Του Γιώργου Λεκάκη
Η λίτρα / λείτρα[1] ήταν αργυρό
σικελικό νόμισμα[2] > εξ
ου και η λατινική libra.
«Η λέξις λίτρα φαίνεται ἁπλῶς
Σικελοελληνικὸς τύπος τοῦ ρωμαϊκοῦ libra· ἐπειδὴ τὸ Ἰταλικὸν νομισματικὸν
σύστημα παρελήφθη ἐκ τῶν ἐν Σικελία Δωριέων.
Ἡ λίτρα λέγεται παρ’ Ἀριστοτέλη[3] ὡς
δυναμένη Αἰγινήτην[10] ὀβολὸν (> 1/6 δραχμής, τὸ Λατ. libra ἢ as), καὶ ὡς διαιρουμένη ὡς
ουτος εἰς 12 ογκίες[4], ἕτερα δὲ
μέρη αὐτῆς ἦσαν:
– ἡμίλιτρον (semis),
– πεντώγκιον (quincunx),
– τριᾶς (triens),
– τετρᾶς (quadrans),
– ἑξᾶς (sextans)
– ὑπῆρχεν ὡσαύτως καὶ δεκάλιτρον = decussis ἢ
denarius / δηνάριο».[5]
Ως μονάδα βάρους η libra = 12 ογκίες,
λίτρα[6].
Επίσης, το λίτρον (το) / νίτρον[7] ήταν και αυτό μέτρο χωρητικότητος (= 1 ιταλική κοτύλη, λίτρα).
Η λίτρα ήταν και χρονικό όριο: «λίτραν ἐτῶν ζήσας», δηλ.
ζήσας ἔτη 72 (ἐπειδὴ ἐν μεταγενεστέροις χρόνοις, μια λίτρα χρυσοῦ ἐκόπτετο εἰς 72
νομίσματα).[8]
ΠΑΡΑΓΩΓΑ-ΣΥΝΘΕΤΑ: λιτροδόκη, λιτραίος
/ λιτριαίος[9], λιτρίζω, λιτροσκόπος (αυτός που αλλάζει λίτρες), λιτροβουλής (= άπληστος, ακόλαστος),
λιτρόμηλον (= μήλο που ζυγίζει μία λίτρα – Τζέτζης H.9.347), δεκάλιτρος, ημιλίτριον / ημίλιτρον, πεντάλιτρος > λιδρίον
τρύβλιον (= κούπα, ποτήρι στις ιατρικές συνταγές ήτο μέτρον χωρούν όσον και η κοτύλη – Ἱππ. 531.51. Γαλην. τ. 13. σελ. 976, 980, 9. Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 2), κ.ά.
Έτσι:
– Στην Ρώμη έγινε μέτρο βάρους (=
12 ουγγιές).
– Στο Βυζάντιο ήταν μονάδα
βάρους των νομισμάτων της αυτοκρατορίας (= 327,456 γραμμ.).
– Στην Βενετία ήταν νόμισμα (= 1/6
του δουκάτου).
– Ενώ έγινε και μονάδα
επιφανείας (= 1/40 του μοδίου).
– Τέλος, στον Ζωδιακό κύκλο των
Λατίνων η Libra είναι ο αστερισμός του Ζυγού.
ΠΗΓΗ: L&S. TLG. Γ. Λεκακης «Λεξικο
παραδόσεων». ΑΡΧΕΙΟΝ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, 5.7.2000.
[1] Επιγραφή Βοσπόρου, Συλλ. Επιγρ. 2040.7 / CIG2040.7.
[2] Βλ. Ἐπίχ. 5 Ahr., Σώφρων 26 Ahr., ἐν Ἀθήναις ἐν τῇ Νέᾳ
Κωμῳδία, Δίφιλ. ἐν «Σικελικῷ» 1, Ποσείδιππ. ἐν «Γαλάτῃ» 2, Πολυδ. Δ΄, 173.
[3] Ἀποσπ. 436, πρβλ. 467.
[4] ὀγκία – βλ. Σώφρων, Επίχαρμος 203, παρὰ Φωτ. > οὐγκία (unciae), ουγγιά. Σήμερα ισούται
με 28,34 γραμμ. > ιρλδ. unga, γοτθ. unkja, αρχ. αγγλοσαξ. ynče.
[5] Βλ. Bentl. εἰς Φάλαριν σ. 427- 478, Βöckh Metrol. Untersuch. xxi, Mommsen R. H. 1. σελ. 210.
[6] Βλ. ΨευδοΣιμων. ἐν Ἀνθ. Π. 6.214, Πολύβ. 22.26,19.
[7] Βλ. Ἡρόδ. 2. 86, 87, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Πλάτ. Τίμ.
60D, 65D, Ἄλεξ. ἐν «Ἀγκ.» 1· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 305.
[8] Βλ. Ἀνθ. Π. 10.97.
[9] Η λέξις για πρώτη φορά εμφανίζεται τον 2ο αιώνα π.Χ. και μόνο 13 φορές στο σώμα TLG.
[10] Ο σταθμητικός κανών Αιγίνης περιελάμβανε:
– στατήρες (12,4 γραμμ.),
– ημιστάτηρα (= δραχμές, 6,2 γραμμ,),
– τέταρτα στατήρα ή ημίδραχμα (3 γραμμ.),
– εικοστά τέταρτα στατήρα και
– έκτα της δραχμής ή οβολούς (1 γραμμ.) και
– υποδιαιρέσεις του οβολού.
