος ανασυγκροτήθηκε μόλις το 1982 από τον Δανό αρχαιολόγο Σ. Μίλλερ. Και άρχισαν να προκύπτουν ερωτηματικά…
Η χύτρα από σχεδόν ατόφιο ασήμι (97%), και εν μέρει επίχρυσο, με κολλήσεις κασσίτερου και υαλί για τα μάτια των μορφών, αποτελείται από 13 ελάσματα. Ένα στρογγυλό, 5 μακρόστενα και 7 βραχύτερα παραλληλόγραμμου σχήματος. Λείπει ένα κομμάτι, μια λαβή, και μερικά άλλα τμήματα. Φέρει φθορές από την συχνή χρήση και επαναχρησιμοποίηση.
Ενώ έχει δοθεί εκτεταμένη ακαδημαϊκή προσοχή στην εικονογραφία και την προέλευση του σκεύους, τον τελευταίο αιώνα, ένα συναρπαστικό στοιχείο έχει πλήρως αγνοηθεί μέχρι πρόσφατα: Η επιστημονική έρευνα, στο πίσω μέρος της ασημένιας πλάκας του σκεύους, χρησιμοποιώντας ειδικό φωτισμό, καθώς και καλούπια καουτσούκ και σιλικόνης, αντίγραφα από εποξική ρητίνη και μακροφωτογραφίες, έχει αποκαλύψει «εικόνες φαντασμάτων», δηλ. που ήταν αόρατες απ’ το ανθρώπινο μάτι για πάνω από 2.000 χρόνια!
Οι αόρατες με γυμνό μάτι εικόνες, περιλαμβάνουν μια ανδρική φιγούρα 4,4 εκατ. Ανακαλύφθηκε στην κάτω δεξιά γωνία, στο πίσω μέρος του εσωτερικού της πλάκας (C6572). Ο άνδρας εικονίζεται σε προφίλ, φυσώντας ένα μουσικό κέρατο. Γι’ αυτό και ονομάσθηκε «ο τρομπετίστας». Αξίζει να σημειωθεί ότι το μουσικό όργανο αυτό, είναι εντελώς διαφορετικό από τα σχετικά πνευστά μουσικά όργανα, που παίζονται από τρεις μουσικούς, που απεικονίζονται στο εμπρόσθιο μέρος της εσωτερικής πλάκας (C6574). Ο «τρομπετίστας» είναι τραγοπόδαρος, και άρα φέρνει στον θεό Πάνα, που με το πνευστό μουσικό όργανό του, προξενούσε πανικό!
Στο πίσω μέρος της εσωτερικής πλάκας (C6573) έχουν καταγραφεί τρία σχέδια:
- Μια ανδρική κεφαλή σε προφίλ, κοντά στην δεξιά πλευρά στην μέση, που όπως ο «τρομπετίστας» πιστεύεται ότι είναι έργο του ίδιου καλλιτέχνη. Και
- Τα κεφάλια δύο γάτων, ομοίως σε προφίλ. Επίσης αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι γάτες απεικονίζονται με τρόπο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «νατουραλιστικός»![6]
Ο ακριβής σκοπός των κρυμμένων εικόνων στο σκεύος παραμένει άγνωστος, και τα θρακικά «φαντάσματα» εξακολουθούν μυστηριώδη… όπως και η μουσική και οι μουσικοί της αρχαίας Θράκης, οι οποίοι ήσαν περιζήτητοι δάσκαλοι μουσικής στην αρχαιότητα…
Το σκεύος πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε για τελετουργικές θυσίες. Από πολλούς τοπικούς μεταγενέστερους πληθυσμούς.
Σε κάθε μία από τις 7 εξωτερικές πλάκες υπάρχει μια κεντρική ανάγλυφη εικόνα, η οποία πιθανώς αντιπροσωπεύει μια θεότητα. Τέσσερις παραστάσεις γενειοφόρων ανδρικών μορφών, και τρεις θηλυκών.
Το πλούσια διακοσμημένο ασημένιο σκεύος, εικονίζει σκηνές από την ελληνική και δη θρακική μυθολογία, που αργότερα έγινε μυθολογία των Κελτών, των Τευτόνων, κλπ. Η τεχνοτροπία του σκεύους είναι καθαρά θρακική. Στον διάκοσμο όμως υπερτερούν τα κελτικά στοιχεία. Έτσι, σήμερα πιστεύεται ότι ήταν μια κέλτικη παραγγελία σε θρακικό εργαστήριο…
Στον πυθμένα της χύτρας εικονίζεται ένα βόδι και μια γυναικεία μορφή[7], θεά ή ιέρεια, που κρατά δόρυ, έτοιμη να θυσιάσει το ζώο. Δύο σκύλοι συμπληρώνουν την σκηνή. Στα εξωτερικά ελάσματα εικονίζονται προτομές γυναικείων θεοτήτων και άνδρες.
Πτερωτά άλογα (Πήγασοι), θαλάσσια άλογα ή δράκοι (Ποσειδών > ιρλανδική θαλάσσια θεότητα Manannan), ελάφια, αρπακτικά πουλιά, σκηνές από τον βίο του Ηρακλέους είναι ευδιάκριτα επίσης… Θεά, που πλαισιώνεται από δύο ρόδες με 6 ακτίνες (σύμβολο του Διός – 2 Χ 6 = 12) και μυθικά ζώα (δύο ελέφαντες, δύο γρύπες – θρακικό σύμβολο-φύλαξ χρυσού), ένα μεγάλο σκυλί, ένας θεός με σπασμένο 12κτινο τροχό, κερασφόρο κράνος, κερασφόρο φίδι (λένε ο θεός Dagda των Ιρλανδών), ταυροκαθάψια (ή θανάτωση ταύρων), μια ιεροτελεστία μεταβάσεως-αναστάσεως νεκρών[8], κλπ.

Πέραν αυτών, στο γεμάτο γλυπτές παραστάσεις ασημένιο σκεύος, εικονίζονται και τρεις μουσικοί εν σειρά, που παίζουν ένα πνευστό μουσικό όργανο (κάρνυκα[9]), με μακρύ λαιμό και απόληξη σε δρακοκεφαλή. Το μακρύ όργανο σημαίνει πως το όργανο θα απέδιδε βαθειές και βαρειές νότες, ίσως και υποήχους, που θα μπορούσαν να «τσακίσουν» αντιπάλους και κάστρα!

Άλλη εικόνα, παρουσιάζει έναν ελαφοκέρατο θεό, να κρατά ένα φίδι. Οι ελαφόκερατοι θεοί ήταν παράδοση στην αρχαία Θράκη (ακόμη γίνονται αναπαραστάσεις αρχαίων θρακικών εορτών στην Βουλγαρία, με ελαφοκέρατους τελεστές). Οι επιστήμονες λένε ότι είναι ο Cernunos[10] ή ένας σαμάνος[11]. Σκύλοι, γάτες, βοοειδή και μια ανθρώπινη φιγούρα καβάλα σ’ ένα δελφίνι, κάνει τους επιστήμονες να τον συγκρίνουν με τον Pashupati, «άρχοντα των ζώων» του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού. Εγώ βλέπω περισσότερη ομοιότητα με τον Θράκα μύστη και μουσικό Ορφέα, που περιστοιχίζεται από άγρια ζώα, τα οποία εξημέρωνε με την θεσπέσια μουσική του. Αλλά εάν αυτό που κρατά δεν είναι φίδι, αλλά και πάλι ένα άλλου τύπου πνευστό μουσικό όργανο, σημαίνει πως και αυτός είναι μουσικός και παίζει ένα βαθύφωνο πνευστό.
Σε άλλη παράσταση εικονίζεται σκηνή κυνηγιού μονόκερου[12] ζώου.
Μήπως αυτά τα «μαγικά» κέρατα των μονόκερων, ήταν η βάση αυτών των «ειδικών» «θεϊκών» μουσικών οργάνων-κεράτων των Θρακών;
ΠΗΓΗ: άρθρο του Γ. Λεκάκη με τίτλο “Στην αρχαία θρακική «χύτρα του Gundestrup» που βρέθηκε στην Δανία, υπήρχαν και κρυφές εικόνες-φαντάσματα! – Εικονίζονται μουσικοί πνευστών και κυνήγι μονόκερου… – Αντίγραφα της αρχαίας χύτρας υπάρχουν σε πολλά μουσεία της Ευρώπης, αλλά σε κανένα της Ελλάδος και φυσικά σε κανένα της Θράκης, που την γέννησε!”, στο περιοδικό “Ενδοχώρα”. Γ. Λεκακης “Συγχρονης Ελλαδος περιηγησις”. ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Μάλιστα, η δανική κυβέρνηση κατέβαλε μια μεγάλη αμοιβή προς τους ευρετές του, οι οποίοι εν συνεχεία… φιλονίκησαν για την μοιρασιά της και έβαλαν… διαιτητή!
[2] Η εποχή αυτή ποικίλλει από περιοχή σε περιοχή. Οι Θράκες Φρύγες την θεράπευσαν από τον 17ο αι. π.Χ. Στην κυρίως Ελλάδα την θεωρούμε μεταξύ 11ου – 8ου αι. π.Χ. Το θρακικό έργο αυτό, είναι, μάλλον, της «ρωμαϊκής εποχής σιδήρου», μεταξύ 200 π.Χ. – 300 μ.Χ., ή πιο ειδικώς 150 π.Χ. – 1ου αι. π.Χ. Ή έργο της περιόδου «La Tene» (5ου – 1ου αι. π.Χ.). Λόγω της τελειότητός του, άλλοι λένε ότι το σκεύος ετούτο, είναι έργο γαλατικού εργαστηρίου, εποχής του αυτοκράτορος Αυγούστου! – βλ. Hachmann 1991, Bemmann / Hahne S. 35 f.
[3] Αντίγραφά του υπάρχουν στο Εθνικό Μουσείο της Ιρλανδίας στο Δουβλίνο, στο Μουσείο Γαλλο-ρωμαϊκού Πολιτισμού de Fourvière στην Λυών, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στο Saint-Germain-en-Laye, επίσης στην Γαλλία. Αλλά όχι στην Ελλάδα, και δη στην γενέτειρά του, Θράκη…
[4] Μη σας ξενίζει ο τόπος ευρέσεως του θρακικού τεχνουργήματος. Έχουν βρεθεί θρακικά έργα τέχνης και στην Ολλανδία, κ.α. Οι Θράκες ήσαν οι πρώτοι χρυσοχόοι του κόσμου και οι περιφημότεροι αργυροχρυσοχόοι και τα έργα τέχνης τους είχαν μεγάλη ζήτηση και αξία σε όλον τον κόσμο – βλ. σχετικά άρθρα του Γ. Λεκάκη στην εφημ. «Χρόνος» Κομοτηνής.
[5] Βλ. Bergquist και Taylor.
[6] Βλ. balkancelts.
[7] Βλ. «Katalog der Ausstellung: Die Kelten. Druiden. Fürsten. Krieger», Völklingen, 2010, σελ. 270.
[8] Πολλές χύτρες έχουν παραστάσεις από τον κέλτικο μύθο της αναστάσεως των νεκρών πολεμιστών.
[9] Η «κάρνυξ» είναι είδος αρχαίας σάλπιγγος. Ετυμολογείται από την γαλατική ρίζα “carn-” ή “cern-” (> horn), η οποία προέρχεται από την αρχαία ελληνική «κέρας» (> κερνώ, κλπ.). Από την ίδια ρίζα προέρχεται και το όνομα του ελαφοκέρατου θεού Κερνούνου. Οι Κέλτες, ακόμη και κατόπιν βασανιστηρίων, αρνούνταν πεισματικά να αποκαλύψουν το κελτικό όνομα του οργάνου. Η κάρνυξ απαντάται στην επέλαση των Κελτών στους Δελφούς (279 π.Χ.), στην εκστρατεία του Ιουλίου Καίσαρα κατά των Γαλατών, την βρετανική εισβολή του Κλαύδιου, κ.α. «…Σάλπιγγας έχουσιν ιδιοφυείς και βαρβαρικάς, εμφυσώσι γαρ ταύταις και προβάλλουσιν ήχον τραχύν και πολεμικής ταραχής οικείον» (βλ. Διοδώρο Σικελιώτη, «Ιστορίαι», 5.30, Πολύβιο, κ.ά.). Κάρνυκες έχουν ευρεθεί σε Σκοτία, Γαλλία, Γερμανία, Ρουμανία, βόρεια Ιταλία.
[10] Κατά Olmsted, είναι η θεότητα Cú Chulainn. Ερμηνεύει την εικονογραφία ως πρωτότυπο του ιρλανδικού μύθου του Táin Bó Cúailnge.
[11] Λόγω της κομμώσεως, και της τελετουργικής στάσεως σώματος, που μιλά για την προετοιμασία ενός «σαμανικού ταξειδιού της ψυχής».
[12] Βλ. και Γ. Λεκάκη «Ιππεύσιμοι μονόκεροι-ρινόκεροι ζούσαν πριν 26.000 χρόνια! Για άλλη μια φορά η μυθολογία δεν είναι παρα-μυθολογία…», στην εφημ. «Κόντρα News”, 16.7.2016.





αρχαια θρακικη χυτρα, Δανια, κρυφη εικονα φαντασμα αρχαιοι μουσικοι πνευστοι κυνηγι μονοκερως Λεκακης