Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ

21.9 C
Athens
Σάββατο, 15 Μαρτίου, 2025

Η Ελληνική και η επίδρασή της στην Λατινική, την Αραβική και την Ρωσική γλώσσα

Του Αντώνη Μπουσμπούκη, ομοτίμου καθηγητή γλωσσολογίας Α.Π.Θ.

Κατά τον διαπρεπή Βάσκο Ισπανό γλωσσολόγο Francisco Adrados «όλες οι γλώσσες θεωρούνται κρυφοελληνικές, με πλούσια δάνεια από την μητέρα των γλωσσών, την Ελληνική».

            Ένας άλλος γλωσσολόγος, ο Ιταλός Francesco Sabatini, είπε κάποτε: «όλες οι γλώσσες είναι ίσες, όπως είναι ίσες μεταξύ τους και όλες οι γυναίκες. Αλλά, όπως ανάμεσα στις γυναίκες κάποιες είναι κυρίες των τιμών, έτσι και ανάμεσα στις γλώσσες πρώτη κυρία των τιμών είναι η αρχαία ελληνική». Αυτήν την μεγάλη κυρία των τιμών, ως μητέρα των γλωσσών, θα σας παρουσιάσω:

            Αλλά, και πώς να μην είναι η αρχαία ελληνική πρώτη κυρία των τιμών όταν οι περισσότεροι όροι, που εκφράζουν ό,τι πιο υψηλό καλλιέργησε η ανθρώπινη διάνοια αντλούνται από το ελληνικό γλωσσικό απόθεμα; Γιαυτό, μας επιτρέπεται να φανταστούμε τις ευρωπαϊκές γλώσσες ωσάν δέντρα απογυμνωμένα από τα πιο θαλερά τους φύλλα, αν από αυτές αφαιρούσαμε τις δάνειες από την Ελληνική λέξεις, κάτι που θα τις καθιστούσε μη-λειτουργικές για την εξυπηρέτηση της σύγχρονης ζωής.

            Έτσι, όροι φιλοσοφικοί κι επιστημονικοί, όπως π.χ. το άτομον, η ελάχιστη μονάδα ύλης, το χάος, η άπειρη μήτρα του Σύμπαντος, η διαλεκτική, έννοια που δηλώνει τη διαπάλη των στοιχείων, και η αρμονία, κόρη της διαλεκτικής, που μαζί με τη μουσική ως ακουστική έκφραση της αρμονίας, συνοψίζουν όλες τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο της Ελληνικής, που στα ιταλικά ακούγονται ως microcósmo και macrocósmo, αντίστοιχα. Η ανωτέρω ομάδα λέξεων (άτομον, χάος, διαλεκτική, αρμονία, μουσική, μικρόκοσμος και μακρόκοσμος) διεθνοποιήθηκαν, για να δηλώνουν τη συνοχή και την υπόσταση του κόσμου. Γι’ αυτό, ο Βίκτωρ Ουγκώ θα μας πει ότι «ο διαστελλόμενος κόσμος είναι Ελλάδα, ενώ ο συστελλόμενος κόσμος είναι πάλι Ελλάδα». – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκάκης “Ελλαδος Εγκωμιον”.

            Τα «μάτια» με τα οποία η τεχνολογία εξόπλισε την ανθρωπότητα, για να βλέπουμε και να γνωρίζουμε τον μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο και να διευρύνουμε τη συνειδητότητά μας, τη γνώση για ό,τι μας περιβάλλει, ονομάζονται ελληνοπρεπώς microscópio και telescópio στα ιταλικά και όχι μόνο. Ωκεανός και Γαλαξίας στον κάθετο άξονα, Ευρώπη και Ασία στον οριζόντιο του πλανήτη-μας άξονα: τέσσερες διεθνοποιημένες κι αυτές λέξεις, με τις οποίες η Ελληνική μπόλιασε με χάρη και σοφία τις γλώσσες του προηγμένου κόσμου και στοίχειωσε τα σύνορα της απεραντοσύνης. Έτσι, ακούμε στα γαλλικά τα: océan, galaxie, Europe και Asie, ενώ στ’ αγγλικά τα: όουσhαν, γκάλαξι, γιουρόπ, έιζα και γιουρέιζα, δηλ. «ΕυρΑσία».

            Στο ίδιο εννοιολογικό πλέγμα η λέξη ΛΟΓΟΣ, με 40 περίπου σημασίες, διεθνοποιείται, όπως θα δούμε παρακάτω, καθώς αναβαθμίστηκε μέσα από την σκέψη ενός Ηράκλειτου, ενός Πλάτωνα, ενός Αριστοτέλη, πατέρα της Λογικής, και άλλων φιλοσόφων, για να δηλώσει τελικά και τον ενσαρκωμένο Λόγο-Θεό εν αρχή στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Η λέξη ΛΟΓΟΣ, με τις βασικές σημασίες: «λόγος-ομιλία», «λογική» και «νους-πνεύμα», είναι το έμβλημα της εθνικής-μας γλώσσας, γιατί είναι σύμφυτη με τη δομή της σε όλα τα επίπεδα (φωνητικό, μορφολογικό, συντακτικό, σημασιολογικό και παραγωγικό), όπως θα δούμε.

            Γιαυτό ο Αριστοτέλης, με τη λαγαρή του σκέψη, ορίζει τον Θεό ως νόησις νοήσεως νόησις (Μετά τα Φυσικά, Λ 1074b), δηλ. η νόηση που κατανοεί τη νόηση και που δεν είναι παρά καθαρή νόηση / πνεύμα. Αυτή την τριπλή θεϊκή ταυτολογία, όπου ο Νους θεάται το Νου και όπου οι ενδιάθετες θεϊκές αρχές της Δημιουργίας ενεργοποιούνται μέσα από την (αυτο)ενδοσκόπηση του Θεού και παράγουν τον Κόσμο, ο Σταγιρίτης φιλόσοφος θα την απέδιδε – πιστεύω – στην έλλογη φύση της Ελληνικής. Άλλωστε, όπως γράφει ο ίδιος στη Ρητορική του (1407α, 19), το ελληνίζειν, δηλ. το να ομιλείς ελληνικά, είναι η βάση της σωστής έκφρασης, αρκεί να γίνεται ορθή χρήση της ελληνικής γλώσσας.

            Ο ΛΟΓΟΣ της Ελληνικής, όπως τόνισα, τη διαπερνά και την διαρθρώνει σε όλα τα επίπεδα, ιδιότητα που αναγνωρίζουν τόσον ο Μαρξ όσο και ο Έγκελς. «Η ελληνική γλώσσα», γράφει ο πρώτος, «αναδείχθηκε ως κανόνας, ως πρότυπο για όλες τις εποχές και για όλες τις γλώσσες», ενώ ο δεύτερος, ο Έγκελς, γράφει: «Τα όλα χαρίσματα, και δη τα γλωσσικά των Ελλήνων, τους εξασφάλισαν μια τέτοια θέση στην ιστορία της ανθρωπότητας, που κανείς άλλος λαός να μη μπορεί να την διεκδικήσει». Και ο κορυφαίος ρήτορας της Ρώμης, ο Κικέρων, έλεγε: «Η γλώσσα των Ελλήνων είναι η γλώσσα των θεών». Γι’ αυτό, ο ίδιος πλήρωνε Έλληνες ρήτορες ν’ απαγγέλλουν στην αγορά κείμενα από την ελληνική γραμματεία, για ν’ ακούνε και να χαίρονται οι Ρωμαίοι συμπολίτες του την μελωδική ροή του αρχαίου ελληνικού λόγου.

            Οι πρώτες επιδράσεις της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού ξεκινούν από τον χώρο της Ρώμης και αργότερα, με το τέλος του Μεσαίωνα, από την Ιταλία της Αναγέννησης, για ν’ απλώσουν στην Δύση και από εκεί να διαχυθούν ανά τον κόσμο.

            Γράφει σχετικά ο V. Manfredi στην μελέτη του Οι Έλληνες της Δύσης: «Η Ρώμη, ιδιαίτερα μέσω της Κύμης, αφομοιώνει τον ελληνικό πολιτισμό, εμπλουτίζοντας συνέχεια τα πρότυπα της ζωής-της: από την εισαγωγή του αλφαβήτου μέχρι τη γένεση της λόγιας γλώσσας, από την εισαγωγή νέων θεοτήτων […] από την υιοθέτηση ηθών, εθίμων, τεχνολογίας μέχρι την επιλογή μεθόδων θεραπείας» (σελ. 137). Από την Κύμη της Καμπανίας που οι κάτοικοί της αυτοαποκαλούνταν Γραικοί, μέσω της ρωμαϊκής παράδοσης, κληρονόμησαν οι Δυτικοί τα greco, grec, greek κ.τ.ό. της εθνικής μας ονομασίας.

            Όσο για την αγάπη και την εκτίμηση των Ρωμαίων προς την Ελληνική την βλέπουμε, για παράδειγμα, στην τέλεια χρήση της αττικής διαλέκτου από τον Οκταβιανό Αύγουστο, τη βλέπουμε στην πραγματεία Τα εις εαυτόν, γραμμένη στην Ελληνική από τον φιλόσοφο αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο, την βλέπουμε στην σκέψη του μέγιστου φιλέλληνα Αδριανού, που, κατά την Γαλλίδα βιογράφο του, σκεφτόταν ελληνικά και διέταζε λατινικά. Μέσα από τον θαυμασμό και την αγάπη ετούτη η ρωμαϊκή σκέψη εξελληνίστηκε. Τον εξελληνισμό αυτό δεν τον βλέπουμε μόνο στις δάνειες από την Ελληνική λέξεις αλλά και σ’ ένα βαθύτερο επίπεδο, που το συνιστούν τα μεταφραστικά δάνεια της Λατινικής από την Ελληνική. Έτσι, μεταφράζοντας λέξεις πολιτισμού από τα ελληνικά στα λατινικά, οι Ρωμαίοι προήγαγαν τον δικό-τους πολιτισμό με γλωσσική επένδυση λατινική και υπόβαθρο την υποκείμενη ελληνική σκέψη για πρότυπο και οδηγό-της.

            Ο Δ. Κ. Βελισσαρόπουλος στο δίτομο έργο του Έλληνες και Ρωμαίοι γράφει: «… η συνάντηση Ρωμαίων και Ελλήνων ήταν μοναδικό φαινόμενο στην ιστορία της αρχαιότητας, από την άποψη των πολιτιστικών επιπτώσεών της, καθώς ούτε η συνάντηση Ελλήνων και Ινδών […] ούτε η συνάντηση Κινέζων και Ινδών κατέληξαν σ’ έναν μικτό πολιτισμό σαν τον ελληνορωμαϊκό» (τ. Α΄, σελ. 12, εκδ. Δωδώνης).

            Με το τέλος της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας, περνάμε στους μεσαιωνικούς χρόνους, οπότε οι επιδράσεις της Ελληνικής συνεχίστηκαν μέσα από συγγράμματα λογίων ανδρών, έστω και υποτονικά. Άρχισαν, όμως, να εντείνονται στους τελευταίους αιώνες της εποχής αυτής, όταν η ελληνόφωνη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία της Ανατολής έγερνε προς τον αφανισμό της. Και όταν η Νέα Ρώμη, η πόλη του Κωνσταντίνου, σωριάστηκε σ’ ερείπια, πετάχτηκε μέσα από τον ορυμαγδό και τον πνιγηρό κορνιαχτό η άσβεστη λαμπρή φλόγα του ελληνικού πνεύματος και τράβηξε κατά την ιταλική εσπερία, όπου ο κόσμος της Φλωρεντίας κλήθηκε από την ιστορική μοίρα να παραλάβει τη σκυτάλη του πολιτισμού, για ν’ αξιωθεί τελικά η πόλη των Μεδίκων να ονομαστεί δίκαια Αθήναι της Ιταλίας.           

            Να σημειωθεί ότι στα χρόνια του ουμανισμού, τα οποία προηγούνται από την Αναγέννηση, η λέξη αρχαιολογία δήλωνε αρχικά την «αναζήτηση κι ενασχόληση με – ελληνικά κυρίως – χειρόγραφα συγγράμματα» και όχι με ανασκαφές. Μέσα από τον οργασμό ελληνολατρείες στην Ιταλία και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, πέρασαν λέξεις και γνώσεις, που γονιμοποίησαν τόσο τη σκέψη όσο και τις γλώσσες των Ευρωπαίων. Και από την Ευρώπη στη συνέχεια διαχύθηκαν σε όλην την Υδρόγειο, φέροντας τη σφραγίδα του ελληνικού πνεύματος και πολιτισμού.

            Η πλούσια ελληνική γραμματεία με τα ομηρικά έπη, τις τραγωδίες, τη λυρική ποίηση, τα ιστορικά συγγράμματα και τα έργα των φιλοσόφων, που με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη γίνονται τα εμβλήματα της αρχαιοελληνικής σκέψης, δεν μπορούσε παρά ν’ αποβεί πρότυπο αντικείμενο, άξιο προς μίμηση. Και η μίμηση στάθηκε πιστωτική τράπεζα σε δάνειες ελληνικές λέξεις, γιατί με την ιδέα, δηλ. την έννοια, ταξιδεύει μαζί της και η λέξη που την εκφράζει. Αλλά, όπως θ’ αποδείξουμε παραπέρα, δεν είναι μόνον ο πλούτος, η γοητεία και η πνευματική δύναμη της ελληνικής γραμματείας, είναι και η καθεαυτό εκφραστική ικανότητα της ελληνικής γλώσσας – κυρίως η συνθετική – να παράγει νέους επιστημονικούς – και όχι μόνον – όρους. Η παραγωγική αυτή δύναμη της Ελληνικής, μέσα από τη σύνθεση, είναι εγγενής, έμφυτη και μοναδική στη γλώσσα-μας. Αυτό κυρίως της δίνει το προβάδισμα και μας επιτρέπει να χαρακτηρίσουμε την Ελληνική, δικαιολογημένα πολύ δικαιολογημένα, ως την «διεθνή επιστημονική γλώσσα».

            Οι πολυάριθμοι νέοι επιστημονικοί όροι – με σύνθετη κυρίως μορφή – δεν είναι παρά επινοημένοι από ξένους επιστήμονες και διανοητές, που έχουν στη διάθεσή-τους το πλούσιο κι εύπλαστο ελληνικό γλωσσικό υλικό.

            Ανάμεσα στις λέξεις που ο ελληνικός πολιτισμός μεταβίβασε πρώτα στις ευρωπαϊκές γλώσσες και ύστερα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, η πιο ενδιαφέρουσα και παραγωγική είναι η λέξη λόγος. Η λέξη αυτή που την προανέφερα, κατά τον Γκαίτε, δε μεταφράζεται στα γερμανικά, γιατί δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη, για να σηκώσει το βάρος των 40 σημασιών, που έχει στα ελληνικά. Η λέξις λόγος, μεταξύ των άλλων, δηλώνει ταυτόχρονα και αδιαχώριστα «λέξη και σκέψη». την λέξη ως ήχο / έκφραση και τη σκέψη ως έννοια / σημασία και περιεχόμενο του ήχου, γιατί όταν μιλάμε, στην πραγματικότητα, το κάνουμε για να μεταβιβάσουμε τη σκέψη μας.

            Η επίδραση της Ελληνικής στις γλώσσες του κόσμου δεν μετράει ισοσταθμικά, καθώς σημειώνεται αλλού περισσότερο και αλλού λιγότερο. Για όσες, όμως, γλώσσες η Ελληνική στάθηκε ο ευεργετικός καταλύτης ισχύουν τα όσα έγραψε ο μεγάλος Πούσκιν σχετικά με την Ρωσική: «Τον 11ο αιώνα – μας λέει – η αρχαία ελληνική γλώσσα αποκάλυψε ξαφνικά το λεξιλόγιό της, το θησαυροφυλάκιο της αρμονίας, της έδωσε τους νόμους της καλοσχεδιασμένης γραμματικής της, τις όμορφες εκφράσεις, τη μαγευτική ροή του λόγου. Με μια λέξη την υιοθέτησε, απαλλάσσοντάς την από τις αργές βελτιώσεις του χρόνου».

            Τέτοιες γλώσσες, ευνοημένες άμεσα και ιδιαίτερα από την Ελληνική, εκτός από τη Λατινική, είναι η Αραβική και η Ρωσική. Η επίδραση και στις δύο περιπτώσεις συνδυάστηκε με τη θρησκευτική μεταβολή, τόσο στον αραβικό όσο και στον ρωσικό κόσμο.

            Στον χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής, με την επικράτηση του Ισλάμ στον αραβικό κόσμο, γεννήθηκε η ανάγκη γι’ άμεση καταγραφή του προφορικού Κορανίου αμέσως μετά τον θάνατο του προφήτη Μωάμεθ το 632 μ.Χ.

            Στην τελική διαμόρφωση της γλώσσας του Κορανίου συνέβαλαν οι Μουαλί, δηλ. Έλληνες εξισλαμισμένοι. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν οι Γιωργόπουλος και Γιαννόπουλος, άνδρες λόγιοι, που θεωρούνται πρωτεργάτες στη σύνταξη της γραμματικής και του συντακτικού της αραβικής γλώσσας. Είναι αυτοί που «… μετέφεραν συνειδητά τις αρχές της γραμματικής και του συντακτικού της Ελληνικής στο νέο πλαίσιο κανόνων της γραμματικής και του συντακτικού της Αραβικής» (Ε. Γ. Άσσος, άρθρο στο Η Διαχρονική Συμβολή της Ελληνικής σε άλλες γλώσσες, του Γ. Καναράκη, εκδ. Παπαζήση, σελ. 583). Γι’ αυτό, απ’ όλους τους Ευρωπαίους σπουδαστές που διδάσκονται τη δυσκολότατη Αραβική, οι Έλληνες τη μαθαίνουν σχετικά πιο εύκολα. Και, όπως στη Λατινική έτσι και στην Αραβική υπάρχουν οι φωνές, οι εγκλίσεις, οι χρόνοι των ρημάτων της Ελληνικής. Υπάρχουν ακόμα η αττική σύνταξη, ο δυικός αριθμός, το απαρέμφατο, ενώ οι πτώσεις χρησιμοποιούνται με τους ίδιους συντακτικούς κανόνες (βλ. Ε. Γ. Άσσος, ό.α. σελ. 584).

            Η επίδραση της Ελληνικής πάνω στην Αραβική του Κορανίου συντελέστηκε σύμφωνα με το πνεύμα του ελληνικού λόγου, απ’ όπου προέρχεται και το αραβικό λουγγά, δηλ. «λόγος».

            Κι ενώ στις γλώσσες της Δυτικής Ευρώπης η επίδραση της Ελληνικής έγινε αρχικά μέσω της Λατινικής, στα σλάβικα της ΒΑ. Ευρώπης ξεκίνησε άμεσα με τον εκχριστιανισμό του κόσμου της με κέντρο διάχυσης ταυτόχρονα γλώσσας και πίστης την πόλη του Κωνσταντίνου, την Τσάριγραντ, την θρυλική Βασιλεύουσα Πόλη.

            Η πρώτη ελληνική επιρροή και διαμόρφωση της εκκλησιαστικής γλώσσας με ρωσική επένδυση σημειώθηκε τον 11ο μέχρι τον 14ο αιώνα. Είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο καθιερώνεται η ρωσική γραφή, η νοοτροπία και η κοσμοθεώρηση του ρωσικού λαού. Είναι τότε που θεμελιώνεται η παιδεία του Πρώτου Ρωσικού Κράτους της Μικρής Ρωσίας με κέντρο το Κίεβο, όπου το 988 μ.Χ. ο κόσμος των Ρώσων προσχωρεί στην ορθόδοξη λατρεία.         

            Κύρια οδός ελληνικού δανεισμού στην ρωσική γλώσσα στάθηκε η ανάγκη για μετάφραση πρώτα του Ευαγγελίου, που μεταφράστηκε πολλές φορές. Ακολούθησαν ύστερα οι πρώτες πολιτικές, εμπορικές και πολιτισμικές σχέσεις ανάμεσα στο Πρώτο Ρωσικό Κράτος και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. – ΔΙΑΒΑΣΤΕ επίσης: Γ. Λεκακης “Κωνσταντινουπολη και Αγια Πετρουπολη”.

            Στις ανωτέρω σχέσεις μεσολαβούσαν κι επίσημες επιστολές, που από την Ελληνική μεταφράζονταν στη ρωσική γλώσσα. Οι επαφές ανάμεσα στον ελληνικό και το ρωσικό πολιτισμό, καθώς και μεταξύ των δύο γλωσσών διαρκούν εδώ και χίλια χρόνια, από τον 10ο αιώνα μέχρι σήμερα.

            Μόνη παρένθεση στην πολιτισμική αυτή χρονική ακολουθία είναι η εποχή του Μεγάλου Πέτρου τον 18ο αιώνα, όταν ο Τσάρος αυτός στράφηκε προς τα πρότυπα της ευρωπαϊκής Δύσης.

            Κατά τη δεύτερη ελληνική επιρροή τον 15ο και τον 16ο αιώνα στο ρωσικό κράτος της Μόσχας εμφανίζεται η τάση για την αναγέννηση του ελληνοβυζαντινού πολιτισμού. Την ίδια περίοδο η ιδιαίτερη πρόσληψη της ελληνικής πνευματικής κληρονομιάς από τον κόσμο του Κιέβου και της Μόσχας δημιούργησε την διαφορά μεταξύ τους.          

            Ενώ κατά τον 17ο αιώνα έχουμε την τρίτη ελληνική επιρροή, οπότε ενοποιούνται οι παραδόσεις των δύο πολιτιστικών κέντρων του Ρωσικού κράτους με βάση τώρα την αντίληψη για τον σύγχρονο, τον βυζαντινό και τον αρχαίο πολιτισμό στο Κίεβο.

            Η τέταρτη ελληνική επιρροή κατά τον 19ο αιώνα, έχει σχέση με το ενδιαφέρον πια για την Αρχαία Ελλάδα. Είναι την εποχή αυτή που μεταφράζονται τα Ομηρικά έπη, οι τραγωδίες και τα ιστορικά έργα. Ένας λόγος που συνέβαλε στην ολοκλήρωση με την εξέλιξη της Ρωσικής ήταν το μεγάλο ποσοστό των μεταφράσεων από την αρχαία ελληνική γλώσσα. Ο 19ος αιώνας είναι ο Χρυσός Αιώνας, τόσο της γλώσσας όσο και της ρωσικής λογοτεχνίας.

            Το ελληνικό πνεύμα, εκτός των άλλων, υπεισέρχεται και στον συντακτικό τομέα της ρωσικής γλώσσας, που κατακλύζεται από προτάσεις παρόμοιες με τις ελληνικές.

            Στον χώρο των κύριων ελληνικών βαφτιστικών ονομάτων εντυπωσιάζει το μεγάλο ποσοστό τους που ανέρχεται στο 50% των κύριων ρωσικών ονομάτων. Έτσι, ακούμε τα: Alexándr, Nikáláj, Panteleimón, Galina (Γαλήνη), Veranika (Βερενίκη) κ.τ.λπ.

            Όσο για το δανεισμένο λεξιλόγιο, αυτό διακρίνεται σε δάνειες λέξεις και μεταφραστικά δάνεια. Από την πληθώρα δάνειων λέξεων, αρκούμαι σε μία μόνο, την πιο εβληματική της ελληνικής Ορθοδοξίας, την λέξη εικόνα. Στην ρωσική η λέξη ikóna διατηρεί μόνο την σημασία «εικόνα Αγίου». Η εικόνα της ορθόδοξης λατρείας είναι παραφυάδα του αρχαίου ελληνικού εικονοπλαστικού πνεύματος, που αποφεύγει το αόριστο, το κενό και το χαώδες. Μορφοποιεί τους θεούς, χαράσσοντας καθαρό περίγραμμα, όπου εσωκλείει το θείο με σφύζουσα παρουσία.

            Η μορφοποιητική αυτή τάση του ελληνικού πνεύματος ξεκινάει κατά την προϊστορική περίοδο από το Αιγαίο, με τα ειδώλια της Κυκλαδικής τέχνης, περνάει μέσα απ’ όλα τα στάδια της αρχαίας καλλιτεχνικής δημιουργίας, για να μεταμορφωθεί στην βυζαντινή λιτή εικονογραφία. Είναι τόσο βαθειά ριζωμένη η εικονολατρεία των ορθοδόξων, που φορτίζει με θεϊκή δύναμη την εικόνα, όπου ριζώνει η πίστη και φυτρώνει το θαύμα. ΝΑΙ!

            Η εικόνα με την θεία λειτουργία σχηματίζει ένα ομοιογενές όλο. Την συμπληρώνει, την ερμηνεύει και αυξάνει την ενέργειά της στις ψυχές των πιστών. Η εικόνα, ως λέξη, έννοια και αντικείμενο αναφοράς, είναι το απτό σημείο σύγκλισης ανάμεσα στους αλλόγλωσσους ορθοδόξους.

            Το παράδοξο της βυζαντινής εικόνας και της λατρείας της είναι σύμφωνο με τα περί της σοφίας του Θεού ως μωρία του αποστόλου Παύλου (Α΄ Προς Κορινθίους α, 21), καθώς και του ζωγράφου Γ. Τσαρούχη, που είπε πως: «ό,τι πιο παιδαριώδες και θεατρικό υπάρχει είναι η θρησκεία, αλλά ό,τι πιο βαθύ και υψηλό υπάρχει είναι πάλι η θρησκεία».

            Κι ενώ εμείς, ως διαχρονικοί κληρονόμοι της ελληνικής γλώσσας, αδιαφορούμε για την πνευματική αξία της, ακούστε την ελληνίστρια Αντρέα Μαρκολόγκο, ερωτευμένη – κατά δήλωσή της – με τ’ αρχαία ελληνικά, που γράφει: «Δεν υπάρχουν νεκρές ή ζώσες γλώσσες, υπάρχουν γλώσσες καρποφόρες τόσο γόνιμες όσο η Ελληνική, που να γίνονται κομμάτι της δικής σας μητρικής γλώσσας, τόσο ισχυρές που να γίνονται κομμάτι του εαυτού σας». Αυτά γράφονται στο βιβλίο της: Η ΥΠΕΡΟΧΗ ΓΛΩΣΣΑ, με υπότιτλο: 9 λόγοι για ν’ αγαπήσεις τα αρχαία ελληνικά (εκδ. ΠΑΤΑΚΗ, σελ. 13).

ΠΗΓΗ: ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 19.4.2019.

Σημ.: Στοιχεία για την Ρωσική άντλησα από το άρθρο «Η πορεία των ελληνικών γλωσσικών δανείων στη ρωσική γλώσσα και πολιτισμό» της Yelena Andreichenko (στο Η Διαχρονική Συμβολή της Ελληνικής σε άλλες γλώσσες, του Γ. Καναράκη, εκδ. Παπαζήση, σσ. 297-327).

αρχαια ελληνικη επιδραση Λατινικη Αραβικη Ρωσικη γλωσσα ελληνικα Λατινικα Αραβικα Ρωσικα γλωσσες ελλαδα ιταλια Αραβια Ρωσια

author avatar
Γιώργος Λεκάκης

Σχετικά Άρθρα

Μοναδική αρχαία ταφή νεογέννητων διδύμων στο Τραγύριο! – του Γ. Λεκάκη

Του Γιώργου Λεκάκη Η αρχαία ελληνική δωρική πόλη Τραγύριον (Τραγύριο...